Αποκαλυπτικά και τα φετινά στοιχεία της ICAP για τα κέρδη που απέσπασαν οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου το 1997
Καθαρό κέρδος τουλάχιστον 1,73 εκατομμύρια δραχμές για κάθε εργαζόμενο που απασχολούσαν, εξασφάλισαν το 1997 οι βιομήχανοι της χώρας, που για μια ακόμα χρονιά είδαν να απογειώνονται τα επίσημα κέρδη τους και να πιάνει τόπο η... "εθνική υπόθεση" της ΟΝΕ που όλο και πιο χαρακτηριστικά ταυτίζεται με την κερδοφορία των επιχειρήσεών τους που κατά κύριο λόγο προέρχεται από την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
Τα παραπάνω προκύπτουν από τα στοιχεία για την πορεία των επιχειρήσεων το 1997, που έδωσε χτες στη δημοσιότητα η - γνωστή στο είδος εταιρία - ICAP με την έκδοση "η Ελλάδα σε αριθμούς", τα βασικά συμπεράσματα της οποίας παραθέτει σήμερα ο "Ρ". Τα στοιχεία είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικά, ενδεχόμενα όχι τόσο γιατί παρουσιάζουν τα αστρονομικά μεγέθη των υπερκερδών που αποσπούν οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου από τους εργαζόμενους, την εθνική οικονομία και τη χώρα συνολικά, αλλά περισσότερο επειδή δίνουν - μέσα από την επίσημη μεθοδολογία και με επίσημους αριθμούς - απάντηση στο ερώτημα "ποιος κερδίζει από την εφαρμοζόμενη πολιτική και το στόχο της ενοποίησης". Πολύ περισσότερο που δόθηκαν στη δημοσιότητα μαζί με την άλλη έρευνα της ICAP, που αφορά την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών στην Ελλάδα. Δυο έρευνες που δείχνουν τις δύο πλευρές της ίδιας ακριβώς πολιτικής.
Η έρευνα της ICAP αφορά 3.908 βιομηχανίες,6.462 εμπορικές επιχειρήσεις,4.151 εταιρίες παροχής υπηρεσιών και 2.060 τουριστικές επιχειρήσεις.Σύμφωνα με την έρευνα, το 1997:
Από τα στοιχεία που έδωσε χτες στη δημοσιότητα η ICAP, δεν είναι δυνατή η σύγκριση με τα αντίστοιχα αποτελέσματα που είχαν οι επιχειρήσεις το 1996. Ωστόσο, ζητήματα που έχουν σχέση με τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και των κερδών του είναι εμφανή και από τους πίνακες με τις πλέον κερδοφόρες βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις, που δημοσιεύονται.Είναι χαρακτηριστικό ότι:
Τουλάχιστον το 88,2% του ελληνικού λαού το 1998 έγινε φτωχότερο ή στην καλύτερη περίπτωση δε χειροτέρευσε η οικονομική του κατάσταση σε σχέση με το 1997. Αντίθετα αύξηση εισοδήματος υπήρξε μόνο για το 11,2% των νοικοκυριών της ελληνικής κοινωνίας.
Τα συγκλονιστικά αυτά στοιχεία, τα οποία αποδεικνύουν τη διεύρυνση του χάσματος των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων μεταξύ της πολύ μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και μιας μικρής μειοψηφίας "χρυσοκάνθαρων", ευνοημένων από το σημερινό πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον, προκύπτουν από έρευνα της εταιρίας δημοσκοπήσεων ICAP, που δόθηκε χτες στη δημοσιότητα. Πρόκειται ασφαλώς για στοιχεία που αναδεικνύουν τις εφιαλτικές συνέπειες των μακροχρόνιων πολιτικών λιτότητας σε βάρος εκατομμυρίων εργαζομένων, στην προοπτική της "σύγκλισης" του ελληνικού καπιταλισμού με τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κέντρα της Δύσης.
Η εξάπλωση της φτώχειας για τους πολλούς και η ευημερία για τους λίγους δεν είναι το μόνο συνταρακτικό στοιχείο που προκύπτει από την έρευνα.
Η πολύ μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού γυρίζει την πλάτη και περιφρονεί πλήρως στους βασικούς στόχους της οικονομικής πολιτικής και τη "σύγκλιση", τους ...εθνικούς στόχους και τους μονόδρομους της ΟΝΕ.
Σε ένα δείγμα 1.000 νοικοκυριών που συμμετείχαν στην έρευνα, μόνο το 7,6% των ερωτηθέντων δέχτηκε ως προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής το στόχο της "σύγκλισης" με την Ευρωπαϊκή Ενωση και μόνο ένα 5% το στόχο της συγκράτησης του πληθωρισμού. Αντίθετα το 33,3% ζητάει μέτρα αναδιανομής των εισοδημάτων υπέρ των ασθενέστερων οικονομικά στρωμάτων (άνεργοι, συνταξιούχοι, χαμηλόμισθοι). Παρά την τεράστια εκστρατεία πλύσης εγκεφάλου στην οποία επιδίδεται όχι μόνο η κυβέρνηση, αλλά και το σύνολο του αστικού πολιτικού κόσμου, το οικονομικό κατεστημένο και τα ελεγχόμενα από αυτό ΜΜΕ, ο "εθνικός" στόχος της "σύγκλισης" συνεχίζει να παραμένει από ξένος μέχρι και εχθρικός για την πολύ μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού.
Σύμφωνα με την έρευνα, στη μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας είναι εδραιωμένη πλέον η αντίληψη ότι χρόνο με το χρόνο η κατάσταση θα χειροτερεύει. Για το 1999, το 40,4% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι η οικονομική του κατάσταση θα επιδεινωθεί, το 44,4% ότι θα μείνει στάσιμη και μόνο το 15,2% ελπίζει ότι θα βελτιωθεί.
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα γνωρίζουν μάλιστα τις αιτίες και τους ενόχους που τους οδηγούν στην οικονομική ένδεια, δηλαδή την πολιτική της κυβέρνησης. Οπως προκύπτει από τα στοιχεία, στην ερώτηση για τους λόγους της αναμενόμενης στασιμότητας ή επιδείνωσης της οικονομικής τους κατάστασης κατά το 1999, το 44,5% θεωρεί τη χαμηλή αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος τους ως συνέπεια της νέας σκληρής εισοδηματικής πολιτικής που ανακοινώθηκε για το επόμενο έτος, ενώ το 27,4% θεωρεί ως δεύτερη βασική αιτία τον πληθωρισμό.
Και τα υπόλοιπα όμως στοιχεία της έρευνας της ICAP, που πραγματοποιήθηκε την περίοδο 7-21 Οκτώβρη 1998 σε 47 πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά της Ελλάδας, είναι εξίσου ενδιαφέροντα. Ολα κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι ο πόλος της φτώχειας και της στασιμότητας διευρύνεται, καθώς η πολύ μεγάλη πλειοψηφία του λαού μένει αποκλεισμένη από τον τύπο οικονομικής ανάπτυξης και τις ευκαιρίες πλουτισμού που συνεπάγεται η πολιτική "σύγκλισης" της κυβέρνησης. Στον άλλο πόλο μία μεικτή μειοψηφία, που ανάλογα με την περίπτωση κινείται μεταξύ του 11 και 13%, αυξάνει τα εισοδήματά της, αγοράζει ακίνητα κλπ.
Για το 1998:
Προκλητικές δηλώσεις των εκπροσώπων του ΣΕΒ
H λιτότητα στην Ελλάδα αποτελεί παρελθόν. Αυτή την προκλητική άποψη πρόβαλαν κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου χθες οι εκπρόσωποι των βιομηχάνων. Επιχειρώντας να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις για την απελπιστική κατάσταση στην οποία έχουν επέλθει τα τελευταία χρόνια οι εργαζόμενοι από την εφαρμοζόμενη πολιτική μονόπλευρης λιτότητας, οι εκπρόσωποι των βιομηχάνων έκαναν λόγο για πραγματική αύξηση των μισθών την 4ετία 1995 - 1998, με ρυθμό μάλιστα πολύ μεγαλύτερο από τον αντίστοιχο ρυθμό αύξησης μισθών στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, καταλήγοντας ότι "εάν μιλήσουμε για λιτότητα στη χώρα μας, τότε αυτή αποτελεί παρελθόν και όχι παρόν". Βέβαια ο πρόεδρος του ΣΕΒ αποσιώπησε τον απογειωτικό ρυθμό αύξησης των κερδών των επιχειρήσεων, τα οποία σύμφωνα με επίσημα στοιχεία την τριετία 1995 - 1997 αυξήθηκαν κατά 67,1%, αναφερόμενος γενικώς σε κάποια αύξηση της κερδοφορίας των καθαρών κερδών όχι όμως και των μεικτών τα οποία θα μπορούσαν να σηματοδοτήσουν θετικότερες εξελίξεις και για την αύξηση των μισθών. Επιπλέον ο πρόεδρος του ΣΕΒ, δε φαίνεται να γνωρίζει τα στοιχεία του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ που εμφανίζει τα επίπεδα μισθών του 1997 ίδια με αυτά του 1983. Παραδέχτηκε πάντως ότι "δεν είναι ικανοποιητικό το κατά κεφαλήν εισόδημα στη χώρα μας", υποστηρίζοντας ότι η καλυτέρευσή του θα εξαρτηθεί από τη βελτίωση της παραγωγικότητας.
Αναφερόμενος γενικότερα στη συμβολή της βιομηχανίας στο ΑΕΠ και στην οικονομία της χώρας, ο Ν. Αναλυτής τόνισε ότι "η ελληνική βιομηχανία έχει γίνει αρκετά ανταγωνιστική και εκσυγχρονίζεται με ταχύτερους ρυθμούς από αυτούς του δημοσίου τομέα". Οι εκπρόσωποι των βιομηχάνων δημοσιοποίησαν επίσης στοιχεία για την τετραετία 1995 - 1998 από τα οποία προκύπτει αύξηση των επενδύσεων στη βιομηχανία, απαντώντας με αυτόν τον τρόπο - όπως είπε ο Ι. Στράτος - στον πρόεδρο της ΓΣΕΕ Χρ. Πολυζωγόπουλο ο οποίος έκανε πρόσφατη δήλωση περί αποχής της βιομηχανίας από επενδύσεις.
Οσον αφορά τη μείωση των επιτοκίων, ο πρόεδρος του ΣΕΒ τη χαρακτήρισε θετική ωστόσο σημείωσε ότι το κόστος χρήματος στην Ελλάδα παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα σε σχέση με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και δοθείσης της ευκαιρίας έθεσε για μία ακόμη φορά το αίτημα κατάργησης του ΕΦΤΕ και του νόμου 128. Τέλος ο Ι. Στράτος ερωτηθείς να σχολιάσει την έγκριση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της διαγραφής των χρεών των αγροτικών συνεταιρισμών, τόνισε ότι προφανώς η έγκριση θα είναι συνέχεια κάποιας μελέτης για τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, υπογραμμίζοντας ότι στο μέλλον όποιες επιχειρήσεις δεν είναι βιώσιμες δε θα έχουν τις ίδιες προσβάσεις σε νέα δανειοδότηση.