ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 20 Ιούνη 1999
Σελ. /48
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Προϊόν του κέρδους οι διοξίνες

Στο βωμό των "διοξινωμένων" συμφερόντων των βιομηχανικών "τεράτων" της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των ΗΠΑ, θυσιάζουν την υγεία των καταναλωτών τα επιτελεία των Βρυξελλών και η ελληνική κυβέρνηση

Η "ελεύθερη αγορά" της ΕΕ, η μεγιστοποίηση του κέρδους και η ελαχιστοποίηση του κόστους παραγωγής είχαν ως θλιβερό αποτέλεσμα να μολυνθούν με διοξίνες οι ζωοτροφές, στη συνέχεια, τα παραγωγικά ζώα και, ακολούθως, τα ζωοκομικά προϊόντα και τα παράγωγά τους, στο Βέλγιο και, ενδεχομένως, και σε άλλες βόρειες χώρες της ΕΕ. Τα μόνιμα θύματα αυτού του κερδοσκοπικού παραλογισμού είναι και σε τούτη την περίπτωση οι πολίτες όλων των χωρών της ΕΕ, που δεν ξέρουν πια τι να φάνε και τι να εμπιστευτούν.Από την άλλη, τα επιτελεία των Βρυξελλών πασχίζουν με κάθε μέσο να "κουκουλώσουν" το τεράστιο πρόβλημα των διοξινών, αντί να λάβουν ριζικά μέτρα προστασίας των καταναλωτών. Παράλληλα, όλα δείχνουν ότι πίσω από τις διοξίνες κρύβεται άλλος ένας "βρώμικος" εμπορικός πόλεμος μεταξύ των πολυεθνικών που εδρεύουν στην ΕΕ και τις ΗΠΑ. Και ο ανταγωνισμός του τρόμου επιχειρεί να επιβάλει στους καταναλωτές να κλείσουν τα μάτια τους και να διαλέξουν να φάνε προϊόντα, που θα είναι επιβαρυμένα, ανάλογα με την περίπτωση, με διοξίνες, επικίνδυνα φάρμακα, ορμόνες και άλλα δηλητήρια.

Υποκρισία

Η κοινοτική και κυβερνητική υποκρισία στο πρόβλημα των διοξινών έγινε αρχικά γνωστή στις 28/5, ενώ το θέμα αυτό "έσκασε" αρκετούς μήνες πριν. Από τα τέλη Μάη, στήθηκε μια καλοστημένη επιχείρηση από τους τεχνοκράτες της Κομισιόν, που σε πρώτη φάση επέβαλαν μια τυπική απαγόρευση στις εξαγωγές των βελγικών ζωοκομικών προϊόντων και παραγώγων τους, που παρήχθησαν από τις 15/1/99 μέχρι 1/6/99. Λίγες μέρες αργότερα (στις 11/6), τα επιτελεία των Βρυξελλών αποφάσισαν να επιτρέψουν στο Βέλγιο να εξάγει "διοξινωμένα" προϊόντα, αρκεί να συνοδεύονται με ένα νέου τύπου πιστοποιητικό υγείας. Αυτό, σύμφωνα με πληροφορίες, έγινε, ώστε η βελγική κυβέρνηση να μην βγάλει στη φόρα και άλλους εταίρους της ΕΕ, που φέρονται να έχουν πρόβλημα με διοξίνες. Γιατί όπως έγινε γνωστό, εκτός του Βελγίου, εργοστάσια, που παρήγαγαν διοξινωμένες ζωοτροφές, υπάρχουν στην Ολλανδία, στη Γαλλία και την Αυστρία και, ενδεχομένως, και σε άλλες χώρες της ΕΕ.

Κανένας έλεγχος

Εκτός αυτών, τίθεται και το ζήτημα της οριστικής κατάργησης των συνοριακών ελέγχων στα όρια της ΕΕ, από το 1993 με την καθιέρωση της ενιαίας αγοράς. Τα επιτελεία των Βρυξελλών, στο όνομα του ελεύθερου ανταγωνισμού, επέβαλαν τους δειγματοληπτικούς ελέγχους των προϊόντων στον τόπο προορισμού και επέτρεψαν στις βιομηχανίες της ΕΕ να παρουσιάζουν πιστοποιητικά καταλληλότητας, τα οποία φέρουν την υπογραφή δικών τους υπαλλήλων και όχι κρατικών υπηρεσιών!

Το καθεστώς ασυδοσίας στη διακίνηση των τροφίμων προσυπογράφηκε και από την τότε κυβέρνηση της Ελλάδας και, έτσι, προέκυψε το Προεδρικό Διάταγμα 420/93, που "συμπύκνωνε" όλες τις επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία οδηγίες της ΕΕ. Από τότε, οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις ξεκίνησαν τη συστηματική υποβάθμιση των κρατικών μηχανισμών ελέγχου των τροφίμων σε προσωπικό και μέσα, με απώτερο στόχο να παραχωρηθεί το έργο των ελέγχων σε ιδιωτικά συμφέροντα, με ό,τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Ετσι, δεν έγιναν οι απαραίτητες προσλήψεις, με αποτέλεσμα να υπάρχουν τεράστιες ελλείψεις σε προσωπικό. Για παράδειγμα, στους κτηνιάτρους του υπουργείου Γεωργίας αυτή τη στιγμή είναι καλυμμένες μόνο 700 θέσεις, ενώ, με βάση τις ανάγκες του 1991, έπρεπε να υπάρχουν τουλάχιστον 1.250 κτηνίατροι.Επίσης, στην Αθήνα τους ελέγχους στα ζωοκομικά προϊόντα έχουν επιφορτιστεί μόνο 4 κτηνίατροι και 8 αστυκτηνίατροι!

Το τεράστιο πρόβλημα των διοξινών έρχεται να αναδείξει και ένα ακόμα μεγάλο ζήτημα: Την ολοένα και αυξανόμενη εξάρτηση της Ελλάδας, για την κάλυψη των αναγκών της σε τρόφιμα, από τις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες της Κοινότητας. Από την ένταξη της χώρας στην τότε ΕΟΚ και σήμερα ΕΕ, το αποτέλεσμα ήταν να συρρικνωθεί δραστικά η αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή και, αντίστοιχα, να αυξηθούν θεαματικά οι εισαγωγές.

Η ελληνική κυβέρνηση, στο όνομα των καταστροφικών εντολών της ΕΕ και της εξυπηρέτησης των κερδοσκοπικών συμφερόντων των πολυεθνικών, επιμένει να ακολουθεί πολιτική κοροϊδίας των καταναλωτών, που αποκτά πλέον εγκληματικές διαστάσεις. Οι αρμόδιοι υπουργοί και οι κυβερνητικοί μηχανισμοί, αφότου προέκυψε το πρόβλημα με τις διοξίνες, επιχείρησαν με κάθε μέσο να αποπροσανατολίσουν και να αποκοιμίσουν τους καταναλωτές, κάνοντας μόνο λόγο, κατόπιν εορτής, για εκτενείς ελέγχους και μαζικές δεσμεύσεις ζωοκομικών προϊόντων προέλευσης Βελγίου. Και από κει και πέρα, απολύτως τίποτα...

Ακρως επικίνδυνες ουσίες

Επικίνδυνο "προϊόν" της βιομηχανικής ασυδοσίας αποτελούν οι διοξίνες, που το τελευταίο διάστημα "καταδυναστεύουν" τους λαούς της Ευρώπης. Πρόκειται για χημικές ουσίες (πολυχλωριωμένες αρωματικές ενώσεις), που εμφανίστηκαν πριν 100 χρόνια, παράλληλα με τη βιομηχανία χλωρίου.

Τα επίπεδά τους είναι αυξημένα στις βιομηχανικές περιοχές, λόγω των καύσεων, στις οποίες συχνά εμπλέκεται το πλαστικό PVC, το οποίο περιέχει χλώριο.

Σχηματίζονται κατά την καύση απορριμμάτων ή τοξικών αποβλήτων, αλλά και ως ανεπιθύμητα παραπροϊόντα βιομηχανικών επεξεργασιών. Επίσης, στη ρύπανση του περιβάλλοντος με διοξίνες συμβάλλουν: Η εξάτμιση συντηρητικών ξύλου, που περιέχουν τη χημική ουσία "5 - χλωροφαινόλη", οι εκπομπές της βιομηχανίας μετάλλου, η χρήση χημικών μέσων για αποψίλωση, η παρασκευή φυτοφαρμάκων (παρασιτοκτόνων), η λεύκανση με χλώριο χαρτοπολτού, ή μεταλλικών συσκευασιών τροφίμων (κονσέρβες).

Η ομάδα των διοξινών περιλαμβάνει συνολικά περίπου 210 ουσίες, από τις οποίες οι 17 είναι οι πιο τοξικές, επομένως και οι πιο επικίνδυνες για τον άνθρωπο. Είναι εξαιρετικά ανθεκτικές σε χημική και βιολογική αποικοδόμηση και γι' αυτό παραμένουν αμετάβλητες στο περιβάλλον. Με δραστικότερη την TCDD, τη γνωστή ως "διοξίνη του Σεβέζο", εισέρχονται στον ανθρώπινο οργανισμό κυρίως από την τροφική αλυσίδα και δρουν όπως οι ορμόνες. Διαρρηγνύουν την κυτταρική μεμβράνη και προκαλούν αλλοιώσεις στα γονίδια.

Η διοξίνη συσσωρεύεται μέσω της τροφικής αλυσίδας στους λιπώδεις ιστούς των οργανισμών και παραμένει εκεί για πολλά χρόνια, καθώς ο ανθρώπινος οργανισμός δεν έχει επαρκείς μηχανισμούς απέναντι σ' αυτές τις ενώσεις.

Στον άνθρωπο οι διοξίνες μπορεί να προκαλέσουν ασθένειες, όπως χλωρακμή,καρκίνο των μαλακών ιστών,καρκίνο του πνεύμονα.Στα παραπάνω έρχονται να προστεθούν παραμορφώσεις εμβρύων,αποβολές,παθήσεις του συκωτιού,των νεφρών και διαταραχές του νευρικού συστήματος.Τέτοια αποτελέσματα παρατηρήθηκαν στους πληθυσμούς που μολύνθηκαν μετά το μεγάλο βιομηχανικό ατύχημα του Σεβέζο Ιταλίας, μετά από λανθάνουσα περίοδο πέντε χρόνων, όπως επίσης και σε εργαζόμενους για πολλά συνεχή χρόνια (20 σύμφωνα με επιδημιολογικές μελέτες που έγιναν στις ΗΠΑ) σε βιομηχανίες επιβαρυμένες με διοξίνες.

Η πιο ακριβής μέθοδος για τον εντοπισμό και τη μέτρηση των διοξινών είναι η συνδυασμένη αέριος χρωματογραφία - φασματογραφία μάζας. Ομως, επειδή οι έλεγχοι έχουν μεγάλο κόστος ...αποφεύγονται, χωρίς οι αρμόδιοι να λογαριάζουν την υγεία των καταναλωτών.

Ψέκαζαν το Βιετνάμ
  • Χαρακτηριστικό παράδειγμα επιπτώσεων της TCDD ήταν η γέννηση 500.000 παιδιών με δυσμορφίες στο Βιετνάμ,στο διάστημα 1960 - '75. Ηταν το τραγικό αποτέλεσμα της "Επιχείρησης καουμπόι" και του "Orange Agent" ("Πορτοκαλί Παράγοντας"), με το οποίο ψέκαζαν επί χρόνια οι Αμερικανοί για να αποψιλώσουν τη ζούγκλα, προκειμένου να στερήσουν στον εχθρό τα φυσικά του καταφύγια.
  • Το δεύτερο μεγάλο περιστατικό ήταν στο Σεβέζο το 1976, όταν η διαρροή υψηλών συγκεντρώσεων TCDD σκότωσε ζώα και προκάλεσε σοβαρές δερματοπάθειες στον τοπικό πληθυσμό. Η υπόθεση Σεβέζο έγινε αιτία να μελετήσουν και ν' ανακαλύψουν οι επιστήμονες τις επιπτώσεις της διοξίνης στα γονίδια.
  • Το 1989 βρέθηκε στην Ολλανδία γάλα επιβαρυμένο με διοξίνες, εξαιτίας του παρακείμενου εργοστασίου καύσης αποβλήτων. Επί χρόνια, το ρυπασμένο γάλα καταστρεφόταν στον ίδιο αποτεφρωτήρα που προκαλούσε το πρόβλημα!
  • Το 1990 βρέθηκε μολυσμένο αγελαδινό γάλα στο Τυρόλο της Αυστρίας.Πηγή διοξινών ήταν ένα εργοστάσιο ανακύκλωσης χαλκού.
  • Το 1993 ανιχνεύτηκαν σε γάλα και βόειο κρέας στη Βρετανία υψηλές ποσότητες διοξίνης, οι οποίες προέρχονταν από τη χημική βιομηχανία "Coalite Chemicals".
  • Το 1998,στη γαλλική πόλη Λιλ,κοντά στο Βέλγιο,δόθηκε εντολή να κλείσουν τρεις αποτεφρωτήρες απορριμμάτων, όταν ανιχνεύτηκαν υψηλά επίπεδα διοξίνης σε αγελαδινό γάλα.
  • Το Μάρτη του 1998,η ΕΕ απαγόρευσε την εισαγωγή πούλπας κίτρου - που προοριζόταν για ζωοτροφή - από τη Βραζιλία, γιατί είχε αναμειχθεί με απόβλητα της χημικής βιομηχανίας "Solvay", η οποία παράγει χλωριωμένα προϊόντα. Το σκάνδαλο αποκαλύφθηκε μετά από αναλύσεις σε γάλα και βούτυρο στη Γερμανία, οι οποίες έδειξαν υψηλές συγκεντρώσεις διοξινών.

Με αφορμή το σκάνδαλο αυτό, η ΕΕ εξέδωσε στις 24/7/98 την Οδηγία 98/60, στην οποία ορίζει ως αποδεκτό όριο διοξίνης στις ζωοτροφές το όριο ανίχνευσης των διοξινών, δηλαδή το 0,5 πικογραμμάριο ανά γραμμάριο.

Ατυχές περιστατικό ή έγκλημα εκ προμελέτης;

Το Μάη του 1998 δημοσιεύτηκαν στον ημερήσιο Τύπο της χώρας ρεπορτάζ με θέμα τον εντοπισμό μεγάλης ποσότητας διοξίνης σε γαλλικά γάλατα και κρέατα. Πληροφορηθήκαμε, τότε, ότι με πρωτοβουλία της γαλλικής μη κυβερνητικής οργάνωσης "Εθνικό Κέντρο Ανεξάρτητης Πληροφόρησης για τα Απόβλητα" (CNIID) συγκεντρώθηκαν και αναλύθηκαν δείγματα βοδινού κρέατος σε εργαστήριο της Γερμανίας. Τα αποτελέσματα έδειξαν την ύπαρξη υψηλών ποσοστών διοξινών. Και τότε το υπουργείο Γεωργίας της χώρας μας δήλωνε ότι δεν υπάρχει κίνδυνος για τους Ελληνες καταναλωτές, με τη διαβεβαίωση ότι οι εισαγωγές βοδινού κρέατος από τη Γαλλία ήταν ελάχιστες.

Το ρεπορτάζ, όμως, δε σταματούσε εκεί. Ανέφερε ότι υπεύθυνα για τη ρύπανση με διοξίνη θεωρήθηκαν τα εργοστάσια καύσης απορριμμάτων και ότι οι υγειονομικές αρχές της Γαλλίας έκλεισαν μερικά από αυτά. Αυτά γράφτηκαν προς το τέλος του Μάη '98 και σχεδόν αμέσως μετά ξεχάστηκαν.

Τα πράγματα εμφανίζονται σήμερα πολύ πιο ανησυχητικά. Τα βελγικά κοτόπουλα ήταν η κορυφή του παγόβουνου. Ακολούθησαν τα βελγικά γάλατα, τα βελγικά γουρούνια και βόδια και κάθε συναφές παράγωγο και επανεμφανίστηκαν τα γαλλικά κρέατα. Τη σκυτάλη πήρε η "Coca Cola" του Βελγίου και της Γαλλίας, ενώ αρχίζουν να κυκλοφορούν τα ονόματα της Ολλανδίας και της Αυστρίας, σε σχέση πάντα με επικίνδυνα διατροφικά προϊόντα.

Αναλύσεις επί αναλύσεων, συνεντεύξεις επί συνεντεύξεων από ειδικούς και "ειδικούς" προσπαθούν να διερευνήσουν και να εκλαϊκεύσουν διάφορες πλευρές του προβλήματος και δεκάδες ανταποκρίσεις από το εξωτερικό προσπαθούν να συνεισφέρουν στην υπόθεση της ενημέρωσης του αναγνωστικού και, στην προκείμενη περίπτωση, του καταναλωτικού κοινού. Ο ημερήσιος απολογισμός των "θυμάτων" θυμίζει πολεμικά ανακοινωθέντα: Τόσοι τόνοι βελγικού κρέατος δεσμεύτηκαν και καταστράφηκαν, τόσοι τόνοι άλλων συναφών παρασκευασμάτων ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο, τόσοι τόνοι άλλων προϊόντων δεσμεύτηκαν, αλλά δεν καταστράφηκαν.

Το ανάθεμα για όλη αυτή τη συμφορά έπεσε στην αρχή αποκλειστικά στο κεφάλι της πολυεθνικής παρασκευής των "διοξινωμένων" ζωοτροφών του Βελγίου, η οποία φέρεται ότι χρησιμοποιούσε μέχρι και καμένα ελαιολιπαντικά. Στη συνέχεια, καθώς νέα διατροφικά εγκλήματα δημοσιοποιούνταν, οι ένοχοι πολλαπλασιάστηκαν. Αποδείχτηκε έτσι, για άλλη μια φορά, ότι οι πολυδιαφημισμένοι "αυστηροί" κοινοτικοί κανονισμοί και οδηγίες, για την "προστασία του καταναλωτή", το μόνο που κατάφερναν ήταν να ρίχνουν στάχτη στα μάτια του κόσμου και, στην ουσία, να λειτουργούν ως πέπλα προστασίας των πολυεθνικών, πίσω από το οποίο μπορούσαν να κερδοσκοπούν με τον πιο βάρβαρο τρόπο, βοηθούσης και της ενιαίας αγοράς, σε βάρος της υγείας δεκάδων εκατομμυρίων εργαζομένων.

Αυτό, όμως, που μέχρι τώρα κρατήθηκε στη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης, επειδή η αποκάλυψή του θα έθιγε μεγαλύτερα οικονομικά συμφέροντα, είναι η κύρια πηγή του κακού. Τα καμένα ελαιολιπαντικά, εάν πράγματι αυτά ευθύνονται για την παρουσία διοξινών στις συγκεκριμένες ζωοτροφές του Βελγίου, αποτελούν μια ειδική μόνο περίπτωση.

Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα με τη σειρά:

  • Ποια είναι η κυριότερη πηγή παραγωγής διοξινών στο περιβάλλον; Η καύση των απορριμμάτων.
  • Ποια είναι η δεύτερη πηγή; Η καύση των επικίνδυνων αποβλήτων.
  • Ποια είναι η τρίτη πηγή;

Η διάθεση της ιπτάμενης τέφρας και της ιλύος που προκύπτουν από τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις.

Πού καταλήγουν οι διοξίνες αυτές;

1. Στην ατμόσφαιρα και από εκεί στο έδαφος, απευθείας μεν με την "ξηρή" καθίζηση των ρύπων, έμμεσα δε, μέσω των ατμοσφαιρικών κατακρημνίσεων.

2. Στα υπόγεια και επιφανειακά νερά μέσω των πιο πάνω ατμοσφαιρικών φαινομένων.

3. Στα επιφανειακά νερά, μέσω των εκροών από την επεξεργασία των ρυπασμένων υγρών αποβλήτων έκλυσης των αερίων καύσης.

4. Στο έδαφος (ελεγχόμενα) αλλά σε περίπτωση αστοχίας στα υπόγεια και επιφανειακά νερά των χώρων εναπόθεσης της ιπτάμενης τέφρας, του χρησιμοποιημένου ενεργού άνθρακα (δε διατίθεται σε αποτεφρωτήρες επικίνδυνων αποβλήτων) και της λάσπης, των εγκαταστάσεων επεξεργασίας των ρυπασμένων υγρών έκλυσης.

Και ποια σχέση έχει το Βέλγιο με όλα αυτά;

Τη ΣΤΕΝΟΤΕΡΗ!

Το Βέλγιο είναι μια από τις ευρωπαϊκές χώρες, όπου η καύση, ως μέθοδος διάθεσης των απορριμμάτων, διατηρεί υψηλά ποσοστά, όπως για παράδειγμα η Γαλλία, η Δανία και η Ολλανδία. Με μια όμως επισήμανση: Από τις 20 μεγάλες μονάδες που λειτουργούσαν το 1990, οι 8, μέχρι σήμερα, έχουν ήδη κλείσει επειδή διαπιστώθηκε ότι παραβίαζαν τα επιτρεπόμενα όρια εκπομπής ρύπων. Με άλλα λόγια, επαναλαμβάνεται η ιστορία του γαλλικού γάλατος και κρεάτων σε μια οξυμένη έκδοση.

Μήπως όμως βιαζόμαστε να καταδικάσουμε τον κατηγορούμενο; Μήπως οι σύγχρονες μονάδες καύσης απορριμμάτων, με την υπερσύγχρονη τεχνολογία αντιρρύπανσης, εκπέμπουν αμελητέες ποσότητες διοξίνης, όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται οι πολυεθνικές που τις κατασκευάζουν;

Τα στοιχεία είναι αμείλικτα:

Η υπερσύγχρονη "Γραμμή - 5" (αδειοδοτήθηκε στα τέλη του 1998) του εργοστασίου καύσης απορριμμάτων της Κοπεγχάγης με τον ανώτατο βαθμό καθαρισμού αερίων τριών βαθμίδων (ηλεκτροστατικά φίλτρα, δύο πλυντηρίδες αερίων, φίλτρο ενεργού άνθρακα με σακόφιλτρα), επιτρέπεται να εκπέμπει στην ατμόσφαιρα 340.000 pg (πικογραμμάρια) διοξίνης για κάθε τόνο καιόμενων απορριμμάτων, δηλαδή 221.000.000 pg διοξίνης τη μέρα (έχει δυνατότητα 650 τόνων/μέρα, χωρίς να συνυπολογίσουμε τις ποσότητες που αποτίθενται στα άλλα δύο μέσα, το έδαφος και το νερό).

Το πόσο καταστροφικό είναι το νούμερο αυτό θα το αντιληφθούμε αν το συγκρίνουμε με τα 0,42 pg/μέρα που προτείνει η Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος της Αμερικής (ΕΡΑ) ως την ανώτατη ημερήσια ποσότητα διοξίνης που μπορεί να λάβει ένα ώριμο άτομο βάρους 70 κιλών, έναντι του κινδύνου του καρκίνου.

Και μετά από όλα αυτά μόνο μια απορία απομένει: Γιατί τότε, μόνο στα βελγικά προϊόντα και όχι και στα γαλλικά, ή τα δανέζικα, τα ολλανδικά, αφού και αυτές οι χώρες έχουν υψηλά ποσοστά καύσης;

Και ποιος λέει όχι; Ποιος, για παράδειγμα, πιστεύει στα σοβαρά ότι τα περιστατικά στη Γαλλία του Φλεβάρη και του Μάη του '98 ήταν τα μοναδικά; Η ότι το πρόβλημα με το Βέλγιο εμφανίστηκε ξαφνικά την 1/1/99; Εκανε μήπως κανείς ολοκληρωμένη έρευνα ενός πλήρους χρόνου στη Δανία και την Ολλανδία, ώστε να πιάσει όλα τα επεισόδια μεταφοράς ρύπων στη γη και από εκεί, μέσω τις τροφικής αλυσίδας, στα αγροτικά προϊόντα και στα οικόσιτα ζώα;

Ασφαλώς όχι. Οι πολυεθνικές έχουν επενδύσει τεράστια ποσά στις τεχνολογίες καύσης αστικών και επικίνδυνων αποβλήτων και προσδοκούν, ήδη, να τα εισπράξουν στο πολλαπλάσιο. Δεν πρόκειται βέβαια με την πρώτη ή τη δεύτερη, έστω ατυχία που τους αποκαλύπτει να καταθέσουν τα όπλα. Οι πολιτικοί, άλλωστε, εκφραστές τους και οι κάθε λογής μηχανισμοί τους φροντίζουν με το παραπάνω γι' αυτό.

Απ' όλη όμως την ιστορία αυτή, ίσως βγει και κάτι καλό για τον τόπο μας. Τον τελευταίο καιρό οι Σειρήνες της καύσης των απορριμμάτων ξανάπιασαν δουλιά. Μετά την παράλογη περίπτωση της Σαντορίνης, που βρίσκεται σε εξέλιξη, πολύς λόγος (αν και χαμηλόφωνα ακόμη) γίνεται και για την ίδια την Αττική, όπου το σενάριο μιας τεράστιας μονάδας καύσης RDF (μείγμα χαρτιού και πλαστικού από τα απορρίμματα) μέσα στην Αττική φαίνεται να συζητιέται ως ένα πιθανό ενδεχόμενο.

Ας ελπίσουμε ότι η παρατεταμένη εισβολή των διοξινών στη δημόσια ζωή μας (και όχι μόνο κάποιων τροφίμων) θα ηρεμήσει τα πνεύματα. Σε αντίθετη περίπτωση, θα χρειαστεί δουλιά πολλή, ώστε η χώρα μας και ειδικότερα η Αττική να παραμείνει μια περιοχή "ελεύθερη διοξινών", αφού βέβαια εξαλείψουμε πρώτα τις ανεξέλεγκτες χωματερές. Αυτό το χρωστάμε και στον εαυτό μας και στις γενιές που έρχονται.

Μπάμπης ΖΙΩΓΑΣ

Πολιτικός μηχανικός - υγιεινολόγος.

Μέλος του Τμήματος Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Περιβάλλοντος

της ΚΕ του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ