Κυριακή 22 Σεπτέμβρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Τα προμηνύματα της κρίσης στην Ελλάδα και η διαχειριστική διαπάλη

Στις εξελίξεις του α' εξαμήνου του 2002, τα κυβερνητικά επιτελεία βλέπουν τα προμηνύματα της κρίσης: Τη στασιμότητα στην αναπαραγωγή της Μεταποίησης κατά το α' εξάμηνο του 2002 (μεταβολή 0,3% συγκριτικά με το αντίστοιχο του 2001, ενώ η μεταβολή 2001/2000 ήταν 2,6%). Τη μείωση της παραγωγής Κεφαλαιακών Προϊόντων (-14,4%) και Διαρκών Καταναλωτικών Προϊόντων (-13,6%). Την πτώση του βαθμού χρησιμοποίησης δυναμικού (δείκτης ΙΟΒΕ) 76,8% (έναντι 78% για το ίδιο διάστημα του 2001). Ομοίως την πτώση του αντίστοιχου δείκτη στην παραγωγή Κεφαλαιακών Αγαθών σε 78,4% (από 82% το 2001). Την αρνητική μεταβολή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (σε τρέχουσες τιμές) στο 5μηνο Γενάρης - Μάης (-2,1%). Ενώ η αναιμική αύξηση της συνολικής Βιομηχανικής Παραγωγής (1,6% για το 6μηνο) οφείλεται κυρίως στην αύξηση της παραγωγής των Ορυχείων (κατά 11,5%) και του Ηλεκτρισμού (κατά 3,1%).

Ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομίας εκδηλώνουν καθαρά πλέον την «ανησυχία» τους. Βέβαια, εμφανίζονται να φοβούνται την «εισαγόμενη» κρίση. Αλλά αυτή είναι καθαρά προπαγανδιστική τοποθέτηση. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι είναι ενδογενής ο κύκλος της κρίσης στην καπιταλιστική αναπαραγωγή. Φυσικά, ο χρόνος εκδήλωσης των φάσεων του κύκλου ποικίλει μεταξύ των καπιταλιστικών οικονομιών και ο συγχρονισμός σχετίζεται με το βαθμό σύνδεσης των οικονομιών (π.χ. μέγεθος εξαγωγών, άμεσων και άλλης μορφής ξένων επενδύσεων). Συγκυριακοί λόγοι μπορούν να λειτουργήσουν καταλυτικά, π.χ. μια απότομη άνοδος στις τιμές του πετρελαίου, λόγω πολέμου, να πυροδοτήσει την άνοδο τιμών, την απώλεια μεριδίου αγοράς (κυρίως εξωτερικής) για ορισμένες επιχειρήσεις ή και κλάδους της μεταποίησης, να επιταχύνει την εκδήλωση της κρίσης, την ανακοπή της διευρυμένης, ακόμα και τη συρρίκνωση της αναπαραγωγής.

Αλλά όλα αυτά είναι διασυνδέσεις - καταλυτικοί παράγοντες των εσωτερικών αιτίων της κρίσης, της εσωτερικής αντίθεσης μεταξύ της κοινωνικοποιημένης παραγωγής και της ατομικής ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της, στη βάση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.

Η ιστορία καταδεικνύει ότι καμιά παραλλαγή πολιτικής διαχείρισης δεν μπόρεσε ν' απαλλάξει την καπιταλιστική οικονομία από τον κύκλο της κρίσης. Το συμπέρασμα αυτό πρέπει να γίνει στοιχείο της κοινωνικής εργατικής συνείδησης.

Το κάθε πολιτικό κόμμα που διεκδικεί να είναι διαχειριστής της οικονομικής κυριαρχίας του κεφαλαίου, επιδιώκει να ταυτιστεί η κυβερνητική του περίοδος με τα πλεονεκτήματα της θετικής (ανοδικής φάσης) συγκυρίας του καπιταλιστικού κύκλου. Και αντιστρόφως, ως κόμμα αντιπολίτευσης επιδιώκει να αναχθούν οι συνέπειες της αρνητικής (φάσης συρρίκνωσης) συγκυρίας στις διαχειριστικές πολιτικές επιλογές του κυβερνώντος κόμματος. Για παράδειγμα, η αντιπαλότητα της ΝΔ προς το ΠΑΣΟΚ μπροστά στο ενδεχόμενο εκδήλωσης της κρίσης, εξωτερικεύεται με απόδοση κακής διαχείρισης στο ΠΑΣΟΚ. Ο Κ. Καραμανλής κατήγγειλε ότι το ΠΑΣΟΚ κατασπατάλησε πακτωλό κοινοτικών εισροών και τώρα «χάνει το τρένο» της πραγματικής σύγκλισης. Αντιθέτως, το ΠΑΣΟΚ αποδίδει στην αποτελεσματικότητα της δικής του πολιτικής, τους μεγαλύτερους από της ΕΕ ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ και τη μείωση κατά 10 εκατοστιαίες μονάδες στην καθυστέρηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, σε σχέση με τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ. Ταυτοχρόνως αποδίδει στην κακή διαχείριση της ΝΔ, τη συρρίκνωση της περιόδου 1990-1993.

Βεβαίως, αυτή η αντιπαλότητα και εναλλαγή στη διαχείριση του συστήματος, πέραν του πώς εκδηλώνεται σε σχέση με τις φάσεις στον κύκλο της κρίσης, είναι πολύ πιο σύνθετη. Υπεισέρχονται σ' αυτήν και άλλα αντικειμενικά στοιχεία της καπιταλιστικής εξέλιξης και παράγοντες ιδεολογικο-πολιτικοί που αποκρυσταλλώνουν το επίπεδο της εγχώριας ταξικής πάλης, ενδεχομένως και σε ευρύτερη περιφέρεια ή και διεθνώς, που παρουσιάζουν σταθερότητα για χρονική περίοδο μεγαλύτερη από εκείνη μιας σχετικά περιορισμένης οικονομικής κρίσης (με συρρίκνωση της αναπαραγωγής κατά λιγότερες της δεκάδας εκατοστιαίες μονάδες). Δηλαδή, το ρεύμα της κεϋνσιανής διαχειριστικής πολιτικής προέκυψε ως ανάγκη μετά από πολύ εντονότερη οικονομική κρίση και καταστροφές πολέμου (μέχρι και κατά 50% συρρίκνωση), ταξική πάλη με τη μορφή ενόπλου αγώνα ή με κίνδυνο να μετατραπεί ο απελευθερωτικός αγώνας και ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος σε ένοπλο ταξικό (εμφύλιο), με ταυτόχρονη ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας σε σημαντικό τμήμα της Ευρώπης.

Η διαπάλη, λοιπόν, μεταξύ των πιο αντιπροσωπευτικών ρευμάτων της διαχείρισης του συστήματος έχει ιστορικότητα και επομένως κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ διαφορετικών κρατών. Διανθίζεται όμως και τροποποιείται αναλόγως και με άλλους παράγοντες, όπως είναι η θέση ενός κράτους στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, το πώς εκδηλώνεται η ανισόμετρη καπιταλιστική ανάπτυξη σε μια περιφέρεια, επομένως πώς οικοδομούνται οι διακρατικές συμμαχίες και αντιπαλότητες σε αυτήν, ποια ήταν στο παρελθόν η στρατηγική τους θέση στην πάλη με το σοσιαλιστικό σύστημα.

Η, μετά το Β' παγκόσμιο πόλεμο, ιστορία του ελληνικού κράτους μπορεί να αναδείξει πολλές πτυχές αυτής της διαχειριστικής διαπάλης. Για τις υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου σημειώνουμε μόνον τη μακροχρόνια ανάγκη της αστικής οικονομικής πολιτικής να αντιμετωπίσει προβλήματα της ιστορικής καθυστέρησης της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, τα οποία κωδικοποιήθηκαν στη συζήτηση για την εκβιομηχάνισή της.

Παρότι η καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα έλυσε το ζήτημα της εκβιομηχάνισης, ωστόσο αναπαράχθηκαν, και μετά την ένταξη στην ΕΟΚ οξύνθηκαν, δομικά προβλήματα της Μεταποίησης και γενικότερα των αναλογιών των επιμέρους τομέων στη σύνθεση του ΑΕΠ.

Παρά την ανάπτυξη της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας παραμένει εντυπωσιακά χαμηλό το μερίδιο της Μεταποίησης και γενικότερα της Βιομηχανίας, συγκριτικά με όλες τις οικονομίες της ΕΕ των «15». Αλλες πλευρές του ιδίου προβλήματος είναι η χαμηλή συμμετοχή του κλάδου Παραγωγής Κεφαλαιακών προϊόντων στο σύνολο της Μεταποίησης, το μικρό μέγεθος των εξαγωγών εγχώριων εμπορευμάτων, ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε σύγκριση και με το αντίστοιχο μεγάλο μέγεθος των εισαγομένων.

Η καπιταλιστική διαχείριση δεν αδιαφορεί γι' αυτά, ούτε εκφράζεται μονοσήμαντα. Σ' αυτό το έδαφος προκύπτουν εσωτερικές διαφωνίες στο ΠΑΣΟΚ και στη ΝΔ, αλλά και συγκλίσεις μεταξύ δυνάμεών τους.

Αλλα κόμματα, όπως ο ΣΥΝ, παίζουν περιφερειακό ρόλο ως προς αυτές τις συγκλίσεις και αποκλίσεις, αλλά κεντρικό ρόλο ως προς τον πολιτικό αποπροσανατολισμό δυνάμεων με ριζοσπαστικές παραδόσεις (αριστερές καταβολές) και, κυρίως, ως προς την παρεμπόδιση της αντιμονοπωλιακής αντιιμπεριαλιστικής αγωνιστικής συσπείρωσης και της πολιτικής (και εκλογικής) συνειδητοποίησης.

Βήμα αποφασιστικό, αγωνιστικό Τώρα!

Το ΚΚΕ εγκαίρως αποκάλυψε ότι αν και δεν εκφράζεται μονοσήμαντα η διαχείριση της εκμετάλλευσης και της φτώχειας, ωστόσο μονοσήμαντα εκφράζεται μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ ο στόχος για αποξένωση της εργατικής τάξης από μεγαλύτερο μερίδιο του παραγόμενου προϊόντος, όσο αυξάνεται η παραγωγικότητα και ο όγκος παραγωγής (καπιταλιστική ανάπτυξη).

Οι εκτιμήσεις του ΚΚΕ, μέσα στον τυφώνα του τέλους του 20ού αιώνα, επαληθεύτηκαν από τις εξελίξεις. Είναι καιρός, τουλάχιστον ένα πιο διευρυμένο τμήμα εργατικών δυνάμεων, πρωτοπόρων διανοουμένων να εκφραστεί πιο αγωνιστικά και συνειδητά και σε πολιτικό επίπεδο, άμεσα, στις επερχόμενες τοπικές και νομαρχιακές εκλογές.

Να κάνει το βήμα, να ρίξει το σπόρο για ν' αναπτυχθεί το λαϊκό ρεύμα που θα ανατρέψει αυτήν την πολιτική, όταν ωριμάσουν οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες. Γιατί, διαλέγοντας το δρόμο μας μέσα στην ομίχλη, προστατευόμαστε από την καταιγίδα, οδηγούμαστε σε διέξοδο.


Της
Ελένης ΜΠΕΛΛΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ