ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 14 Αυγούστου 1999
Σελ. /40
ΚΕΝΗ
ΓΙΑ ΤΑ 53 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΙΔΑΛΗ
Η ενσάρκωση της συνείδησης του Κομμουνιστή δημοσιογράφου

Ηταν μια πορεία προς το θάνατο. Το ήξερε καλά κι όμως πήγε. Τον ωθούσε η συνείδηση του κομμουνιστή δημοσιογράφου, του κομμουνιστή ρεπόρτερ. Αλλωστε το 'χε αποδείξει με τη δράση του και τα περίφημα ρεπορτάζ, και κυρίως μ' αυτό της "Μάχης της σοδειάς" στη Θεσσαλία στα 1944, ότι η πένα του αποτύπωνε στο γραπτό του την ίδια την ψυχή του, μόνο που ψυχή του ήταν η ψυχή του λαού. Και ο Βιδάλης έκανε ρεπορτάζ μέσα από τη ζύμωσή του με τη ζωή του λαού και έτσι τον υπηρετούσε ως το τελευταίο ρεπορτάζ του, που γράφτηκε με το αίμα της ζωής του. Ηταν συνειδητή επιλογή. Ηθελε να πάει ο ίδιος στη Θεσσαλία, όπου οργίαζε η κατοχική ληστοσυμμορία του Σούρλα, δολοφονώντας και σφάζοντας τους αγωνιστές του ΕΑΜ, τους κομμουνιστές, σε μια περίοδο όπου το αντιδραστικό καθεστώς της ντόπιας άρχουσας τάξης με τη στήριξη των Αγγλων ιμπεριαλιστών προσπαθούσε να θεμελιώσει τα στηρίγματα της εξουσίας του, σπρώχνοντας το λαό στον εμφύλιο πόλεμο. Ο Βιδάλης ήθελε να πάει ο ίδιος επιτόπου για ρεπορτάζ, να βγάλει ζωντανό το υλικό του. Μόνο έτσι, έλεγε, υπάρχει ελπίδα να σταματήσουν οι σφαγές γυναικόπαιδων. Το ρεπορτάζ δε γράφτηκε ποτέ. Η δολοφονία του έγινε το πιο ζωντανό ρεπορτάζ για τις συνθήκες ζωής του λαού της Θεσσαλίας και όχι μόνο, αλλά και για το ξεσκέπασμα των δυνάμεων και των μεθόδων τους, που ήθελαν ή την υποταγή των ανυπόταχτων ή την εξόντωσή τους. Είπαμε παραμονές του εμφυλίου πολέμου ήταν και το μεταπολεμικό καθεστώς στην Ελλάδα οδηγούσε στην επιβολή του. Δεν του 'μενε άλλος δρόμος για να δαμάσει ένα λαό, ο οποίος ήθελε να τραβήξει το δικό του δρόμο.

"Ριζοσπάστης" 18 Αυγούστου 1946

"Επειτα από τα τελευταία γεγονότα της Θεσσαλίας, η Συντακτική Επιτροπή του "Ριζοσπάστη" έστειλε στη Λάρισα τον πολιτικό συντάκτη μας σ. Κώστα Βιδάλη, για να συγκεντρώσει επιτόπου συγκεκριμένες πληροφορίες και να δει τις τοπικές αρχές και τον διοικητή του Β Σώματος Στρατού στρατηγό Γεωργούλη. Σύμφωνα με τις οδηγίες που πήρε από την εφημερίδα μας, ο σ. Βιδάλης μετά τη Λάρισα θα κατέβαινε με τραίνο στο Βόλο κι αποκεί θα ερχόταν με βαπόρι στη Χαλκίδα και με τραίνο στην Αθήνα. Ο σ. Βιδάλης έφυγε από την Αθήνα την Κυριακή 11 του μηνός. Εφτασε στη Λάρισα απ' όπου και μίλησε τηλεφωνικά με τον σ. Καραγιώργη την περασμένη Τρίτη στις 3 το απόγευμα. Του είπε ότι την Τετάρτη πρωί θα έφευγε για το Βόλο και ότι υπολόγιζε ότι την Παρασκευή βράδυ (προχθές) θα ήταν στην Αθήνα. Από τότε δεν έδωσε σημεία ζωής, ούτε ήρθε στην Αθήνα. Χθεσινές τηλεφωνικές πληροφορίες, προς την εφημερίδα μας από τη Λάρισα και το Βόλο, μας έλεγαν ότι ο Βιδάλης χάθηκε από την Τετάρτη, ότι δεν έφτασε στο Βόλο, ότι πιάστηκε από τη συμμορία του Σούρλα μεταξύ Λάρισας και Βόλου, και, σύμφωνα με φήμες που κυκλοφόρησαν στη Λάρισα, ανεξακρίβωτες μέχρι στιγμής, οι σουρλικοί τον σκότωσαν κιόλας (...) Τα μεσάνυχτα ο Βόλος μας πληροφόρησε ότι ο σ. Βιδάλης πιάστηκε από συμμορίτες του Σούρλα πριν 2-3 μέρες κοντά στη Λάρισα".

Συγκλονιστική αφήγηση

Την Κυριακή, μια βδομάδα μετά την αναχώρησή του από την Αθήνα για τη Θεσσαλία, ώρα 11 π.μ., έφτασε στο "Ρ" η αποκαλυπτική μαρτυρία ενός εμπόρου που βεβαίωνε για τη σύλληψη του Κ. Βιδάλη απ' τους ληστοσυμμορίτες μέσα στο τρένο την Τρίτη.

Ενας αυτοκινητιστής - μη κομμουνιστής - που η συμμορία του Σούρλα είχε επιτάξει το αυτοκίνητό του για τη μεταφορά των πλιάτσικων ήταν αυτόπτης μάρτυρας και κατέθεσε στο διευθυντή του "Ριζοσπάστη" και στον πρόεδρο της Ενωσης Συντακτών. "Την περασμένη Τετάρτη είχαμε κατασκηνώσει με τη συμμορία του Σούρλα στη θέση Αλώνια μεταξύ των χωριών Μελία και Μαϊμούλι κάπου 700 μέτρα από τη σιδηροδρομική γραμμή Βόλου - Λάρισα. Καθημερινά οι σουρλικοί κάνανε εκτελέσεις. Εκείνο το βράδυ φέρανε ένα δημοσιογράφο. (... ) Ακουσα ότι τον άρπαξαν από το τραίνο στο σταθμό Πλατύκαμπο. Και ότι τον παρακολουθούσε η ΕΒΕΝ από τη Θήβα, που πέρασε ανεβαίνοντας από την Αθήνα για τη Λάρισα (...). Εκείνο που ξέρω είναι ότι ο άνθρωπος αυτός μαρτύρησε, ώσπου να ξεψυχήσει. Τον έφεραν στις 10 το βράδυ. Τον πήγανε στο νεκροταφείο εκεί κάπου 100 μέτρα από κει που ήμουν εγώ. Τον γδύσανε. Του βγάλανε τα παπούτσια και τον άφησαν μόνο με το σώβρακο και τη φανέλα. Τα ρούχα του τα πήρε ένας απ' τους συμμορίτες, ο Κωνσταντάρας. Τη βαλίτσα του και τις σημειώσεις, που είχε μαζί του, τις πήρε ο Τζωρτζ. Αυτός είναι ένας Κύπριος κοντός ξανθός, που ουσιαστικά διευθύνει τη συμμορία. Αυτός ανακρίνει όποιους πιάνουν κι αποφασίζει για την τύχη τους. Είναι μορφωμένος και μιλάει αγγλικά. Αφού τον γδύσανε και του πήρανε και τα χαρτιά του, άρχισαν να τον χτυπάν με ρόπαλα και να τον ρωτούν (...). Τον βασάνισαν έτσι ως τις 4 το πρωί κι αφού έπεσε νεκρός τον άφησαν και αποτραβήχτηκαν για λίγα λεπτά. Κάτι είπαν μεταξύ τους και μετά ξαναπήγαν. Του έριξαν 4-5 σφαίρες..." (Από το ρεπορτάζ της "Ελεύθερης Ελλάδας", 20 Αυγούστου 1946).

Η στιγμή της σύλληψης

Σαράντα χρόνια μετά, η εφημερίδα "Γνώμη" της Λάρισας έφερε στο φως της δημοσιότητας αυθεντικές μαρτυρίες της σκηνής της σύλληψης, ανθρώπων από το χωριό Μελία που συνταξίδευαν στο ίδιο βαγόνι του τρένου με τον Κ. Βιδάλη, εντελώς συμπτωματικά και επειδή ο πρόεδρος της κοινότητας, Σπύρος Τριτάρης, μπήκε στο ίδιο βαγόνι για να μπορέσουν οι σούρληδες να εντοπίσουν εύκολα τον Βιδάλη. Ετσι περιγράφει το σχετικό ρεπορτάζ: "... Οι σούρληδες περίμεναν το τραίνο περίπου δυο χιλιόμετρα από το σταθμό της Χάλκης, στην τοποθεσία "Ντουμαλάνια". Μπήκαν μπροστά, το σταμάτησαν κι άρχισαν να φωνάζουν "κατεβείτε όλοι κάτω". Ο κόσμος άρχισε να κατεβαίνει πανικόβλητος κι αυτοί ανέβηκαν κι άρχισαν να ψάχνουν τον πρόεδρο της Μελίας. Μόλις μπήκαν στο Βαγόνι που ήταν ο Τριτάρης, ρώτησαν ποιος είναι ο Βιδάλης.

- Εγώ, αποκρίθηκε αυτός.

- Ακολούθα μας.

- Πού θα πάμε;

- Τώρα θα δεις...

Το διάλογο αυτό τον άκουσαν ο Τασόπουλος με τον Ηλιόπουλο που δεν είχαν κατεβεί από το τραίνο. Οταν οι σούρληδες έφτασαν στη Μελία, έμειναν για λίγο στο καφενείο του Τσιτσικλή. Μετά πήραν τον Βιδάλη και προχώρησαν προς το νεκροταφείο του χωριού όπου ήταν το "λημέρι" του Σούρλα... " ("Γνώμη", 17/11/1986).

Σ.

ΖΑΛΙΚΑ

Λίγες μέρες ύστερα από τη δολοφονία του Κ. Βιδάλη, η φιλολογική σελίδα του "Ριζοσπάστη" (29 Αυγούστου 1946) τιμητικά παραχωρούσε χώρο κι έγραφε: "Ο αξέχαστος σύντροφός μας, σε πολλά γραφτά του, παρουσίαζε μια έκτακτη λογοτεχνική χάρη. Αναδημοσιεύουμε εδώ τις εντυπώσεις του από ένα ταξίδι στη Θεσσαλία μέσα στην Κατοχή από την "Πρωία" της 20ής Νοέμβρη 1941, με τίτλο: "Από τη ζωή της υπαίθρου", "Ζαλίκα" - Αι γυναίκες υποζύγια - Ο άνθρωπος ως μεταφορικόν μέσον"".

Ο "Ρ" δημοσιεύει σήμερα αυτό το θαυμάσιο ρεπορτάζ - υπόδειγμα, όχι μόνο στη μορφή γραφής του αλλά και στη δύναμή του να ζωντανεύει την πραγματικότητα για τον αναγνώστη.

Στο χάνι, ένα μαγαζί που είναι λίγο από όλα, από φαρμακείο μέχρι ξενοδοχείο ύπνου, στέκονται οι Αργιθιάτες, μέχρις ότου πάρουνε τη μεγάλη απόφαση: Να καβαλήσουνε τ' Αγραφα και να φθάσουνε στα χωριά τους. Θα περάσουνε βουνά και βουνά και έπειτα από οκτώ ώρες πορεία θα πιάσουνε τον πρώτο κατήφορο. Θα ανεβοκατέβουνε και πάλι, μέχρις ότου επιτέλους, πίσω από τον κόσμο, αντικρίσουνε τα σπίτια τους.

Είναι βράδυ και το φως της λάμπας είναι τόσο φτωχό που μόλις ξεχωρίζουνε οι φυσιογνωμίες. Η πόρτα ανοίγει. Ο αέρας με το φύσημα δυναμώνει για μια στιγμή τη φλόγα της λάμπας. Μια γυναίκα που μόνο η σκιά της φαίνεται μπαίνει με δυσκολία. Προσέχει μην τυχόν και ακουμπήσει την πόρτα. Αυτή είναι η παραξενιά του μαγαζάτορα, ο οποίος παραστέκει όρθιος κοντά στην είσοδο. Στρίβει απ' εδώ, γυρίζει λίγο απ' εκεί κι έτσι περνάει. Σε κάθε της βήμα το πάτωμα τραντάζει. Είναι φορτωμένη γερά στην πλάτη. Κατευθύνεται σε μια γωνιά και κάθεται χάμω. Πίσω της μπαίνει άλλη μια, με την ίδια δυσκολία και προσοχή. Είναι κι αυτή φορτωμένη "ζαλίκα". Από κοντά μπαίνει ένας χωριάτης με ένα ταγάρι στον ώμο. Επιθεωρεί τις γυναίκες και έπειτα καλησπερίζει. Κάθεται μαζί με τους άλλους και κουβεντιάζουν. Οι δύο γυναίκες προχωρούν δειλά - δειλά και σωριάζονται σε δύο καρέκλες. Η περπατησιά τους τώρα είναι ήσυχη. Το πάτωμα δεν τρίζει. Η πρώτη, η Σοφία, δε μιλάει και δεν κουνιέται. Εχει στηθεί παράμερα σε μια καρέκλα, σαν ένας μαύρος σφιχτοδεμένος κόμπος. Το μόνο που ξεχωρίζει είναι το κεφάλι της. Το έχει τυλίξει με ένα μαύρο μαντίλι. Από το πρόσωπό της μόνο τα μάτια της φαίνονται, δυο μάτια ανέκφραστα από την κούραση όμοια με του μουλαριού. Τα μάγουλά της είναι φουσκωμένα και αναμμένα από το ξεθέωμα της ανηφοριάς.

Η άλλη, η Ελένη, ένα κορίτσι μόλις 18 χρόνων, έχει μεγαλύτερη διάθεση. Είναι ακόμη νέα και δεν έκλεισε τη σειρά της. Τους προσφέρουνε λίγο ψωμί κι αυτές το κρατάνε στα χέρια σα να μην έχουνε δύναμη να το φέρουνε στο στόμα τους. Μασουλάνε δυο - τρεις φορές και σταματάνε.

- Γιατί δεν τρως; Μην ντρέπεσαι. Να πάρε κι αυτό.

- Μασουλάω. Ο Θεός να σας έχει καλά.

Το στόμα της δεν ανοιγοκλείνει. Η κούραση και το αποκάμωμα έχουνε φάει την όρεξη και τη διάθεση.

Η συζήτηση αρχίζει. Τις δύο γυναίκες τις χρησιμοποιεί για υποζύγια ο συνοδός. Πάνε για το Λεοντίτι, 10 ώρες τουλάχιστο δρόμο. Τις κατέβασε φορτωμένες με "βιος" για το παζάρι και του μεταφέρουνε τώρα 45 οκάδες πράγματα. Η μια - η Σοφία - σηκώνει 30 οκάδες, η άλλη - η Ελένη - το κορίτσι, 15 οκάδες. Πληρώνονται, βέβαια, γι' αυτή τη δουλιά. Παίρνουνε τρεις ολόκληρες δραχμές την οκά. Το αγώγι δεν ακρίβυνε, παραμένει ακόμα το ίδιο. Των μουλαριών, όμως, ανέβηκε. Το χόρτο κάνει 45 δραχμές η οκά. Πάνω στα χωριά της Αργιθέας, ολόκληρες οικογένειες, που η φτώχεια τις τσιτσιρίζει χρόνια, είναι άνθρωποι - υποζύγια: "Ζαλικώνονται". Το καλαμπόκι αυτές το μεταφέρουνε όλο το χειμώνα από το Μουζάκι απάνω στην Αργιθέα: Εκατό χιλιάδες τουλάχιστο. Περπατάνε μέσα στο χιόνι, στα νερά.

- Δεν τις νοιάζει, είναι συνηθισμένες, παρατηρεί ο μαγαζάτορας.

***

Οι δύο γυναίκες κάθονται χωρίς να μιλάνε καθόλου. Το πρόσωπό τους εξακολουθεί να είναι ανέκφραστο. Κάπου - κάπου ένας βαθύς αναστεναγμός βγαίνει μέσα από τα φυλλοκάρδια τους.

- Ο Θεός να σας έχει καλά. Τον ευχαριστώ. Ο άνδρας μου πάνε τρία χρόνια που πέθανε. Εχω ένα μικρό παιδί 7 χρόνων. Γι' αυτό ζαλικώνομαι. Τρία χρόνια έχω στην τριχιά. Μόνο σαν βγάλω τα τριφύλλια στα μάτια θα ησυχάσω.

Αυτό είναι το δράμα της. Στον τάφο, μόνο εκεί θα ξεκουραστεί, αλλά και εκεί πάλι μόνο όταν φυτρώσουνε τριφύλλια.

- Αν έχετε τίποτα δικά σας πράγματα να σας τα κουβαλήσω... Τι το θέλατε το μουλάρι... Μπορώ να σηκώσω ακόμα ζαλίκα. Δεν έχω μεγάλο βάρος. Τα προσέχω τα πράγματα και θα δείτε, δε θα πάθουνε τίποτα. Δώστε μου ό,τι θέλετε. Το κορίτσι απ' εδώ δεν μπορεί! Τώρα μπήκε στην τριχιά.

Το φως της λάμπας έχει πέσει ακόμα περισσότερο. Σχεδόν μόνο η καύτρα του φιτιλιού φωτίζει. Ο μαγαζάτορας φωνάζει: "Αϊντε για ύπνο". Ολοι ανεβαίνουμε στο επάνω πάτωμα. Οι δύο γυναίκες φορτώνονται τη ζαλίκα τους και την ανεβάζουνε επάνω. Ψάχνουνε καλά μέσα στο σκοτάδι και ακουμπάνε τα πράγματα. Λύνουνε την τριχιά που είναι δεμένα, τα συγυρίζουνε, ξαναδένουνε το σχοινί και κατόπιν κουρνιάζουνε πάνω στο πάτωμα. Οι χωριάτες, αφού κοιτάξανε κάτω στο στάβλο τα μουλάρια, ανεβαίνουνε ένας - ένας. Ταχτοποιούνται και αρχίζουνε το τραγούδι. Είναι η βραδινή τους προσευχή για κείνους που χαθήκανε πέρα σε άλλα, ξένα βουνά.

***

Πριν ακόμα το θάμπωμα διαλυθεί, οι Αργιθιάτες έχουνε ξεκινήσει. Λογαριάζανε το απομεσήμερο να βρίσκονται στα χωριά τους. Οι δύο γυναίκες έχουνε ξεκινήσει από ώρα και ωστόσο ακόμη βρίσκονται εδώ στον πρώτο ανήφορο.

Εξι ώρες ξεθεωτική ανηφοριά και να η ράχη. Μια εκκλησούλα πάλλευκη αποτελεί το υψόμετρο, 1.900 μέτρα. Είναι συγχρόνως ο τόπος των πιστών, ο σταθμός και το καταφύγιο. Ο άγριος βοριάς έχει ξυρίσει τα δέντρα και μόνο κάτι κατσιασμένα έλατα έρπουνε πάνω στη γη.

Οι δύο γυναίκες με το βαρύ φορτίο στην πλάτη προχωρούνε σιγά. Τα κεφάλια τους λίγο απέχουνε από τη γη. Δε βλέπουνε παρά μόνο τα δάχτυλα του ποδαριού τους που σέρνεται εμπρός και τα χαλίκια και τις πέτρες του μονοπατιού. Τρία χρόνια τώρα τα μάτια της Σοφίας δεν έχουνε δει τίποτε άλλο από το δρόμο. Τα χέρια κρατούνε γερά, εμπρός στο στήθος, την τριχιά. Η ζαλίκα από πάνω κουνιέται ρυθμικά σε κάθε βηματισμό. Κατά διαστήματα, οι γυναίκες κάθονται κάτω, χωρίς να αφήνουνε τη ζαλίκα και τότε μόνο βλέπουνε τον ουρανό και δίπλα τους. Πίσω τους έρχονται δύο μουλάρια φορτωμένα κι αυτά γερά. Το φορτίο τους κινείται και αυτών ρυθμικά ανάλογα με την περπατησιά τους. Από τα ρουθούνια τους ξεφυσάνε. Οι χωριάτες ακολουθούνε τα ζώα και τις γυναίκες - υποζύγια. Κουβεντιάζουνε, γελάνε, παρατηρούν. Τα τοπία, που αργά - αργά εναλλάσσονται, είναι ένας πλούτος ολόκληρος από εικόνες.

Μουλάρια, γυναίκες - υποζύγια και η συνοδεία τους φθάσανε στη ράχη. Τα ζώα σταθήκανε στο προαύλιο. Οι άνθρωποι μπαίνουνε στην εκκλησούλα. Οι δύο γυναίκες σωριάζονται με τη ζαλίκα χάμω, δίπλα από τη χόβολη της φωτιάς, που είχανε ανάψει άλλοι περαστικοί Αργιθιάτες. Δεν έχουνε τη δύναμη να σηκωθούν και κάνουνε το σταυρό τους καθιστές. Θα σταθούν εδώ κάμποσο για να ξαποστάσουν. Μόνο σα βγάλουνε "τριφύλλια στα μάτια" θα ησυχάσουν.

"Με τη συνήθη λαμπρότητα", ο... τορπιλισμός!

Του Γιώργου Κ. ΤΣΑΠΟΓΑ

Η καθιερωμένη πανήγυρη του δεκαπενταύγουστου και ας θυμίσουμε μια μικρή, παλιά και αληθινή ιστορία. Τη διηγήθηκε τότε, ο ίδιος ο πρωταγωνιστής της γκάφας, ένας πρωτόπειρος νέος δημοσιογράφος: - Μόλις μπήκα στο γραφείο της εφημερίδας, διηγήθηκε, μετά το ταξίδι του Σαββατοκύριακου στην Τήνο και διαπιστώνω ότι οι συνάδελφοι με έβλεπαν σα να είχα πέσει από τον ουρανό. Το ίδιο και ο αρχισυντάκτης μου, που, αφού με χτύπησε προστατευτικά στον ώμο, μου λέει: - Γράφε και δίνε μου αμέσως χειρόγραφα να φύγουν για το τυπογραφείο. - Και πόσο να γράψω, σε έκταση; - Γράφε όσο πάει, ήταν η απάντηση.

Αρχισα λοιπόν - (κατά τη διήγησή του) -, να γράφω: "Με τη συνηθισμένη λαμπρότητα ετελέσθη ο πανηγυρισμός της Παναγίας στην Τήνο. Πλήθη πιστών που είχαν συρρεύσει και δε βρήκαν κατάλυμα, κατέλαβαν την προκυμαία και άλλους υπαίθριους χώρους.

Κατά τη λιτάνευσιν της εικόνος, με την καθιερωμένην θρησκευτικήν τάξιν και την συμμετοχήν τιμητικού αγήματος και μουσικής μπάντας, πολλοί πιστοί παρηκολούθησαν ανυπόδητοι και γονυπετείς, εκπληρούντες το "τάμα" τους.

Και κατ' αυτόν το έτος, ένας κωφάλαλος ωμίλησεν, ενώ άλλοι πάσχοντες ανέμενον το "θαύμα".

Από πάνω μου, διηγείται, η σκιάτού αρχισυντάκτη: - Δώσε μου τα πρώτα χειρόγραφα, είπε. Τα πήρε, τα διάβασε όρθιος και ξαφνικά έχασε το χρώμα του, γούρλωσε τα μάτια και φώναξε έξαλλος: - Εγιναν λοιπόν και θαύματα, βρε παλιάνθρωπε; Το θαύμα ότι απολύεσαι δεν το είδες;

Ο νεαρός απεσταλμένος είχε διαπράξει την ιστορική γκάφα, καθώς αντί για την Τήνο όπου τον είχαν στείλει, πήγε αλλού με τη φίλη του, περιχαρής, για την ερωτική του επιτυχία και χωρίς να γνωρίζει, ότι εκείνη ακριβώς την ημέρα που δεν πήγε στην αποστολή του, ιταλικό υποβρύχιο είχε τορπιλίσει το καταδρομικό "Ελλη", στο λιμάνι της Τήνου... Οπότε, έγραφε για τα "θαύματα"...

* Δημοσιογράφοι εμείς, από τη γενιά της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης είχαμε κάνει βασική αρχή του λειτουργήματος την παρότρυνση του Κώστα Βιδάλη: "Να ερευνούμε, να διασταυρώνουμε, να ελέγχουμε, στην πηγή των γεγονότων". Γι' αυτές άλλωστε τις αρχές έδωσε τη ζωή του.

Η Ζαλίκα, φωτογραφία από το αρχείο του Σπύρου Μελετζή



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ