ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Οχτώβρη 2002
Σελ. /32
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ
Τα προβλήματα οξύνονται, ο αγώνας συνεχίζεται
  • Οι δημοτικές εκλογές είναι μέρος της πάλης της εργατικής τάξης ενάντια σε μια πολιτική που τσακίζει όλο και περισσότερες κατακτήσεις της, υπονομεύοντας το μέλλον
  • Ετοιμη να χτυπήσει άμεσα και σε πολλά μέτωπα η κυβέρνηση

Αυτή η Κυριακή, των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών, δε σηματοδοτεί κάποιο τέλος ή μια αρχή στον αγώνα που δίνουν οι εργαζόμενοι για τη βελτίωση της ζωής τους. Αποτελεί κατά κύριο λόγο ένα σταθμό της διαρκούς πάλης τους, καθώς οι αντιπαραθέσεις και σε αυτές τις εκλογές αφορούν ζητήματα πρωτίστως πολιτικά, ενώ τα αποτελέσματά τους μπορούν να επιδράσουν στο πολιτικό σκηνικό με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Η ποιότητα ζωής των εργαζομένων στις πόλεις και τα χωριά είναι αξεδιάλυτα δεμένη με το ύψος του μεροκάματου, τις συνθήκες δουλιάς, τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες, τις ασφαλιστικές παροχές και προσδοκίες, την ανεργία, τον ελεύθερο χρόνο, την ένταση και έκταση της εκμετάλλευσης.

Το ύψος των δημοτικών τελών, η έκταση του πράσινου, η ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν οι δήμοι, η ύπαρξη ή μη ανταλλάγματος γι' αυτές τις υπηρεσίες, το κυκλοφοριακό, οι υποδομές άθλησης, εκπαίδευσης, πολιτισμού, η αναπτυξιακή δυναμική κάθε μικρής και μεγάλης πόλης, δεν είναι άσχετα με τη ζωή του εργατοϋπαλλήλου και της οικογένειάς του. Γι' αυτό και σήμερα, με την ψήφο του ο κάθε εργαζόμενος παλεύει, διαλέγει και στηρίζει τη μια ή την άλλη άποψη για το πώς και αν θα λύσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Επιλέγει επί της ουσίας ανάμεσα στη διεκδίκηση και την υποταγή. Η επιλογή αυτή συνδέεται άμεσα με την επόμενη μέρα των εκλογών. Το «αύριο», που καθορίζεται και από την ψήφο του σήμερα, θα «χτυπήσει την πόρτα του» επιτακτικά από τη Δευτέρα παρόλο που θα μεσολαβήσει ο δεύτερος γύρος των εκλογών σε πολλές περιοχές.

Την ίδια ώρα που οι υποψήφιοι δήμαρχοι του δικομματισμού και των ΣΥΝοδοιπόρων του υπόσχονται περισσότερα προγράμματα «απασχόλησης» στους εκατοντάδες χιλιάδες ανέργους, η κυβέρνηση καλλιεργεί σταθερά το κλίμα περαιτέρω ανατροπής των εργασιακών σχέσεων. Η φορολογική της «μεταρρύθμιση» επιτείνει τη δυσβάσταχτη οικονομική πραγματικότητα της εργατικής τάξης. Ο νέος κρατικός προϋπολογισμός της εισοδηματικής πολιτικής του 2,5% φαντάζει ως πολιορκητικός κριός στο μέτωπο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Ο τελευταίος αντιασφαλιστικός νόμος επιβάλλει σε διάφορους τομείς τις αρνητικές ρυθμίσεις του, οι εργαζόμενοι στο δημόσιο ζουν μια περίοδο ανατροπής και περιστολής των δικαιωμάτων τους, όταν η ανάγκη διεύρυνσής τους είναι επιτακτική.

Σε τελική ανάλυση, για την κυβέρνηση και τους υποστηρικτές της και στο συνδικαλιστικό κίνημα, όλα υποτάσσονται στις επιταγές του Συμφώνου Σταθερότητας και στο στόχο του νέου προϋπολογισμού για ρυθμό ανάπτυξης 4,1% από 3,8% το 2002. Μια ανάπτυξη μόνο για τα κέρδη των βιομηχάνων και όχι για τους εργαζόμενους, πολύ περισσότερο τώρα που ο πόλεμος εναντίον του Ιράκ θα ξεδιπλώσει και τις σκληρές παράπλευρες συγκρούσεις μεταξύ των κεφαλαιοκρατών.


ΚΕΙΜΕΝΑ:
Γιώργος ΦΛΩΡΑΤΟΣ- Γιάννης ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ
Ανοιχτό μέτωπο διεκδίκησης

Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι υποψήφιοι δήμαρχοι και νομάρχες που στηρίζει το ΚΚΕ, υπογράμμιζαν προεκλογικά ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να ψηφίσουν με κριτήριο τα πραγματικά τους προβλήματα. Ενα απ' αυτά, που έχει και κεντρική θέση, είναι το εισόδημα των λαϊκών νοικοκυριών. Την επαύριο των εκλογών είναι σίγουρο πως οι εργαζόμενοι θα νιώσουν ακόμα περισσότερο ότι οι μισθοί και τα μεροκάματα παραμένουν καθηλωμένα, ότι όλο και λιγότερο φτάνουν για να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες. Και αυτό δεν είναι τυχαίο, αφού η κυβερνητική πολιτική, η λογική της αγοράς που έχει επιβληθεί πιο έντονα τα τελευταία χρόνια καθημερινά απομυζά τον εργατικό μόχθο.

Ιδιαίτερα από την αρχή του χρόνου τα λαϊκά στρώματα βάλλονται πανταχόθεν, καθώς η λαίλαπα των ανατιμήσεων, στα βασικά είδη κατανάλωσης, οι αυξήσεις στις ΔΕΚΟ, η ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών της υγείας και της παιδείας κατατρώγουν μισθούς και συντάξεις.

Η Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, που με τυμπανοκρουσίες υπέγραψε με τον ΣΕΒ η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, συνέβαλε και αυτή στη σημερινή τραγική κατάσταση. Με επίσημο μέσο όρο πληθωρισμού το 3,5% για τους πρώτους 9 μήνες του έτους, είναι φανερό ότι το 3,4% που προβλέπει η ΕΓΣΣΕ, σε ετήσια βάση, στους βασικούς μισθούς και στα κατώτερα μεροκάματα, αντί να προστατέψει το εισόδημα των εργαζομένων το χειροτέρεψε ακόμα περισσότερο. Και το μέγεθος της φθοράς είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο, αν εξεταστεί σε συνάρτηση με τις πραγματικές αυξήσεις σε μια σειρά προϊόντα, τρόφιμα και υπηρεσίες.

Ακόμα χειρότερα: Ολα δείχνουν ότι στην ίδια ανοδική πορεία θα κινηθούν προϊόντα και υπηρεσίες το τρίμηνο που απομένει, αλλά και το νέο χρόνο. Ηδη το πετρέλαιο θέρμανσης πουλιέται κατά 15% τουλάχιστον πιο ακριβό από πέρσι. Νέες αυξήσεις έρχονται στα ασφάλιστρα των αυτοκινήτων και ο κατάλογος δεν τελειώνει. Φαίνεται πλέον καθαρά γιατί ΣΕΒ και πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, με τις ευλογίες της κυβέρνησης, έσπευσαν να κλείσουν διετή σύμβαση, εξασφαλίζοντας εκ των προτέρων την καθήλωση των μισθών και για το 2003 στο 3,9%.

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση οι ταξικές δυνάμεις στο συνδικαλιστικό κίνημα, το Πανεργατικό Αγωνιστικό Μέτωπο, έγκαιρα επεξεργάστηκαν ένα νέο πλαίσιο διεκδικήσεων για τις συλλογικές συμβάσεις και το εισόδημα των εργαζομένων. Η διεκδίκηση μισθών και ημερομισθίων στο ύψος των πραγματικών και σύγχρονων αναγκών των εργαζομένων είναι πλέον ζήτημα επιβίωσης.

Η απαίτηση για κατώτερο μισθό στα 1.000 ευρώ, κατώτερο μεροκάματο στα 41 ευρώ, σύνταξη στα 820 ευρώ, για εφάπαξ ενίσχυση 585 ευρώ σε όσους εργαζόμενους και συνταξιούχους έχουν εισόδημα κάτω των 11.800 ευρώ (4 εκατ. δραχμές) αποτελούν το μίνιμουμ για να τα βγάλει πέρα μια εργατική οικογένεια. Μαζί με αυτά, τα συνδικάτα - πριν απ' όλους - πρέπει να προβάλλουν το αίτημα για πάγωμα των τιμών, την κατάργηση της έμμεσης φορολογίας στα είδη διατροφής, ένδυσης -υπόδησης, στα φάρμακα και τα σχολικά είδη. Να ενσωματώσουν ακόμα στις διεκδικήσεις τους την απαίτηση για μείωση των δημοτικών τελών, τη μείωση της φορολογίας για τους εργαζόμενους και αφορολόγητο όριο στα 15.000 ευρώ, με παράλληλη αύξηση της φορολογίας των περιουσιακών στοιχείων και των κερδών του μεγάλου κεφαλαίου.

Το μέτωπο των διεκδικήσεων είναι ανοιχτό. Το ΠΑΜΕ δείχνει την κατεύθυνση αυτής της πάλης, που θα είναι σκληρή και δύσκολη. Το κεφάλαιο δε θα παραιτηθεί αμαχητί από τα προνόμιά του και τα υπέρογκα κέρδη του. Η κυβέρνηση επιμένει στην ίδια πολιτική. Η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ τους στηρίζει. Οι εργαζόμενοι δεν έχουν άλλο δρόμο, παρά αυτόν της σύγκρουσης και της διεκδίκησης. Δεν μπορούν να συνθηκολογήσουν ούτε να υποχωρήσουν. Γιατί πίσω τους δεν υπάρχει παρά το βάραθρο της εξαθλίωσης.

ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Δε θέλουν να αφήσουν τίποτα όρθιο!

Το ωράριο εργασίας, η αργία της Κυριακής, το όριο απολύσεων, η πλήρης εργασίας, στο στόχαστρο κυβέρνησης - βιομηχάνων - Ευρωπαϊκής Ενωσης

Η κυβέρνηση κάνει ό,τι μπορεί για να καθησυχάσει τους εργαζόμενους σχετικά με μια νέα, καταστροφική για τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις τους, παρέμβασή της στις εργασιακές σχέσεις. Ομως, τα σχέδια της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι πιέσεις των βιομηχάνων και η εξυπηρέτηση της δικής της, συνολικής, πολιτικής, επιβάλλουν νέες ρυθμίσεις που να εξυπηρετούν αυτές που έχει μέχρι σήμερα θεσπίσει. Το ωράριο εργασίας και η αργία της Κυριακής παραμένουν στο κυβερνητικό στόχαστρο και η τακτική του «κοινωνικού διαλόγου» και της υποτιθέμενης «κοινωνικής» συναίνεσης στα σχέδιά της επιστρατεύεται για άλλη μια φορά.

Μέσα στο καλοκαίρι ο υπουργός Εργασίας Δ. Ρέππας δήλωνε ότι από την πλευρά της κυβέρνησης δεν υπάρχει πρόθεση για μια νέα νομοθετική ρύθμιση για τις εργασιακές σχέσεις. Βεβαίως, δεν είχε περάσει καιρός από τότε που επέφερε ένα ακόμη μεγάλο πλήγμα με τη νομιμοποίηση της «ενοικίασης» εργαζομένων προκειμένου να ενισχύσει την προσωρινή εργασία, για να φτάσει σήμερα να αφορά το 30,9% των εργαζομένων! Ο υπουργός Εργασίας φρόντισε πάντως να ξεκαθαρίσει ότι αν οι «κοινωνικοί εταίροι» θέσουν θέμα αλλαγών, η κυβέρνηση δεν έχει άλλη επιλογή από το να συζητήσει μαζί τους, όντας «ευαίσθητη» στο κάλεσμά τους.

Εντελώς «συμπτωματικά» ο ΣΕΒ είχε προηγουμένως θέσει ξανά το ζήτημα της αποτελεσματικότητας του νόμου 2874 για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας και την αύξηση του κόστους της υπερωριακής εργασίας. Επιπρόσθετα, η κυβέρνηση ετοιμάζει τη σύσταση του «Εθνικού φόρουμ» για την απασχόληση, όπου εκεί δε θα χρειάζεται να θέσει ένα θέμα η ίδια, αλλά οποιοσδήποτε από τους συμμετέχοντες, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Δ. Ρέππας. Ολη αυτή η ψευδοφιλολογία της «μη παρέμβασης» δεν εμπόδισε το υπουργείο Εργασίας να θέσει θέμα διεύρυνσης του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων μέχρι τις 11 το βράδυ με γενικευμένη εφαρμογή.

Το σίγουρο είναι λοιπόν ότι οι εργαζόμενοι θα κληθούν άμεσα να αντιμετωπίσουν ένα νέο πλήγμα στο σταθερό ημερήσιο χρόνο εργασίας, αλλά και στα όρια απολύσεων, τα οποία επίσης είχαν ρυθμιστεί προς τα πάνω με τον ίδιο νόμο περί της διευθέτησης. Η πρόσφατη αναφορά του Δ. Ρέππα στη μερική απασχόληση στο δημόσιο σηματοδοτεί έναν ακόμη άξονα κυβερνητικής παρέμβασης προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης «ευελιξίας».

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ
Μπροστά σε νέα επίθεση

ICON

Μετά την ψήφιση του αντιασφαλιστικού νόμου, η κυβέρνηση με τις μηχανές στο «φουλ» έβαλε μπροστά την εφαρμογή του. Αφού πετσόκοψε τις συντάξεις σε μεγάλες κατηγορίες εργαζομένων, αφού με τον καινούριο προϋπολογισμό μειώνει τις χρηματοδοτήσεις στα ασφαλιστικά ταμεία, περικόπτει ακόμα περισσότερο τις δαπάνες στην Υγεία και στην Πρόνοια, προχωρά ανοιχτά στην ιδιωτικοποίηση του ασφαλιστικού συστήματος. Κεντρικός στόχος, η δημιουργία των επαγγελματικών Ταμείων που η αποδοχή τους, θα σημάνει για τους εργαζόμενους την καταβολή νέων εισφορών, με την απατηλή ελπίδα για κάποια σύνταξη στο μέλλον. Στην πράξη, αυτό που προωθείται είναι η ενίσχυση των χρηματιστηρίων, η εξασφάλιση νέων κεφαλαίων και μάλιστα δωρεάν για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Πρόσθετα σ' αυτό, η κυβέρνηση εξετάζει την αύξηση του ορίου (από 23%) των μετοχών που θα μπορούν να τζογάρουν στο Χρηματιστήριο οι διορισμένες διοικήσεις των ασφαλιστικών ταμείων.

Δεν υπάρχει καμιά, πλέον, αμφιβολία. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο γύρο λεηλασίας των αποθεματικών των Ταμείων, δηλαδή των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων. Και μάλιστα σε μια στιγμή, όπου ήδη τα Ταμεία μετρούν απώλειες -που σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις- φτάνουν τα 800 δισ. δραχμές, ενώ όπως προκύπτει από τον κοινωνικό προϋπολογισμό του 2002, μόνο οι εποπτευόμενοι οργανισμοί από το υπουργείο Εργασίας και για το δωδεκάμηνο του 2001 έχουν χάσει στο Χρηματιστήριο τουλάχιστον 306 δισεκατομμύρια δραχμές.

Προβάλλει το αμείλικτο ερώτημα. Τι θα κάνουν αυτοί, στους οποίους ανήκουν τα Ταμεία και όλο το οικοδόμημα της Κοινωνικής Ασφάλισης; Τι θα κάνουν τα εκατομμύρια των εργαζομένων, που με το μόχθο τους, πολλές φορές και με το αίμα τους, έχτισαν τα ασφαλιστικά ιδρύματα; Θα αφήσουν κυβέρνηση και εργοδότες να πλιατσικολογήσουν ακόμα μία φορά; Θα τους επιτρέψουν να αρπάξουν τα αποθεματικά, όπως έκαναν με τις εισφορές τους πριν και μετά από τον πόλεμο; Θα τους αφήσουν με μια μονοκοντυλιά να παραγράψουν τα χρέη και τις μη καταβληθείσες εισφορές ύψους 30 σχεδόν τρισεκατομμυρίων, όπως έγινε με τον τελευταίο αντιασφαλιστικό νόμο; Θα αποδεχτούν εκατοντάδες χιλιάδες συνταξιούχοι να συνεχίσουν να παίρνουν συντάξεις πείνας, να πληρώνουν από την τσέπη τους τις υπηρεσίες Υγείας και τα φάρμακα;

Θα εξαπατηθούν για ακόμα μια φορά; `Η θα ορθώσουν το ανάστημά τους, διεκδικώντας αυτά που τους ανήκουν; Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Αν θέλουν οι ίδιοι και τα παιδιά τους να έχουν σύνταξη. Να έχουν δικαίωμα στη δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Αν θεωρούν ότι δικαιούνται αναβαθμισμένες υπηρεσίες Υγείας και Πρόνοιας, γιατί αυτοί πληρώνουν, ένας δρόμος μένει. Ο δρόμος του αγώνα για δημόσια Κοινωνική Ασφάλιση και δωρεάν Υγεία και Πρόνοια. Το δρόμο αυτό δείχνει το ΠΑΜΕ, αλλά και η ίδια η ιστορική πείρα, πρόσφατη και παλιότερη.

ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ
Προωθείται η μεγάλη ανατροπή

Πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι ίσως να μην έχουν συνειδητοποιήσει, με ευθύνη των συνδικαλιστικών ηγεσιών στην ΑΔΕΔΥ, τις Ομοσπονδίες και τους Συλλόγους τους, ότι αυτή η περίοδος είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για τα δικαιώματά τους, καθώς επιδιώκεται να μπουν οι βάσεις μιας ευρείας αναθεώρησης του ρόλου του δημόσιου τομέα και των εργαζόμενων σε αυτόν.

Η εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης με τις αυξήσεις του 2,5% για το 2003 είναι ίσως αυτό που φαίνεται περισσότερο απ' όλα στους εργαζόμενους. Η ΑΔΕΔΥ βρίσκεται ήδη προς το τέλος των διαπραγματεύσεων για τη σύμβαση εργασίας στο δημόσιο το 2003 - στις 22 Οκτώβρη έχει οριστεί ακόμη μια συνάντηση - έχοντας «αποκομίσει» μονάχα τη μετάθεση εφαρμογής του νέου μισθολογίου για το 2004. Αυτό που κέρδισε όμως η κυβέρνηση, με τη βοήθεια της πλειοψηφίας της διοίκησης, είναι να καταγραφεί ως δεδομένη η σταδιακή εφαρμογή του όποιου μισθολογίου!

Κανένας από τους άμεσους ή έμμεσους στόχους της κυβέρνησης δε θίχτηκε από τη συνδικαλιστική τακτική της πλειοψηφίας, η οποία αρνήθηκε να ξεσηκώσει τους δημόσιους υπάλληλους, όταν πια ήταν φανερό και στον πιο καλοπροαίρετο ότι η κυβέρνηση δεν υποκύπτει σε κανενός είδους διαπραγμάτευση.

Με οδηγό το πρόγραμμα «ΠΟΛΙΤΕΙΑ», το οποίο βασίζεται στις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η κυβέρνηση θέλει να εκσυγχρονίσει τη λειτουργία του δημόσιου τομέα για να εξυπηρετεί καλύτερα τα επεκτατικά σχέδια του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Ταυτόχρονα στοχεύει σε ένα δημόσιο στην υπηρεσία του ντόπιου κεφαλαίου, πιο ευέλικτο, ταχύτερο, με πρωτοβουλία και φαντασία για την κάλυψη των επιχειρηματικών αναγκών και την τόνωση της «ανταγωνιστικότητας».

Οποιαδήποτε αντίληψη ή άποψη για δικαιώματα και κατακτήσεις των εργαζομένων αποτελεί θανάσιμο εχθρό γι' αυτές τις επιδιώξεις. Στο νέο δημόσιο η κυβέρνηση θέλει εργαζόμενους που θα ακολουθούν αδιαμαρτύρητα τις εντολές της. Η σύνδεση του μισθού με την παραγωγικότητα είναι ένα μεγάλο στοίχημα για τους κυβερνώντες. Από τη μια θα μειώσουν το κόστος, έχοντας στα χέρια τους ένα νόμιμο μηχανισμό περιορισμού των αποδοχών των εργαζομένων και από την άλλη αποκτούν ένα όπλο χειραγώγησής τους.

Το πολυδιαφημισμένο νέο μισθολόγιο θα περιλαμβάνει αυτή τη ρύθμιση, όπως επίσης τις αλλαγές στο δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα, τις προσλήψεις στελεχών με βάση τους κανόνες του ιδιωτικού τομέα, την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων στη βάση της επίτευξης συγκεκριμένων στόχων που θα θέτει η κεντρική διοίκηση!

Ακόμη και η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων αμφισβητείται με την πρόθεση ιδιωτικοποίησης υπηρεσιών του στενού δημόσιου τομέα και άλλους τρόπους, ενώ οι εργασιακές σχέσεις ετοιμάζονται να εμβολιστούν από την «ελαστικότητα». Ηδη ο υπουργός Εργασίας εξέφρασε την άποψη ότι η μερική απασχόληση στο δημόσιο μπορεί να είναι επιλογή για τους εργαζόμενους, ενώ το τελευταίο Προεδρικό Διάταγμα για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου και έργου συντηρεί το απαράδεκτο καθεστώς των συμβασιούχων για πάγιες θέσεις, στερώντας παράλληλα το δικαίωμα μονιμοποίησης σε χιλιάδες εργαζόμενους που εργάζονται επί πολλά χρόνια σε υπηρεσίες και Οργανισμούς του δημοσίου.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ