ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 13 Δεκέμβρη 1996
Σελ. /36
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ - ΣΟΚ
Εκτεταμένη φτώχεια φέρνουν τα υπερκέρδη

Επιδεινώνονται χρόνο με το χρόνο οι συνθήκες ζωής της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Ακόμα χειρότερη η κατάσταση για τους αγρότες και τους συνταξιούχους

Για το 86,7% των νοικοκυριών της χώρας, οι συνθήκες ζωής χειροτέρευσαν το 1996, σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, ή στην καλύτερη περίπτωση δεν επιδεινώθηκαν. Την ίδια στιγμή χαιροτέρευσαν ή έμειναν στάσιμες οι συνθήκες ζωής για το 91,4% των αγροτών. Τα εντυπωσιακά και αποκαλυπτικά αυτά στοιχεία έρχονται στο φως της δημοσιότητας από την έρευνα για τα νοικοκυριά της χώρας που έκανε η γνωστή εταιρία ICAP. Πρόκειται για στοιχεία που, στο φόντο της νέας αύξησης που παρουσίασαν πέρσι τα φανερά κέρδη των εμποροβιομηχάνων, δείχνουν ακόμα μια πλευρά του αντιλαϊκού χαρακτήρα της εφαρμοζόμενης από το ΠΑΣΟΚ οικονομικής πολιτικής. Για το 1997 η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών νοικοκυριών προσδοκά χειροτέρευση ή στασιμότητα της οικονομικής τους θέσης. Στην ελληνική κοινωνία έχει ήδη διαμορφωθεί ένας σκληρός πυρήνας περιθωριοποιημένων κοινωνικών στρωμάτων, που απαρτίζεται κυρίως από τους ανέργους, τους συνταξιούχους και τους αγρότες. Τέλος μόνο το 5,9% των Ελλήνων υποστηρίζει ότι κατά το 1997 η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης θα πρέπει να επιδιώξει τη "σύγκλιση" των οικονομιών, στόχος ο οποίος αφήνει ασυγκίνητο έως και αδιάφορο τον ελληνικό λαό. Τα όντως συγκλονιστικά στοιχεία δείχνουν παράλληλα ότι η ασκούμενη οικονομική πολιτική αποδοκιμάζεται από τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Η έρευνα της ICAP έγινε σε 1.013 νοικοκυριά διασκορπισμένα σε όλη την ελληνική επικράτεια μεταξύ 7 - 21 Οκτώβρη 1996.

Το αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα που προκύπτει από την έρευνα είναι ότι η κοινωνία των μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών αντιθέσεων, του συσσωρευμένου πλούτου από τη μια και της εξάπλωσης της φτώχειας και της εξαθλίωσης από την άλλη, δε βρίσκεται στο απώτερο και μακρινό μέλλον, αλλά είναι παρούσα στην Ελλάδα του 1996. Το δεύτερο και κρίσιμο συμπέρασμα είναι ότι ο μεγάλος υπεύθυνος, ο μεγάλος ένοχος της κατάστασης αυτής είναι ακριβώς η βάρβαρη ταξική οικονομική πολιτική που εφαρμόστηκε από το 1985 και μετά, μια πολιτική, η οποία είναι γνωστή ως πολιτική του Μάαστριχτ, της "σύγκλισης", του "κοινού νομίσματος". Το τρίτο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι επιβάλλεται πλέον σαν επιτακτική ανάγκη, η πολιτική αυτή να βρει όλο και μεγαλύτερες αντιστάσεις, να αμφισβητηθεί έμπρακτα με τελικό στόχο την πλήρη ανατροπή της. Από την άποψη αυτή ο σκληρός αγώνας των αγροτών, αλλά και των υπολοίπων κοινωνικών στρωμάτων που διεξάγεται τις ημέρες αυτές πρέπει να στηριχτεί αποφασιστικά.

Σύμφωνα με την έρευνα "η οικονομική κατάσταση του 43,9% των νοικοκυριών επιδεινώθηκε, του 42,5% παρέμεινε στάσιμη και μόνο το 13,6% κατόρθωσε να βελτιώσει τη θέση του". Πρόκειται, ασφαλώς, για στοιχεία που καθρεφτίζουν την ελληνική κοινωνία την εποχή της "σύγκλισης". Υποφέρει το 86,4% για να ευημερεί το 13,6%.

Επιδείνωση της οικονομικής θέσης σε ευρεία έκταση προκύπτει για τις οικογένειες, με κατά κεφαλήν εισόδημα μικρότερο από 1 εκατ. δραχμές, ενώ βελτίωση σε σημαντικό ποσοστό δηλώνουν οι οικογένειες με κατά κεφαλήν εισόδημα μεγαλύτερο από 3 εκατ. δραχμές. Στην πρώτη ασφαλώς κατηγορία περιλαμβάνονται οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι και οι αγρότες.

Ειδικότερα απ' όσους απέκτησαν εισόδημα μέχρι 1 εκατ. δραχμές, το 51,7% δηλώνει χειροτέρευση της οικονομικής του θέσης, έναντι ποσοστού 34,8% για εισοδήματα μεταξύ 1 - 2 εκατ. δραχμές και 32,2% για εισοδήματα μεγαλύτερα των 2 εκατ. δραχμών.

Οι αγρότες

Σε ό,τι αφορά τις αγροτικές περιοχές της χώρας, οι οικογένειες που γνώρισαν επιδείνωση της οικονομικής τους θέσης φτάνουν το 49,2%, για το 42,3% η κατάσταση παρέμεινε στάσιμη και μόλις το 8,5% δήλωσε βελτίωση της οικονομικής του θέσης. Πρόκειται για στοιχεία - κόλαφο κατά της μαύρης προπαγάνδας της κυβέρνησης, μια και προκύπτει ότι για τον ένα στους δύο αγρότες η κατάσταση χειροτέρευσε. Η έρευνα "φωτογραφίζει" μάλιστα σαν "την τυπική ομάδα που συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά των δυσαρεστημένων, τους αγρότες, τους συνταξιούχους και τους άνεργους". Τις κατηγορίες, δηλαδή, που σε άλλο σημείο αποκαλεί "σκληρό πυρήνα" των περιθωριοποιημένων ή των υποψήφιων προς περιθωριοποίηση κοινωνικών στρωμάτων. Το ποσοστό οικονομικής επιδείνωσης για αγρότες - συνταξιούχους - ανέργους, φτάνει το 51,7%, ενώ στάσιμο δήλωσε το 39,7%. Οικονομική βελτίωση παρουσιάζει μόλις το 8,6%.

Οι αιτίες της επιδείνωσης

Δύο θεωρούνται, κατά την έρευνα,, οι κύριες αιτίες της οικονομικής επιδείνωσης των στρωμάτων αυτών. Η ακρίβεια και η χαμηλή αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος. Ειδικά για τη δεύτερη κατηγορία επισημαίνεται ότι: "Τα νοικοκυριά των αγροτικών και ημιαστικών περιοχών και ιδιαίτερα εκείνα με χαμηλό εισόδημα θεώρησαν τη χαμηλή αύξηση του εισοδήματός τους ως κύρια αιτία της οικονομικής τους επιδείνωσης. Σε αυτό θα πρέπει να συνέβαλε η χαμηλή άνοδος του ΑΕΠ, οι αρνητικές επιπτώσεις σε πολλά προϊόντα των μέτρων αναπροσανατολισμού της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, καθώς και οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις που φαίνεται ότι επηρέασαν αρνητικά το διαθέσιμο εισόδημα του αγροτικού και ημιαγροτικού τομέα και έγιναν ιδιαίτερα αισθητές στα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα".

Η χειροτέρευση της οικονομικής θέσης των αγροτών οφείλεται - σύμφωνα με την έρευνα - στην αναθεώρηση της ΚΑΠ και στη δημοσιονομική - φορολογική πολιτική της κυβέρνησης.

Η χαμηλή αύξηση εισοδήματος θεωρείται κύρια αιτία της οικονομικής χειροτέρευσης και στις αστικές περιοχές, γεγονός που η έρευνα το αποδίδει στην άνοδο της ανεργίας και στη συμπίεση των εισοδημάτων των συνταξιούχων.Η έρευνα διαπιστώνει και αλλαγή της καταναλωτικής συμπεριφοράς των νοικοκυριών ως προς τον προηγούμενο χρόνο. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυξήθηκαν οι δαπάνες για είδη διατροφής και ένδυση - υπόδηση (στις δύο αυτές κατηγορίες διαπιστώνει και μεγάλες αυξήσεις στις τιμές, οι οποίες έπληξαν κυρίως τα νέα και μεσαίας ηλικίας νοικοκυριά, με χαμηλή μόρφωση και εισόδημα), ενώ υπάρχει δραστική περικοπή των δαπανών για αναψυχή. Η αιτία αποδίδεται "στη στασιμότητα ή την πραγματική μείωση της αγοραστικής δύναμης πολλών νοικοκυριών, τα οποία αναγκάστηκαν σε περιορισμό της κατανάλωσης προϊόντων και υπηρεσιών αναψυχής".

Χρεώθηκε ο ένας στους τέσσερις

Σύμφωνα με την έρευνα: "Μόνο το 13,7% των οικογενειών κατόρθωσε να πραγματοποιήσει αποταμιεύσεις. Η μεγάλη πλειοψηφία, το 61,1% των νοικοκυριών δαπάνησε όλο το εισόδημά της. Τέλος, οι καταναλωτικές δαπάνες του 25% ξεπέρασαν το εισόδημά τους". Οι τελευταίοι προφανώς προσέφυγαν σε δανεισμό, για να αντιμετωπίσουν τα προς το ζην. Για κατά κεφαλή εισοδήματα μάλιστα μέχρι 500.000 δραχμές, η προσφυγή σε καταναλωτικό δανεισμό ανήλθε στο 31%.

Ειδικά για τους συνταξιούχους - ανέργους η κατάσταση διαμορφώθηκε ως εξής: Το 9,3% έκανε αποταμίευση, για το 55,1% οι δαπάνες ήταν ίσες με το αποκτώμενο εισόδημα και για το 35,6% οι δαπάνες ήταν μεγαλύτερες από το εισόδημα. Στους αγρότες σε αποταμίευση προχώρησε το 7,7%, το 74,7% είχε εισόδημα όσο και οι δαπάνες που πραγματοποίησε και το 17,6% είχε δαπάνες μεγαλύτερες από το αποκτηθέν εισόδημα.

ΜΕΓΑΛΟΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΕΣ
Νέα εκτόξευση στα κέρδη και το 1995!

Τουλάχιστον κατά 38% αυξήθηκαν πέρσι τα φανερά καθαρά κέρδη στη βιομηχανία και κατά 39,5% στο εμπόριο

Τρελά κέρδη, εξασφάλισε και το 1995 στις μεγάλες εμποροβιομηχανικές επιχειρήσεις και τις τράπεζες - που λειτουργούν με τη μορφή ΑΕ ή ΕΠΕ - η "πράσινη" πολιτική μονόπλευρης λιτότητας. Την προκλητικά αυξανόμενη κερδοφορία των επιχειρήσεων για 5η χρονιά - σε περίοδο που η αγοραστική δύναμη των μισθών και συντάξεων μειώνεται σταθερά - τεκμηριώνουν τα συγκεντρωτικά στοιχεία της εταιρίας ICAP, που δόθηκαν χτες στη δημοσιότητα και δείχνουν ποσοστά αύξησης κερδών πολλαπλάσια του πληθωρισμού. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί, ότι με βάση δειγματοληπτική έρευνα της ICAP, που έγινε σε 250 επιχειρήσεις, οι μεγαλοεπιχειρηματίες δηλώνουν αισιόδοξοι για την κερδοφορία στη βιομηχανία και το εμπόριο, τόσο για το 1996 όσο και το 1997.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ICAP, που κατέγραψε τα αποτελέσματα των ισολογισμών όλων των επιχειρήσεων μορφής ΑΕ και ΕΠΕ (κερδοφόρων και ζημιογόνων) προκύπτει ότι τα επίσημα καθαρά κέρδη το 1995 αυξήθηκαν κατά:

  • 38% για το σύνολο των κλάδων της βιομηχανίας,καθώς από 244,8 δισ. που ήταν το 1994 έφτασαν πέρσι στο ποσό των 338 δισ. δραχμών. Αν μάλιστα αφαιρεθούν οι ζημιές των ζημιογόνων επιχειρήσεων, τότε τα καθαρά κέρδη των κερδοφόρων επιχειρήσεων άγγιξαν τα 450 δισ. δραχμές.
  • 39,5% για το σύνολο των κλάδων του εμπορίου και από 172,8 δισ. που ήταν το 1994, έφτασαν πέρσι στο ποσό των 241 δισ. δραχμών.
  • 28,3% για το σύνολο των επιχειρήσεων ΑΕ και ΕΠΕ που δραστηριοποιούνται στον τομέα των υπηρεσιών.

Οπως προκύπτει και από τους πίνακες με την κερδοφορία των βιομηχανικών και εμπορικών επιχειρήσεων, που επεξεργάστηκε η ICAP και δημοσιεύουμε σήμερα, τα παραπάνω ποσοστά αύξησης των επίσημων καθαρών κερδών (38%, 39,5% και 28,3%) αντιπροσωπεύουν το μέσο όρο και προκύπτει τόσο από κλάδους που παρουσίασαν ζημιές (όπως η βιομηχανία δέρματος, με αύξηση των ζημιών κατά 319,1%) όσο και από τις πολύ κερδοφόρες επιχειρήσεις (όπως του κλάδου βιομηχανίας χαρτιού, με αύξηση κερδών κατά 129,8%). Επίσης, στον τομέα των υπηρεσιών, που το μέσο ποσοστό αύξησης των καθαρών κερδών ήταν 28,3%, η αύξηση των κερδών για τις τράπεζες το 1995 ήταν της τάξης του 58%!

Αξίζει ακόμη να σημειωθεί, πως με βάση τα αναλυτικά στοιχεία και πίνακες για την κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων, που δημοσιοποίησε χτες η ICAP, προκύπτει ότι:

  • Τα επίσημα καθαρά κέρδη που εμφανίζουν το 1995 όλες μαζί οι 3.600 βιομηχανικές επιχειρήσεις (κερδοφόρες και ζημιογόνες) συγκριτικά με τα κέρδη του 1991, αυξήθηκαν κατά 868,1% ή περίπου 10 φορές.Από 34,9 δισ. δραχμές που ήταν το 1991, έφτασαν πέρσι τα 338 δισ. δραχμές. Μεγαλύτερο ποσοστό αύξησης (962%), παρουσιάζουν τα κέρδη των βιομηχανικών επιχειρήσεων ανά εργαζόμενο, που αποτελούν δείκτη της έντασης της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
  • Τα επίσημα καθαρά κέρδη που εμφάνισαν το 1995 όλες μαζί οι 5.351 μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις (κερδοφόρες και ζημιογόνες), ήταν αυξημένα συγκριτικά με το 1991 κατά 154,2% ή περίπου 2,5 φορές.Από 94,8 δισ. δραχμές που ήταν το 1991, ξεπέρασαν πέρσι τα 241 δισ. δραχμές.

Αξιόλογη αύξηση, παρουσίασε και η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων στη βιομηχανία, που δείχνει πόσες δραχμές παίρνουν πίσω, μέσα σε ένα χρόνο, σε κάθε 100 δραχμές που τζίραραν οι βιομήχανοι. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ICAP, η αποδοτικότητα για τη βιομηχανία αυξήθηκε από 3,13 το 1991 σε 13,1 το 1995.

Τέλος, να σημειωθεί, ότι παρά τη μεγάλη κερδοφορία, στην πενταετία 1991 - 1995 μειώθηκε ο αριθμός των απασχολουμένων στη βιομηχανία κατά 8,5% ή κατά 23.018 άτομα.

Μόνο το 5,9% υπέρ της "σύγκλισης"

Το χάσμα ανάμεσα στον κεντρικό οικονομικό στόχο της "σύγκλισης" των δεικτών και της αντίθεσης στο στόχο αυτό της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, προκύπτει από τα στοιχεία της έρευνας της ICAP.

Μόλις το 5,9% των Ελλήνων αποδέχονται ότι πρέπει να αποτελεί στόχο της οικονομικής πολιτικής η "σύγκλιση" των οικονομικών σύμφωνα με τα κριτήρια του Μάαστριχτ. Το συντριπτικό αυτό στοιχείο - που φέρνει ακόμα πιο επιτακτικά στην επικαιρότητα και το θέμα του δημοψηφίσματος για το Μάαστριχτ - αποδεικνύει ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εφαρμόζει πολιτική ερήμην και ενάντια στη θέληση του ελληνικού λαού.

Στην έρευνα αναφέρεται ειδικότερα ότι αν και γενικά είναι γνωστό ποια είναι η πολιτική που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση το 1997, η βασική επιδίωξη για σύγκλιση δε φαίνεται να συγκινεί κανένα.Οι εκπρόσωποι των νοικοκυριών πιστεύουν ότι ο κύριος στόχος της κυβέρνησης θα έπρεπε να είναι, ανεξάρτητα από τη σύγκλιση, η ανάπτυξη της οικονομίας και, δευτερευόντως, η αναδιανομή του εισοδήματος. Εντυπωσιακή είναι η απόρριψη της σύγκλισης και της αντιπληθωριστικής πολιτικής,παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός θεωρήθηκε η σημαντικότερη αιτία δυσπραγίας το 1996 και η κυριότερη πηγή ανησυχίας για το 1997.

Σύμφωνα με τους πίνακες της έρευνας, το 41,5% απάντησε ότι στόχος της κυβέρνησης για το 1997 είναι η σύγκλιση, το 17,6% η ανάπτυξη, το 10,6% η μείωση του πληθωρισμού, το 8,6% η μείωση της φοροδιαφυγής, το 4,6% απάντησε ότι η κυβέρνηση επιδιώκει τη στήριξη των επιχειρηματιών, το 4,1% η στήριξη των εργαζομένων και το 2,5% η στήριξη των αγροτών.

Αντίθετα, στο ερώτημα ποιες θα έπρεπε να ήταν οι κυβερνητικές προτεραιότητες στην οικονομία για το 1997, μόλις το 5,6% τάχθηκε υπέρ της "σύγκλισης". Κατά προτεραιότητα το 27,4% τάχθηκε υπέρ της οικονομικής ανάπτυξης, το 19,3% υπέρ της αναδιανομής των εισοδημάτων, το 11,7% υπέρ της στήριξης των εργαζομένων, το 9,7% ζήτησε τη μείωση του πληθωρισμού και το 8,7% τη στήριξη των αγροτών.

Σχολιάζοντας τα στοιχεία αυτά, η έρευνα επισημαίνει ότι "ο αριθμός των νοικοκυριών που θεωρούν ότι βασική προτεραιότητα θα πρέπει να είναι η σύγκλιση είναι χαμηλός και δεν επιτρέπει ιδιαίτερα αξιόπιστη στατιστική ανάλυση. Πάντως τα κύρια χαρακτηριστικά των οικογενειών αυτών είναι το υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, το υψηλό μορφωτικό επίπεδο και η νεαρή ηλικία. Απουσιάζουν και εδώ σε μεγάλο βαθμό οι οικογένειες συνταξιούχων ή ανέργων". Και το επιμύθιο: "Συνοψίζοντας, όσον αφορά τις προτιμήσεις των νοικοκυριών, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η σύγκλιση και η καταπολέμηση του πληθωρισμού βρίσκονται σε πολύ χαμηλές θέσεις στη σειρά των προτιμήσεων".

Δυσοίωνες οι προσδοκίες και για το 1997

Η ...απαισιοδοξία για το 1997 είναι το κύριο χαρακτηριστικό για τις προσδοκίες των ελληνικών νοικοκυριών. Στην έρευνα, ανάμεσα στα άλλα, τονίζεται:

"Απαισιοδοξία επικρατεί μεταξύ των νοικοκυριών για τις οικονομικές προοπτικές του 1997. Το 37,9% του συνόλου αναμένει επιδείνωση και το 43,9% στασιμότητα. Μόνο το 18,2% προσδοκά βελτίωση της οικονομικής τους θέσης. Η αξιολόγηση των νοικοκυριών για το 1996 είναι περισσότερο δυσμενής απ' ό,τι οι προσδοκίες τους για το 1997. Δεν πρέπει, όμως, να παραγνωρίζεται ότι είναι συνηθισμένο φαινόμενο στην αρχή μιας οικονομικής περιόδου οι προσδοκίες να είναι περισσότερο αισιόδοξες από ό,τι επιτρέπει το γενικότερο οικονομικό περιβάλλον".

Στη συνέχεια, επισημαίνεται ότι, αν και η απαισιοδοξία είναι διάχυτη μεταξύ όλων των νοικοκυριών, "τα νοικοκυριά με σχετικά χαμηλό εισόδημα κάτω του ενός 1 εκατ. δραχμών ανά μέλος, είναι περισσότερο απαισιόδοξα από τα υπόλοιπα, ιδιαίτερα οι αγρότες, οι συνταξιούχοι και οι άνεργοι. Αν η κατηγορία αυτή αναλυθεί ακόμα περισσότερο, προκύπτει ένας "σκληρός πυρήνας" απαισιόδοξων, που αποτελείται από οικογένειες αγροτών και συνταξιούχων με πολύ χαμηλό εισόδημα". Η έρευνα δηλαδή εντοπίζει στους άνεργους, στους συνταξιούχους και τους αγρότες, τις κοινωνικές ομάδες που πλήττονται σήμερα από την καπιταλιστική κρίση και την επιδιωκόμενη "σύγκλιση".

Από την ανάλυση των πινάκων, κατά περιοχή, μορφωτικό επίπεδο και ηλικία νοικοκυριού, που παραθέτει η έρευνα για τις προσδοκίες του 1997, προκύπτει ότι:

  • Κατά περιοχή διαμονής, στις αστικές περιοχές βελτίωση προσδοκά το 21,6%, έναντι 42,4%, που αναμένει στασιμότητα και 36% επιδείνωση. Η ελαφρά άνοδος των αισιόδοξων θα πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι στα αστικά κέντρα έχουν συγκεντρωθεί τα μεσοστρώματα με μεγάλη οικονομική επιφάνεια.
  • Στις ημιαστικές περιοχές βελτίωση αναμένει το 15,4%, στασιμότητα 58,7% και χειροτέρευση το 26%.
  • Στις αγροτικές περιοχές βελτίωση των οικονομικών δήλωσε μόνο το 13%, στασιμότητα το 42% και επιδείνωση το 45%.

Γενικώς, τα άτομα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και οι μεγαλύτερες ηλικίες πλήττονται περισσότερο από την οικονομική κρίση και δηλώνουν λιγότερο αισιόδοξα.

Οι πλούσιοι προσδοκούν να γίνουν πλουσιότεροι

Στον αντίποδα των νοικοκυριών, που μόλις το 18,2% προσδοκά ότι το 1997 θα βελτιώσει τη θέση του, βρίσκονται οι βιομηχανίες, που, σε ποσοστό 38,5%, προσδοκούν ότι θα βελτιώσουν και το 1997 τα κέρδη τους, τα οποία και την προηγούμενη χρονιά κινήθηκαν στα αυξημένα επίπεδα του 1995, παρά τη στασιμότητα των επενδύσεων. Γενικότερα, οι προσδοκίες των βιομηχανιών είναι θετικές σε πολύ μεγάλο βαθμό για όλα τα οικονομικά τους μεγέθη το 1997, σύμφωνα με δειγματοληπτική έρευνα που πραγματοποίησε η ICAP και έδωσε χτες στη δημοσιότητα. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, η πλειοψηφία των βιομηχανιών πιστεύει ότι πρωταρχικός στόχος στην οικονομική πολιτική του 1997 θα πρέπει να είναι η ανάπτυξη και όχι η σύγκλιση, ενώ δε συμμερίζονται την αισιοδοξία της κυβέρνησης για πληθωρισμό 5% στο τέλος του χρόνου, εκτιμώντας ότι θα κινηθεί στο 7,5%.

Αναλυτικότερα, οι εκτιμήσεις των βιομηχανιών για το 1996, αλλά και οι προσδοκίες για το 1997, σύμφωνα με τα στοιχεία της ICAP, έχουν ως εξής:

  • Πωλήσεις και τιμές βιομηχανικών προϊόντων: Οι πωλήσεις της βιομηχανίας εκτιμάται ότι το 1996 θα είναι αυξημένες σε πραγματικές τιμές, επειδή η εκτιμηθείσα αύξηση των τιμών των βιομηχανικών προϊόντων 4,5% ήταν αρκετά χαμηλότερη από αυτή της αξίας των πωλήσεων και του τιμαρίθμου. Για το 1997, μόλις το 2,9% των βιομηχανιών προσδοκά μείωση στις πωλήσεις.
  • Κερδοφορία: Το 38,5% των βιομηχανιών προσδοκά αύξηση της κερδοφορίας τους έναντι του 1996, ενώ μόλις το 3,7% προβλέπει μείωση, με τις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις να αναμένουν σε μεγαλύτερο βαθμό από τις μικρές αύξηση των κερδών τους.
  • Κερδοφορία: Μόλις το 3,7% των βιομηχανιών προβλέπει μείωση των κερδών για το 1997 και αυτό αποτελείται κυρίως από μικρού μεγέθους επιχειρήσεις. Το 38,5% προσδοκά βελτίωση των κερδών του, ποσοστό που αναλογεί κυρίως σε επιχειρήσεις μεσαίου και μεγάλου μεγέθους. Το 1996, η κερδοφορία των επιχειρήσεων παρουσίασε στασιμότητα σε σχέση με τα υψηλά επίπεδα του 1995. Η εκτίμηση που υπάρχει είναι ότι πολλές μεγάλες επιχειρήσεις δεν παρουσίασαν αύξηση το 1996, γιατί την αμέσως προηγούμενη χρονιά σημείωσαν αύξηση σε επίπεδα - ρεκόρ.
  • Επενδύσεις: Η επενδυτική δραστηριότητα που παρατηρήθηκε το 1995 δε συνεχίστηκε το 1996 με την ίδια ένταση, αφού ο αριθμός των επιχειρήσεων που επένδυσε μειώθηκε. Για το 1997, περίπου το 1/3 της βιομηχανίας προγραμματίζει αύξηση του όγκου των επενδύσεών της, ποσοστό που είναι ανάλογο αυτού του 1996, που, όμως, έμειναν μόνο σχέδια. Υπ' αριθμόν ένα ανασχετικό παράγοντα στον τομέα των επενδύσεων οι βιομηχανίες θεωρούν την ακολουθούμενη συναλλαγματική πολιτική.
  • Απασχόληση: Το 1996, η απασχόληση για το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων παρέμεινε στάσιμο, κυρίως στις μεγάλες κερδοφόρες επιχειρήσεις. Για το 1997, η απασχόληση προσδοκάται ότι θα κινηθεί στα ίδια επίπεδα, αφού το 77,1% της βιομηχανίας δε σκοπεύει να μεταβάλει τον αριθμό των ατόμων που απασχολεί. Εκτιμάται δε ότι στις ζημιογόνες επιχειρήσεις θα προκύψουν και περικοπές προσωπικού.


Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ