ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 12 Δεκέμβρη 2003
Σελ. /40
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΤΙΜΕΣ ΑΓΟΡΑΣ
Πρωταγωνιστές ακρίβειας και σε επίπεδο ΕΕ

Ενα στα δύο είδη πουλιούνται ακριβότερα μέχρι και 50% από το μέσο όρο των τιμών στις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης

Τεράστια υπερκέρδη αποσπούν από τους εργαζόμενους στη χώρα μας ξένες και ντόπιες επιχειρήσεις, που καταφέρνουν να πωλούν τα εμπορεύματά τους σε τιμές που είναι αισθητά υψηλότερες από τις αντίστοιχες τιμές σε άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ. Ετσι, από την εν Ελλάδι δραστηριότητά τους έχουν διπλό και τριπλό όφελος. Γιατί όφελος είναι για τις επιχειρήσεις οι χαμηλοί μισθοί, κέρδος αποτελούν οι χαμηλοί φόροι και τα χαμηλά ναύλα μεταφοράς και οπωσδήποτε κέρδος είναι οι αισθητά, πολλές φορές, αυξημένες τιμές. Με δυο λόγια, όπως επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία της AC Nielsen, στη χώρα μας η κερδοσκοπία των επιχειρήσεων - ελέω «ελεύθερης αγοράς» - ευνοεί τις επιχειρήσεις να θησαυρίζουν σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό πολυεθνικής αλυσίδας σούπερ μάρκετ, ενώ ορισμένα από τα αποτελέσματά της έγιναν γνωστά τις τελευταίες μέρες. Σύμφωνα με αυτά, η Ελλάδα φιγουράρει στην όγδοη θέση στην κατάταξη των χωρών της Ευρωζώνης με βάση τις τιμές 60 προϊόντων. Μάλιστα, στο σύνολο των 60 προϊόντων τα 31, δηλαδή ένα στα δύο, είναι ακριβότερα από το μέσο όρο της Ευρωζώνης μέχρι και 50%. Μεταξύ των ειδών αυτών είναι προϊόντα προσωπικής υγιεινής, ρύζι, γιαούρτι, αναψυκτικά, απορρυπαντικά, τυριά, κορν φλέικς, σνακ κ.ά. Οι τιμές βασικών ειδών σούπερ μάρκετ της Ελλάδας σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ είναι υψηλότερες μέχρι και 159%!

Ενα στοιχείο που προκύπτει από τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας και αξίζει να σημειωθεί είναι ότι τα 31 προϊόντα από τα 60 που πωλούνται ακριβότερα μέχρι 50% από τις μέσες τιμές των χωρών της Ευρωζώνης στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι προϊόντα πολυεθνικών εταιριών. Το γεγονός αυτό δίνει μια ακόμα απάντηση στους θιασώτες της «απελευθέρωσης» των αγορών, καθώς αποδεικνύεται ότι οι αθρόες εισαγωγές δεν έχουν επιπτώσεις μόνο στην εγχώρια παραγωγή, που εκτοπίζεται από τα ράφια των σούπερ μάρκετ, αλλά και στις τσέπες των καταναλωτών που τα ακριβοπληρώνουν.

Εάν κανείς λάβει υπόψη ότι τα εισοδήματα στην Ελλάδα βρίσκονται στο 68% του μέσου όρου της ΕΕ, είναι φανερό τι διαστάσεις έχει η ακρίβεια για τους Ελληνες εργαζόμενους.

Ανατιμήσεις και στο φυσικό αέριο

Προάγγελος τσουχτερών ανατιμήσεων και στα οικιακά τιμολόγια του φυσικού αερίου, αλλά και σε ευρύ φάσμα βιομηχανικών και βιοτεχνικών προϊόντων είναι η απόφαση της Εταιρίας Παροχής Αερίου Αττικής (ΕΠΑ) να αυξήσει τα τιμολόγιά της για τους βιομηχανικούς καταναλωτές κατά 15,8% μέσα σε μία τριετία. Συγκεκριμένα, βιομηχανικοί καταναλωτές ενημερώθηκαν από την ΕΠΑ ότι από την 1/1/2004 τα τιμολόγια θα αυξηθούν κατά 4% και, ταυτόχρονα, πληροφορήθηκαν την πρόθεση της ΕΠΑ να αναπροσαρμόσει τα τιμολόγια από 1/1/2005 κατά 5% και από την 1/1/2006 κατά 6%.

Οι αυξήσεις αυτές θα ισχύσουν για καταναλώσεις κάτω των 10 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων αερίου ετησίως και σύμφωνα με την ΕΠΑ Αττικής, έχουν ήδη εγκριθεί από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ).

Σύμφωνα με πληροφορίες, πολλοί επιχειρηματίες έχουν ζητήσει την παρέμβαση του ΣΕΒ για να αποτραπούν οι συγκεκριμένες αυξήσεις, με το επιχείρημα ότι επηρεάζεται η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, αλλά και του ίδιου του φυσικού αερίου, που μετατρέπεται σε ένα ακριβό καύσιμο. Από την άλλη, οι βιομήχανοι χρησιμοποιούν το γεγονός για να αποδείξουν ότι δεν ευθύνονται αυτοί για τις αυξήσεις που με τη σειρά τους καπελώνουν τα προϊόντα τους.

Την όλη, όμως, ιστορία θα τη διπλοπληρώσουν οι οικιακοί καταναλωτές, αλλά και όλος ο ελληνικός λαός, αφού θεωρείται βέβαιο πως θα συμπαρασυρθούν και τα οικιακά τιμολόγια, αλλά και οι τιμές των βιομηχανικών και βιοτεχνικών προϊόντων.

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Εξοντωτικοί φοροέλεγχοι σε βάρος των ΕΒΕ

Με μεγαλύτερη ένταση, συνεχίστηκαν στο εντεκάμηνο Γενάρη - Νοέμβρη του 2003 τα φορολογικά «γιουρούσια» σε βάρος των μικρεμπόρων, βιοτεχνών και ελεύθερων επαγγελματιών, στους οποίους με άνωθεν εντολές καταλογίστηκαν πρόσθετοι φόροι εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ. Μ' αυτήν τη συγκεκριμένη επιλεκτική τακτική, το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών επιχειρεί να αναπληρώσει τις απώλειες εσόδων μετά και τις απανωτές φοροελαφρύνσεις που θεσμοθέτησαν για λογαριασμό του μεγάλου κεφαλαίου. Το γεγονός αυτό προκύπτει και από τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με τα οποία η μεγάλη μάζα των φόρων που βεβαιώθηκε αφορά στις μικρές και τις μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις. Με τους φοροελέγχους της περιόδου βεβαιώθηκαν φόροι και για τις μεγάλες ΑΕ, που, όμως, είναι άγνωστο, αν και κατά πόσο θα καταβληθούν στα δημόσια ταμεία. Το συνολικό ποσό που βεβαιώθηκε στο 11μηνο του 2003 έφτασε σε 2,5 δισ. ευρώ και ήταν αυξημένο κατά 71,8%, σε σύγκριση με το 2002. Στις πολύ μικρές επιχειρήσεις (που ελέγχονται από τα Τοπικά Ελεγκτικά Κέντρα), καταλογίστηκε το αστρονομικό ποσόν των 686,2 εκατ. ευρώ (αύξηση 73,3%). Να σημειωθεί ότι οι ΕΒΕ και οι μικρές επιχειρήσεις είχαν δεχτεί αλλεπάλληλα φορολογικά «γιουρούσια» και το 2002 και είχαν καταβάλει εξοντωτικά ποσά για πρόσθετους φόρους και προσαυξήσεις.

Ο ... ικανοποιημένος

Τη στιγμή που η αγορά παιδικού παιχνιδιού είναι μια από αυτές όπου οι νόμοι της «ελεύθερης αγοράς» βρίσκουν την απόλυτη εφαρμογή τους και ενώ κερδοσκόποι - κατασκευαστές και εισαγωγείς δε διστάζουν να θυσιάσουν στο βωμό του κέρδους ακόμα κι αυτήν την ίδια την ψυχική υγεία και σωματική ασφάλεια των παιδιών, ο υφυπουργός Ανάπτυξης, Αλ. Καλαφάτης, δηλώνει «ικανοποιημένος» από τον τρόπο που λειτουργεί η συγκεκριμένη αγορά.

Επειδή, όμως, έχει κατά νου το γνωστό ...«πάρε και μια γάτα», στην ουσία μεταφέρει τις ευθύνες στους ίδιους τους γονείς - καταναλωτές, μιλώντας για την ανάγκη να φροντίζουν σε κάθε περίπτωση αυτοί οι ίδιοι για την ασφάλεια του προϊόντος. Μόνο που αυτό δε μειώνει τις ευθύνες, τις δικές του και της κυβέρνησης, τόσο για την πλήρη ανεπάρκεια των ρυθμίσεων που αφορούν στην εμπορία παιδικών παιχνιδιών ή στην ανυπαρξία σχετικών ελέγχων, ούτε για το γεγονός ότι το παιδί πολιορκείται από την επικίνδυνη σαβούρα που κυκλοφορεί ειδικά αυτές τις μέρες.

Επεκτείνονται τα... ταχυφαγεία

Τη σημαντική επέκταση των αλυσίδων εστιατορίων γρήγορης εστίασης, των γνωστών «φαστ φουντ», καταδεικνύει μελέτη της ICAP. Σύμφωνα με αυτή, οι αλυσίδες εστιατορίων διαφόρων κατηγοριών, παρουσίασαν τη δεκαετία 1992 - 2002 μέση ετήσια αύξηση κατά 21%! Στην ανακοίνωσή της, η εταιρία επισημαίνει ότι «η σημερινή εικόνα του κλάδου διαμορφώνεται σε σημαντικό βαθμό από την παρουσία ισχυρών ομίλων επιχειρήσεων, που ελέγχουν περισσότερα του ενός εμπορικά σήματα στο χώρο της εστίασης». Με βάση στοιχεία για το 2002, η κατηγορία των αλυσίδων εστιατορίων burger (χάμπουργκερ) κυριαρχεί στην αγορά γρήγορης εστίασης με ποσοστό 44,8%. Τα εστιατόρια «σνακ - σάντουιτς» κατέχουν τη δεύτερη θέση από άποψη μεγέθους στην αγορά με περίπου 22%. Οι αλυσίδες εστιατορίων «πίτσας» κατέχουν ποσοστό 20,7%. Μια σχετικά νέα κατηγορία εστιατορίων, η «σουβλάκι - έθνικ» αύξησε το μερίδιό της στο 9,6%.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ