ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 25 Ιούλη 1999
Σελ. /48
ΚΕΝΗ
Η αντίστροφη μέτρηση

Η αντίστροφη μέτρηση για τη χούντα του Ιωαννίδη ξεκινάει ουσιαστικά με το πραξικόπημα στην Κύπρο και γίνεται ραγδαία, όταν εκδηλώνεται η τουρκική στρατιωτική εισβολή στο νησί. Από τις μαρτυρίες ανθρώπων του καθεστώτος που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, αβίαστα διαπιστώνουμε πως μετά την 20ή Ιούλη η δικτατορία δεν μπορούσε να συνεχίσει, τουλάχιστον με τη μορφή που είχε ως τα τότε, γεγονός που το κατανοούσαν πλήρως, τουλάχιστον τα σπουδαιότερα και ικανότερα στελέχη της, αλλά και όσοι παρακολουθούσαν με προσοχή την πορεία της. Ακριβώς γι' αυτό το λόγο, ξεκίνησε μια έντονη διαδικασία αναζήτησης λύσης, που θα επέτρεπε στην άρχουσα τάξη και στην αμερικανοκρατία να διατηρήσουν τον έλεγχο των πραγμάτων. Κι επειδή επρόκειτο για διεργασίες στις κορυφές, που σκοπό είχαν να προλάβουν εξελίξεις στη βάση της κοινωνίας, οι πρώτες κινήσεις διαφοροποίησης που σηματοδοτούσαν τον ερχομό μιας νέας κατάστασης εμφανίστηκαν, όπως ήταν φυσικό, στις ένοπλες δυνάμεις. Ετσι, για παράδειγμα, στις 21 Ιούλη του 1974, η στρατιωτική ηγεσία της χώρας - ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων στρατηγός Γρ. Μπονάνος και οι αρχηγοί των τριών κλάδων Γαλατσάνος, Παπανικολάου και Αραπάκης - αποφάσισε να αυτονομηθεί από τον Ιωαννίδη και να δράσει προς την κατεύθυνση της πολιτικοποίησης του καθεστώτος (Στ. Ψυχάρη: "Τα παρασκήνια της Αλλαγής", Αθήνα 1975, σελ. 114 και 248, Σολ. Γρηγοριάδη: "Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας", εκδόσεις ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ, τόμος 7ος, σελ. 285 - 286, Στρατηγού Γρ. Μπονάνου: "Η Αλήθεια", σελ. 271 κ.α.). Την επομένη, στις 22 Ιούλη, οι φήμες περί επικείμενης ανατροπής του στρατιωτικού καθεστώτος οργίαζαν. Μία απ' αυτές ανέφερε ότι ο διοικητής του Γ Σώματος Στρατού στρατηγός Ντάβος μαζί με θωρακισμένες δυνάμεις κατέβαινε προς την πρωτεύουσα, έχοντας ως στόχο να καταλύσει τη δικτατορία. Η φήμη αυτή ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο, όταν από το ραδιοσταθμό της Κολωνίας "Ντόιτσε Βέλε" - και στη συνέχεια από το ραδιοσταθμό του Παρισιού και το BBC - μεταδόθηκε μια διακήρυξη που αποδόθηκε σε 250 αξιωματικούς του Γ Σώματος Στρατού. Η διακήρυξη αυτή ζητούσε τον τερματισμό της χούντας και το σχηματισμό κυβέρνησης υπό την προεδρία του Κ. Καραμανλή (Ολόκληρη η διακήρυξη: "Μαύρη Βίβλος - Χρονικό Κυπριακού Πραξικοπήματος και Πτώσεως Στρατιωτικής Χούντας", Αύγουστος 1974, σελ. 101 - 102, Σ. Γρηγοριάδη, στο ίδιο, σελ. 313 - 315 κ.α.).

* * *

Βλέποντας το όλο θέμα, με την ασφάλεια της απόστασης του χρόνου που έχει μεσολαβήσει από τότε, δε χωράει αμφιβολία πως σε κείνες τις συνθήκες το δικτατορικό καθεστώς είχε ολοκληρώσει τον κύκλο του και είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνο για τα συμφέροντα της ντόπιας και ξένης αντίδρασης. Φτάνει να αναλογιστεί κανείς ότι η κρίση στην Κύπρο έφερε προ των πυλών έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο, που ακόμα και η προετοιμασία γι' αυτόν, ως ενδεχόμενη συνέπεια της κατάστασης, σήμαινε τον εξοπλισμό του λαού, δηλαδή την αφαίρεση από το καθεστώς της δύναμης των όπλων, πάνω στην οποία ουσιαστικά στηριζόταν. Εύκολα συνεπώς γίνεται αντιληπτό ότι ένας ένοπλος λαός έχει διαφορετική πολιτική συμπεριφορά απ' ό,τι όταν είναι άοπλος. Αλλά κι αν ακόμη η άρχουσα τάξη και οι Αμερικανοί ήταν σε θέση να ελέγξουν τον ένοπλο λαό, κι αν ακόμη επέμεναν να διατηρούν στην εξουσία τους δικτάτορες, ήταν αδύνατο να το κάνουν για πολύ, δεδομένου ότι η ολοκλήρωση των διχοτομικών σχεδίων των ΗΠΑ στην Κύπρο με το δεύτερο Αττίλα δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς να προκληθούν ανεξέλεγκτες εξελίξεις στην Ελλάδα, τεράστια λαϊκή αντίδραση στο εσωτερικό της και σάρωμα της χούντας. Αυτό, όμως, σήμαινε ότι ο λαϊκός παράγοντας θα έπαιρνε την πολιτική πρωτοβουλία στα χέρια του, θα περνούσε στο προσκήνιο, θα γινόταν ο καταλύτης των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων. Μια τέτοια προοπτική ήταν ο εφιάλτης της ντόπιας και ξένης αντίδρασης, γι' αυτό και αντέδρασαν με ταχύτητα και μέσα σε λίγα 24ωρα άλλαξαν την κατάσταση πριν φύγει ο έλεγχος από τα χέρια τους."Οι πραιτοριανοί του βορειοαμερικάνικου ιμπεριαλισμού - γράφει ο ιστορικός Ν. Ψυρούκης - το ίδιο το μάτι του big boss στην Ελλάδα, ο Δημ. Ιωαννίδης, ήταν παθητικό για την Ουάσιγκτον. Είχαν επιτελέσει το βρώμικο έργο τους(...). Ηταν πια στυμμένο λεμόνι, λεμονόκουπα για τα σκουπίδια". Και προσθέτει: "Απ' όλα τα γνωστά στοιχεία που υπάρχουν, για τη στάση των ΗΠΑ στο ζήτημα της Ανατολικής Μεσογείου, βγαίνει το συμπέρασμα πως οι μανδαρίνοι της Ουάσιγκτον δε σκόπευαν να τραβήξουν τα πράγματα ίσαμε την απελπισία για το σύνολο του ελληνικού λαού. Γιατί η απελπισία δεν αποτελεί ποτέ ασφαλιστική δικλείδα γι' αυτόν που την προκαλεί. Ο διάχυτος παθητικός αντιαμερικανισμός μπορούσε να μετατραπεί σε εκρηκτικό ηφαίστειο με απρόβλεπτες εξελίξεις. Αντίθετα, το ξεκούμπισμα από την εξουσία της χούντας σίγουρα θα προκαλούσε αίσθημα ανακούφισης, ακόμα και χαράς, τη στιγμή ακριβώς που διχοτομούνταν η Κύπρος και η γενικευμένη ελληνοτουρκική διένεξη γινόταν πια το φαινόμενο που θα διαιωνίζεται με πολλά θετικά για την πολιτική των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο" (Ν. Ψυρούκη: "Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας", εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, τόμος Δ, σελ. 402, 404).

Μετά τη δικτατορία τι;

Από τη στιγμή που το ντόπιο και ξένο κατεστημένο αποφάσισαν να απαλλαγούν από τη δικτατορία, όφειλαν να επιλέξουν και την κατάλληλη διάδοχη λύση. Σ' αυτό ακριβώς το ζήτημα, φαίνεται ότι αναπτύχθηκαν έντονοι προβληματισμοί ως την τελευταία στιγμή που επιλέχθηκε ο Καραμανλής, δεδομένου ότι κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει εκ των προτέρων αν η κυβέρνηση που διαδεχόταν τη χούντα θα ήταν περιστασιακή, λιγότερο ή περισσότερο μεταβατική ή θα άνοιγε προοπτικές - όπως και έγινε - διαμόρφωσης ενός σταθερότερου και μακροβιότερου μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος.

Από τις μαρτυρίες που υπάρχουν, προκύπτει πως αρχικά επιδιώχθηκε μια φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος, περίπου ίδια σαν αυτή που επιχειρήθηκε από τον Γ. Παπαδόπουλο με την πρωθυπουργοποίηση του Σπ. Μαρκεζίνη ένα χρόνο νωρίτερα. Ο στρατηγός Μπονάνος, για παράδειγμα, γράφει στις αναμνήσεις του, ότι μετά τη συμφωνία των αρχηγών των ενόπλων δυνάμεων για από κοινού δράση προς την κατεύθυνση της πολιτικοποίησης του καθεστώτος, βολιδοσκόπησε το Γαρουφαλιά και απέσπασε τη συγκατάθεσή του, ώστε ο τελευταίος να ηγηθεί της νέας κυβερνήσεως που θα διαδεχόταν τη χουντική κυβέρνηση του Αδαμ. Ανδρουτσόπουλου. Προσθέτει δε πως στις 23 Ιούλη 1974 - ύστερα από συνεννόηση με τους άλλους αρχηγούς των ενόπλων δυνάμεων και πριν ακόμη λάβει χώρα η ιστορική σύσκεψη πολιτικών και στρατιωτικών - επισκέφθηκε τον πρόεδρο της χουντικής Δημοκρατίας στρατηγό Φ. Γκιζίκη, του διαβίβασε αίτημα της στρατιωτικής ηγεσίας για αλλαγή κυβερνήσεως και πρωθυπουργοποίηση του Π. Γαρουφαλιά και του παρέδωσε σημείωμα με τους όρους των στρατιωτικών ηγετών, που έπρεπε να αποδεχθεί η νέα κυβέρνηση. Οι όροι αυτοί, όπως τους παραθέτει ο Μπονάνος, ήταν:

"1. Χορήγησις γενικής αμνηστίας

2. Μη συμμετοχή κομμουνιστών στη νέαν κυβέρνησιν

3. Τους υπουργούς Εθνικής Αμύνης και Δημ. Τάξεως, μέχρι της αναδείξεως Βουλής, θα επιλέγουν αι Ενοπλαι Δυνάμεις

4. Ενέργεια εκλογών μετά παρέλευσιν έτους

5. Μη επαναφορά αποτάκτων και αποστράτων αξιωματικών στην ενεργείαν.

6. Αμεσος ανάληψις διπλωματικής εκστρατείας διεθνώς και ικανή διπλωματική εκπροσώπησις εις την Διάσκεψιν της Γενεύης." (Στρατηγού Γρ. Μπονάνου, στο ίδιο, σελ. 276 - 279).

* * *

Οι όροι αυτοί ετέθησαν στη σύσκεψη πολιτικών και στρατιωτικών που ακολούθησε, αλλά απερρίφθησαν από τους πολιτικούς, σύμφωνα με όσα λέει ο ίδιος ο Μπονάνος (σελ. 285). Αλλες όμως μαρτυρίες, όπως αυτή του Γ. Μαύρου, μιλούν για δύο μόνο όρους που απερρίφθησαν και οι δύο. Ο ένας απαιτούσε να μην τεθεί άμεσα θέμα προσφυγής στις εκλογές και ο δεύτερος να παραμείνουν τα υπουργεία Εθνικής Αμύνης, Εσωτερικών και Ασφαλείας (Δημοσίας Τάξεως) υπό τον έλεγχο του στρατού (βλέπε: Στ. Ψυχάρης, το ίδιο, σελ. 181, Σ. Γρηγοριάδης, στο ίδιο, σελ. 336 κ.α.). Είναι φανερό πως ο Μαύρος μεροληπτεί στην παράθεση των γεγονότων, γιατί θέλει να εμφανίσει τον εαυτό του και τους άλλους πολιτικούς ηγέτες ως ασυμβίβαστους με το στρατιωτικό καθεστώς, αλλά και γιατί δε θέλει να πάρει το κόστος μιας συνδιαλλαγής μαζί του, έστω κι εκείνη την τελική στιγμή που η χούντα αποσυρόταν απ' το προσκήνιο. Ομως, συνδιαλλαγή υπήρξε κι αυτό το δείχνει ο συντηρητικός χαρακτήρας της πρώτης μεταπολιτευτικής κυβέρνησης του Κ. Καραμανλή. Προφανώς, λοιπόν, οι όροι των στρατιωτικών ήταν αυτοί που αναφέρει ο Μπονάνος, αλλά δεν έγιναν δεκτοί μόνο οι δύο από τους έξι, δηλαδή αυτοί για τους οποίους κάνει λόγο ο Γ. Μαύρος.

Προβληματισμός για τη διάδοχη λύση, το εύρος της πολιτικοποίησης και το χαρακτήρα της νέας κυβέρνησης που θα προέκυπτε δεν υπήρχε μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, δηλαδή στις ΗΠΑ. Ο δημοσιογράφος Γιάννης Μαρής αποκάλυψε στην "Απογευματινή" 26/7/1975 ότι το βράδυ στις 22 Ιούλη 1974 ο Τζον Ντέι, αναπληρωτής διευθυντής του Γραφείου Ελληνικών Υποθέσεων του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, μίλησε σε Ελληνοαμερικανούς καθηγητές του "Αμέρικαν Γιουνιβέρσιτι", σχετικά με την κυβερνητική μεταβολή που εκείνη τη στιγμή αναμενόταν να συμβεί στην Ελλάδα. Στο λόγο του, ο Αμερικανός αξιωματούχος ήταν πολύ σαφής και άκρως αποκαλυπτικός, αναφέροντας, ανάμεσα στα άλλα, ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση θα είχε πρωθυπουργό τον Στ. Στεφανόπουλο, υπουργό Συντονισμού τον Σπ. Μαρκεζίνη και υπουργό Εθνικής Αμύνης τον Πέτρο Γαρουφαλιά. Τις πληροφορίες αυτές του Γ. Μαρή επιβεβαίωσε ο Γιάννης Ζίγδης, ο οποίος το διάστημα εκείνο βρισκόταν στις ΗΠΑ (Σ. Γρηγοριάδη, στο ίδιο, σελ. 324).

Η στρατιωτικοπολιτική σύσκεψη και η λύση Καραμανλή

Η πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση προέκυψε από τις εργασίες της σύσκεψης πολιτικών και στρατιωτικών, που πραγματοποιήθηκε στις 23 Ιούλη 1974, με πρωτοβουλία, φαινομενικά τουλάχιστον, των τελευταίων.

Ηταν 2 μ.μ., περίπου, όταν, στα παλαιά ανάκτορα, άρχισαν να συσκέπτονται οι πολιτικοί με τους στρατιωτικούς. Από τους πολιτικούς είχαν κληθεί και συμμετείχαν ο Παν. Κανελλόπουλος, ο Γεώργ. Μαύρος, ο Σπ. Μαρκεζίνης, ο Γ. Α. Νόβας, ο Στ. Στεφανόπουλος, ο Π. Γαρουφαλιάς, ο Ξεν. Ζολώτας και ο Ευάγγ. Αβέρωφ. Από τους στρατιωτικούς, παρόντες ήταν ο πρόεδρος της χουντικής Δημοκρατίας στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγός Γρ. Μπονάνος, ο αρχηγός ΓΕΣ αντιστράτηγος Ανδρ. Γαλατσάνος, ο αρχηγός ΓΕΝ αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης και ο αρχηγός ΓΕΑ Αλ. Παπανικολάου.

Η σύσκεψη, όπως προκύπτει από τις διάφορες μαρτυρίες (πρακτικά υποστηρίζεται ότι δεν κρατήθηκαν), απέρριψε τη δημιουργία κυβερνητικού σχήματος με τη συμμετοχή πολιτικών και στρατιωτικών και υιοθέτησε τη λύση μιας αμιγώς πολιτικής κυβέρνησης. Φαίνεται, όμως, ότι οι πολιτικοί δέχτηκαν τον όρο των στρατιωτικών, η κυβέρνηση να σχηματιστεί από πρόσωπα του λεγόμενου εθνικόφρονα χώρου, δηλαδή από το Κέντρο και τη Δεξιά, και να αποκλειστούν οι κομμουνιστές, αλλά και οι θεωρούμενοι ως συνοδοιπόροι τους. Ετσι, αρχικά αποφασίστηκε να σχηματίσει κυβέρνηση ο Π. Κανελλόπουλος σε συνεργασία με τον Γ. Μαύρο, δηλαδή η παλιά ΕΡΕ με την παλιά Ενωση Κέντρου. Στη συνέχεια όμως, όταν έγινε ένα διάλειμμα περίπου τριών ωρών (από τις 5.30 ως τις 8 το απόγευμα) για να σχηματισθεί ο κατάλογος του υπουργικού συμβουλίου, στο παρασκήνιο, οι πέντε στρατιωτικοί κι ένας πολιτικός, ο Ευάγγ. Αβέρωφ, που δεν έφυγε από τα παλιά ανάκτορα, αποφάσισαν - όπως και έκαναν, άλλωστε - να καλέσουν τον Κ. Καραμανλή από το Παρίσι και να του αναθέσουν το σχηματισμό κυβέρνησης. Το γεγονός αυτό φανερώνει τις ιδιαίτερες σχέσεις του Αβέρωφ με την ντόπια και ξένη ολιγαρχία, αλλά και με το στρατό, στις τάξεις του οποίου είχε ισχυρή επιρροή, ουσιαστικά ηγετικό ρόλο και γι' αυτό, άλλωστε, έγινε στη συνέχεια υπουργός Εθνικής Αμυνας. Φανερώνει, επίσης, πως η ντόπια ολιγαρχία και οι ξένοι ήθελαν τη λύση Καραμανλή - και δεν είχαν καμία διάθεση να δώσουν αρχηγικό προβάδισμα στο χώρο της Δεξιάς στον Παν. Κανελλόπουλο - εφόσον η κυβέρνηση που θα διαδεχόταν τη χούντα δε θα ήταν πρόσκαιρη, μεταβατική ανάμεσα σ' ένα στρατιωτικό κι ένα πολιτικό καθεστώς, αλλά αμιγώς πολιτική και με μονιμότερα χαρακτηριστικά, που θα βοηθούσαν να τεθούν οι βάσεις του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Το κατεστημένο δεν ήθελε να κάψει το χαρτί του Καραμανλή, αξιοποιώντας τον σε πρόσκαιρες πολιτικές λύσεις, γεγονός που ο Μαρκεζίνης το υπογράμμισε έντονα κατά τις εργασίες της σύσκεψης, όταν ακόμη δεν ήταν σαφές τι είδους κυβέρνηση θα σχηματιζόταν. "Ο Καραμανλής - είπε - αποτελεί κεφάλαιον πολιτικής εφεδρείας και δι' αυτό δεν πρέπει να αναλάβη να σχηματίση αυτήν την κυβέρνησιν διότι θα φθαρή" (στρατηγού Γρ. Μπονάνου, στο ίδιο, σελ. 288).

Η επιλογή του Καραμανλή ήταν η καλύτερη λύση για την οικονομική ολιγαρχία του τόπου και το καθεστώς της αμερικανοκρατίας. Επρόκειτο για έναν πολιτικό που έλειπε από την Ελλάδα και την ενεργό πολιτική δράση πάνω από δέκα χρόνια και δεν είχε φθαρεί στους πολιτικούς ανταγωνισμούς που ακολούθησαν της αποχώρησής του, ιδιαίτερα σ' αυτούς της διετίας 1965 - 1967. Δεν πολιτεύτηκε ποτέ επικίνδυνα για το κοινωνικό καθεστώς και πάντα ακολουθούσε μια πολιτική, που έπαιρνε υπόψη της τα συνολικά συμφέροντα του καπιταλισμού στην Ελλάδα και των ξένων συμμάχων του. Πριν τη δικτατορία, υποστήριξε με πάθος την ανάγκη να υπάρξει στη χώρα μια έκτακτη κατάσταση, μια δικτατορία με κοινοβουλευτικό μανδύα για τη διασφάλιση των συμφερόντων του συστήματος. Ακόμη, απευχόταν, αλλά δεν έβλεπε αρνητικά, ως έσχατη λύση, την επέμβαση του στρατού, αρκεί να γινόταν υπό ορισμένες προϋποθέσεις που δε θα οδηγούσαν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Επίσης κατά τη διάρκεια της χούντας απέφυγε την ενεργό αντιδικτατορική δράση και πάντα υπογράμμιζε την ανάγκη να υπάρξει διάδοχη λύση χωρίς την ενεργό παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα.

Αντιδράσεις, διδάγματα και προοπτικές

Στις 24 Ιούλη 1974, στις 2 τα χαράματα, το προσωπικό αεροπλάνο του Γάλλου Προέδρου Ζισκάρ Ντ' Εστέν προσγειωνόταν στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, φέρνοντας στην Ελλάδα τον Κ. Καραμανλή. Λίγες ώρες μετά, ο Καραμανλής ορκιζόταν πρωθυπουργός. Η χούντα είχε πλέον παραδώσει την κυβερνητική εξουσία - και τυπικά - και στη θέση της επανερχόταν η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ετσι άνοιγε ένα νέο πολιτικό κεφάλαιο στη χώρα, που συνήθως προσδιορίζεται με τον όρο μεταπολίτευση. Για την αλλαγή αυτή, το ΚΚΕ είχε, τότε, τονίσει, με απόφαση της ΚΕ του, ότι "αποτελεί προσπάθεια αναπροσαρμογής της πολιτικής των Αμερικανών και των άλλων κύριων δυνάμεων του ΝΑΤΟ στις νέες συνθήκες, εθνικές και διεθνείς" ("Από το 9ο ως το 10ο Συνέδριο του ΚΚΕ - Ντοκουμέντα", εκδόσεις ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 28). Αλλά και ο αρχηγός του ΠΑΚ Ανδρέας Παπανδρέου με δήλωσή του στο BBC, το βράδυ της 23ης Ιούλη, έλεγε: "Η Νέα ΝΑΤΟική φρουρά εγκαταστάθη στην Ελλάδα. Πηγή της εξουσίας της παραμένουν οι Αμερικανοί, το ΝΑΤΟ και οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, που βαρύνονται σήμερα και με την εθνική προδοσία στο Κυπριακό". Βεβαίως, αργότερα, ο ίδιος ο Παπανδρέου και το κόμμα του, το ΠΑΣΟΚ, απαρνήθηκαν αυτές τις εκτιμήσεις, πράγμα που καθιστά αμφίβολο αν τις πίστεψαν ποτέ. Ομως, εκείνο που έχει τη σπουδαιότερη σημασία για το σήμερα δεν είναι τόσο οι παλινωδίες του ιδρυτή της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας. Το σπουδαιότερο είναι ότι όσα εκτιμούσε τότε το ΚΚΕ - αλλά και το ΠΑΚ - για το χαρακτήρα της αλλαγής του '74 έχουν επιβεβαιωθεί από την ίδια τη ζωή. Η μεταπολίτευση σφραγίστηκε από το δόγμα του "ανήκομεν εις την Δύσιν", που ο Καραμανλής φρόντισε να διακηρύξει από την πρώτη στιγμή της επιστροφής του στην Ελλάδα και το ΠΑΣΟΚ υπερασπίστηκε μέχρις εσχάτων, όταν ανέλαβε την κυβερνητική εξουσία. Η εξάρτηση από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, όχι μόνο δεν αποδυναμώθηκε, αλλά και ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο, παρά το γεγονός ότι ήταν η βασική αιτία της 7χρονης τυραννίας και της κυπριακής τραγωδίας. Δίπλα, μάλιστα, σ' αυτή τη σχέση εξάρτησης σφυρηλατήθηκαν τα δεσμά της εξάρτησης από την ΕΟΚ, τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση. Επίσης τα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας, που στήριξε και στηρίχθηκε στη δικτατορία, όχι μόνο δε θίχτηκαν, αλλά κατέληξε να γίνουν και ιδεολογική σημαία, θέσφατο και ταμπού, που ακούει στο όνομα "οικονομία της ελεύθερης αγοράς". Τέλος, το αστικό πολιτικό σύστημα ενισχύθηκε με την πολιτική των διακρίσεων, της εξαγοράς των λαϊκών συνειδήσεων, του εκφυλισμού μαζικών οργανώσεων, με τη νόθευση της λαϊκής θέλησης μέσω καλπονοθευτικών συστημάτων, με μια πολιτική που εδραίωσε το δικομματισμό, την εναλλαγή, δηλαδή, στην κυβέρνηση δύο μεγάλων αστικών κομμάτων, στις συμπληγάδες των οποίων συνθλίβονται οι λαϊκές αντιδράσεις και αμβλύνονται κατ' αυτόν τον τρόπο οι ταξικές αντιθέσεις.

Οι οραματισμοί, οι αγώνες και οι επιδιώξεις του αντιδικτατορικού κινήματος για προοδευτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, κόντρα στα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας και της ξένης εξάρτησης, όχι μόνο δε δικαιώθηκαν, αλλά και παραμένουν επίκαιρα όσο ποτέ. Το ΚΚΕ συνεχίζει να κρατάει ψηλά τη σημαία αυτών των αγώνων, δείχνοντας το μόνο δρόμο της δικαίωσης μέσα από τη συγκρότηση και δράση του Αντιιμπεριαλιστικού - Αντιμονοπωλιακού - Δημοκρατικού Μετώπου.

25 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
Το παρασκήνιο μιας πολιτικής εναλλαγής

Τα γεγονότα που προηγήθηκαν και συνόδευσαν τη μεταβολή του καθεστώτος στην Ελλάδα στις 23 - 24 Ιούλη 1974 αποτέλεσαν τα θεμέλια της σημερινής πραγματικότητας στο πολιτικό σύστημα. Ηταν, άλλωστε, και ο επιδιωκόμενος στόχος της ολιγαρχίας και των συμμάχων της

Στις 22 Ιούλη 1974, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χ. Κίσινγκερ προέβη σε μία δημόσια δήλωση, που, για τη χρονική στιγμή που έγινε, έμοιαζε μάλλον προφητική. Στην πραγματικότητα όμως, αντανακλούσε αληθινές διεργασίες και ήταν αρκετά ενδεικτική των σχέσεων που είχε η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών με τη χούντα των Αθηνών. "Αυτή τη στιγμή - είπε ο Χ. Κίσινγκερ, απευθυνόμενος προς τους δημοσιογράφους - συντελείται στην Αθήνα κυβερνητική μεταβολή". Ηταν φανερό πως οι ΗΠΑ έπαυαν πλέον να στηρίζουν το δικτατορικό καθεστώς στην Ελλάδα, γεγονός, άλλωστε, που φάνηκε λίγες ώρες αργότερα, όταν οι στρατιωτικοί πήραν την πρωτοβουλία να παραδώσουν την κυβερνητική εξουσία σε πολιτικά πρόσωπα. Ας δούμε, όμως, αναλυτικότερα πώς φτάσαμε ως την πολιτικοποίηση του καθεστώτος.

Κείμενα: Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ