ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Δεκέμβρη 1998
Σελ. /60
ΚΕΝΗ
ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ ΣΤΟ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ
Αντιδραστική πορεία που θα ανατραπεί

Οκτώ χρόνια έχουν περάσει από την υπογραφή της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση στο Μάαστριχτ της Ολλανδίας. Στο διάστημα αυτό, οι εξελίξεις έπεισαν και τους πλέον κακόπιστους παρατηρητές τόσο για τον ταξικό χαρακτήρα αυτού του εγχειρήματος, όσο και για τις προοπτικές του. Διαλύονται, παράλληλα, και οι μεσοβέζικες θεωρίες, πως δήθεν είναι δυνατόν να αλλάξει "από τα μέσα" ο χαρακτήρας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, πως δήθεν είναι απλώς θέμα συσχετισμών δυνάμεων για το αν αυτή η Ενωση θα είναι των πολυεθνικών, ή μπορεί να γίνει "των λαών".

Την απόδειξη γι' αυτό την έχετε μπροστά σας, στην καθημερινή πολιτική παρουσία και δράση των πολιτικών δυνάμεων στη χώρα μας. ΠΑΣΟΚ, Νέα Δημοκρατία, αλλά και ο ΣΥΝ μετά βίας μπορούν να ξεχωρίσουν μεταξύ τους σ' αυτήν την πορεία προς την ΟΝΕ, το δε ΔΗΚΚΙ παρά την κριτική που ασκεί είναι σταθερά προσηλωμένο στην ουτοπία της πραγματικής σύγκλισης! Ακόμα και όταν καταφέρνουν να ξεχωρίσουν, οι διαφορές τους αφορούν σε δευτερεύοντα ζητήματα, σε θέματα διαχείρισης. Σ' αυτή την οκτάχρονη διαδρομή, λοιπόν, ξεκαθάρισε και το πολιτικό τοπίο. Η κύρια διαχωριστική γραμμή που διαπερνά το πολιτικό σύστημα της χώρας είναι η επιλογή απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αυτή η διαχωριστική γραμμή φέρνει το ΚΚΕ, απ' την άλλη πλευρά, σαν το μόνο κόμμα που υποστηρίζει ότι απαιτείται ο αγώνας, ένα ισχυρό λαϊκό μέτωπο πάλης, όχι μόνο για την αντιμετώπιση των συνεπειών από αυτή την πολιτική, για την αποτροπή των νέων ακόμη πιο σκληρών αντιλαϊκών μέτρων, αλλά και για την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ενωση, στην προοπτική της ανατροπής της πολιτικής και της εξουσίας των πολυεθνικών.

Τα στοιχεία που παρατίθενται στα διπλανά κείμενα και αφορούν στην εξέλιξη όλων των βασικών μεγεθών, οικονομικών και μη, καταδεικνύουν τον ολοφάνερο ταξικό χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι η πρόγονος της ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα σχεδιάστηκε εξ ολοκλήρου στα εργαστήρια των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των πολιτικών τους εκπροσώπων σαν απάντηση στην κατάσταση που διαμορφώθηκε στην Ευρώπη μετά το τέλος του Β Παγκόσμιου Πολέμου, στην περίοδο που αναδυόταν δυναμικά το σοσιαλιστικό σύστημα όχι μόνο στη Σοβιετική Ενωση, αλλά και σε μια σειρά χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Οι ίδιες ακριβώς δυνάμεις σχεδίασαν και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ στα νέα δεδομένα που είχαν δημιουργηθεί μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και την ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων σ' αυτή την περιοχή.

Οι ανατροπές αυτές έδιναν μια διπλή ευκαιρία στο μεγάλο κεφάλαιο, την οποία φυσικά δεν άφησε. Απ' τη μια η καταστροφή ενός βασικού σημείου αναφοράς των εργαζομένων όλου του κόσμου, του σοσιαλισμού και των κατακτήσεων του, απ' την άλλη η δημιουργία ενός απέραντου πεδίου, στο οποίο οι πολυεθνικές επιχειρήσεις εισέβαλαν για να λεηλατήσουν με την καθυπόταξη των χωρών και των λαών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Αυτό δεν είναι και το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της νέας επιχείρησης που ονομάζεται "διεύρυνση";

Μέχρι πού θα φτάσει η Ευρωπαϊκή Ενωση; Στο ερώτημα αυτό οι ιθύνοντες μιλούν για μορφές πολιτικής ενοποίησης. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται και η Συνθήκη του Αμστερνταμ που ενισχύει τα χαρακτηριστικά μιας διακρατικής, περιφερειακής ιμπεριαλιστικής ένωσης. Ωστόσο, οι κατασκευαστές αυτού του "φιλόδοξου" σχεδίου δε φαίνεται να παίρνουν σοβαρά υπόψη δύο παράγοντες, ο πρώτος είναι η ίδια η ταξική πάλη στο εθνικό, αλλά και το διακρατικό επίπεδο και ο δεύτερος είναι ο αδυσώπητος ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός. Το χειρότερο γι' αυτούς είναι ότι και οι δύο παράγοντες γεννιούνται και αναπτύσσονται από το ίδιο το σύστημα. Αργά, ή γρήγορα ο συνδυασμός αυτών των δυο παραγόντων θα δώσει την απάντηση στο ερώτημα που τίθεται, ρίχνοντας τα σχέδια "επί χάρτου" του Μάαστριχτ και του Αμστερνταμ στο καλάθι των αχρήστων της ιστορίας, εκεί που βρίσκονται και όλα τα ανάλογα μεγαλεπήβολα σχέδια του παρελθόντος, που έδειξαν την ίδια άγνοια των αρχών της ιστορικής εξέλιξης.

Οι συνέπειες του Μάαστριχτ

Την 1η Γενάρη 1999 ανοίγει μια νέα σελίδα στην πορεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Θα σηματοδοτηθεί από δυο γεγονότα, την επίσημη πλέον εμφάνιση του ΕΥΡΩ (του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος) και την έναρξη της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αυτή θα είναι η πρώτη μέρα του τρίτου σταδίου της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ), πολλοί, όμως, πιστεύουν ότι θα είναι και η αρχή της αντίστροφης μέτρησης για την κατεδάφιση (ανεξάρτητα από το πότε θα γίνει και πόσο θα διαρκέσει αυτή η πορεία) αυτού του οικοδομήματος των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Του οικοδομήματος που στηρίχτηκε στα σχέδια του "νεοφιλελευθερισμού" και συνεχίζεται από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Ετσι κι αλλιώς, είναι το μεγαλύτερο "στοίχημα" που παίζεται μεταξύ των δυνάμεων του κεφαλαίου και της εργατικής τάξης, των λαών, στην Ευρώπη στις συνθήκες της "νέας τάξης" και όποιος βιάζεται να "ποντάρει" υπέρ της νέας νίκης του κεφαλαίου, οφείλει να το ξανασκεφτεί. Γιατί δεν είναι μόνο οι αγώνες των εργαζομένων που απειλούν την ίδια την υπόσταση της ΟΝΕ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, είναι και οι εσωτερικές αντινομίες, οι αντιφάσεις αυτού του συστήματος, που αναμένεται να εκδηλωθούν με καταλυτικό τρόπο.

Εν αρχή ...το Μάαστριχτ

Πριν από εφτά χρόνια, το Δεκέμβρη του 1991, υπογράφηκε στο Μάαστριχτ της Ολλανδίας η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Λίγους μόνο μήνες μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και την ανατροπή των καθεστώτων στις σοσιαλιστικές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, τη στιγμή που ο "θατσερισμός" σάρωνε τη Γηραιά Ηπειρο, οι ηγέτες των δώδεκα, τότε, χωρών - μελών της ΕΟΚ υπέγραψαν τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Η "καρδιά" της Συνθήκης του Μάαστριχτ είναι η Οικονομική και Νομισματική Ενωση, μια σύλληψη με στόχο να έρθουν - υποτίθεται - όλες οι χώρες - μέλη στο ίδιο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, στόχος που η πραγματοποίησή του είναι ανέφικτη στον καπιταλισμό. Προπαγανδιστικά, καλλιεργούσε αυταπάτες, προκειμένου η εφαρμογή της πολιτικής για τη διαβόητη "σύγκλιση" να γίνει αποδεκτή ή ανεκτή από την εργατική τάξη και τους λαούς, με δεδομένο ότι ξεκινούσε μια καθολική επίθεση του κεφαλαίου στις λαϊκές κατακτήσεις και δικαιώματα. Αυτό ήταν δεδομένο και από το γεγονός ότι για την επίτευξη της υποτιθέμενης "σύγκλισης" προσδιορίστηκαν τα τέσσερα κριτήρια, δηλαδή η μείωση του πληθωρισμού, του δημοσιονομικού ελλείμματος, του εξωτερικού χρέους και των επιτοκίων. Με βάση αυτά τα κριτήρια, κατασκευάστηκαν τα προγράμματα "σύγκλισης" σε όλες τις χώρες - μέλη. Στο τέλος, λοιπόν, αυτής της περιόδου αποδεικνύεται ότι αυτή η πορεία προς τη "σύγκλιση" των οικονομιών δεν ήταν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από έναν τεράστιο μηχανισμό αναδιανομής του πλούτου υπέρ των κεφαλαιοκρατών και εις βάρος των εργαζομένων. Τα κριτήρια δεν επιλέχτηκαν τυχαία. Ηταν αυτά ακριβώς, που η κατάκτησή τους επέβαλε την εφαρμογή πολιτικής των μεταρρυθμίσεων που ονομάστηκαν αναδιαρθρώσεις και που εξασφάλιζαν τις πιο στυγνές μεθόδους εκμετάλλευσης των λαών, υπηρετώντας ταυτόχρονα τις περιβόητες τέσσερις ελευθερίες, αυτές της κίνησης των κεφαλαίων, των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών και των εργαζομένων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Συνθήκη του Μάαστριχτ, σε άρθρο της, αναφέρεται στην απαγόρευση της παρεμπόδισης διακίνησης των κεφαλαίων. Σκοπός της συμφωνίας των κυβερνήσεων των κρατών - μελών στην καρδιά της ΟΝΕ, τις τέσσερις ελευθερίες, είναι η ανάγκη των μονοπωλίων να αντεπεξέλθουν στον οξύτατο ανταγωνισμό στον παγκόσμιο οικονομικό στίβο και, μάλιστα, σε συνθήκες κρίσης. Αυτή η ανάγκη επιβάλλει την εφαρμογή πολιτικής έντασης της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Ετσι, στην Ελλάδα ακολουθείται η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων παραγωγικών και άλλων επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα, προκειμένου να παραδοθούν άμεσα προς εκμετάλλευση στο κεφάλαιο στρατηγικοί τομείς της οικονομίας. Ξεκίνησε η προσπάθεια επιβολής της ανατροπής του σταθερού εργάσιμου χρόνου (κατάργηση του 8ωρου), η εφαρμογή της μερικής και άλλων ελαστικών μορφών απασχόλησης, προκειμένου να κερδίζουν οι επιχειρηματίες περισσότερα σε βάρος των εργαζομένων. Εφαρμόζονται οι περικοπές στην κοινωνική ασφάλιση, προκειμένου να μειωθεί η τιμή της εργατικής δύναμης, άρα να μεγαλώνουν τα κέρδη. Δημόσιοι κοινωνικοί τομείς, όπως η εκπαίδευση, η υγεία και η πρόνοια, ιδιωτικοποιούνται, προκειμένου να εξασφαλιστεί ο δείκτης των δημοσίων ελλειμμάτων, ενώ τα βάρη από την παροχή τους τα πληρώνουν τα ίδια τα λαϊκά στρώματα. Προωθείται η αντιεκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η οποία υποτίθεται ότι δίνει τη δυνατότητα ανώτερης μόρφωσης σ' όλους τους νέους και τις νέες, ενώ στην ουσία προωθεί την απόσπαση των παιδιών των λαϊκών στρωμάτων από τη μόρφωση και τα οδηγεί στη στείρα ειδίκευση και επανειδίκευση, εντείνοντας τους ταξικούς φραγμούς στη μόρφωση, προκειμένου να αποτελέσουν τη φτηνή εργατική δύναμη για τα μονοπώλια. Η εφαρμογή αυτής της πολιτικής οδηγεί στην αύξηση της ανεργίας με μακροχρόνια ανέργους, νέους και γυναίκες, στην αύξηση της φτώχειας, αφού η πολιτική λιτότητας, προκειμένου να εξασφαλιστούν τα "κριτήρια σύγκλισης" είναι επιβεβλημένη, ενώ η προπαγάνδα της κυρίαρχης πολιτικής εμφανίζει τις θυσίες των εργαζομένων αναγκαίες, προκειμένου να μπει η Ελλάδα στον "παράδεισο" της ΟΝΕ, που, ως διά μαγείας, θα λυθούν τα προβλήματα των εργαζομένων, και υποτίθεται ότι δε θα υπάρξουν άλλες θυσίες. Αντίστοιχα προβλήματα όμως έχουμε, για τους ίδιους ακριβώς λόγους (ανταγωνισμός στην παγκόσμια αγορά), στην αγροτική οικονομία. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική, προσαρμοσμένη στις Συμφωνίες της ΓΚΑΤΤ και του ΠΟΕ, καταστρέφει μάζες μικρομεσαίων αγροτών, προκειμένου να δημιουργηθούν μεγάλα καπιταλιστικά νοικοκυριά. Ετσι, καταργούνται οι επιδοτήσεις στα αγροτικά προϊόντα, επιβάλλονται πρόστιμα συνυπευθυνότητας, αν η αγροτική παραγωγή υπερβεί αυτήν που προσδιορίζει η ΕΕ, αυξάνεται από τις πολυεθνικές το κόστος των καλλιεργητικών μέσων, οδηγώντας τους αγρότες στην απόγνωση. Και αντί της ενίσχυσης της αγροτικής παραγωγής, δίνονται επιδοτήσεις - ψίχουλα για αλλαγή των καλλιεργειών, με αμφίβολο αποτέλεσμα. Οι συνέπειες από την εφαρμογή αυτής της πολιτικής και στην Ελλάδα δίνονται και από στοιχεία της ίδιας της ΕΕ. Δίνουμε λοιπόν ορισμένα στοιχεία για το "λογαριασμό" του Μάαστριχτ που πλήρωσαν μέχρι τώρα οι Ελληνες εργαζόμενοι, γιατί έπεται και συνέχεια.

Η κοινωνική ανισότητα απογειώνεται

Η διεύρυνση του χάσματος αποτυπώνεται σε πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, σύμφωνα με τα οποία το 10% των πλουσιότερων στις χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης κατέχει το 24% του συνολικού πλούτου, ενώ το 10% των φτωχότερων κατέχει μόλις το 2,6%. Η κατανομή του πλούτου, που αποτυπώνει και τις μεγάλες κοινωνικές ανισότητες, διαφέρει βέβαια από χώρα σε χώρα, χωρίς να αλλάζει την ταξική ουσία της πολιτικής που εφαρμόζεται. Η πιο άνιση κατανομή παρουσιάζεται στην Πορτογαλία, όπου το εισόδημα του 20% των πλουσιότερων έχει εισόδημα 7,1 φορές μεγαλύτερο απ' το εισόδημα του 20% των φτωχότερων, ενώ στην αμέσως προηγούμενη θέση βρίσκεται η Ελλάδα, όπου το εισόδημα των πλουσιότερων είναι 6,6 φορές μεγαλύτερο απ' αυτό των φτωχότερων.

Η ζημιά έγινε καταστροφή

Οταν το 1980 μπήκε η Ελλάδα στην ΕΟΚ, οι θιασώτες της ένταξης διατυμπάνιζαν τις μεγάλες ευκαιρίες που ανοίγονται για την πορεία της ελληνικής οικονομίας στα πλαίσια της "κοινής αγοράς" των 300 εκατομμυρίων. Η πορεία του εμπορικού ισοζυγίου ανάμεσα στην Ελλάδα και τις άλλες κοινοτικές χώρες δείχνει το πραγματικό μέγεθος των συνεπειών. Στη δεκαετία 1987 - 1997, λοιπόν, το εμπορικό έλλειμμα μεταξύ της Ελλάδας και των χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης αυξήθηκε κατά 158%! Μάλιστα, από τη σύγκριση των καθαρών εισπράξεων που είχε η Ελλάδα από τα κοινοτικά ταμεία με το εμπορικό έλλειμμα, προκύπτει ζημιά σε βάρος της χώρας μας, ύψους 1.105 εκατομμυρίων δολαρίων!Βεβαίως τη ζημιά δεν την πλήρωσαν οι βιομήχανοι και άλλοι επιχειρηματίες, τα κέρδη των οποίων αυξάνονται συνεχώς όλα αυτά τα χρόνια, αλλά οι εργαζόμενοι, οι μικρομεσαίοι αγρότες και τα μεσαία στρώματα της πόλης, το εισόδημα των οποίων συρρικνώνεται συνεχώς. Μόνο οι εργατοϋπάλληλοι έχουν χάσει από 17% - 20% της αγοραστικής τους δυνατότητας στα χρόνια 1992 - 1995, ενώ το μεροκάματο βρίσκεται σήμερα στα επίπεδα του 1982. Αυτό και σαν απάντηση σε όσους υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα ευεργετήθηκε από τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση μέσω των "πακέτων Ντελόρ". Χωρίς να υπολογίζεται ότι τα κονδύλια των πακέτων διατίθενται προς όφελος του επιχειρηματικού κόσμου (αυτοί ωφελούνται από τη διάθεσή τους και τα έργα που γίνονται μ' αυτά και με συγχρηματοδότηση από το κράτος, δηλαδή με χρήματα του λαού), ενώ συμβάλλουν και στην εξαγορά συνειδήσεων.

Τριπλασιάστηκε η ανεργία

Οσον αφορά την ανεργία, να θυμίσουμε ότι στο διάστημα 1991 - 1998 έχει τριπλασιαστεί στη χώρα μας, σύμφωνα με τα ελλιπή και αναξιόπιστα στοιχεία της κυβέρνησης. Αυτή τη στιγμή μάλιστα υπολογίζεται, σύμφωνα με τους μετριοπαθέστερους υπολογισμούς, ότι ξεπερνά το 13%, ενώ με το συνυπολογισμό της υποαπασχόλησης φθάνει το 25%! Αυτή η πραγματικότητα διαμορφώνεται και στις υπόλοιπες χώρες - μέλη της ΕΕ. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ίδια τη Γερμανία η ανεργία έφτασε, αν δεν ξεπέρασε, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, αυτήν της περιόδου της οικονομικής κρίσης 1929 - 1933, δηλαδή πάνω από 5 εκατομμύρια, ή το 13% περίπου, ποσοστό - ρεκόρ για τα μεταπολεμικά δεδομένα. Στην Ισπανία επίσης ξεπερνά το 23%, ενώ ανοδική τάση εμφανίζει και στην Πορτογαλία και στη Γαλλία και σ' όλες τις χώρες, ανεξάρτητα από ρυθμούς αύξησης. Αλλωστε, πρόσφατοι είναι οι αγώνες των Γάλλων ανέργων, τόσο για τη μεγάλη τους διάρκεια, όσο και για την ένταση που πήραν.

Καταργείται η κοινωνική πολιτική

Στο όνομα της ΟΝΕ, η κυβέρνηση συρρικνώνει απελπιστικά το δημόσιο σύστημα κοινωνικής προστασίας, ώστε αυτό να απευθύνεται και να καλύπτει τις ανάγκες των πιο εξαθλιωμένων. Διαμορφώνει μια βιτρίνα κοινωνικής ευαισθησίας, δίνοντας βοηθήματα και συσσίτια στους πιο εξαθλιωμένους. Αλλωστε, ξέρει ότι το πιο εξαθλιωμένο τμήμα του πληθυσμού μας αρκείται στο ξεροκόμματο.

Τα χρήματα που θα εξοικονομηθούν από τη δραστική μείωση της κρατικής συμμετοχής θα δίνονται - ήδη έχει ξεκινήσει μια τέτοια προσπάθεια - στην εργοδοσία, ώστε να προσλαμβάνει για ένα μικρό χρονικό διάστημα κάποιους ανέργους στη δουλιά, και να συγκαλύπτεται ένα μέρος της ανεργίας. Τα επόμενα χρόνια, είναι βέβαιο ότι οι μισοαπασχολούμενοι, οι άνεργοι μακράς διαρκείας θα βγαίνουν από τις καταστάσεις, ώστε να μη θεμελιώνεται καμία υποχρέωση απέναντί τους. Ηδη, σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης το φαινόμενο υπάρχει.

Ο τομέας της κοινωνικής πολιτικής θα χαρακτηρίζεται από ένα καχεκτικό τυπικά δημόσιο τομέα, που θα χρηματοδοτείται με ψίχουλα και θα λειτουργεί σε εξάρτηση από υπηρεσίες που παρέχουν ιδιωτικές επιχειρήσεις, κερδοσκοπικές από τη φύση τους. Υπάρχουν σχέδια για να ιδρυθούν Ανώνυμες Εταιρίες στο χώρο της κοινωνικής πολιτικής που θα χειρίζονται όπως θέλουν την κινητή και ακίνητη δημόσια περιουσία που φτιάχτηκε με χρήματα του λαού και θα δώσουν "πράσινο φως" στη συνεχή διείσδυση της επιχειρηματικής δράσης, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό και την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Το προσωπικό που θα χρησιμοποιηθεί θα είναι δύο έως τριών ταχυτήτων, στα πλαίσια της ελαστικής αγοράς εργασίας. Ηδη, όλα αυτά εφαρμόζονται με σχέδια και προγράμματα της ΕΕ, ενώ βρίσκονται αποτυπωμένα στο νόμο για την Πρόνοια.

Ενα τμήμα, το μικρότερο, θα δουλεύει, θα προσλαμβάνεται με ελαστικές εργασιακές σχέσεις, με τις γνωστές αμοιβές λιτότητας.

Το μεγαλύτερο μέρος, τελικά, θα διαμορφωθεί με τροφοδότη την περίφημη και ψευδεπίγραφη διαδικασία του εθελοντισμού, που δεν έχει καμία σχέση με τη μεγάλη αξία της κοινωνικής αλληλεγγύης. Πρόκειται για εθελοντική μαύρη εργασία, εθελοντικό δουλεμπόριο.

Από τα παραπάνω, προκύπτει το συμπέρασμα ότι τα συμφέροντα των εργαζομένων βρίσκονται σε πλήρη διάσταση με την ΟΝΕ, είναι εντελώς αντίθετα και απ' αυτό πηγάζει η αναγκαιότητα εναντίωσης στην πολιτική που υπηρετεί αυτή την πορεία, ως την ανατροπή της.

Σε αντιδραστικότερη κατεύθυνση

Εξι περίπου χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ οι ηγέτες των χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης υπέγραψαν στο Αμστερνταμ μια νέα Συνθήκη, που συμπληρώνει την προηγούμενη. Μπορεί η Συνθήκη του Αμστερνταμ να μην απηχεί το σύνολο των επιδιώξεων και των στόχων των κυρίαρχων οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων, ωστόσο θεωρείται σαν το πρώτο αποφασιστικό βήμα διακρατικής συμφωνίας προς την κατεύθυνση εδραίωσης κοινής πολιτικής στο σύνολό της, με δεδομένη την απόφαση της Συνθήκης του Μάαστριχτ για μια πολιτικά ενιαία Ευρωπαϊκή Ενωση, ανεξάρτητα από το αν αυτό είναι ή όχι εφικτό.

Σύμφωνο σταθερής λιτότητας

Με το "Σύμφωνο Σταθερότητας", που αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο στην πορεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι "δεκαπέντε" αφ' ενός θέλουν να σιγουρέψουν τα κεκτημένα τους από τη μέχρι τώρα πορεία της ΟΝΕ και αφ' ετέρου να διασφαλίσουν την απρόσκοπτη συνέχεια της ίδιας πολιτικής στο διηνεκές. Με το γερμανικής έμπνευσης "Σύμφωνο Σταθερότητας" προσδιορίζεται ότι οι χώρες - μέλη, που παίρνουν μέρος στο επόμενο στάδιο της ΟΝΕ, θα ακολουθούν με ευλάβεια τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (όσον αφορά στη νομισματοπιστωτική πολιτική) και του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών (όσον αφορά στα θέματα δημοσιονομικής πολιτικής). Αυτό ουσιαστικά σημαίνει πως οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών συμφώνησαν ότι απαιτείται εφαρμογή πολιτικής που να μην αφήνει περιθώρια παραβίασης των διαβόητων κριτηρίων "σύγκλισης". Αυτό επίσης με τη σειρά του σημαίνει ότι θα συνεχίσει να ακολουθείται με μεγαλύτερη ένταση η ίδια αντιλαϊκή πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα. Οι περιβόητες αναδιαρθρώσεις θα συνεχιστούν με μεγαλύτερη ένταση. Πράγμα που σηματοδοτεί το γεγονός ότι θα σφαγιάζονται αναλόγως τα εισοδήματα των εργαζομένων, θα συνεχίζεται το ξεπούλημα τομέων του δημοσίου, είτε παραγωγικών είτε κοινωνικών, γεγονός που θα αυξάνει τα οικονομικά βάρη των λαϊκών στρωμάτων και θα διευρύνει τη φτώχεια.

Διεύρυνση γερμανικών συμφερόντων

Ενα σημαντικό σημείο της Συνθήκης του Αμστερνταμ είναι η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης με την ένταξη σ' αυτή των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Με τη διεύρυνση συνδέονται δύο σημαντικά ζητήματα, οι αλλαγές στον τρόπο λήψης των αποφάσεων στα κοινοτικά όργανα και οι αλλαγές στο σύστημα των κοινοτικών πόρων, όπως ορίζονται στην "Ατζέντα 2000". Και βεβαίως σε ό,τι αφορά τον τρόπο λήψης των αποφάσεων ουσιαστικά γίνεται προσπάθεια μέσω των διαδικασιών να ενισχύονται τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κράτη, ο ισχυρός πυρήνας που ηγείται στην ΕΕ και την ΟΝΕ. Η δε διεύρυνση, ούτως ή άλλως, κρίνεται σαν διεύρυνση των γερμανικών συμφερόντων και της γερμανικής ισχύος, αφού η περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης θεωρείται γερμανική ενδοχώρα.

Μικρότερη πίτα, περισσότερα κομμάτια

Με την "Ατζέντα 2000", που ήδη βρίσκεται στο στάδιο της τελικής διαμόρφωσης, επέρχονται σημαντικές αλλαγές στη συγκέντρωση και τη διανομή των κοινοτικών πόρων. Η Γερμανία, επικεφαλής μιας μεγάλης ομάδας κρατών - μελών, ζητά να μειωθεί η συμμετοχή της στα βάρη του Κοινοτικού Προϋπολογισμού. Αυτομάτως, λοιπόν, μειώνονται κατά πολύ οι διαθέσιμοι πόροι. Μικρότερη, επομένως, η "πίτα" του Κοινοτικού Προϋπολογισμού και περισσότεροι οι δικαιούχοι (αφού μετά τη διεύρυνση οι χώρες - μέλη θα αυξηθούν από 15 σε 25), πράγμα που σημαίνει ότι θα έχουμε πολύ μικρότερα κομμάτια. Για την Ελλάδα αυτό θα έχει οδυνηρές συνέπειες, μια και θα μειωθεί κατά πολύ το μερίδιό της από το περίφημο "πακέτο Σαντέρ", ενώ μόνο στον τομέα των αγροτικών επιδοτήσεων θα υπάρξει ζημιά περίπου ενός τρισεκατομμυρίου δραχμών για το διάστημα 2000-2006. Βεβαίως αυτή είναι η μια πλευρά του ζητήματος, που ενδεχομένως να δυσκολεύει την προπαγανδιστική προσπάθεια των θιασωτών της ΕΕ να πείσουν για τη μεγαλύτερη ωφελιμότητα των χρηματοδοτήσεων, αφού θα μειωθούν. Αυτό θα οδηγεί στη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, αφού θα μειωθούν οι χρηματοδοτήσεις με συνέπεια την ακόμη μεγαλύτερη ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και των μικρομεσαίων αγροτών. Το κύριο και πιο ουσιαστικό είναι ότι το μονοπωλιακό κεφάλαιο θα εκμεταλλεύεται και τους λαούς των νέων χωρών - μελών. Ταυτόχρονα θα ενταθεί συνολικά η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων από το γεγονός ότι με την ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων, και λόγω φτηνού εργατικού δυναμικού, τα μονοπώλια επενδύουν εκεί που αποκομίζουν μεγαλύτερα κέρδη, ή υπάρχουν στρατηγικοί τομείς της οικονομίας προς εκμετάλλευση (πρώτες ύλες, ενέργεια κτλ.). Ολα αυτά σημαίνουν ότι οι ελπίδες που σπέρνουν οι ηγέτες της ΕΕ για επενδύσεις, αντιμετώπιση της ανεργίας και ανάπτυξη είναι απάτη. Αυτό που θα συμβεί είναι το εντελώς αντίθετο. Η ανεργία στα κράτη - μέλη θα μεγαλώνει, θα αντιμετωπίζεται με το μοίρασμα των θέσεων εργασίας και τη μερική απασχόληση, θα πέφτει η τιμή της εργατικής δύναμης, θα περικόπτονται ολοένα και περισσότερα δικαιώματα των εργαζομένων, θα εξαπλώνεται η φτώχεια σε μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού. Στην αγροτική οικονομία επίσης, λόγω διεθνούς ανταγωνισμού, αλλά και λόγω στήριξης της βιομηχανίας τροφίμων σε βάρος των καλλιεργειών, θα ενταθεί η μείωση της ποσόστωσης στην παραγωγή προϊόντων, θα ενταθούν τα πρόστιμα συνυπευθυνότητας, θα κοπούν οι επιδοτήσεις στις τιμές, στις εξαγωγές και θα αναγκάσουν τους μικρομεσαίους αγρότες να εγκαταλείψουν τη γη τους, αυξάνοντας τη στρατιά των ανέργων.

Το "μαύρο" της Συμφωνίας Σένγκεν

Στη Συνθήκη του Αμστερνταμ ενσωματώθηκε η Συμφωνία Σένγκεν, δίνοντας το δικό της μαύρο χρώμα στα πολιτικά χαρακτηριστικά της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η δημιουργία ενός τεράστιου μηχανισμού παρακολούθησης, καταγραφής, φακελώματος των πολιτών που ζουν στις χώρες - μέλη της Ενωσης θα δώσει την "πρώτη ύλη" στους μηχανισμούς της "δικτατορίας" των τραπεζιτών και των πολυεθνικών για τη χειραγώγηση ή την καταστολή κάθε αντίθετης φωνής. Ενας φάκελος που θα περιέχει όλα τα στοιχεία, από τα στοιχεία ταυτότητας, τις ιδεολογικοπολιτικές πεποιθήσεις, τη συνδικαλιστική και κοινωνική δραστηριότητα, μέχρι την κατάσταση της υγείας και τις ερωτικές προτιμήσεις του καθενός (κυρίως των επικίνδυνων για την κοινοτική "τάξη πραγμάτων") θα βρίσκεται ανά πάσα στιγμή στα χέρια της οποιασδήποτε αστυνομικής αρχής για... τα περαιτέρω. Ο ίδιος φάκελος μπορεί να βρεθεί ακόμη και στα χέρια μιας οποιασδήποτε πολυεθνικής, αφού η Συμφωνία Σένγκεν ορίζει ότι μπορούν και αυτές να έχουν πρόσβαση σ' αυτό το εφιαλτικό ηλεκτρονικό αρχείο.

ΚΕΠΠΑ: Το δίκαιο του ισχυροτέρου

Τέλος, ένα ακόμα χαρακτηριστικό στοιχείο της Συνθήκης του Αμστερνταμ είναι η πρώτη απόπειρα για τη διαμόρφωση Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Αμυνας (ΚΕΠΠΑ). Προς το παρόν βέβαια δε διαφαίνεται προοπτική αυτού του εγχειρήματος, εξαιτίας των διαφορετικών (πολλές φορές αντιτιθέμενων) συμφερόντων μεταξύ των ισχυρών χωρών - μελών, αλλά και της δυσφορίας που εκδηλώνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες για ευνόητους λόγους. Ομως δεν είναι μακρινή η προοπτική μιας "κοινής" εξωτερικής πολιτικής, που θα στηρίζεται στις κυρίαρχες γεωπολιτικές στρατηγικές επιλογές του γερμανο-γαλλικού άξονα, οι οποίες θα αποκτήσουν και στρατιωτική υποστήριξη με την ενσωμάτωση της Δυτικοευρωπαϊκής Ενωσης στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Στην περίπτωση αυτή χώρες όπως η Ελλάδα υποχρεώνονται να συμμετέχουν (ή τουλάχιστον να μην έχουν δικαίωμα να εμποδίσουν) στην υλοποίηση μιας πολιτικής που μπορεί να στρέφεται κατά των εθνικών κυριαρχικών τους δικαιωμάτων και συμφερόντων. Πήραμε, εξάλλου, μια γεύση από τον τρόπο που αντιμετώπισαν το "βέτο" της ελληνικής κυβέρνησης για τη χρηματοδότηση της Τουρκίας.

Η Συνθήκη του Αμστερνταμ, λοιπόν, επιχειρεί να προσφέρει μια πολιτική θωράκιση στο οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μια θωράκιση κυρίως απέναντι στον "εσωτερικό εχθρό", τους λαούς, τους εργαζόμενους και τα κινήματά τους.

Κείμενα Δάνης ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ