ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 19 Μάη 1996
Σελ. /48
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Υπό την κηδεμονία του καρτέλ της Ευρώπης

Η υποχωρητικότητα που έδειξαν οι ελληνικές κυβερνήσεις, στις απαιτήσεις του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών, το οποίο δούλευε για λογαριασμό του καρτέλ της ευρωπαϊκής τσιμεντοβιομηχανίας, οδήγησαν στον αφελληνισμό της ελληνικής τσιμεντοβιομηχανίας. Η ΑΓΕΤ πέρασε στους Ιταλούς, που καραδοκούν να αρπάξουν και τα "Τσιμέντα Χαλκίδας"

Η ελληνική τσιμεντοβιομηχανία, ταυτόχρονα με την απόπειρα διείσδυσής της στην Ευρωπαϊκή Αγορά, το 1985, βρέθηκε στο στόχαστρο του περίφημου "Ευρωπαϊκού Καρτέλ" τσιμέντου, το οποίο με ίντριγκες και συνωμοσίες εξαπέλυσε έναν οικονομικό πόλεμο εναντίον της, που μαίνεται μέχρι και σήμερα. Ενα χρόνο αργότερα, οι ελληνικές εταιρίες ΑΓΕΤ και ΤΙΤΑΝ χαρακτηρίστηκαν ως απειλή από το καρτέλ και άρχισε ένας ιδιότυπος πόλεμος εναντίον των Ελλήνων παραγωγών τσιμέντου, ο οποίος καταστρατήγησε ακόμη και τους κανόνες περί ανταγωνισμού της τότε ΕΟΚ και σήμερα ΕΕ.Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι η ίδια η Επιτροπή Ανταγωνισμού της Κοινότητας χρειάστηκε να απευθύνει κατηγορία εναντίον των μεγάλων ευρωπαϊκών εταιριών για συνωμοσία εις βάρος των ελληνικών εταιριών.

Για να καταλάβουμε καλύτερα το δυναμισμό της ελληνικής τσιμεντοβιομηχανίας στον εξαγωγικό τομέα στις χώρες της Ευρώπης και το πόσο συναλλαγματοφόρος κλάδος για τη χώρα ήταν αυτός ο κλάδος, αρκεί να αναφέρουμε το εξής: Οι μεγάλοι παραγωγοί της Ευρώπης που ένιωθαν να χάνουν συνέχεια έδαφος στην ευρωπαϊκή αγορά προέβησαν στη σύσταση εταιρίας με την επωνυμία "Interciment", με σκοπό "να εξασφαλιστεί η σταθερότητα των απειλούμενων αγορών από τις ελληνικές εισαγωγές και να εξαχθούν ποσότητες στην Ελλάδα ως αντίποινα".Ο στόχος, φυσικά, των Ευρωπαίων παραγωγών δεν ήταν άλλος από το να θέσουν εκτός ευρωπαϊκής αγοράς την ελληνική τσιμεντοβιομηχανία ή τουλάχιστον να την προσδέσουν στο άρμα τους, πράγμα που, ως ένα πολύ μεγάλο βαθμό, τελικά το κατάφεραν.

Στην Ευρώπη δραστηριοποιούνται πάνω από 145 εταιρίες παραγωγής τσιμέντου. Ομως, το 45% της αγοράς ελέγχεται από 6 ομίλους που συνθέτουν το πολυδύναμο καρτέλ.Πρόκειται για τους εξής ομίλους εταιριών:

  • Την ελβετική εταιρία "Holderdank",που κάποτε συμμετείχε και στην ελληνική εταιρία "Τσιμέντα Χαλκίδος".
  • Τη βρετανική "Blue - Gircle".
  • Τη γαλλική "Lafarge Coppee",που προσφάτως είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον για την εξαγορά των "Τσιμέντων Χαλκίδος".
  • Την ιταλική "Italcementi".
  • Τη γερμανική "Schwenk - Heideberger" (ιδιοκτήτρια της ελληνικής εταιρίας τσιμέντων "Χάλυψ").

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι 4 πρώτες εταιρίες είχαν εμφανιστεί την περίοδο '91 - '92 που η κυβέρνηση της ΝΔ ξεπουλούσε τη μεγαλύτερη ελληνική τσιμεντοβιομηχανία, που ήταν και ο μεγαλύτερος εξαγωγέας στην Ευρώπη και ο δεύτερος παγκοσμίως, την ΑΓΕΤ, ως επίδοξοι αγοραστές του.

Το άριστα οργανωμένο αυτό καρτέλ διαφέντευε το διασυνοριακό εμπόριο του τσιμέντου σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, όταν οι Ελληνες παραγωγοί τσιμέντου, ΑΓΕΤ και ΤΙΤΑΝ, άρχισαν να επεκτείνονται και στην ευρωπαϊκή αγορά και, όπως ήταν φυσικό, αντέδρασε με όλα τα μέσα. Διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις έγιναν τόπος μυστικών συναντήσεων των μεγάλων Ευρωπαίων παραγωγών, οι οποίοι συσκέπτονταν για το πώς θα αντιμετωπίσουν το φαινόμενο που οι ίδιοι αποκάλεσαν "ελληνικό πρόβλημα".

Τους μεγάλους "τσιμεντάδες" της Ευρώπης ένωνε ένας άγραφος ιερός νόμος, που απαγόρευε τις εξαγωγές τσιμέντου στην εθνική αγορά ενός άλλου παραγωγού. Το δόγμα αυτό παραβίασε η ελληνική τσιμεντοβιομηχανία που μπήκε δυναμικά στην ευρωπαϊκή αγορά, και έπρεπε σύμφωνα με το καρτέλ να τιμωρηθεί. Ετσι, οι Ευρωπαίοι μεγαλοπαραγωγοί αντιδρούν με πολλαπλούς τρόπους. Για αντίποινα, η γαλλική "Λαφάρζ" και η ελβετική "Χόλντερμπανγκ" δημιουργούν εγκαταστάσεις στην Ελλάδα για εισαγωγή τσιμέντου, η πρώτη στον Κορινθιακό και η δεύτερη στα νησιά του Αιγαίου. Ο μεγαλύτερος "τσιμεντάς" της Ιταλίας, η "Ιταλτσιμέντι", είχε αναλάβει εκ μέρους του καρτέλ να εκπονήσει σχέδιο εξαγωγής τσιμέντου στην Ελλάδα, το οποίο όμως αρχικά απορρίφθηκε ως ιδιαίτερα δαπανηρό. Την ίδια περίοδο, διάφορες εταιρίες ανά την Ευρώπη κατασκευής έτοιμου σκυροδέματος, που είναι οι μεγαλύτεροι καταναλωτές τσιμέντου, "δέχτηκαν έντονες πιέσεις προκειμένου να σταματήσουν ή τουλάχιστον να μειώσουν τις αγορές ελληνικού τσιμέντου".

Συντονισμένη επίθεση

Οι Ιταλοί και όσοι κρύβονται πίσω από την "Καλτσεστρούτσι" - που έγιναν, ελέω της κυβέρνησης της ΝΔ, το νέο "αφεντικό" της ΑΓΕΤ - ύστερα από πιέσεις του καρτέλ αναγκάστηκαν να ακυρώσουν συμβόλαια που είχε συνάψει η ιταλική εταιρία με την ΑΓΕΤ για εξαγορά τσιμέντου. Παρόμοιο πρόβλημα αντιμετώπισε και ο ΤΙΤΑΝ, ο οποίος είχε συνάψει 5ετές συμβόλαιο με την "Καλτσεστρούτσι" για πωλήσεις 440.000 τόνων τσιμέντου ετησίως και επίσης ακυρώθηκε. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από στοιχεία της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Κοινότητας, με πρωτοβουλία της "Ιταλτσιμέντι" και της "Blue Circle" οι εκπρόσωποι του καρτέλ πραγματοποίησαν αλλεπάλληλες συσκέψεις για να αποτρέψουν την αυτόνομη δράση του ομίλου "Φερούτσι", στον οποίο περιέχεται η "Καλτσεστρούτσι" και βέβαια τα κατάφερε.

Η "Καλτσεστρούτσι" ειδοποίησε με τέλεξ τον ΤΙΤΑΝ ότι προχώρησε σε συμφωνία με Ιταλούς παραγωγούς τσιμέντου και δε θα μπορούσε να εισαγάγει τσιμέντο στην Ιταλία, ενώ ένα ακόμη τέλεξ πληροφορούσε τον ΤΙΤΑΝ ότι οι Ιταλοί παραγωγοί που ήταν υπεύθυνοι για την ακύρωση του συμβολαίου ήταν έτοιμοι να επιβαρυνθούν με τη ζημιά που θα προκληθεί στην εταιρία. Το ίδια περίοδο οι προσπάθειες από πλευράς της "Καλτσεστρούτσι", η οποία προσπαθούσε να απαγκιστρωθεί απ' το καρτέλ για τη δημιουργία κοινοπραξίας με την ΑΓΕΤ για προώθηση του ελληνικού τσιμέντου στην αμερικανική αγορά, δεν απέδωσαν αφού οι εταιρίες του καρτέλ πρότειναν να αναλάβουν οι ίδιες να μοιραστούν τη διάθεση τσιμέντου του "Ηρακλή" στις ΗΠΑ μέσω των δικών τους δικτύων.

Ο ΤΙΤΑΝ, ενώ έχει αναπτύξει μια υπερσύγχρονη μονάδα για την εξαγωγή τσιμέντου σε λιμάνι τη Γαλλίας, δεν έχει καταφέρει ακόμη να πάρει άδεια λειτουργίας απ' την αρμόδια γαλλική νομαρχία, παρότι έχει προσφύγει στην ΕΕ και έχει δικαιωθεί. Προσφάτως, γαλλική εφημερίδα δημοσίευσε το έγγραφο της γαλλικής νομαρχίας, που απαγόρευε τη λειτουργία της ελληνικής επιχείρησης, το οποίο ήταν ακριβές αντίγραφο πανομοιότυπου εγγράφου της "Λαφάρζ" προς τη νομαρχία. Ανάλογα αντέδρασαν και οι παραγωγοί της βρετανικής αγοράς, όπου η ελληνική τσιμεντοβιομηχανία πραγματοποιούσε μεγάλες εξαγωγές σε Βρετανούς παραγωγούς ετοίμου σκυροδέματος.

Χαρακτηριστική ήταν και η παρέμβαση της Μάργκαρετ Θάτσερ,η οποία ζήτησε απ' τον τότε πρωθυπουργό της χώρας Α. Παπανδρέου εξηγήσεις για την "ανάρμοστη" συμπεριφορά των Ελλήνων παραγωγών τσιμέντου και κατηγόρησε την ελληνική κυβέρνηση στην Κοινότητα για κρατικές επιδοτήσεις στις τσιμεντοβιομηχανίες. Αποτέλεσμα των συνεχών πιέσεων και των υποχωρήσεων που έγιναν από τις ελληνικές κυβερνήσεις στις απαιτήσεις του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών, ήταν, δυστυχώς, η μία απ' τις δύο εξαγωγικές τσιμεντοβιομηχανίες, η ΑΓΕΤ, να μην καταφέρει να αποφύγει τον εναγκαλισμό του καρτέλ.Ετσι πολύ πριν τελικά ξεπουληθεί αντί "πινακίου φακής" το μερίδιο των εξαγωγών της επιχείρησης, είχε περάσει ήδη στα χέρια του καρτέλ, το οποίο και τις διαχειριζόταν.

Η πώληση της ΑΓΕΤ δεν έκαμψε, όπως αναμενόταν, την εμπόλεμη κατάσταση στο χώρο του τσιμέντου. Το "μάτι" του καρτέλ εξακολούθησε να φλερτάρει με τις ελληνικές τσιμεντοβιομηχανίες. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της "Λαφάρζ", η οποία εν αναμονή της απόφασης της Διεθνούς Διαιτησίας για την υπόθεση των "Τσιμέντων Χαλκίδος" είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον εξαγοράς της εταιρίας. Τέλος, όπως αναφέρουν παράγοντες της ελληνικής τσιμεντοβιομηχανίας, οι κυοφορούμενες εξελίξεις γύρω απ' τις μετοχές της Εθνικής στην ΑΓΕΤ δεν αφήνουν αδιάφορο το καρτέλ, που, αν καταφέρει και εισχωρήσει στην ελληνική αγορά, θα αφανίσει την εγχώρια τσιμεντοβιομηχανία.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΘΕΜΑ

Εντονες προσπάθειες ιδιωτικοποίησης

Στις 13 Απρίλη 1993 γίνεται από το ΔΣ του ΟΤΕ η πρώτη αξιολόγηση των τεχνικών προσφορών των πέντε εταιριών, με βάση δύο βαθμολογίες: Της Επιτροπής Αξιολόγησης και της Διεύθυνσης Κέντρων. Με βάση την πρώτη βγαίνουν εκτός διαγωνισμού οι προσφορές των ΑΤ&Τ, ΑΛΚΑΤΕΛ και ΝΟΡΘΕΡΝ ΤΕΛΕΚΟΜ. Λίγες μέρες νωρίτερα, ο "Ρ" είχε αποκαλύψει ότι με παρέμβαση του τότε πρεσβευτή των ΗΠΑ Μ. Σωτήρχου, η κυβέρνηση είχε αποδεχτεί να παραμείνουν στο διαγωνισμό οι τρεις αυτές εταιρίες, αν και οι προσφορές τους παραβίαζαν "απαράβατους όρους" του διαγωνισμού.

Από τη σύνθεση των δύο βαθμολογιών κατατάσσεται πρώτη η ΙΝΤΡΑΚΟΜ και ακολουθεί η ΖΗΜΕΝΣ.

Στις 21 Απρίλη 1993, μετά από έκτακτη σύσκεψη που γίνεται με τη συμμετοχή του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη, του υπουργού Εθνικής Οικονομίας Στ. Μάνου και του υπουργού Βιομηχανίας Β. Κοντογιαννόπουλου, ξηλώνεται η διοίκηση της ΔΕΗ (Ε. Βολουδάκης και Θ. Ξανθόπουλος) γιατί αρνούνται να ακολουθήσουν τους ρυθμούς ιδιωτικοποίησης που θέλει η κυβέρνηση. Ο πρωθυπουργός δίνει εντολή να προχωρήσουν γρήγορα οι διαδικασίες σε όλες τις ΔΕΚΟ.

Στις 4 Μάη 1993 ο "Ρ" αποκαλύπτει εμπιστευτική έκθεση της "Φερστ Μπόστον", που φέρει τον τίτλο "Υλικά για συζήτηση" και με την οποία γίνεται η ενημέρωση των πολυεθνικών, που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για την αγορά του 35% του μετοχικού κεφαλαίου του ΟΤΕ και του μάνατζμεντ. Η "Φερστ Μπόστον" είναι η εταιρία - μεσάζοντας, στην οποία η κυβέρνηση έχει αναθέσει την εκποίηση του ΟΤΕ.

"Πόλεμος"

Στις 7 Μάη 1993 το ΔΣ του ΟΤΕ ανοίγει τις οικονομικές προσφορές των πέντε εταιριών. Μόλις μια μέρα πριν, ο πρόεδρος της ΙΝΤΡΑΚΟΜ Σ. Κόκκαλης δήλωνε ότι πίσω από την όλη σκανδαλολογία και τον πόλεμο κατά της εταιρίας του, που γίνεται τα πέντε προηγούμενα χρόνια, βρίσκεται η ΑΛΚΑΤΕΛ, η οποία, "δε θα δίσταζε να ρίξει την οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση", προκειμένου να μπει στην "πολλά υποσχόμενη ελληνική αγορά". Σύμφωνα με τον Σ. Κόκκαλη, η ΑΛΚΑΤΕΛ έχει δημιουργήσει ένα ισχυρό πολιτικό λόμπι υπεράσπισης των συμφερόντων. Μάλιστα, δηλώνει ότι οι παρεμβάσεις της γίνονται μέσω βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος, φωτογραφίζοντας τον Α. Κανελλόπουλο, ο οποίος σχετικά πρόσφατα είχε δώσει στη δημοσιότητα έγγραφα της ΕΟΚ και "εκτιμήσεις" του ότι ο ΟΤΕ και η κυβέρνηση ευνοούν την ΙΝΤΡΑΚΟΜ.

Κάτω από αυτές τις εξελίξεις, εκπρόσωποι της ΝΟΡΘΕΡΝ ΤΕΛΕΚΟΜ δίνουν έκτακτη συνέντευξη Τύπου. Ανακοινώνουν ότι υπογράφτηκε συμφωνία με την ΕΑΒ, για την παραγωγή στην Ελλάδα ψηφιακών κέντρων και δηλώνουν ότι θεωρούν "πολύ πιθανή την αναδοχή του έργου".

Πιέσεις για... συμμόρφωση

Στις 25 Μάη 1993 γίνεται γενική συνέλευση μετόχων του ΟΤΕ. Ο εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών, ως μοναδικός μέτοχος, αποφασίζει και διατάζει τη διοίκηση του ΟΤΕ να υπογράψει εντός τεσσάρων ημερών τις συμβάσεις με τις δύο εταιρίες κινητής τηλεφωνίας.

Στις 2 Ιούνη 1993 η κυβέρνηση προχωρά στην αντικατάσταση του γενικού διευθυντή του ΟΤΕ Δ. Κουρεμένου, γιατί "δεν ανταποκρίθηκε στα μεγάλα θέματα της ιδιωτικοποίησης και των ψηφιακών", καθώς και των βοηθών γενικών διευθυντών. Στη θέση του διορίζεται ο Αντ. Τρούπκος, κουμπάρος του πρωθυπουργού και μέλος της επιτροπής αξιολόγησης για τα ψηφιακά.

Στο μεταξύ διάφορες πολυεθνικές έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για την αγορά του 35% των μετοχών και του μάνατζμεντ του ΟΤΕ. Μεταξύ αυτών και η ΑΤ&Τ που προτείνει να παραμείνει δημόσιος ο ΟΤΕ, αλλά να αναλάβει αυτή το μάνατζμεντ, τοποθετώντας αφανείς συμβούλους και εισπράττοντας το 20% των κερδών.

Προίκα στο στρατηγικό επενδυτή

Στις αρχές Αυγούστου 1993 ο πόλεμος των μεγάλων συμφερόντων σχετικά με τη μοιρασιά της τεράστιας περιουσίας του ΟΤΕ, ενόψει της ιδιωτικοποίησης, έχει φτάσει στο αποκορύφωμα. Συσκέψεις επί συσκέψεων, αντικρουόμενες δηλώσεις πρωθυπουργού και υπουργών, δείχνουν ακριβώς αυτές τις κόντρες. Τελικά, επέρχεται ένας συμβιβασμός και στις 6 Αυγούστου ανακοινώνεται το περιεχόμενο του νομοσχεδίου που πρόκειται να κατατεθεί.

Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση θέλει την προμήθεια - μαμούθ των 1.100.000 ψηφιακών παροχών προίκα για τον επερχόμενο στρατηγικό επενδυτή. Γι' αυτό και μπλοκάρεται η κατακύρωση του διαγωνισμού. Τότε παραιτείται ο πρόεδρος του ΟΤΕ Ν. Θέμελης.

Τελικά, τον Σεπτέμβρη του 1993, η κυβέρνηση της ΝΔ πέφτει με τις αποχωρήσεις βουλευτών της πλειοψηφίας. Η νέα Επιτροπή Προμηθειών που συστήνεται επί ΠΑΣΟΚ, γνωμοδοτεί στο ίδιο πνεύμα με την προηγούμενη και τελικά τον Απρίλη του 1994,με διοίκηση των Σ. Μπαμπανάση και Π. Λάμπρου, η σύμβαση κατακυρώνεται στους δύο μειοδότες. Θα ακολουθήσουν καταγγελίες για σκάνδαλο και η σύμβαση θα πάει στη Δικαιοσύνη.

Η υπόθεση στη Δικαιοσύνη

Η υπόθεση αυτή ξεκίνησε από το 1994: Εισαγγελική έρευνα, ύστερα από μηνυτήρια αναφορά πρώην υπουργού της ΝΔ Ανδρ. Ανδριανόπουλου,πόρισμα - "φωτιά" του εισαγγελέα Εφετών Γ. Ζορμπά,πολιτική παρέμβαση των Κ. Μητσοτάκη και Β. Μαγγίνα για σύγκληση της Ολομέλειας Εφετών, συμπληρωματική έρευνα από τον εισαγγελέα Εφετών, Λ. Καράμπελα,χωρίς όμως αξιολόγηση του προανακριτικού υλικού, έρευνα από το Ελεγκτικό Συνέδριο και σύνταξη δεύτερου πορίσματος, που κρίνει παράνομη την αγορά των ψηφιακών...

Αξιοσημείωτη, από τη μέχρι σήμερα δικαστική πορεία της υπόθεσης, είναι η σύγκρουση στις 28 - 6 - 95 του εισαγγελέα Γ. Ζορμπά με τον τότε προϊστάμενό του Χριστόφ. Τζαννακάκη, που συνταξιοδοτήθηκε δυο μέρες αργότερα. Ο Γ. Ζορμπάς μόλις είχε ολοκληρώσει μια εξάμηνη έρευνα και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν ενδείξεις για την τέλεση αξιόποινων πράξεων εκ μέρους διοικητικών παραγόντων και διευθυντικών στελεχών του ΟΤΕ. Οι πράξεις αυτές, κατά τη γνώμη του, συνιστούσαν κακουργηματική απάτη, παράβαση καθήκοντος, παράνομη δωροδοκία - δωροληψία και απιστία. Ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών, όμως, χαρακτήρισε πρόωρα αυτά τα συμπεράσματα και διέταξε συμπληρωματική έρευνα, την οποία ανέθεσε στον εισαγγελέα, Λ. Καράμπελα. Αιτιολόγησε δε την ενέργειά του από το γεγονός ότι η έκθεση Ζορμπά διέρρευσε σε δυο εφημερίδες και ότι παρενέβησαν υπέρ αυτής πολιτικοί παράγοντες (Μητσοτάκης - Μαγγίνας).

Σημαντικό, επίσης, στοιχείο είναι ότι, παρά τη συμπληρωματική προκαταρκτική έρευνα που διενήργησε ο εισαγγελέας Εφετών, Λ. Καράμπελας, δεν κατέληξε στον καταλογισμό ποινικών ευθυνών (όπως ο προκάτοχός του Γ. Ζορμπάς). Προφανώς, γι' αυτό το λόγο η Εισαγγελία Εφετών ζήτησε από τους υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης να γίνει έλεγχος από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Στις 28 - 9 - 95 ανατέθηκε, πράγματι, με κοινή υπουργική απόφαση η διενέργεια ελέγχου στο Ελεγκτικό Συνέδριο και συστάθηκε ειδική επιτροπή από τον αντιπρόεδρό του, Στ. Μαρινόπουλο, τον σύμβουλο Γ. Κούρτη και τον πάρεδρο Ι. Κωστόπουλο, για την κατάρτιση πορίσματος. Το πόρισμα κρίνει ότι η ανάθεση των προμηθειών "δεν ήταν σύμφωνη με τον Εσωτερικό Κανονισμό Προμηθειών (ΕΚΠ) του ΟΤΕ και τη διακήρυξη του διαγωνισμού". Επίσης, χαρακτηρίζει "άκυρο" το διαγωνισμό.

Την προηγούμενη βδομάδα η υπόθεση γνώρισε μεγάλη κινητικότητα. Ο εισαγγελέας Εφετών Αθηνών Λ. Καράμπελας ζήτησε, με τη σύμφωνη γνώμη και του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθ. Σιούλα,τη σύγκληση της Ολομέλειας του Εφετείου, με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης κατά παντός υπευθύνου.

Ο εισαγγελέας ζητά να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά παντός υπευθύνου για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που τελέστηκε εις βάρος του ελληνικού δημοσίου, με ιδιαίτερα τεχνάσματα και κατ' εξακολούθηση, δωροδοκία και δωροληψία,ψευδείς βεβαιώσεις,παράβαση καθήκοντος,απιστία σε βάρος του ΟΤΕ και ψευδορκία.Οι τρεις πρώτες πράξεις επιβαρύνονται από τις διατάξεις του νόμου 1608/50 "περί καταχραστών του δημοσίου χρήματος" και έχουν κακουργηματικό χαρακτήρα. Οι υπόλοιπες τρεις διώκονται σε βαθμό πλημμελήματος. Σε σχέση με τις παλαιότερες προμήθειες, υπάρχουν καταγγελίες για χρηματισμό ανώτατων στελεχών του Οργανισμού. Οι καταγγελίες αυτές είδαν το φως της δημοσιότητας την περασμένη Κυριακή μέσα από τις στήλες της εφημερίδας "Καθημερινή".

Η Ολομέλεια θα αποφασίσει την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης και την ανάθεση της υπόθεσης σε εφέτη ειδικό ανακριτή, για τη διενέργεια κύριας ανάκρισης. Στο στάδιο της ανάκρισης θα απαγγελθούν οι κατηγορίες κατά συγκεκριμένων μη πολιτικών προσώπων.

Σύμφωνα με την εισαγγελική εισήγηση, ο εφέτης ειδικός ανακριτής, που θα αναλάβει τη διαλεύκανση της υπόθεσης, θα ερευνήσει και τις καταγγελίες για δωροδοκία υψηλόβαθμων στελεχών του ΟΤΕ την περίοδο 1987 - 1990 από τις εταιρίες ΙΝΤΡΑΚΟΜ και ΖΗΜΕΝΣ. Το σχετικό δημοσίευμα της "Καθημερινής" ανέφερε ότι σημαντικά στελέχη του Οργανισμού είχαν ανοίξει τραπεζικούς λογαριασμούς στο εξωτερικό και είχαν καταθέσει σ' αυτούς μεγάλα χρηματικά ποσά.

ΟΤΕ - ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ ΨΗΦΙΑΚΩΝ
Οι κυβερνήσεις αλλάζουν, το σκάνδαλο μένει...

Από το 1986, όταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αποφάσισε να εισάγει στον ΟΤΕ την ψηφιακή τεχνολογία των ΖΗΜΕΝΣ και ΕΡΙΚΣΟΝ - ΙΝΤΡΑΚΟΜ, οι σχετικές προμήθειες αποτελούν "λεία" του αδυσώπητου πολέμου μεταξύ των μεγάλων "διαπλεκόμενων συμφερόντων"

Τις μέρες που πέρασαν, ένας απλός αναγνώστης των εφημερίδων, που κρέμονται στα περίπτερα, θα έβγαλε εύκολα το συμπέρασμα ότι ο Τύπος των μεγαλοεπιχειρηματιών είναι χωρισμένος σε δύο στρατόπεδα: Σε αυτούς που καταγγέλλουν το μέγα σκάνδαλο της προμήθειας των ψηφιακών παροχών του ΟΤΕ από τις εταιρίες ΙΝΤΡΑΚΟΜ και ΖΗΜΕΝΣ και σε αυτούς, που, έμμεσα ή άμεσα, υπερασπίζονται τη σύμβαση και καταγγέλλουν τους καταγγέλλοντες ότι εξυπηρετούν άλλα συμφέροντα. Ταυτόχρονα όμως, και οι δύο πλευρές, με στεντόρεια φωνή, προβάλλουν ως υπερασπιστές της "διαφάνειας", αλλά και της "προάσπισης του δημόσιου συμφέροντος".

Η μπόχα και η δυσωδία από τις διάφορες "αποκαλύψεις" είναι αποπνικτική. Ομως, αν κάποιος στραφεί λίγο στο παρελθόν, θα διαπιστώσει ότι αυτές οι "μάχες", με την ίδια μπόχα, για την ίδια υπόθεση, έχουν επαναληφθεί. Με τη διαφορά, όμως, ότι τα "στρατόπεδα" στο χώρο του ίδιου Τύπου ήταν διαφορετικά. Και δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού πρόκειται για τα αποτελέσματα του χωρίς αρχές ανταγωνισμού και πολέμου των μεγάλων ισχυρών παραγόντων. Αυτών που έχουν ονομαστεί "διαπλεκόμενα συμφέροντα" και έχουν στη δούλεψή τους την πολιτική εξουσία, τα δικά τους ΜΜΕ, μεγαλόσχημους δημοσιογράφους και εκείνους τους παράνομους μηχανισμούς, που, δρώντας στο σκοτάδι, τους εξασφαλίζουν "στοιχεία" για να κρατάνε στο χέρι ο ένας τον άλλον και να τα βγάζουν στη φόρα, όταν κρίνουν απαραίτητο.

Μέσα σε ένα τέτοιο σκηνικό, η υπόθεση των ψηφιακών παροχών κλείνει σε λίγους μήνες μια 10ετία. Οι κυβερνήσεις πέφτουνε, αλλά οι ίδιοι προμηθευτές παραμένουν...

Το 1986 η κυβερνητική απόφαση - βάση

Η υπόθεση της ψηφιακής τεχνολογίας μετράει σχεδόν 20ετία για τον ΟΤΕ. Κάτω από την πίεση των συνδικάτων και της Αριστεράς, το 1977, η τότε κυβέρνηση της ΝΔ αποφασίζει την ίδρυση της "Ελληνικής Βιομηχανίας Ηλεκτρονικών" (ΕΛΒΗΛ), θυγατρικής του ΟΤΕ, με στόχο την εισαγωγή της απαραίτητης τεχνογνωσίας για την παραγωγή της ψηφιακής τεχνολογίας στην Ελλάδα. Τον Απρίλη του 1981, διενεργείται διεθνής ανοιχτός διαγωνισμός από την ΕΛΒΗΛ, για την αγορά και εισαγωγή στην Ελλάδα της ψηφιακής τεχνολογίας. Σ' αυτόν συμμετέχουν οι 10 μεγαλύτερες βιομηχανίες τηλεπικοινωνιακού υλικού στον κόσμο. Ομως, η αξιολόγηση του διαγωνισμού παγώνει, επειδή ήδη η χώρα οδεύει σε προεκλογική περίοδο.

Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, παρά τις διακηρύξεις του για την ανάγκη εκσυγχρονισμού των τηλεπικοινωνιών, δεν αλλάζει το τοπίο. Η ΕΛΒΗΛ καρκινοβατεί, παρά το γεγονός ότι η καθυστέρηση αυτή στοιχίζει στον ΟΤΕ, από το 1985, διαφυγόντα έσοδα πέντε δισεκατομμύρια δραχμές και έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα των υπηρεσιών του.

Το Σεπτέμβρη του 1986, μετά από εισήγηση της Βάσως Παπανδρέου,ως υφυπουργού Βιομηχανίας, το Κυβερνητικό Συμβούλιο (ΚΥΣΥΜ) αποφασίζει την "επιλογή δύο συστημάτων ψηφιακών τηλεφωνικών κέντρων του AXE - 10 της ΕΡΙΚΣΟΝ και του EWSD της ΖΗΜΕΝΣ". Με την απόφαση αυτή, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ βάζει ταφόπλακα στην ΕΛΒΗΛ ως παραγωγικής μονάδας σύγχρονου τηλεπικοινωνιακού υλικού και, ουσιαστικά, τη μετατρέπει σε μεσάζοντα, που θα μοιράζει τις δουλιές στις ιδιωτικές εταιρίες, ντόπιες και πολυεθνικές. Ανοίγει, δηλαδή, ο δρόμος για τις μεγάλες παραγγελίες του ΟΤΕ προς τα μονοπώλια, με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Στο εξής, o OTE οδηγείται εκ των πραγμάτων σε ατραπούς συναλλαγών με τα μονοπώλια και σε πλήρη τεχνολογική εξάρτηση απ' αυτά.

Αποφασίζει και ο ΟΤΕ

Στις 4 Μάρτη 1988, το ΔΣ του ΟΤΕ, στο οποίο προϊσταται ο Θεοφάνης Τόμπρας,υλοποιώντας τις σχετικές κυβερνητικές κατευθύνσεις και ενώ έχει προηγηθεί ένα δραματικό τριήμερο αντιπαραθέσεων και πιέσεων από τους άμεσα εμπλεκόμενους, αποφασίζει να αναθέσει στη ΖΗΜΕΝΣ και στην ΕΡΙΚΣΟΝ - ΙΝΤΡΑΚΟΜ την προμήθεια 84.000 ψηφιακών κυκλωμάτων και 20.000 ψηφιακών παροχών, δαπάνης 7 δισ. δραχμών. Επίσης αποφασίζει την προμήθεια ακόμα 350.000 ψηφιακών παροχών και κυκλωμάτων δαπάνης 30 δισ. δραχμών, για τις ανάγκες της πενταετίας 1988 - 1992. Στη συνέχεια, ο αριθμός των παροχών αυξάνεται και αφορά στην προμήθεια 1.200.000 ψηφιακών.

Σε εκτέλεση της παραπάνω σύμβασης, στις 19 Μάη 1989, ο Θεοφάνης Τόμπρας εισηγείται στο ΔΣ του Οργανισμού για την ανάθεση στις δύο εταιρίες 470.000 ψηφιακών, αξίας 32,5 δισ. δραχμών.Στη συνεδρίαση διαφωνούν και μειοψηφούν οι δύο εκπρόσωποι των εργαζομένων, Δ. Στρατούλης και Χ. Χριστοφορίδης.Την επόμενη μέρα, ο "Ρ" γράφει ότι με την ενέργεια αυτή η διοίκηση δένει ακόμα περισσότερο στο άρμα των δύο πολυεθνικών και δεσμεύει την κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές. Αναφέρει, μάλιστα, πως υπήρξαν καταγγελίες ότι οι τιμές, με τις οποίες κλείστηκε η προσύμβαση - μαμούθ, ήταν υψηλότερες από τις ισχύουσες στη διεθνή αγορά και επειδή ο διαγωνισμός ήταν κλειστός μεταξύ των δύο εταιριών, αυτές λειτούργησαν σαν καρτέλ και μοιράστηκαν τη δουλιά.

Αντιδρώντας στην απόφαση αυτή, η ΟΜΕ - ΟΤΕ αρχίζει κινητοποιήσεις, ζητώντας να εξεταστεί ξανά η απόφαση μετά τις εκλογές. Μέσα σ' αυτό το κλίμα, η κυβέρνηση, κυριολεκτικά στο παρά πέντε, και τρεις μόλις μέρες πριν από τις εκλογές του Ιούνη, ζητάει από τη διοίκηση να μην υπογράψει τελικά τη σύμβαση ανάθεσης.

Η Οικουμενική

Μετά τη συγκρότηση της κυβέρνησης Τζαννετάκη, η νέα διοίκηση του ΟΤΕ, με πρόεδρο τον Τάσο Μήνη και διευθύνοντα σύμβουλο τον Κυριάκο Κιουλάφα,αναθέτει σε τετραμελή επιτροπή του ΟΤΕ να εξετάσει το ζήτημα. Η επιτροπή καταλήγει σε πόρισμα για τους χειρισμούς της προηγούμενης διοίκησης. Αποφασίζεται το πόρισμα ν' αποσταλεί στον εισαγγελέα, για να διαπιστώσει αν υπάρχουν ποινικές ευθύνες και επιπλέον να αξιοποιηθεί στην επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων με τις δύο εταιρίες.

Μετά από διαπραγματεύσεις, η επιτροπή επαναδιαπραγμάτευσης καταλήγει σε πόρισμα. Στη βάση αυτού του πορίσματος, η διοίκηση Μήνη - Κιουλάφα, στις 26 Γενάρη 1990, στέλνει ενημερωτικό σημείωμα στους τρεις πολιτικούς αρχηγούς και στον Ξ. Ζολώτα, πρωθυπουργό της Οικουμενικής Κυβέρνησης που είχε προκύψει από τις νέες εκλογές, στο οποίο επισημαίνεται ότι επιτεύχθηκε βελτίωση της σύμβασης του Θ. Τόμπρα, κατά 6 δισ. δραχμές (από 32,5 σε 26,5). Παράλληλα, τίθενται υπόψη τους δύο εναλλακτικά σενάρια: Είτε να υπογραφεί η βελτιωμένη σύμβαση, είτε να ακυρωθεί και να προκηρυχτεί νέος ανοιχτός διαγωνισμός, με συνέπεια όμως, αφ' ενός, ατέρμονες δικαστικές διαμάχες με τις δύο εταιρίες και, αφ' ετέρου, αδυναμία του Οργανισμού για δύο χρόνια να ικανοποιήσει το επενδυτικό του πρόγραμμα για την ψηφιακοποίηση του δικτύου του.

Οι πολιτικοί αρχηγοί και ο τότε πρωθυπουργός, παίρνοντας υπόψη τους το ενημερωτικό σημείωμα, διατυπώνουν τη γνώμη ότι ο ΟΤΕ πρέπει να προχωρήσει στην πρώτη λύση. Την επομένη, το ΔΣ του Οργανισμού ομόφωνα κατακυρώνει την αναθεωρημένη σύμβαση των 470.000 ψηφιακών. Με ανακοίνωσή της, η ΟΜΕ - ΟΤΕ εκτιμά σαν θετική την απόφαση αυτή και θεωρεί ότι κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες ήταν η μόνη δυνατή λύση. Ο τότε Συνασπισμός δηλώνει ότι έπρεπε άμεσα να αρχίσουν οι διαδικασίες για την προκήρυξη ανοιχτού διαγωνισμού για τις νέες ανάγκες του ΟΤΕ.

Παρ' όλα αυτά, επί κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη, στις 15 Γενάρη 1991,η καινούρια διοίκηση του ΟΤΕ (Θέμελης - Κουρεμένος) εισηγείται στο ΔΣ την ανάθεση προμήθειας 720.000 παροχών στις δύο εταιρίες. Με την εισήγηση διαφωνεί ο εκπρόσωπος των εργαζομένων στο ΔΣ του ΟΤΕ, Δ. Στρατούλης. Λίγους μήνες αργότερα, η σύμβαση κατακυρώνεται, αλλά μειώνεται ο αριθμός των παροχών στις 400.000.

Και νέος διαγωνισμός

Το Μάρτη του 1992, το ΔΣ του ΟΤΕ αποφασίζει την προκήρυξη του ανοιχτού διεθνούς διαγωνισμού για 1.100.000 ψηφιακές παροχές. Στις 21 Ιούλη 1992, το ΔΣ του ΟΤΕ αποφασίζει την προμήθεια άλλων 157.000 περίπου παροχών για τις ανάγκες του 1993 από τις εταιρίες ΙΝΤΡΑΚΟΜ και ΖΗΜΕΝΣ, ως επέκταση προηγούμενων συμβάσεων με τις δύο αυτές εταιρίες.

Δύο μέρες αργότερα, καταθέτουν προσφορές για τις 1.100.000 παροχές οι εταιρίες ΑΤ&Τ, ΝΟΡΘΕΡΝ ΤΕΛΕΚΟΜ, ΑΛΚΑΤΕΛ, ΖΗΜΕΝΣ και ΙΝΤΡΑΚΟΜ. Σε πρώτη φάση αξιολογήθηκαν οι τεχνικές προσφορές και στη συνέχεια οι οικονομικές, όπως ακριβώς είχε γίνει προηγουμένως με τις προσφορές για τις δύο άδειες κινητής τηλεφωνίας. Αυτή τη διαδικασία δεν την επέτρεπε ο Κανονισμός Προμηθειών του ΟΤΕ, αλλά την κάλυπτε νομικά ο νόμος για τις τηλεπικοινωνίες που είχε ψηφιστεί με συνοπτικές διαδικασίες λίγες μέρες νωρίτερα, καθώς η κυβέρνηση της ΝΔ επειγόταν να προχωρήσει στην ιδιωτικοποίηση του Οργανισμού.

Στις 12 Απρίλη 1993, συγκαλείται έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων του ΟΤΕ, γιατί η διοίκηση του Οργανισμού αρνείται να υπογράψει τις συμβάσεις διασύνδεσης των δύο εταιριών κινητής τηλεφωνίας με το δίκτυο του ΟΤΕ. Ο αρμόδιος υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Στ. Μάνος απουσιάζει και γι' αυτό δεν παίρνεται καμία απόφαση. Παραβρίσκεται εκπρόσωπος του κ. Μάνου, στον οποίο ο πρόεδρος του ΟΤΕ Ν. Θέμελης λέει ότι οι συμβάσεις είναι ζημιογόνες για τον Οργανισμό.

Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει εκείνη την εποχή παρόμοια προβλήματα και με διοικήσεις άλλων ΔΕΚΟ. Ο Στ. Μάνος ζητάει από τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη την αντικατάστασή τους.

Ο κλάδος έτοιμου σκυροδέματος

Ο ετήσιος τζίρος των εταιριών, είναι γύρω στα 150 δισ. δραχμές

Αμεσα συνδεδεμένος με τον κλάδο του τσιμέντου είναι ο κλάδος του έτοιμου σκυροδέματος.Πρόκειται για εξίσου μεγάλης οικονομικής σημασίας για τη χώρα κλάδο με αυτόν του τσιμέντου, ο οποίος ωστόσο τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Οι περισσότερες εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον χώρο του σκυροδέματος και οι οποίες ξεπερνάνε τις 400 (με αριθμό μονάδων σε όλη την Ελλάδα πάνω από 550), παρουσιάζουν από μικρές έως και μεγάλες ζημιές για τα έτη 1994 και 1995. Ο συνολικός τζίρος του κλάδου για το 1994, σύμφωνα με ανεπίσημα στοιχεία (σημ. δεν υπάρχουν ακόμη επίσημα) υπολογίζεται στα 140 με 150 δισ. δρχ.

Για το 1995 που η παραγωγή - διάθεση έτοιμου σκυροδέματος παρουσίασε μια μείωση της τάξης του 4 - 5%, ο συνολικός τζίρος των εταιριών έπεσε ανάλογα. Για το 1993 που υπάρχουν και επίσημα στοιχεία, η συνολική παραγωγή της χώρας ανήλθε σε 9.500.000 κυβικά, από τα οποία τα 3.800.000 κυβ. διατέθηκαν στον νομό Αττικής και τα 5.700.000 κυβικά στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Από τις 400 περίπου εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο, οι 33 βρίσκονται στην Αττική και καλύπτουν πάνω απ' το 40% της συνολικής ελληνικής παραγωγής έτοιμου σκυροδέματος. Οι περισσότερες απ' αυτές είναι θυγατρικές των μεγάλων ελληνικών ή ξένων τσιμεντοβιομηχανιών.

Σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Ετοίμου Σκυροδέματος (ΣΕΒΕΣ), οι 5 πρώτες εταιρίες του κλάδου, είναι οι:

  • ΙΝΤΕΡΜΠΕΤΟΝ ΔΟΜΙΚΑ ΥΛΙΚΑ ΑΕ που ανήκει στον ΤΙΤΑΝΑ.
  • ΑΛΦΑ ΜΠΕΤΟΝ ΑΕ των αδελφών Αλαφογιάννη (με δραστηριότητα μόνο στο νομό Αττικής.
  • ΕΤ ΜΠΕΤΟΝ ΑΕ θυγατρική της ΧΑΛΥΨ.
  • ΑΣΤΗΡ ΜΠΕΤΟΝ της ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ.
  • ΛΑΤΟ ΑΕ, επίσης θυγατρική της ΑΓΕΤ.

Από εκεί και πέρα έπονται εταιρίες όπως η HELLAMAT, της γαλλικής εταιρείας τσιμέντου ΚΑΙΝΝ LAFARGE και η ΙΤΕΛΛ ΜΠΕΤΟΝ της ίδιας εταιρίας, με μεγάλη διαφορά όμως απ' τις πρώτες πέντε.

Τα κείμενα έγραψε η Χρύσα ΛΙΑΓΚΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ