Διευκρινιστική εγκύκλιο για όσους έχουν υποχρέωση να υποβάλουν δήλωση καταγραφής της ακίνητης περιουσίας, το γνωστό Ε9,έδωσε χτες στη δημοσιότητα το υπουργείο Οικονομικών.
Δήλωση Ε9 λοιπόν, έχουν υποχρέωση να υποβάλουν:
Εάν μόνο ο σύζυγος ή μόνο η σύζυγος δεν είχε υποβάλλει το 1997 δήλωση Ε9, τότε θα υποβληθεί το Ε9 στο οποίο θα αναγραφούν τα ακίνητα που δεν έχουν δηλωθεί.
Με Επίκαιρη Ερώτηση, που κατέθεσε στη Βουλή, ο βουλευτής του Κόμματος Ν. Γκατζής καλεί την κυβέρνηση να πάρει θέση
Το θέμα της ΑΓΕΤ και των "Τσιμέντων Χαλκίδας", φέρνει μία ακόμη φορά στη Βουλή το ΚΚΕ με Επίκαιρη Ερώτησή του και αφορμή δημοσιεύματα στον ελληνικό και ιταλικό Τύπο που φέρουν τις δύο εταιρίες να μεταπωλούνται στο ευρωπαϊκό καρτέλ τσιμέντου. Συγκεκριμένα στην Επίκαιρη Ερώτηση που υπογράφει ο βουλευτής του Κόμματος Νίκος Γκατζής και απευθύνεται στους υπουργούς Εθνικής Οικονομίας και Ανάπτυξης αναφέρεται:
"Συχνά το τελευταίο διάστημα ο ελληνικός λαός, ο ιταλικός και γενικότερα ο ευρωπαϊκός Τύπος ασχολείται με σενάρια μεταπώλησης της ΑΓΕΤ, αλλά και των "Τσιμέντων Χαλκίδας", εξέλιξη η οποία δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για την τύχη των εργαζομένων και θα έχει αρνητικές συνέπειες στην οικονομία της χώρας.
Ομως σε Δελτίο Τύπου (22 - 11 - 1996) της Εθνικής Τράπεζας, αναφέρεται ότι υπογράφηκε συμφωνία της τράπεζας και της αγοράστριας CONKRETUM για τις μεταξύ τους σχέσεις αναφορικά με την ΑΓΕΤ. Η συμφωνία προβλέπει ότι η Εθνική Τράπεζα έχει το δικαίωμα αρνησικυρίας σε σημαντικές αποφάσεις που αφορούν την εταιρία και ότι η ΑΓΕΤ θα λειτουργεί με υγιείς οικονομικές σχέσεις, ως ανεξάρτητη κερδοφόρα επιχείρηση, ενώ αναγνωρίζεται ρητά η στρατηγική σπουδαιότητα της εταιρίας για την ελληνική οικονομία, η σημασία διατήρησής της, η πραγματοποίηση επενδύσεων, η προώθηση και η προστασία από κάθε άποψη των συμφερόντων του προσωπικού της, καθώς και η λήψη μέτρων για την ασφάλεια και προστασία της υγείας των εργαζομένων και του περιβάλλοντος.
ΕΡΩΤΩΝΤΑΙ οι κ.κ. υπουργοί:
Την έντονη διαμαρτυρία της για τα αποτελέσματα έρευνας που διενήργησε το Πανεπιστήμιο της Αθήνας για λογαριασμό της Νομαρχίας Αθηνών, σχετικά με τους ρύπους της ατμόσφαιρας της πρωτεύουσας, αφήνοντας αιχμές για το βαθμό της φερεγγυότητάς τους, εκφράζει με ανακοίνωσή της η Πανελλήνια Ομοσπονδία Στεγνοκαθαριστηρίων - Ταπητοκαθαριστηρίων - Πλυντηρίων - Σιδερωτηρίων - Βαφείων και Συναφών Επαγγελμάτων.
Ειδικότερα, η Ομοσπονδία καταγγέλλει ότι η έρευνα, ενώ αναφέρεται και σε συμμετοχή του κλάδου μέσω των διαλυτών που χρησιμοποιούνται, στην πραγματικότητα, δεν έγινε ούτε στα καθαριστήρια ούτε με τη συμβολή των καθαριστών. Γιατί, συμπληρώνει, εάν όντως είχε γίνει, ο κλάδος θα είχε συμβάλει διευκολύνοντας, όπως υποστηρίζει ότι έκανε στην κοινή έρευνα του Πανεπιστημίου Αθηνών με το Πανεπιστήμιο της Ρώμης που έγινε τον Ιούλη του '97, στα πλαίσια του προγράμματος συνεργασίας των μελών της ΕΕ. Η Ομοσπονδία επισημαίνει ότι η παραπάνω έρευνα που έγινε μέσα στα καθαριστήρια δίνοντας την πλήρη και ακριβή εικόνα των ρύπων των διαλυτών που εκπέμπονται και τις ακριβείς τιμές τους μέσα στο καθαριστήριο, είναι τελείως διαφορετική από τις σχετικές ανακοινώσεις της Νομαρχίας.
Συγκεκριμένα, η μελέτη των Πανεπιστημίων Αθήνας και Ρώμης έδειξε ότι το βενζινόλιο μέσα στο χώρο του καθαριστηρίου κυμαίνεται από 0 έως 6,91 MG/M3 με μέγιστο όριο τα 30 MG/M3, ενώ στη μελέτη της Νομαρχίας αναφέρεται η τιμή των 27,9 MG/M3 στην ατμόσφαιρα δημιουργώντας το εύλογο ερώτημα, όπως υποστηρίζει η Ομοσπονδία, για το πού βρέθηκαν τα συμπεράσματα και ανακοινώνονται. Κατά πόσο δηλαδή, το 6,91 MG/M3 γεννά το 27,9 MG/M3 ή εάν είναι επινόηση ή ραδιουργίες κάποιων που προσπαθούν να πουλήσουν κάποια μηχανήματα αδιαφορώντας για τις παραπέρα συνέπειες.
Επίσης, η Ομοσπονδία του κλάδου των καθαριστηρίων και βαφείων υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με πληροφορίες από επαγγελματίες του κλάδου από 12 πόλεις της Ευρώπης, αποτελέσματα τέτοιου τύπου σαν αυτά που έδωσε στη δημοσιότητα η Νομαρχία και συμπεράσματα για τα καθαριστήρια δεν υπάρχουν. Ωστόσο, συμπληρώνει ότι ασφαλώς υπάρχουν προβλήματα, όμως, αυτά τα παρακολουθεί ο κλάδος στο βαθμό που υπάρχουν και καταβάλλει κάθε προσπάθεια για την αντιμετώπισή τους, όπως είναι η αντικατάσταση και ο εκσυγχρονισμός του μηχανολογικού εξοπλισμού, προσπάθεια που από την πλευρά του κράτους, όχι μόνο δε στηρίζεται, αλλά αντίθετα δυσχεραίνεται περισσότερο. Τέλος, η Ομοσπονδία τονίζει ότι σε κάθε περίπτωση είναι διατεθειμένη να βοηθήσει και να συνεργαστεί σε κάθε είδους έρευνα και μελέτη και σε όποια μέτρα βελτίωσης προκύπτουν και είναι εφικτά, ταυτόχρονα, όμως, θα αντισταθεί σε επιπόλαιες σκοπιμότητες που δημιουργούν ανεύθυνοι, έστω κι αν κατέχουν υπεύθυνες θέσεις.
Η μεγάλη μείωση των μονάδων παραγωγής, με ταυτόχρονη αύξηση του μέσου μεγέθους τους, καθώς και η μείωση του κόστους παραγωγής, είναι το βασικό χαρακτηριστικό της κοινοτικής βιομηχανίας ζυμαρικών. Η διεθνής αγορά χαρακτηρίζεται από τάσεις βιομηχανικής συγκέντρωσης και διεθνοποίησης μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων, ενώ σημαντικό ρόλο αναμένεται να παίξουν οι πολιτικές μείωσης του κόστους παραγωγής. Τα παραπάνω αποτελούν διαπιστώσεις μελέτης για τον κλάδο των ζυμαρικών, από το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ). Πρόκειται για φαινόμενα και τάσεις τα οποία ήδη διαμορφώνονται και στην Ελλάδα, μέσα από τη διαδικασία των εξαγορών και συγχωνεύσεων και τις αρνητικές συνέπειες αυτών στην απασχόληση, παρότι ο κλάδος χρηματοδοτήθηκε με αρκετά δισ. δρχ. από τον αναπτυξιακό νόμο.
Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, μετά από συνεχή άνοδο η ελληνική κατανάλωση ζυμαρικών αντιμετωπίζει πλέον κορεσμό, αφού η κατά κεφαλήν κατανάλωση στην Ελλάδα είναι ήδη από τις υψηλότερες στον κόσμο. Συγκεκριμένα, ανέρχεται στα 8,5 κιλά ετησίως, έναντι 7,6 κιλών στις αρχές της δεκαετίας του 1990, δημιουργώντας μια αγορά που κυμαίνεται γύρω στα 44 δισ. δρχ. και αντιπροσωπεύει το 1% περίπου της συνολικής κατανάλωσης τροφίμων. Το 1995 η κατανάλωση ζυμαρικών ανήλθε στους 90 χιλιάδες τόνους, ενώ το 1996 μειώθηκε στους 86,7 χιλιάδες τόνους και το 1997 στους 80 χιλιάδες τόνους. Ανοδική τάση σημειώνει και ο τομέας της παραγωγής, ο οποίος αποτελείται από 8 μεγάλες βιομηχανικού επιπέδου μονάδες, που καλύπτουν το 80%-90% της αγοράς. Το 1996 η συνολική εγχώρια παραγωγή ανήλθε στους 120 χιλιάδες τόνους, έχοντας αυξηθείι πάνω από 50% μέσα στα τελευταία χρόνια. Εντυπωσιακή άνοδο παρουσιάζει και ο τομέας των εξαγωγών, ο οποίος αντιπροσωπεύει (1996) το 36% της εγχώριας παραγωγής. Ανοδο ωστόσο σημειώνουν και οι εισαγωγές, ιδιαίτερα από τις αρχές της 10ετίας του 1990, με αποτέλεσμα το 1996 να αντιπροσωπεύουν το 11% της συνολικής κατανάλωσης. Οι αυξημένες ποσότητες εισαγωγών των τελευταίων ετών εκτιμάται ότι αφορούσαν σε μεγάλο βαθμό προϊόντα χαμηλής αξίας, που εισήχθησαν κυρίως από μεγάλα σούπερ μάρκετ και πωλήθηκαν σε πολύ χαμηλές τιμές. Αποκλειστικός σχεδόν προμηθευτής της ελληνικής αγοράς είναι η Ιταλία, με μερίδιο γύρω στο 95% των συνολικών εισαγωγών, ενώ πολύ μικρότερες ποσότητες έρχονται από τις Κάτω Χώρες, τη Γερμανία και το Ην. Βασίλειο.