ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Δευτέρα 27 Μάρτη 2000
Σελ. /36
ΑΓΡΟΤΙΚΑ
ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ
Θυσία στο βωμό των συμφερόντων της ΕΕ

Ανεπούλωτα τραύματα, άφησε στην κτηνοτροφία και τους κτηνοτρόφους της χώρας η ολέθρια πολιτική που εφαρμόστηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια από την Ευρωπαϊκή Ενωση και τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Ο κλάδος της κτηνοτροφίας ακολούθησε μια πορεία ραγδαίας συρρίκνωσης, τόσο στον τομέα του ζωικού κεφαλαίου και της παραγωγής, όσο και στον τομέα του εισοδήματος των κτηνοτρόφων.

Τα καταστροφικά αποτελέσματα των επιταγών της ΚΑΠ ήταν η φτώχεια διαρκείας για τους κτηνοτρόφους και πτηνοτρόφους, η υπερχρέωση, τα πρόστιμα συνυπευθυνότητας στο αγελαδινό γάλα και η μείωση των επιδοτήσεων στα αιγοπρόβατα, το κλείσιμο πολλών κτηνοτροφικών και πτηνοτροφικών μονάδων και η αλματώδης αύξηση της εισαγωγής ζωοκομικών προϊόντων, που είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω επιδείνωση του ελλείμματος του αγροτικού εμπορικού ισοζυγίου.

Και το κακό, φυσικά, δε σταματά εδώ, αφού οι εντολές της «Ατζέντας 2000» προβλέπουν ακόμα χειρότερα μέτρα για την κτηνοτροφία, με μείωση των τιμών στο βόειο κρέας κατά 20% και στο αγελαδινό γάλα κατά 15%, ενώ επίσης καταργούνται και οι τιμές παρέμβασης που πρόσφεραν μια ελάχιστη προστασία στους παραγωγούς. Παράλληλα, τα επιτελεία των Βρυξελλών προωθούν την ένταση της αντικτηνοτροφικής πολιτικής σε όλους τους τομείς της ελληνικής κτηνοτροφίας και πτηνοτροφίας, επιδιώκοντας με κάθε μέσο την ενίσχυση των συμφερόντων των βόρειων χωρών της ΕΕ και των «διοξινωμένων» συμφερόντων των βιομηχανιών τους.

Από όλα τα παραπάνω, προκύπτουν καθαρά οι τεράστιες ευθύνες όλων των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων, που δεν ενδιαφέρθηκαν να υπάρξει πολιτική παραγωγής τροφίμων ζωικής προέλευσης στην Ελλάδα. Αρνήθηκαν και αρνούνται να πάρουν μέτρα για την ενθάρρυνση και τη στήριξη της παραγωγής προϊόντων της φυτικής παραγωγής που χρησιμοποιούνται σαν ζωοτροφές, ώστε να αλλάξει η σχέση φυτικής και ζωικής παραγωγής, που για τη χώρα μας είναι αντίστροφη απ' ό,τι στις αναπτυγμένες κτηνοτροφικά χώρες. Επιπλέον, τα κόμματα που ευθύνονται όλα αυτά τα χρόνια για τη διακυβέρνηση της χώρας, αλλά και εκείνα που κινούνται στην Ευρω-Ενωσιακή λογική, αποδέχονται και προωθούν τα σχέδια της περιβόητης παγκοσμιοποίησης, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που επιβάλλουν τη διαρκή μείωση του κλάδου αυτού, την παντελή απουσία στήριξης των τιμών, τη λογική του περιορισμού, των ποσοστώσεων και των προστίμων. Με λίγα λόγια, αρνήθηκαν και αρνούνται τη στήριξη της κτηνοτροφίας και πτηνοτροφίας και, στην ουσία, συναινούν στην πλήρη εξαφάνιση των Ελλήνων κτηνοτρόφων - πτηνοτρόφων.

Οι λογικές αυτές οδηγούν σε ακόμα μεγαλύτερη εξάρτηση της χώρας σε ένα στρατηγικής σημασίας τομέα, όπως είναι αυτός της διατροφής του ελληνικού λαού. Ομως, μπρος στην προεκλογική πρεμούρα υφαρπαγής ψήφων των κομμάτων του δικομματισμού, αλλά και των δορυφόρων τους, η πικρή αλήθεια «κουκουλώνεται», προκειμένου να συγκαλυφθεί η πολιτική υποτέλειά τους στις αντικτηνοτροφικές επιταγές της ΕΕ. Και για να εμπαίξουν τους κτηνοτρόφους και πτηνοτρόφους, διαλαλούν προεκλογικά ανέξοδες υποσχέσεις και «ρίχνουν» ψευτοπαροχές, ευελπιστώντας ότι θα τους ξεγελάσουν για άλλη μια φορά.

Η πρακτική αυτή αποτελεί έναν ακόμα λόγο για τους Ελληνες παραγωγούς, αλλά και για όλο το λαό, να καταψηφίσουν στις επερχόμενες εκλογές τα κόμματα που θυσιάζουν την κτηνοτροφία και πτηνοτροφία στο όνομα της ευρω-λαγνείας τους και να δυναμώσουν το ΚΚΕ, που είναι το μόνο κόμμα που αντιστέκεται σ' αυτές τις ολέθριες προοπτικές σε βάρος των κτηνοτρόφων και πτηνοτρόφων, αλλά και των καταναλωτών.

Ιδού οι επιπτώσεις

Αρκεί μια απλή ανάγνωση των επίσημων στοιχείων για την πορεία της κτηνοτροφίας και πτηνοτροφίας στη χώρα μας, για να διαπιστώσει κανείς πως ο αφανισμός του κλάδου είναι βέβαιος, αν συνεχιστεί η ίδια καταστροφική αντιαγροτική πολιτική, που ακολουθούν κυβέρνηση και ΕΕ και επαγγέλλονται τα υπόλοιπα φιλομααστριχικά κόμματα.

Κατ' αρχήν, η διαρκής συρρίκνωση του κλάδου της ελληνικής κτηνοτροφίας, σε συνδυασμό με την αύξηση των αναγκών της χώρας μας σε ζωοκομικά προϊόντα, μείωσε δραστικά την αυτάρκεια της χώρας. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα επίσημα στοιχεία, στο διάστημα 1980 - 1998 η αυτάρκεια της Ελλάδας μειώθηκε: Στο κρέας πουλερικών από 100,4% σε 75%, στο χοιρινό από 84% σε 45-50%, στο βόειο κρέας από 66% σε 30-33%, στο αιγοπρόβειο από 92% σε 87% και στο αγελαδινό γάλα από 70% σε 48%.

Αποτέλεσμα αυτής της μείωσης ήταν να αυξηθούν οι εισαγωγές από τις χώρες της ΕΕ (εδώ η λεγόμενη κοινοτική προτίμηση λειτούργησε σε βάρος της χώρας), αλλά και από τρίτες χώρες, προκειμένου η Ελλάδα να καλύψει τις ανάγκες της. Η κατάσταση αυτή εκτίναξε στα ύψη το έλλειμμα του αγροτικού εμπορικού ισοζυγίου, που σήμερα υπολογίζεται σε περίπου 500 δισ. δραχμές, αναγκάζοντας τον ελληνικό λαό να καταναλώνει σε μεγάλο βαθμό προϊόντα που δεν παράγονται στην Ελλάδα. Οι συνέπειες αυτής της κατάληξης είναι δραματικές και το τίμημα διπλό: Ο ελληνικός λαός αναγκάστηκε από τη μια να πληρώνει το όχι ευκαταφρόνητο παραπάνω ποσό και από την άλλη να «πληρώνει» την κερδοσκοπική ασυδοσία του μεγάλου κεφαλαίου, θυσιάζοντας το ανεκτίμητο αγαθό της υγείας του στο «βωμό» των λειψών εγγυήσεων ποιότητας, που παρέχονται στα προϊόντα αυτά απ' τις πολυεθνικές επιχειρήσεις παραγωγής, επεξεργασίας, διακίνησης και διάθεσης τέτοιων τροφίμων (διοξίνες, σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια, λιστέρια κ.λπ.). Σημαντικότατο ρόλο στη συρρίκνωση της κτηνοτροφίας έπαιξαν οι ποσοστώσεις και οι διαφόρων τύπων περιορισμοί στην ανάπτυξη του κλάδου.

Ειδικότερα, για τα επιδοτούμενα αιγοπρόβατα, ήδη από το 1992 επιβλήθηκε ποσόστωση στον αριθμό των επιλέξιμων στα 11.023.000 ζώα, αριθμός που μένει σταθερός μέχρι σήμερα και θα συνεχίζεται και στο μέλλον. Στα επιδοτούμενα αρσενικά μοσχάρια η ποσόστωση από τα 140.130 ζώα αυξήθηκε μόλις στα 143.134 ζώα, ενώ στις θηλάζουσες αγελάδες από 131.856 ζώα αυξήθηκε στα 138.056 ζώα. Την ίδια περίοδο, στο αγελαδινό γάλα η ποσόστωση ανερχόταν στους 629.000 τόνους, ποσότητα που στα πλαίσια της «Ατζέντας 2000» αναθεωρήθηκε για όλες τις κοινοτικές χώρες και για τη χώρα μας επιτράπηκε να αυξηθεί κατά 70.000 τόνους. Την αύξηση αυτή, μάλιστα, η κυβέρνηση την... πανηγύρισε, δηλώνοντας ότι πήρε το μεγαλύτερο ποσοστό αύξησης απ' όλες τις κοινοτικές χώρες. Απέκρυψε, όμως, τους απόλυτους αριθμούς, σύμφωνα με τους οποίους, όταν η Ελλάδα πήρε αυτή την αύξηση, η Ολλανδία πέτυχε και πήρε επιπλέον 166.120 τόνους, η Ισπανία 550.000, η Γερμανία 418.000, η Γαλλία 363.537 κ.λπ. Για να καταλάβει κανείς το μέγεθος της εξαπάτησης, αρκεί στους παραπάνω αριθμούς να προσθέσει και τις ποσοστώσεις που ισχύουν στις χώρες αυτές. Γιατί, ενώ στην Ελλάδα η ποσόστωση καλύπτει μόλις το 50% των αναγκών της, στην Ολλανδία για παράδειγμα - με παραπλήσιο πληθυσμό - η ποσόστωσή της υπερκαλύπτει τις ανάγκες της (είναι 10 φορές παραπάνω).

Μετά την έναρξη εφαρμογής της «Ατζέντας 2000» οι προοπτικές για την ελληνική κτηνοτροφία διαγράφονται ακόμα χειρότερες. Ετσι, συμφωνήθηκε και θα αρχίσει να εφαρμόζεται σταδιακή κατάργηση της παρέμβασης στο βόειο κρέας κατά 20%, μέχρι τα μέσα του 2002, ενώ από την 1/7/2002 θα καταργηθεί εντελώς και στη θέση της θα λειτουργεί η ιδιωτική αποθεματοποίηση των ποσοτήτων που θα πλεονάζουν. Η έναρξη της αποθεματοποίησης θα ξεκινά όταν η αγοραία τιμή πέφτει κάτω από τα 2.224 ευρώ/τόνο, που με τη σημερινή ισοτιμία υπολογίζεται σε περίπου 750 δρχ/κιλό. Αυτό το στοιχείο δείχνει τι πραγματικά περιμένει την ελληνική βουτροφία, όταν θα πέσουν κατακόρυφα οι τιμές εισαγωγής βόειου κρέατος, δημιουργώντας μια κατάσταση ανάλογη με όσα προηγήθηκαν με το χοιρινό κρέας. Και οι συνέπειες αυτές σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να αμβλυνθούν από την αύξηση των άμεσων ενισχύσεων στους παραγωγούς, που αποφασίστηκαν - υποτίθεται - για να αντισταθμίσουν τη μείωση της στήριξης των ζωοκομικών προϊόντων στην αγορά.

Ανάλογη εικόνα παρουσιάζουν και οι άλλοι κλάδοι, όπως η πτηνοτροφία (ιδιαίτερα η κρεοπαραγωγός) καθώς και η χοιροτροφία, που ακολουθούν διαρκώς καθοδική πορεία τα τελευταία χρόνια. Παρά το ότι σ' αυτούς τους κλάδους απουσιάζει η λογική των ποσοστώσεων στην παραγωγή, η ελληνική αγορά κατακλύζεται καθημερινά, ολοένα και περισσότερο, από κοινοτικά χοιρινά και κοτόπουλα, επειδή η διάθεση των προϊόντων της ΕΕ γίνεται με χαμηλότερες εμπορικές τιμές, που επιτυγχάνονται, χάρη στο μικρότερο κόστος του χρήματος στις χώρες παραγωγής τους. Αντίθετα, οι Ελληνες παραγωγοί έχουν να αντιμετωπίσουν σημαντικά προβλήματα, όπως για παράδειγμα το υψηλό κόστος παραγωγής, αλλά και τα τοκογλυφικά επιτόκια της ΑΤΕ, γεγονός που οδηγεί στον εκτοπισμό από την αγορά των αντίστοιχων ελληνικών προϊόντων.

Συγκεκριμένες προτάσεις

Το ΚΚΕ έχει να παρουσιάσει συγκεκριμένες προτάσεις για τη στήριξη και ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και πτηνοτροφίας. Η πολιτική πρόταση του Κόμματος μπορεί να γίνει πραγματικότητα αν ενταθούν οι αγώνες των αγροτοκτηνοτρόφων και αν δυναμώσει αισθητά το λαϊκό μέτωπο, σε βαθμό που θα μπορεί να επιβάλει μια φιλολαϊκή - φιλοαγροτική πολιτική:

  • Ανάπτυξη και όχι συρρίκνωση της κτηνοτροφίας, με κατάργηση των ποσοστώσεων και των προστίμων συνυπευθυνότητας και με αλλαγή του συστήματος των τιμών και επιδοτήσεων.
  • Ανάδειξη των παραγωγικών κτηνοτροφικών και πτηνοτροφικών συνεταιρισμών στους οποίους ισότιμα θα συμμετέχουν όλοι οι μικρομεσαίοι κτηνοτρόφοι, σε βασικούς μοχλούς ανάπτυξης της κτηνοτροφίας, επειδή οι ιδιωτικές μονάδες απέτυχαν και οι μεμονωμένοι μεσαίοι κτηνοτρόφοι έχουν χαμηλή παραγωγικότητα.
  • Συνεταιριστική καθετοποίηση της ζωικής παραγωγής έτσι ώστε όλη την προστιθέμενη αξία να την καρπώνονται οι μικρομεσαίοι κτηνοτρόφοι και πτηνοτρόφοι.
  • Αναδιάρθρωση της φυτικής παραγωγής, με στόχο να εξασφαλιστούν επαρκείς, φθηνές και καλής ποιότητας ζωοτροφές και, για να γίνει αυτό, θα πρέπει να αρθούν τα εμπόδια των ποσοστώσεων στη φυτική παραγωγή και να αλλάξει το σύστημα τιμών και επιδοτήσεων.
  • Γενναία οικονομικά κίνητρα στους παραγωγικούς κτηνοτροφικούς και πτηνοτροφικούς συνεταιρισμούς που θα εκφράζονται με επιδοτήσεις στις επενδύσεις και στις ζωοτροφές, με χαμηλότοκες χρηματοδοτήσεις, με φοροαπαλλαγές και άλλα.
  • Προστασία της εγχώριας παραγωγής από αθρόες και ανεξέλεγκτες εισαγωγές, ειδικά στα πρώτα στάδια ανάπτυξής της, μέχρι να αυξηθεί η παραγωγικότητα.


Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ