Ιδιαίτερα αποκαλυπτικό... οδοιπορικό στις κυβερνητικές μεθοδεύσεις σε βάρος της ελληνικής λιπασματοβιομηχανίας. Ακόμα και όταν δημοσίως έκαναν λόγο για... προστασία, δούλευαν με βάση τα σχέδια κλεισίματος της μονάδας
Μόνο προδιαγεγραμμένη μπορεί να χαρακτηριστεί η σημερινή εξέλιξη - κατάληξη της πολιτικής της κυβέρνησης γύρω από την ΑΕΒΑΛ. Πρόκειται για μια εκτίμηση που προκύπτει αβίαστα από την παρακολούθηση των χειρισμών και των κυβερνητικών μεθοδεύσεων πριν ακόμα από την προηγούμενη δεκαετία, αφού μια σχετικά επιγραμματική αναδρομή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι κινήσεις υπονόμευσης της επιχείρησης αγγίζουν τα όρια της απροκάλυπτης δολιοφθοράς.Η βιομηχανία ΑΕΒΑΛ, θυγατρική της ΕΤΒΑ, είναι μία από τις 4 συνολικάελληνικές βιομηχανίες στον τομέα παραγωγής λιπασμάτων και η μοναδική που χρησιμοποιούσε κατ' αποκλειστικότητα εγχώρια πρώτη ύλη, τον λιγνίτη με άμεσο αποτέλεσμα το υψηλό ποσοστό προστιθέμενης αξίας, κάτι που οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, εσκεμμένα όπως αποδείχτηκε αγνόησαν. Η μεγάλη στρατηγική σημασία του βιομηχανικού συγκροτήματος της ΑΕΒΑΛ φάνηκε την περίοδο 1973 - 1974, όταν ξέσπασε η μεγάλη ενεργειακή κρίση στη διεθνή αγορά και ενώ οι τιμές των λιπασμάτων υπερδιπλασιάστηκαν στη διεθνή και εγχώρια αγορά, η ΑΕΒΑΛ ήταν σε θέση να διαθέτει τα προϊόντα της λόγω της μη εξαρτημένης πρώτης ύλης σε χαμηλότερες τιμές από εκείνες των άλλων βιομηχανιών σε ποσοστά 10 - 15%.
Τα πρώτα σημάδια της κρίσης εμφανίστηκαν από το 1975, όταν σημειώθηκαν ραγδαίες αυξήσεις στις τιμές λιγνίτη και ηλεκτρικής ενέργειας σε ποσοστό γύρω στο 20% ετησίως. Οι επιπτώσεις για την ΑΕΒΑΛ υπήρξαν ιδιαίτερα δυσμενής έναντι των υπολοίπων εγχώριων λιπασματοβιομηχανιών και αυτό γιατί η συμμετοχή της ηλεκτρικής ενέργειας και του λιγνίτη αντιπροσωπεύει το 50% του συνολικού κόστους των προϊόντων της. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό και με την προοπτική ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ, δημιούργησε τους πρώτους προβληματισμούς για τη δυνατότητα επιβίωσης της εταιρίας μέσα στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο και με καθεστώς... "ελεύθερης αγοράς". Οι προβληματισμοί αυτοί οδήγησαν στην απόφαση για τη δημιουργία μιας σύγχρονης μονάδας Αμμωνίας δυναμικότητας 1.000 τόνων ημερησίως, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, αφού η τότε κυβέρνηση έκρινε σκόπιμο να γίνει στην Καβάλα, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως πρώτη ύλη το φυσικό αέριο του Πρίνου. Για το σκοπό αυτό συστήθηκε η Εταιρία "Ελληνική Βιομηχανία Αμμωνίας ΑΕ", στην οποία συμμετείχε και η ΑΕΒΑΛ με ποσοστό 5% στο μετοχικό της κεφάλαιο, η οποία το 1981 τέθηκε σε εκκαθάριση, αφού έγινε γνωστό ότι το Φυσικό Αέριο του Πρίνου δεν επαρκεί για την κατασκευή της. Από δω και πέρα, όλα τα κατά καιρούς σχέδια εκσυγχρονισμού και βιωσιμότητας της εταιρίας ακολουθούν την ίδια ακριβώς πορεία. Χρηματοδοτούνται έναντι πολλών εκατομμυρίων δολαρίων ξένοι οίκοι για την εκπόνηση μελετών, οι μελέτες αξιολογούνται θετικά, αλλά ταυτόχρονα... πέφτουν στο κενό.
Το 1986 αποφασίστηκε από την ΕΟΚ η "απελευθέρωση της αγοράς λιπασμάτων" και - πώς άλλωστε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά - η κυβέρνηση Παπανδρέου έσπευσε να υιοθετήσει, χωρίς να παρθούν τα απαιτούμενα μέτρα διάσωσης και ανάπτυξης της εταιρίας.
Την εποχή εκείνη και προκειμένου ο νευραλγικός τομέας της λιπασματοβιομηχανίας που επηρεάζει και την αγροτική παραγωγή να επιβιώσει, κινητοποιήθηκαν τόσο οι εργαζόμενοι όσο και διάφοροι κοινωνικοί φορείς της Κοζάνης, διατυπώνοντας σοβαρά και τεκμηριωμένα αιτήματα για την εφαρμογή μιας συνεπούς βιομηχανικής πολιτικής για την ανάπτυξη της Εθνικής Οικονομίας. Αντί για όλα αυτά η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με την πολιτική της υπονόμευσε απροκάλυπτα το όποιο σχέδιο μακροχρόνιας εξυγίανσης της εταιρίας. Η σχετική μελέτη εξυγίανσης και εκσυγχρονισμού τέθηκε το Γενάρη του 1986 στα αρμόδια υπουργεία Εθνικής Οικονομίας με υπουργό τον σημερινό πρωθυπουργό Κ. Σημίτη, Βιομηχανίας με υπουργό την νυν Βάσω Παπανδρέου και Γεωργίας με υπουργό τον Γ. Ποττάκη. Αφού πέρασε ένας χρόνος... μελέτης και παραπομπής της επένδυσης σε ομάδες αξιολογητών και συμβούλων έναντι εκατοντάδων εκατομμυρίων και ενώ μεσολάβησε και η αντικατάσταση της Β. Παπανδρέου από τον Γ. Πέτσο, ο τελευταίος στις 30 Ιούλη του 1987, ανακοίνωσε από την τηλεόραση το θετικό πόρισμα για την επένδυση αλλά και τη θετική εισήγησή του προς το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας.
Στη συνέχεια και αφού επί ενάμιση μήνα κανείς αρμόδιος στο ΥΠΕΘΟ δε δεχόταν ότι υπήρχε θετική εισήγηση του Γ. Πέτσου, στάλθηκε στον υπουργό Βιομηχανίας και στη συνέχεια στην ΑΕΒΑΛ έκθεση μιας άτυπης ομάδας εργασίας που συστήθηκε από τον τότε υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας Γ. Παπαντωνίου για να μελετήσει την επένδυση του Λιγνιταερίου. Η έκθεση αυτή μέσα από μια σειρά ανορθόδοξες παραδοχές και τεχνάσματα που υιοθετεί, τελικά προτείνει τον εκσυγχρονισμό της ΑΕΒΑΛ με χρήση πρώτης ύλης το ρώσικο φυσικό αέριο - που ακόμη δεν έχει έρθει - για παραγωγή αμμωνίας αντί για Λιγνιταέριο. Ταυτόχρονα και ενώ υποτίθεται ότι τα συναρμόδια υπουργεία τα απασχολεί η εξυγίανση της ΑΕΒΑΛ, στο υπουργείο Γεωργίας μεθοδευόταν με εντολή, όπως ισχυριζόταν τότε ο υφυπουργός Γεωργίας Πιτσιώρης, των υπουργείων Εθνικής Οικονομία και Βιομηχανίας το κλείσιμο της ΑΕΒΑΛ! Ετσι ακόμη και αν για τους "τύπους" αποφασιζόταν η επένδυση του Λιγνιταερίου, δε θα υπήρχε η ΑΕΒΑΛ, ο φορέας δηλαδή που δήθεν θα την υλοποιούσε και η όποια απόφαση θα ήταν "κενό γράμμα", όπως και έγινε.
Το καθοριστικό σε αυτή την κατεύθυνση ήταν η κοινοποίηση προς τις λιπασματοβιομηχανίες στις 15/10/87 εγγράφου του υπουργείου Γεωργίας, με το οποίο γνωστοποιούσε ότι από τις αρχές του 1988 για τον υπολογισμό του κόστους των λιπασμάτων δε θα αναγνωρίζονται στα ιδιοπαραγόμενα ενδιάμεσα προϊόντα τιμές ανώτερες των διεθνών τιμών! Η απόφαση αυτή έπληττε άμεσα μόνο την ΑΕΒΑΛ, διότι η εγχώρια παραγόμενη αμμωνία με πρώτη ύλη λιγνίτη, ενώ έχει προστιθέμενη αξία 70%, το τελικό της κόστος παραγωγής είναι σημαντικά υψηλότερο από τις διεθνής τιμές.
Εγινε φανερό ότι η απόφαση αυτή σε τίποτε δεν εξυπηρετούσε την ανάπτυξη της εγχώριας λιπασματοβιομηχανίας, αλλά "μίζες" κάποιων εισαγωγέων αμμωνίας και λιπασμάτων. Υπό αυτές τις συνθήκες η κατάσταση της εταιρίας επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο. Ετσι, μετά τη μονάδα θειικού οξέως που ήταν εκτός λειτουργίας από το 1986, τον Ιούνη του 1991 τίθεται "εκτός", και το τμήμα παραγωγής Αμμωνίας και την ίδια στιγμή η εταιρεία συσσωρεύει χρέη που στο τέλος του 1993 έφταναν, χωρίς τους τόκους, τα 4 δισ. δρχ., τα οποία προέρχονται από αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και λιγνίτη.
Από το 1991 η ΑΕΒΑΛ αρχίζει να προμηθεύεται αμμωνία από το εργοστάσιο της ΕΚΟ και όταν το 1992 κλείνει και το εργοστάσιο της ΕΚΟ, στρέφεται στις εισαγωγές από τη Βουλγαρία. Αποτέλεσμα, πέρα από την ενίσχυση της εξάρτησης της χώρας, ήταν και η μείωση του προσωπικού σταδιακά στα 265 άτομα που είναι σήμερα, αλλά και της παραγωγής που έφτασε από 300 χιλιάδες τόνους τη δεκαετία του 1980 στις 130 χιλιάδες το 1993, για να ακολουθήσει ανοδική πορεία τα επόμενα χρόνια φτάνοντας το 1996 τους 190 χιλιάδες τόνους.
Η υπονόμευση αποδείχτηκε αποτελεσματική για να δώσει σήμερα τα προσχήματα στην κυβέρνηση για το ξεπούλημά της με τελικό στόχο το κλείσιμο και το άνοιγμα της αγοράς στους κάθε τύπου εισαγωγείς, αγνοώντας ακόμη και σήμερα τη μόνη βιώσιμη λύση γενικότερα για την εγχώρια λιπασματοβιομηχανία, που είναι η δημιουργία ενιαίου φορέα λιπασματοβιομηχανίας υπό τον έλεγχο του δημοσίου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αρμόδια επί του θέματος στελέχη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο κατάρτισης συμπληρωματικού προϋπολογισμού για το 1997, στα μέσα του έτους, αν διαφανεί έντονη απόκλιση από τους ετήσιους στόχους που έχουν τεθεί. Το παραπάνω ενδεχόμενο, άλλωστε, οι ίδιοι παράγοντες το άφησαν ανοιχτό, στο κλιμάκιο του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), το οποίο στις επαφές που είχε μαζί τους, χαρακτήρισε "υπεραισιόδοξο" το στόχο που έχει τεθεί κυρίως στο σκέλος των εσόδων.
Βάσω ΜΠΑΡΜΠΑ
Σε απροκάλυπτο έγκλημα κατά της εθνικής οικονομίας αναδεικνύεται η προσπάθεια των "εκσυγχρονιστών" του ΠΑΣΟΚ να εκποιήσουν την ελληνική λιπασματοβιομηχανία
Τον κύκλο υπονόμευσης, δεκαετιών, της λιπασματοβιομηχανίας ΑΕΒΑΛ, επιχειρεί να κλείσει αυτές τις μέρες η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με την αναζήτηση αγοραστή για την εταιρία. Οι διαδικασίες για το οριστικό ξεκοκάλισμα της ΑΕΒΑΛ από τους ιδιώτες, είτε τους παρουσιάσουν ως "ενοικιαστές", είτε ως αγοραστές, έχει αρχίσει από τα μέσα του προηγούμενου μήνα, με τη δημοσίευση της διακήρυξης του διαγωνισμού για το ξεπούλημα ουσιαστικά της εταιρίας. Μια προκήρυξη από την οποία προκύπτει ξεκάθαρα ότι αυτό που κυρίως ενδιαφέρει την κυβέρνηση είναι η... απαλλαγή με οποιοδήποτε τρόπο του δημοσίου από την ΑΕΒΑΛ.
Τα επιχειρήματά τους για τις άνομες ενέργειές τους είναι δήθεν η προβληματικότητα της επιχείρησης, η οποία εμφανίζει σωρευμένα χρέη κυρίως προς τη ΔΕΗ (περίπου 4 δισ. δρχ.) και αυτό επειδή είναι η τρίτη μεγάλη ενεργοβόρα βιομηχανία μετά την ΠΕΣΙΝΕ και τη ΛΑΡΚΟ. Ομως το ιστορικό της επιχείρησης, που δραστηριοποιείται από το 1964 στην Κοζάνη - μια πόλη που πλήττεται ιδιαίτερα από τη συστηματική υποβάθμιση και συρρίκνωση της βιομηχανίας - αποδεικνύει ότι προβληματική την κατάντησαν οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να εξυπηρετήσουν ξένα για τον τόπο συμφέροντα. Κι όλα αυτά ανεξάρτητα και κόντρα στο γεγονός ότι η ΑΕΒΑΛ είναι η μοναδική από τις 4 συνολικά ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο των λιπασμάτων - κλάδο στρατηγικής σημασίας αφού συνδέεται άμεσα με την αγροτική παραγωγή της χώρας - η οποία χρησιμοποιούσε ως πρώτη ύλη το λιγνίτη που είναι εγχώριο προϊόν, εξοικονομώντας σημαντικούς συναλλαγματικούς πόρους για την οικονομία της χώρας. Η απόφαση για πώληση της ΑΕΒΑΛ, σε μια περίοδο που ο κλάδος παραγωγής λιπασμάτων περνάει γενικότερη κρίση, αποτελεί εθνικό έγκλημα, το οποίο ξετυλίγεται σχεδόν από το πρώτο στάδιο δραστηριοποίησης της εταιρίας και ολοκληρώνεται σήμερα.
Ξεκάθαρες και δεδομένες είναι οι θέσεις των κομμουνιστών σε ό,τι αφορά την τύχη της λιπασματοβιομηχανίας. Πρόκειται για προτάσεις - αποτέλεσμα βαθιάς μελέτης των αναγκών της ελληνικής οικονομίας και ανάμεσα στα άλλα προβλέπουν:
Η λίπασματοβιομηχανία κατασκευάστηκε με δαπάνες του ελληνικού δημοσίου από την κοινοπραξία UNDE - "Gazale" με σύμβαση που κυρώθηκε από το νόμο 3946/1950. Μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής, το Νοέμβρη του 1963 και τη δοκιμαστική λειτουργία, το βιομηχανικό συγκρότημα μεταβιβάστηκεe στην ΕΤΒΑ, η οποία στις 15 του Σεπτέμβρη του 1965 ίδρυσε την ΑΕΒΑΛ με μετοχικό κεφάλαιο 1.400.000.000 δρχ. Στην περίοδο 1970 - 1973 πραγματοποιήθηκαν επενδύσεις 1,2 δισ. δρχ. και αυξήθηκε η δυναμικότητα παραγωγής αμμωνίας που αποτελεί τη βασική πρώτη ύλη για την παραγωγή λιπασμάτων, κατά 50%. Λειτουργεί από το 1964 τις εγκαταστάσεις της στην Πτολεμαϊδα και παρήγαγε σαν τελικά προϊόντα, για κάλυψη της εγχώριας αγοράς, περίπου 300.000 τόνους το χρόνο, απλά αζωτούχα λιπάσματα, καθώς και τα απαιτούμενα ενδιάμεσα προϊόντα.