Δευτέρα 27 Μάρτη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 27
ΑΓΡΟΤΙΚΑ
Ιδού οι επιπτώσεις

Αρκεί μια απλή ανάγνωση των επίσημων στοιχείων για την πορεία της κτηνοτροφίας και πτηνοτροφίας στη χώρα μας, για να διαπιστώσει κανείς πως ο αφανισμός του κλάδου είναι βέβαιος, αν συνεχιστεί η ίδια καταστροφική αντιαγροτική πολιτική, που ακολουθούν κυβέρνηση και ΕΕ και επαγγέλλονται τα υπόλοιπα φιλομααστριχικά κόμματα.

Κατ' αρχήν, η διαρκής συρρίκνωση του κλάδου της ελληνικής κτηνοτροφίας, σε συνδυασμό με την αύξηση των αναγκών της χώρας μας σε ζωοκομικά προϊόντα, μείωσε δραστικά την αυτάρκεια της χώρας. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα επίσημα στοιχεία, στο διάστημα 1980 - 1998 η αυτάρκεια της Ελλάδας μειώθηκε: Στο κρέας πουλερικών από 100,4% σε 75%, στο χοιρινό από 84% σε 45-50%, στο βόειο κρέας από 66% σε 30-33%, στο αιγοπρόβειο από 92% σε 87% και στο αγελαδινό γάλα από 70% σε 48%.

Αποτέλεσμα αυτής της μείωσης ήταν να αυξηθούν οι εισαγωγές από τις χώρες της ΕΕ (εδώ η λεγόμενη κοινοτική προτίμηση λειτούργησε σε βάρος της χώρας), αλλά και από τρίτες χώρες, προκειμένου η Ελλάδα να καλύψει τις ανάγκες της. Η κατάσταση αυτή εκτίναξε στα ύψη το έλλειμμα του αγροτικού εμπορικού ισοζυγίου, που σήμερα υπολογίζεται σε περίπου 500 δισ. δραχμές, αναγκάζοντας τον ελληνικό λαό να καταναλώνει σε μεγάλο βαθμό προϊόντα που δεν παράγονται στην Ελλάδα. Οι συνέπειες αυτής της κατάληξης είναι δραματικές και το τίμημα διπλό: Ο ελληνικός λαός αναγκάστηκε από τη μια να πληρώνει το όχι ευκαταφρόνητο παραπάνω ποσό και από την άλλη να «πληρώνει» την κερδοσκοπική ασυδοσία του μεγάλου κεφαλαίου, θυσιάζοντας το ανεκτίμητο αγαθό της υγείας του στο «βωμό» των λειψών εγγυήσεων ποιότητας, που παρέχονται στα προϊόντα αυτά απ' τις πολυεθνικές επιχειρήσεις παραγωγής, επεξεργασίας, διακίνησης και διάθεσης τέτοιων τροφίμων (διοξίνες, σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια, λιστέρια κ.λπ.). Σημαντικότατο ρόλο στη συρρίκνωση της κτηνοτροφίας έπαιξαν οι ποσοστώσεις και οι διαφόρων τύπων περιορισμοί στην ανάπτυξη του κλάδου.

Ειδικότερα, για τα επιδοτούμενα αιγοπρόβατα, ήδη από το 1992 επιβλήθηκε ποσόστωση στον αριθμό των επιλέξιμων στα 11.023.000 ζώα, αριθμός που μένει σταθερός μέχρι σήμερα και θα συνεχίζεται και στο μέλλον. Στα επιδοτούμενα αρσενικά μοσχάρια η ποσόστωση από τα 140.130 ζώα αυξήθηκε μόλις στα 143.134 ζώα, ενώ στις θηλάζουσες αγελάδες από 131.856 ζώα αυξήθηκε στα 138.056 ζώα. Την ίδια περίοδο, στο αγελαδινό γάλα η ποσόστωση ανερχόταν στους 629.000 τόνους, ποσότητα που στα πλαίσια της «Ατζέντας 2000» αναθεωρήθηκε για όλες τις κοινοτικές χώρες και για τη χώρα μας επιτράπηκε να αυξηθεί κατά 70.000 τόνους. Την αύξηση αυτή, μάλιστα, η κυβέρνηση την... πανηγύρισε, δηλώνοντας ότι πήρε το μεγαλύτερο ποσοστό αύξησης απ' όλες τις κοινοτικές χώρες. Απέκρυψε, όμως, τους απόλυτους αριθμούς, σύμφωνα με τους οποίους, όταν η Ελλάδα πήρε αυτή την αύξηση, η Ολλανδία πέτυχε και πήρε επιπλέον 166.120 τόνους, η Ισπανία 550.000, η Γερμανία 418.000, η Γαλλία 363.537 κ.λπ. Για να καταλάβει κανείς το μέγεθος της εξαπάτησης, αρκεί στους παραπάνω αριθμούς να προσθέσει και τις ποσοστώσεις που ισχύουν στις χώρες αυτές. Γιατί, ενώ στην Ελλάδα η ποσόστωση καλύπτει μόλις το 50% των αναγκών της, στην Ολλανδία για παράδειγμα - με παραπλήσιο πληθυσμό - η ποσόστωσή της υπερκαλύπτει τις ανάγκες της (είναι 10 φορές παραπάνω).

Μετά την έναρξη εφαρμογής της «Ατζέντας 2000» οι προοπτικές για την ελληνική κτηνοτροφία διαγράφονται ακόμα χειρότερες. Ετσι, συμφωνήθηκε και θα αρχίσει να εφαρμόζεται σταδιακή κατάργηση της παρέμβασης στο βόειο κρέας κατά 20%, μέχρι τα μέσα του 2002, ενώ από την 1/7/2002 θα καταργηθεί εντελώς και στη θέση της θα λειτουργεί η ιδιωτική αποθεματοποίηση των ποσοτήτων που θα πλεονάζουν. Η έναρξη της αποθεματοποίησης θα ξεκινά όταν η αγοραία τιμή πέφτει κάτω από τα 2.224 ευρώ/τόνο, που με τη σημερινή ισοτιμία υπολογίζεται σε περίπου 750 δρχ/κιλό. Αυτό το στοιχείο δείχνει τι πραγματικά περιμένει την ελληνική βουτροφία, όταν θα πέσουν κατακόρυφα οι τιμές εισαγωγής βόειου κρέατος, δημιουργώντας μια κατάσταση ανάλογη με όσα προηγήθηκαν με το χοιρινό κρέας. Και οι συνέπειες αυτές σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να αμβλυνθούν από την αύξηση των άμεσων ενισχύσεων στους παραγωγούς, που αποφασίστηκαν - υποτίθεται - για να αντισταθμίσουν τη μείωση της στήριξης των ζωοκομικών προϊόντων στην αγορά.

Ανάλογη εικόνα παρουσιάζουν και οι άλλοι κλάδοι, όπως η πτηνοτροφία (ιδιαίτερα η κρεοπαραγωγός) καθώς και η χοιροτροφία, που ακολουθούν διαρκώς καθοδική πορεία τα τελευταία χρόνια. Παρά το ότι σ' αυτούς τους κλάδους απουσιάζει η λογική των ποσοστώσεων στην παραγωγή, η ελληνική αγορά κατακλύζεται καθημερινά, ολοένα και περισσότερο, από κοινοτικά χοιρινά και κοτόπουλα, επειδή η διάθεση των προϊόντων της ΕΕ γίνεται με χαμηλότερες εμπορικές τιμές, που επιτυγχάνονται, χάρη στο μικρότερο κόστος του χρήματος στις χώρες παραγωγής τους. Αντίθετα, οι Ελληνες παραγωγοί έχουν να αντιμετωπίσουν σημαντικά προβλήματα, όπως για παράδειγμα το υψηλό κόστος παραγωγής, αλλά και τα τοκογλυφικά επιτόκια της ΑΤΕ, γεγονός που οδηγεί στον εκτοπισμό από την αγορά των αντίστοιχων ελληνικών προϊόντων.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ