ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 22 Σεπτέμβρη 2002
Σελ. /40
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Ομίχλη στο τοπίο της οικονομίας

Παπαγεωργίου Βασίλης

Παρακολουθώντας κάποιος την οικονομική επικαιρότητα, εγχώρια και διεθνή, καθώς και τις σχετικές αναλύσεις στα έντυπα ΜΜΕ, διαπιστώνει κλίμα «ανησυχίας» για την πορεία της οικονομίας. Ως κλίμα αντανακλάται και στις τοποθετήσεις κορυφαίων οικονομικών και πολιτικών παραγόντων.

Η κυβερνητική ανησυχία

Για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομίας εξέφρασαν την ανησυχία τους για τις επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία από την επιβράδυνση, μάλλον στασιμότητα (βλέπε κρίση κατά τη μαρξιστική μεθοδολογία) στην ανάπτυξη του ΑΕΠ (βλέπε στην καπιταλιστική αναπαραγωγή) στην Ευρωζώνη. Εμμέσως, αναγκάστηκαν να παραδεχτούν την επιδείνωση της ανταγωνιστικής θέσης της εγχώριας παραγωγής εντός της Ευρωζώνης (και της ΕΕ) και να επανέλθουν στο γνωστό φάρμακο, και διά συνταγής του διοικητή της ΤτΕ: τη συγκράτηση μισθών, ημερομισθίων και συντάξεων, ώστε να μην πυροδοτούν τον πληθωρισμό.

Βέβαια, ο πρωθυπουργός χρησιμοποίησε πιο εκλεπτυσμένο εννοιολογικό και γλωσσικό ιδίωμα, αναλύοντας τους παράγοντες εξασφάλισης της οικονομικής «ασφάλειας». Υποστήριξε ότι η «σύγκλιση στους μισθούς έρχεται με τη σύγκλιση ολόκληρης της οικονομίας», ότι «αυτό γίνεται σταδιακά, ως αποτέλεσμα της συλλογικής προσπάθειας για ένα καλύτερο αύριο», ότι «η σύγκλιση οικοδομείται σταδιακά, μόνο με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας».

Με άλλα λόγια, ισχυρίστηκε ότι οι αυξήσεις στους μισθούς και στα ημερομίσθια πρέπει να υπολείπονται από την αύξηση της παραγωγικότητας και του πληθωρισμού, ώστε να μειώνεται το «κόστος της εργασίας» και να γίνονται ανταγωνιστικότερα τα εγχώρια εμπορεύματα στην ευρωαγορά κλπ. Μάλιστα, με την πεπαλαιωμένη θεωρία του στασιμοπληθωρισμού, εξήγησε την οικονομική κρίση στη Λατινική Αμερική (ομιλία του στη ΔΕΘ), γι' αυτό και κάλεσε σε «σταυροφορία» κατά του πληθωρισμού.

Την αληθοφάνεια των ισχυρισμών του πρωθυπουργού καταρρίπτουν δεδομένα προερχόμενα είτε από τα ίδια τα κυβερνητικά επιτελεία είτε από επιτελεία κυβερνητικής επιρροής: Η εφημερίδα «Το Βήμα» (15.9.2002) αποκαλύπτει, σύμφωνα με νέα απόρρητη έκθεση του υπουργείου Ανάπτυξης, ότι ο «τιμάριθμος στο σημερινό του επίπεδο (3,5%) δεν περιγράφει επαρκώς τη σκληρή πραγματικότητα» και ότι «το 91% του Δείκτη τρέχει με ετήσιο ρυθμό 4,3% και το 49% με 6,6%». Αυτό σημαίνει ότι ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή υποεκτιμά την αύξηση των τιμών. Επομένως, δεν είναι αυθαιρεσία όταν υποστηρίζουμε ότι οι αυξήσεις που δίνονται με βάση την ΕΣΣΕ (λειτουργεί ως οδηγός και για τις κλαδικές Συμβάσεις) υπολογίζοντας την εξέλιξη του πληθωρισμού, στην πραγματικότητα υπολείπονται κατά πολύ από την, έστω και με χρονική υστέρηση, κάλυψη των απωλειών της αγοραστικής δύναμης των μισθών.

Αλλη πηγή πρόσφατης αποκάλυψης είναι η έρευνα του ΙΝΕ (Εκθεση 2002, σελ. 74), η οποία εκτιμά ότι οι πραγματικές αποδοχές στον επιχειρηματικό τομέα μένουν περίπου στο ύψους των αρχών της δεκαετίας του 1980. Με άλλα λόγια, από την «ανάπτυξη» βγήκαν ωφελημένοι οι καπιταλιστές αλλά όχι οι εργαζόμενοι.

Η δημαγωγική ταχτική της ΝΔ

Η ΝΔ ακολουθεί την τακτική ανάδειξης ορισμένων προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας και κυρίως της ασθενέστατης θέσης της μέσα στην ΕΕ (την τελευταία θέση στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ συγκριτικά με το μέσο όρο του κατά κεφαλήν ακαθάριστου προϊόντος στην ΕΕ, τη μεγάλη διαφορά των μισθών στην Ελλάδα συγκριτικά με την ΕΕ, τη διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος και την υποχώρηση των ελληνικών εξαγωγών στην ΕΕ, το ύψος του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ κλπ.).

Ολα αυτά τα κακά συμπτώματα της ελληνικής οικονομίας, η ΝΔ τα αποδίδει στην κακή διαχείριση των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και στην κατασπατάληση των κοινοτικών εισροών αρωγής.

Στο διά ταύτα της πολιτικής της θέσης, και διά στόματος του προέδρου της στη ΔΕΘ, η ΝΔ υπόσχεται «την εισαγωγή μεγαλύτερης ευελιξίας στις εργασιακές σχέσεις» (βλέπε επέκταση της μερικής απασχόλησης), την επιδότηση νέων θέσεων εργασίας σε περιοχές υψηλής ανεργίας (βλέπε επιδότηση εργοδοτών και όχι ανέργων), αποδοτικότερη πώληση των κρατικών επιχειρήσεων. Συμπληρωματικά, ο υπεύθυνος του τομέα Οικονομίας επιβεβαίωσε την πρόθεση της ΝΔ για νέα μείωση της φορολογίας των επιχειρηματικών κερδών.

Πέραν της δημαγωγικής ανάδειξης προβλημάτων, από τις προτάσεις της ΝΔ αποκαλύπτεται η ταξική αντιλαϊκή σύμπλευσή της με το ΠΑΣΟΚ. Αυτό διαπιστώνεται και μέσω της κοινοβουλευτικής της στάσης σε στρατηγικής σημασίας επιλογές, όπως η ΟΝΕ, ο τρομονόμος.

Η ευελιξία που εμφανίζει η τακτική της ΝΔ στο κίνημα, δε θα πρέπει να μας ξεγελά. Εχει διδαχτεί από ανάλογη τακτική του ΠΑΣΟΚ, ως αντιπολιτευτικού κόμματος και, βεβαίως, η παρέμβασή της στους στόχους του κινήματος είναι αποπροσανατολιστική (π.χ. στο αγροτικό κίνημα εγκλωβίζοντάς το στα όρια των ποσοστώσεων, στο εργατικό με αιχμή το ασφαλιστικό).

Η τακτική της είναι δημαγωγική και ως προς την ανάδειξη προβλημάτων των καλύτερα πληρωμένων τμημάτων από τα μεσαία στρώματα (π.χ. δικηγόρων, πανεπιστημιακών καθηγητών) ή σχετικά ασθενέστερων τμημάτων του κεφαλαίου (των λεγόμενων μικρομεσαίων επιχειρήσεων). Τη χαρακτηρίζουμε ως δημαγωγική αντιπολιτευτική τακτική γιατί η ΝΔ τάσσεται ανοιχτά υπέρ πολιτικών μέτρων που διευκολύνουν, επιταχύνουν τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου (υπέρ των «ελεύθερων» αγορών), υπέρ της συγκέντρωσης της γης και την προώθηση της καπιταλιστικοποίησης στην αγροτική παραγωγή.

Τάσσεται υπέρ της ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Διακηρύσσει ότι θα μειώσει τις κρατικές δαπάνες, θα κάνει τις κρατικές λειτουργίες αποτελεσματικότερες σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη απελευθέρωση των αγορών. Πρεσβεύει δηλαδή τη φιλοσοφία και πολιτική της καπιταλιστικής κίνησης, η οποία ναι μεν αναπαράγει τη διαφοροποίηση των μεγεθών μέσα στην τάξη του κεφαλαίου και των μεσαίων στρωμάτων, αλλά με κύκλους καταστροφής τους και τάση συρρίκνωσής τους.

«Ευρω-ανησυχίες» και αντιφάσεις

Στη σύσκεψη των υπουργών Οικονομίας και διοικητών του Ενιαίου Τραπεζικού Συστήματος της Ευρωζώνης, ο προβληματισμός και η ανησυχία έχουν σοβαρό υπόβαθρο. Η διαχείριση της κρίσης (μείωση παραγωγής και μάλιστα της μεταποίησης) και η προσήλωση στους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας (με τις ανάλογες δεσμεύσεις, κυρίως ως προς τον έλεγχο των ελλειμμάτων και του πληθωρισμού) φαίνονται πλέον να μοιάζουν με το πρόβλημα του τετραγωνισμού του κύκλου.

Η απελευθέρωση των αγορών σπρώχνει στον περιορισμό των φορολογικών συντελεστών κυρίως στα κέρδη των επιχειρήσεων. Αυτό σημαίνει απώλεια ορισμένων φορολογικών εσόδων σε περιόδους κατά τις οποίες η ύφεση επιβάλλει επέκταση των δημοσίων επενδύσεων, ακόμη και ορισμένη ενίσχυση της κρατικής παραγωγικής ιδιοκτησίας. Στο δ΄ τρίμηνο του 2001 και κατά το 2002, κυρίως στους κλάδους τηλεπικοινωνιών και αερομεταφορών, στους οποίους εκδηλώθηκε εντονότερα η κρίση, δόθηκαν νέες κρατικές επιχορηγήσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως της «France Telecom», έχουν εκδηλωθεί κυβερνητικές διαθέσεις για πλήρη επανακρατικοποίησή τους.

Τα οικονομικά επιτελεία των κρατών - μελών της ΕΕ είναι υποχρεωμένα να ισορροπήσουν ανάμεσα σε δύο συγκρουόμενες ανάγκες: Από τη μια, την ανάγκη να συγκρατήσουν μια νέα απότομη πτώση της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων των μισθωτών (να συγκρατήσουν την πτώση της κατανάλωσης) και από την άλλη να συγκρατήσουν την τάση πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους του κεφαλαίου. Η χάραξη της εισοδηματικής πολιτικής τους περνά από αυτές τις συμπληγάδες.

Με όλα αυτά, η κατάρτιση των Κρατικών Προϋπολογισμών του 2003 για τα κράτη της Ευρωζώνης γίνεται σπαζοκεφαλιά: Και το Ευρώ, ως κοινό νόμισμα της απελευθερωμένης νομισματικής Ενωσης, να μην τιναχτεί στον αέρα, και να έχουν μια ορισμένη χρήση κεϋνσιανών συνταγών για τη διαχείριση της κρίσης. Γι' αυτό και ο ευρωσκεπτικισμός στο θέμα της διεύρυνσης.

Τα προβλήματα και οι αντιφάσεις οξύνονται και μπροστά στο ενδεχόμενο ανόδου των τιμών πετρελαίου, λόγω επίθεσης των ΗΠΑ εναντίον του Ιράκ. Γιατί, όπως είναι γνωστό, η ΕΕ ως σύνολο έχει πολύ μεγαλύτερο βαθμό εξάρτησης, συγκριτικά με τις ΗΠΑ, από εισαγόμενο πετρέλαιο. Και η Ελλάδα, ακόμη μεγαλύτερο απ' ό,τι η ΕΕ.

Αλλωστε, η διαχείριση της ενεργειακής εξάρτησης είναι πεδίο όξυνσης των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων και μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ. Σε αυτό το πεδίο δοκιμάζεται η συμμαχία ΗΠΑ - ΕΕ (ΕΟΚ) που οικοδομήθηκε κατά το β' ήμισυ του 20ού αιώνα, σε συνθήκες τελείως διαφορετικής διάταξης και συσχετισμού δυνάμεων (Σχέδιο Μάρσαλ, πολιτική και στρατιωτική συμμαχία εναντίον του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη). Η ΕΕ έχει πολύ μεγαλύτερη ανάγκη να έχει ως προμηθευτή πετρελαίου το Ιράκ (και υπό καθεστώς Χουσεΐν), διαφοροποίηση των πηγών προμήθειας πετρελαίου και φυσικού αερίου με αυτοτελείς κινήσεις προς τη Ρωσία, ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων συμφερόντων των ΗΠΑ.

Γενικότερα, η ΕΕ αναζητά το δρόμο χαλάρωσης της «εξάρτησής» της από την οικονομία των ΗΠΑ. Αλλωστε, οι «ευρω-ανησυχίες» ενισχύονται και από την αβεβαιότητα που επικρατεί στις εκτιμήσεις για την πορεία της οικονομίας των ΗΠΑ και τις επιπτώσεις της στην οικονομία της ΕΕ. Την αβεβαιότητα ενίσχυσαν δηλώσεις του διοικητή της FED (της κεντρικής ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ) Α. Γκρίνσπαν, ο οποίος ουσιαστικά θεώρησε υπερτιμημένες τις υπάρχουσες εκτιμήσεις για την ανάκαμψη στις ΗΠΑ.

Τα προμηνύματα της κρίσης στην Ελλάδα και η διαχειριστική διαπάλη

Στις εξελίξεις του α' εξαμήνου του 2002, τα κυβερνητικά επιτελεία βλέπουν τα προμηνύματα της κρίσης: Τη στασιμότητα στην αναπαραγωγή της Μεταποίησης κατά το α' εξάμηνο του 2002 (μεταβολή 0,3% συγκριτικά με το αντίστοιχο του 2001, ενώ η μεταβολή 2001/2000 ήταν 2,6%). Τη μείωση της παραγωγής Κεφαλαιακών Προϊόντων (-14,4%) και Διαρκών Καταναλωτικών Προϊόντων (-13,6%). Την πτώση του βαθμού χρησιμοποίησης δυναμικού (δείκτης ΙΟΒΕ) 76,8% (έναντι 78% για το ίδιο διάστημα του 2001). Ομοίως την πτώση του αντίστοιχου δείκτη στην παραγωγή Κεφαλαιακών Αγαθών σε 78,4% (από 82% το 2001). Την αρνητική μεταβολή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (σε τρέχουσες τιμές) στο 5μηνο Γενάρης - Μάης (-2,1%). Ενώ η αναιμική αύξηση της συνολικής Βιομηχανικής Παραγωγής (1,6% για το 6μηνο) οφείλεται κυρίως στην αύξηση της παραγωγής των Ορυχείων (κατά 11,5%) και του Ηλεκτρισμού (κατά 3,1%).

Ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομίας εκδηλώνουν καθαρά πλέον την «ανησυχία» τους. Βέβαια, εμφανίζονται να φοβούνται την «εισαγόμενη» κρίση. Αλλά αυτή είναι καθαρά προπαγανδιστική τοποθέτηση. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι είναι ενδογενής ο κύκλος της κρίσης στην καπιταλιστική αναπαραγωγή. Φυσικά, ο χρόνος εκδήλωσης των φάσεων του κύκλου ποικίλει μεταξύ των καπιταλιστικών οικονομιών και ο συγχρονισμός σχετίζεται με το βαθμό σύνδεσης των οικονομιών (π.χ. μέγεθος εξαγωγών, άμεσων και άλλης μορφής ξένων επενδύσεων). Συγκυριακοί λόγοι μπορούν να λειτουργήσουν καταλυτικά, π.χ. μια απότομη άνοδος στις τιμές του πετρελαίου, λόγω πολέμου, να πυροδοτήσει την άνοδο τιμών, την απώλεια μεριδίου αγοράς (κυρίως εξωτερικής) για ορισμένες επιχειρήσεις ή και κλάδους της μεταποίησης, να επιταχύνει την εκδήλωση της κρίσης, την ανακοπή της διευρυμένης, ακόμα και τη συρρίκνωση της αναπαραγωγής.

Αλλά όλα αυτά είναι διασυνδέσεις - καταλυτικοί παράγοντες των εσωτερικών αιτίων της κρίσης, της εσωτερικής αντίθεσης μεταξύ της κοινωνικοποιημένης παραγωγής και της ατομικής ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της, στη βάση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.

Η ιστορία καταδεικνύει ότι καμιά παραλλαγή πολιτικής διαχείρισης δεν μπόρεσε ν' απαλλάξει την καπιταλιστική οικονομία από τον κύκλο της κρίσης. Το συμπέρασμα αυτό πρέπει να γίνει στοιχείο της κοινωνικής εργατικής συνείδησης.

Το κάθε πολιτικό κόμμα που διεκδικεί να είναι διαχειριστής της οικονομικής κυριαρχίας του κεφαλαίου, επιδιώκει να ταυτιστεί η κυβερνητική του περίοδος με τα πλεονεκτήματα της θετικής (ανοδικής φάσης) συγκυρίας του καπιταλιστικού κύκλου. Και αντιστρόφως, ως κόμμα αντιπολίτευσης επιδιώκει να αναχθούν οι συνέπειες της αρνητικής (φάσης συρρίκνωσης) συγκυρίας στις διαχειριστικές πολιτικές επιλογές του κυβερνώντος κόμματος. Για παράδειγμα, η αντιπαλότητα της ΝΔ προς το ΠΑΣΟΚ μπροστά στο ενδεχόμενο εκδήλωσης της κρίσης, εξωτερικεύεται με απόδοση κακής διαχείρισης στο ΠΑΣΟΚ. Ο Κ. Καραμανλής κατήγγειλε ότι το ΠΑΣΟΚ κατασπατάλησε πακτωλό κοινοτικών εισροών και τώρα «χάνει το τρένο» της πραγματικής σύγκλισης. Αντιθέτως, το ΠΑΣΟΚ αποδίδει στην αποτελεσματικότητα της δικής του πολιτικής, τους μεγαλύτερους από της ΕΕ ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ και τη μείωση κατά 10 εκατοστιαίες μονάδες στην καθυστέρηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, σε σχέση με τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ. Ταυτοχρόνως αποδίδει στην κακή διαχείριση της ΝΔ, τη συρρίκνωση της περιόδου 1990-1993.

Βεβαίως, αυτή η αντιπαλότητα και εναλλαγή στη διαχείριση του συστήματος, πέραν του πώς εκδηλώνεται σε σχέση με τις φάσεις στον κύκλο της κρίσης, είναι πολύ πιο σύνθετη. Υπεισέρχονται σ' αυτήν και άλλα αντικειμενικά στοιχεία της καπιταλιστικής εξέλιξης και παράγοντες ιδεολογικο-πολιτικοί που αποκρυσταλλώνουν το επίπεδο της εγχώριας ταξικής πάλης, ενδεχομένως και σε ευρύτερη περιφέρεια ή και διεθνώς, που παρουσιάζουν σταθερότητα για χρονική περίοδο μεγαλύτερη από εκείνη μιας σχετικά περιορισμένης οικονομικής κρίσης (με συρρίκνωση της αναπαραγωγής κατά λιγότερες της δεκάδας εκατοστιαίες μονάδες). Δηλαδή, το ρεύμα της κεϋνσιανής διαχειριστικής πολιτικής προέκυψε ως ανάγκη μετά από πολύ εντονότερη οικονομική κρίση και καταστροφές πολέμου (μέχρι και κατά 50% συρρίκνωση), ταξική πάλη με τη μορφή ενόπλου αγώνα ή με κίνδυνο να μετατραπεί ο απελευθερωτικός αγώνας και ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος σε ένοπλο ταξικό (εμφύλιο), με ταυτόχρονη ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας σε σημαντικό τμήμα της Ευρώπης.

Η διαπάλη, λοιπόν, μεταξύ των πιο αντιπροσωπευτικών ρευμάτων της διαχείρισης του συστήματος έχει ιστορικότητα και επομένως κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ διαφορετικών κρατών. Διανθίζεται όμως και τροποποιείται αναλόγως και με άλλους παράγοντες, όπως είναι η θέση ενός κράτους στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, το πώς εκδηλώνεται η ανισόμετρη καπιταλιστική ανάπτυξη σε μια περιφέρεια, επομένως πώς οικοδομούνται οι διακρατικές συμμαχίες και αντιπαλότητες σε αυτήν, ποια ήταν στο παρελθόν η στρατηγική τους θέση στην πάλη με το σοσιαλιστικό σύστημα.

Η, μετά το Β' παγκόσμιο πόλεμο, ιστορία του ελληνικού κράτους μπορεί να αναδείξει πολλές πτυχές αυτής της διαχειριστικής διαπάλης. Για τις υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου σημειώνουμε μόνον τη μακροχρόνια ανάγκη της αστικής οικονομικής πολιτικής να αντιμετωπίσει προβλήματα της ιστορικής καθυστέρησης της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, τα οποία κωδικοποιήθηκαν στη συζήτηση για την εκβιομηχάνισή της.

Παρότι η καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα έλυσε το ζήτημα της εκβιομηχάνισης, ωστόσο αναπαράχθηκαν, και μετά την ένταξη στην ΕΟΚ οξύνθηκαν, δομικά προβλήματα της Μεταποίησης και γενικότερα των αναλογιών των επιμέρους τομέων στη σύνθεση του ΑΕΠ.

Παρά την ανάπτυξη της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας παραμένει εντυπωσιακά χαμηλό το μερίδιο της Μεταποίησης και γενικότερα της Βιομηχανίας, συγκριτικά με όλες τις οικονομίες της ΕΕ των «15». Αλλες πλευρές του ιδίου προβλήματος είναι η χαμηλή συμμετοχή του κλάδου Παραγωγής Κεφαλαιακών προϊόντων στο σύνολο της Μεταποίησης, το μικρό μέγεθος των εξαγωγών εγχώριων εμπορευμάτων, ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε σύγκριση και με το αντίστοιχο μεγάλο μέγεθος των εισαγομένων.

Η καπιταλιστική διαχείριση δεν αδιαφορεί γι' αυτά, ούτε εκφράζεται μονοσήμαντα. Σ' αυτό το έδαφος προκύπτουν εσωτερικές διαφωνίες στο ΠΑΣΟΚ και στη ΝΔ, αλλά και συγκλίσεις μεταξύ δυνάμεών τους.

Αλλα κόμματα, όπως ο ΣΥΝ, παίζουν περιφερειακό ρόλο ως προς αυτές τις συγκλίσεις και αποκλίσεις, αλλά κεντρικό ρόλο ως προς τον πολιτικό αποπροσανατολισμό δυνάμεων με ριζοσπαστικές παραδόσεις (αριστερές καταβολές) και, κυρίως, ως προς την παρεμπόδιση της αντιμονοπωλιακής αντιιμπεριαλιστικής αγωνιστικής συσπείρωσης και της πολιτικής (και εκλογικής) συνειδητοποίησης.

Βήμα αποφασιστικό, αγωνιστικό Τώρα!

Το ΚΚΕ εγκαίρως αποκάλυψε ότι αν και δεν εκφράζεται μονοσήμαντα η διαχείριση της εκμετάλλευσης και της φτώχειας, ωστόσο μονοσήμαντα εκφράζεται μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ ο στόχος για αποξένωση της εργατικής τάξης από μεγαλύτερο μερίδιο του παραγόμενου προϊόντος, όσο αυξάνεται η παραγωγικότητα και ο όγκος παραγωγής (καπιταλιστική ανάπτυξη).

Οι εκτιμήσεις του ΚΚΕ, μέσα στον τυφώνα του τέλους του 20ού αιώνα, επαληθεύτηκαν από τις εξελίξεις. Είναι καιρός, τουλάχιστον ένα πιο διευρυμένο τμήμα εργατικών δυνάμεων, πρωτοπόρων διανοουμένων να εκφραστεί πιο αγωνιστικά και συνειδητά και σε πολιτικό επίπεδο, άμεσα, στις επερχόμενες τοπικές και νομαρχιακές εκλογές.

Να κάνει το βήμα, να ρίξει το σπόρο για ν' αναπτυχθεί το λαϊκό ρεύμα που θα ανατρέψει αυτήν την πολιτική, όταν ωριμάσουν οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες. Γιατί, διαλέγοντας το δρόμο μας μέσα στην ομίχλη, προστατευόμαστε από την καταιγίδα, οδηγούμαστε σε διέξοδο.


Της
Ελένης ΜΠΕΛΛΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ