Κυριακή 19 Μάη 1996
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΟΤΕ - ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ ΨΗΦΙΑΚΩΝ
Οι κυβερνήσεις αλλάζουν, το σκάνδαλο μένει...

Από το 1986, όταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αποφάσισε να εισάγει στον ΟΤΕ την ψηφιακή τεχνολογία των ΖΗΜΕΝΣ και ΕΡΙΚΣΟΝ - ΙΝΤΡΑΚΟΜ, οι σχετικές προμήθειες αποτελούν "λεία" του αδυσώπητου πολέμου μεταξύ των μεγάλων "διαπλεκόμενων συμφερόντων"

Τις μέρες που πέρασαν, ένας απλός αναγνώστης των εφημερίδων, που κρέμονται στα περίπτερα, θα έβγαλε εύκολα το συμπέρασμα ότι ο Τύπος των μεγαλοεπιχειρηματιών είναι χωρισμένος σε δύο στρατόπεδα: Σε αυτούς που καταγγέλλουν το μέγα σκάνδαλο της προμήθειας των ψηφιακών παροχών του ΟΤΕ από τις εταιρίες ΙΝΤΡΑΚΟΜ και ΖΗΜΕΝΣ και σε αυτούς, που, έμμεσα ή άμεσα, υπερασπίζονται τη σύμβαση και καταγγέλλουν τους καταγγέλλοντες ότι εξυπηρετούν άλλα συμφέροντα. Ταυτόχρονα όμως, και οι δύο πλευρές, με στεντόρεια φωνή, προβάλλουν ως υπερασπιστές της "διαφάνειας", αλλά και της "προάσπισης του δημόσιου συμφέροντος".

Η μπόχα και η δυσωδία από τις διάφορες "αποκαλύψεις" είναι αποπνικτική. Ομως, αν κάποιος στραφεί λίγο στο παρελθόν, θα διαπιστώσει ότι αυτές οι "μάχες", με την ίδια μπόχα, για την ίδια υπόθεση, έχουν επαναληφθεί. Με τη διαφορά, όμως, ότι τα "στρατόπεδα" στο χώρο του ίδιου Τύπου ήταν διαφορετικά. Και δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού πρόκειται για τα αποτελέσματα του χωρίς αρχές ανταγωνισμού και πολέμου των μεγάλων ισχυρών παραγόντων. Αυτών που έχουν ονομαστεί "διαπλεκόμενα συμφέροντα" και έχουν στη δούλεψή τους την πολιτική εξουσία, τα δικά τους ΜΜΕ, μεγαλόσχημους δημοσιογράφους και εκείνους τους παράνομους μηχανισμούς, που, δρώντας στο σκοτάδι, τους εξασφαλίζουν "στοιχεία" για να κρατάνε στο χέρι ο ένας τον άλλον και να τα βγάζουν στη φόρα, όταν κρίνουν απαραίτητο.

Μέσα σε ένα τέτοιο σκηνικό, η υπόθεση των ψηφιακών παροχών κλείνει σε λίγους μήνες μια 10ετία. Οι κυβερνήσεις πέφτουνε, αλλά οι ίδιοι προμηθευτές παραμένουν...

Το 1986 η κυβερνητική απόφαση - βάση

Η υπόθεση της ψηφιακής τεχνολογίας μετράει σχεδόν 20ετία για τον ΟΤΕ. Κάτω από την πίεση των συνδικάτων και της Αριστεράς, το 1977, η τότε κυβέρνηση της ΝΔ αποφασίζει την ίδρυση της "Ελληνικής Βιομηχανίας Ηλεκτρονικών" (ΕΛΒΗΛ), θυγατρικής του ΟΤΕ, με στόχο την εισαγωγή της απαραίτητης τεχνογνωσίας για την παραγωγή της ψηφιακής τεχνολογίας στην Ελλάδα. Τον Απρίλη του 1981, διενεργείται διεθνής ανοιχτός διαγωνισμός από την ΕΛΒΗΛ, για την αγορά και εισαγωγή στην Ελλάδα της ψηφιακής τεχνολογίας. Σ' αυτόν συμμετέχουν οι 10 μεγαλύτερες βιομηχανίες τηλεπικοινωνιακού υλικού στον κόσμο. Ομως, η αξιολόγηση του διαγωνισμού παγώνει, επειδή ήδη η χώρα οδεύει σε προεκλογική περίοδο.

Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, παρά τις διακηρύξεις του για την ανάγκη εκσυγχρονισμού των τηλεπικοινωνιών, δεν αλλάζει το τοπίο. Η ΕΛΒΗΛ καρκινοβατεί, παρά το γεγονός ότι η καθυστέρηση αυτή στοιχίζει στον ΟΤΕ, από το 1985, διαφυγόντα έσοδα πέντε δισεκατομμύρια δραχμές και έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα των υπηρεσιών του.

Το Σεπτέμβρη του 1986, μετά από εισήγηση της Βάσως Παπανδρέου,ως υφυπουργού Βιομηχανίας, το Κυβερνητικό Συμβούλιο (ΚΥΣΥΜ) αποφασίζει την "επιλογή δύο συστημάτων ψηφιακών τηλεφωνικών κέντρων του AXE - 10 της ΕΡΙΚΣΟΝ και του EWSD της ΖΗΜΕΝΣ". Με την απόφαση αυτή, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ βάζει ταφόπλακα στην ΕΛΒΗΛ ως παραγωγικής μονάδας σύγχρονου τηλεπικοινωνιακού υλικού και, ουσιαστικά, τη μετατρέπει σε μεσάζοντα, που θα μοιράζει τις δουλιές στις ιδιωτικές εταιρίες, ντόπιες και πολυεθνικές. Ανοίγει, δηλαδή, ο δρόμος για τις μεγάλες παραγγελίες του ΟΤΕ προς τα μονοπώλια, με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Στο εξής, o OTE οδηγείται εκ των πραγμάτων σε ατραπούς συναλλαγών με τα μονοπώλια και σε πλήρη τεχνολογική εξάρτηση απ' αυτά.

Αποφασίζει και ο ΟΤΕ

Στις 4 Μάρτη 1988, το ΔΣ του ΟΤΕ, στο οποίο προϊσταται ο Θεοφάνης Τόμπρας,υλοποιώντας τις σχετικές κυβερνητικές κατευθύνσεις και ενώ έχει προηγηθεί ένα δραματικό τριήμερο αντιπαραθέσεων και πιέσεων από τους άμεσα εμπλεκόμενους, αποφασίζει να αναθέσει στη ΖΗΜΕΝΣ και στην ΕΡΙΚΣΟΝ - ΙΝΤΡΑΚΟΜ την προμήθεια 84.000 ψηφιακών κυκλωμάτων και 20.000 ψηφιακών παροχών, δαπάνης 7 δισ. δραχμών. Επίσης αποφασίζει την προμήθεια ακόμα 350.000 ψηφιακών παροχών και κυκλωμάτων δαπάνης 30 δισ. δραχμών, για τις ανάγκες της πενταετίας 1988 - 1992. Στη συνέχεια, ο αριθμός των παροχών αυξάνεται και αφορά στην προμήθεια 1.200.000 ψηφιακών.

Σε εκτέλεση της παραπάνω σύμβασης, στις 19 Μάη 1989, ο Θεοφάνης Τόμπρας εισηγείται στο ΔΣ του Οργανισμού για την ανάθεση στις δύο εταιρίες 470.000 ψηφιακών, αξίας 32,5 δισ. δραχμών.Στη συνεδρίαση διαφωνούν και μειοψηφούν οι δύο εκπρόσωποι των εργαζομένων, Δ. Στρατούλης και Χ. Χριστοφορίδης.Την επόμενη μέρα, ο "Ρ" γράφει ότι με την ενέργεια αυτή η διοίκηση δένει ακόμα περισσότερο στο άρμα των δύο πολυεθνικών και δεσμεύει την κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές. Αναφέρει, μάλιστα, πως υπήρξαν καταγγελίες ότι οι τιμές, με τις οποίες κλείστηκε η προσύμβαση - μαμούθ, ήταν υψηλότερες από τις ισχύουσες στη διεθνή αγορά και επειδή ο διαγωνισμός ήταν κλειστός μεταξύ των δύο εταιριών, αυτές λειτούργησαν σαν καρτέλ και μοιράστηκαν τη δουλιά.

Αντιδρώντας στην απόφαση αυτή, η ΟΜΕ - ΟΤΕ αρχίζει κινητοποιήσεις, ζητώντας να εξεταστεί ξανά η απόφαση μετά τις εκλογές. Μέσα σ' αυτό το κλίμα, η κυβέρνηση, κυριολεκτικά στο παρά πέντε, και τρεις μόλις μέρες πριν από τις εκλογές του Ιούνη, ζητάει από τη διοίκηση να μην υπογράψει τελικά τη σύμβαση ανάθεσης.

Η Οικουμενική

Μετά τη συγκρότηση της κυβέρνησης Τζαννετάκη, η νέα διοίκηση του ΟΤΕ, με πρόεδρο τον Τάσο Μήνη και διευθύνοντα σύμβουλο τον Κυριάκο Κιουλάφα,αναθέτει σε τετραμελή επιτροπή του ΟΤΕ να εξετάσει το ζήτημα. Η επιτροπή καταλήγει σε πόρισμα για τους χειρισμούς της προηγούμενης διοίκησης. Αποφασίζεται το πόρισμα ν' αποσταλεί στον εισαγγελέα, για να διαπιστώσει αν υπάρχουν ποινικές ευθύνες και επιπλέον να αξιοποιηθεί στην επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων με τις δύο εταιρίες.

Μετά από διαπραγματεύσεις, η επιτροπή επαναδιαπραγμάτευσης καταλήγει σε πόρισμα. Στη βάση αυτού του πορίσματος, η διοίκηση Μήνη - Κιουλάφα, στις 26 Γενάρη 1990, στέλνει ενημερωτικό σημείωμα στους τρεις πολιτικούς αρχηγούς και στον Ξ. Ζολώτα, πρωθυπουργό της Οικουμενικής Κυβέρνησης που είχε προκύψει από τις νέες εκλογές, στο οποίο επισημαίνεται ότι επιτεύχθηκε βελτίωση της σύμβασης του Θ. Τόμπρα, κατά 6 δισ. δραχμές (από 32,5 σε 26,5). Παράλληλα, τίθενται υπόψη τους δύο εναλλακτικά σενάρια: Είτε να υπογραφεί η βελτιωμένη σύμβαση, είτε να ακυρωθεί και να προκηρυχτεί νέος ανοιχτός διαγωνισμός, με συνέπεια όμως, αφ' ενός, ατέρμονες δικαστικές διαμάχες με τις δύο εταιρίες και, αφ' ετέρου, αδυναμία του Οργανισμού για δύο χρόνια να ικανοποιήσει το επενδυτικό του πρόγραμμα για την ψηφιακοποίηση του δικτύου του.

Οι πολιτικοί αρχηγοί και ο τότε πρωθυπουργός, παίρνοντας υπόψη τους το ενημερωτικό σημείωμα, διατυπώνουν τη γνώμη ότι ο ΟΤΕ πρέπει να προχωρήσει στην πρώτη λύση. Την επομένη, το ΔΣ του Οργανισμού ομόφωνα κατακυρώνει την αναθεωρημένη σύμβαση των 470.000 ψηφιακών. Με ανακοίνωσή της, η ΟΜΕ - ΟΤΕ εκτιμά σαν θετική την απόφαση αυτή και θεωρεί ότι κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες ήταν η μόνη δυνατή λύση. Ο τότε Συνασπισμός δηλώνει ότι έπρεπε άμεσα να αρχίσουν οι διαδικασίες για την προκήρυξη ανοιχτού διαγωνισμού για τις νέες ανάγκες του ΟΤΕ.

Παρ' όλα αυτά, επί κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη, στις 15 Γενάρη 1991,η καινούρια διοίκηση του ΟΤΕ (Θέμελης - Κουρεμένος) εισηγείται στο ΔΣ την ανάθεση προμήθειας 720.000 παροχών στις δύο εταιρίες. Με την εισήγηση διαφωνεί ο εκπρόσωπος των εργαζομένων στο ΔΣ του ΟΤΕ, Δ. Στρατούλης. Λίγους μήνες αργότερα, η σύμβαση κατακυρώνεται, αλλά μειώνεται ο αριθμός των παροχών στις 400.000.

Και νέος διαγωνισμός

Το Μάρτη του 1992, το ΔΣ του ΟΤΕ αποφασίζει την προκήρυξη του ανοιχτού διεθνούς διαγωνισμού για 1.100.000 ψηφιακές παροχές. Στις 21 Ιούλη 1992, το ΔΣ του ΟΤΕ αποφασίζει την προμήθεια άλλων 157.000 περίπου παροχών για τις ανάγκες του 1993 από τις εταιρίες ΙΝΤΡΑΚΟΜ και ΖΗΜΕΝΣ, ως επέκταση προηγούμενων συμβάσεων με τις δύο αυτές εταιρίες.

Δύο μέρες αργότερα, καταθέτουν προσφορές για τις 1.100.000 παροχές οι εταιρίες ΑΤ&Τ, ΝΟΡΘΕΡΝ ΤΕΛΕΚΟΜ, ΑΛΚΑΤΕΛ, ΖΗΜΕΝΣ και ΙΝΤΡΑΚΟΜ. Σε πρώτη φάση αξιολογήθηκαν οι τεχνικές προσφορές και στη συνέχεια οι οικονομικές, όπως ακριβώς είχε γίνει προηγουμένως με τις προσφορές για τις δύο άδειες κινητής τηλεφωνίας. Αυτή τη διαδικασία δεν την επέτρεπε ο Κανονισμός Προμηθειών του ΟΤΕ, αλλά την κάλυπτε νομικά ο νόμος για τις τηλεπικοινωνίες που είχε ψηφιστεί με συνοπτικές διαδικασίες λίγες μέρες νωρίτερα, καθώς η κυβέρνηση της ΝΔ επειγόταν να προχωρήσει στην ιδιωτικοποίηση του Οργανισμού.

Στις 12 Απρίλη 1993, συγκαλείται έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων του ΟΤΕ, γιατί η διοίκηση του Οργανισμού αρνείται να υπογράψει τις συμβάσεις διασύνδεσης των δύο εταιριών κινητής τηλεφωνίας με το δίκτυο του ΟΤΕ. Ο αρμόδιος υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Στ. Μάνος απουσιάζει και γι' αυτό δεν παίρνεται καμία απόφαση. Παραβρίσκεται εκπρόσωπος του κ. Μάνου, στον οποίο ο πρόεδρος του ΟΤΕ Ν. Θέμελης λέει ότι οι συμβάσεις είναι ζημιογόνες για τον Οργανισμό.

Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει εκείνη την εποχή παρόμοια προβλήματα και με διοικήσεις άλλων ΔΕΚΟ. Ο Στ. Μάνος ζητάει από τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη την αντικατάστασή τους.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ