ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 7 Απρίλη 1996
Σελ. /56
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ
Τιμολογιακή πολιτική χωρίς κοινωνικά κριτήρια

Οι περίπτωση με τους φουσκωμένους λογαριασμούς και η "βελτίωσή" τους, που έγινε παράλληλα με αύξηση των παγίων, είναι ενδεικτική. Οπως ενδει κτικό είναι και το γεγονός ότι μεγάλωσε η ψαλίδα ανάμεσα στην τιμή για κάθε κιλοβατώρα οικιακού και βιομηχανικού ρεύματος

Η καθημερινή αποψίλωση της ΔΕΗ, από κάθε στοιχείο του κοινωφελούς της χαρακτήρα, είναι το αποτέλεσμα του "εκσυγχρονισμού" της επιχείρησης με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια ή αλλιώς "κερδοσκοπικά κριτήρια", τα οποία εφαρμόζει η κυβέρνηση, υλοποιώντας τις κατευθύνσεις της ΕΕ. Ενδεικτικό προς αυτό είναι η τιμολογιακή πολιτική της επιχείρησης, που κινείται όλο και περισσότερο στην κατεύθυνση "οι μικροί καταναλωτές να επιδοτούν τους μεγάλους".

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του προϋπολογισμού του 1996 της επιχείρησης, το ποσοστό των αυξήσεων στην οικιακή κατανάλωση στην περίοδο 95/94 έφτασε το 7,87% ανά κιλοβατώρα. Την ίδια περίοδο το ποσοστό των αυξήσεων ανά κιλοβατώρα στην εμπορική χρήση έφτασε το 7,56%, στη γεωργική το 8,16% και στη βιομηχανική το 4,2%. Τα ποσοστά αυξήσεων για το φωτισμό οδών και πλατειών έφτασε το 7,84% ανά κιλοβατώρα, ενώ στους μεγάλους καταναλωτές υπερυψηλής τάσης (εκτός ΠΕΣΙΝΕ και Λάρκο) έφτασε μόλις το 1,28%.

Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ξεκάθαρα ότι ο μεγάλος κερδισμένος για άλλη μια φορά είναι το μεγάλο κεφάλαιο, ενώ, αντίθετα, αυτός που συνέβαλε περισσότερο στην αύξηση των εσόδων της επιχείρησης είναι ο οικιακός καταναλωτής, αφού η μόνη κιλοβατώρα που αυξήθηκε παραπάνω απ' την οικιακή ήταν η γεωργική. Οι οικιακοί καταναλωτές επιβαρύνθηκαν επιπλέον και με τα ποσοστά αυξήσεων των κιλοβατωρών στην κατανάλωση των δήμων και του δημοσίου, οι οποίες κινήθηκαν περίπου στα ίδια επίπεδα με αυτά της οικιακής κιλοβατώρας, πληρώνοντάς τες με τη μορφή τελών και φόρων.

Η αποκάλυψη της αντιλαϊκής πολιτικής, που η κυβέρνηση ακολουθεί μέσω της τιμολογιακής πολιτικής των ΔΕΚΟ, τις τελευταίες μέρες έγινε πιο απτή στους καταναλωτές οικιακού ρεύματος, μέσα απ' τους φουσκωμένους λογαριασμούς που κλήθηκαν να πληρώσουν. Αποκαλύφθηκε ότι οι οικιακοί καταναλωτές από 1/7/95 επιβαρύνθηκαν με αυξήσεις που έφτασαν ως και το 40%, ενώ την ίδια στιγμή το βιομηχανικό τιμολόγιο δεν πήρε την παραμικρή αύξηση.

Η κυβέρνηση κάτω απ' το βάρος των αντιδράσεων αναγκάστηκε να πάρει πίσω το τιμολόγιο - "χαράτσι" όχι όμως και τη "λογική" του και τις αυξήσεις. Το νέο τιμολόγιο, που ανακοίνωσε η υπουργός Ανάπτυξης, Βάσω Παπανδρέου, κινείται - όπως εξάλλου είχε προαναγγείλει η ίδια - στην ίδια λογική της επιδότησης δηλαδή των μεγάλων καταναλωτών μέσω των αυξήσεων, που επιβάλλει στους μικρούς. Ετσι παρά τις φαινομενικές μειώσεις σε κάποια κλιμάκια οι καταναλωτές θα συνεχίσουν να πληρώνουν αυξημένα πάγια κατά 13,6% έως και 58%, καθώς και αυξήσεις στην τιμή της κιλοβατώρας της τάξης του 10% για τις καταναλώσεις του κλιμακίου (801 - 1.600 κιλοβατώρες), του 12% για τις καταναλώσεις του κλιμακίου (1.601 - 2.000 κιλοβατώρες) και του 47% για καταναλώσεις του κλιμακίου (από 2.000 κιλοβατώρες και πάνω).

Η κυβέρνηση περιορίστηκε, δηλαδή, στο να προβάλει ένα φιλολαϊκό προφίλ, εξακολουθώντας να αφήνει στο απυρόβλητο τους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές, τους οποίους επιδοτεί ποικιλοτρόπως. Γενικότερα αρνείται να δώσει συνολικότερες λύσεις σε μια άλλη κατεύθυνση που θα επιτρέψουν στη ΔΕΗ να ανταποκριθεί στο ρόλο της ως κοινωφελούς επιχείρησης, που θα παρέχει στο λαό φτηνό ρεύμα και ποιοτικές υπηρεσίες. Είναι γνωστό και στην κυβέρνηση ότι η τιμή της κιλοβατώρας θα ήταν πολύ πιο χαμηλή, εάν δε μετακυλούσε σε αυτή το κόστος πολλών δισ. δρχ. με τα οποία επιβαρύνεται η ΔΕΗ απ' την προνομιακή μεταχείριση κάποιων μεγάλων επιχειρήσεων.

Ενδεικτικό παράδειγμα είναι αυτό της ΠΕΣΙΝΕ, απ' την οποία η ΔΕΗ έχει συσσωρεύσει ζημιά ύψους περίπου μισού δισεκατομμυρίου. Επιπλέον η ΔΕΗ επιβαρύνεται με ένα τεράστιο κόστος που προκύπτει απ' τις αναθέσεις των μεγάλων έργων της επιχείρησης σε πολυεθνικές με τέτοιο τρόπο που να κερδοσκοπούν εις βάρος της οι πολυεθνικές επιχειρήσεις. Ενας άλλος τομέας,εάν βέβαια στις προθέσεις της κυβέρνησης δεν ήταν μόνο η εξυπηρέτηση του μεγάλου κεφαλαίου και των σχεδίων της ΕΕ με απώτερο στόχο την ιδιωτικοποίηση τελικά της επιχείρησης, είναι η χάραξη μακροπρόθεσμου προγράμματος της ΔΕΗ και η εξασφάλιση της υλοποίησής του. Είναι γεγονός ότι έως τώρα όλα τα προγράμματα της επιχείρησης ανατράπηκαν κάτω απ' την πίεση των πολυεθνικών εταιριών.

Χρύσα ΛΙΑΓΚΟΥ

Απογοητευτικά συμπεράσματα κατά κλάδο και τομέα

Από το σύνολο των επενδύσεων, που εγκρίθηκαν στην περίοδο 1990 - 1994 για επιχορήγηση, με τα κίνητρα των αναπτυξιακών νόμων, ολοκληρώθηκε το 22% στη βιομηχανία, το 26% στον τουρισμό και μόλις το 13,7% στον πρωτογενή τομέα (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία)

Σχεδόν ανύπαρκτες είναι οι επενδύσεις στον πρωτογενή τομέα (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία), ενώ στη βιομηχανία, ακόμη και στους παραδοσιακούς κλάδους οι οποίοι συνηθίζουν να συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο επενδυτικό ενδιαφέρον, οι επενδύσεις δεν ολοκληρώνονται. Αυτή η διαπίστωση προκύπτει από τα στοιχεία της έρευνας της ICAP κατά κλάδο και τομέα. Συγκεκριμένα, διατυπώνονται οι εξής επισημάνσεις:

  • Οι επενδύσεις στον πρωτογενή τομέα βρίσκονται σε χαμηλό επίπεδο.Το ποσοστό ολοκλήρωσης στη γεωργία είναι μόλις 13,67%,έναντι 18,98% της κτηνοτροφίας - η οποία συγκεντρώνει και το μεγαλύτερο τμήμα των επενδύσεων του πρωτογενούς τομέα - και 23,27% της Αλιείας.
  • Στους κλάδους της βιομηχανίας, εκείνοι οι οποίοι συγκεντρώνουν τους περισσότερους πόρους, κινούνται σε χαμηλά έως μέσα επίπεδα ολοκλήρωσης.Ετσι, ενώ για το σύνολο της βιομηχανίας, στην περίοδο 1990 - 1994, ολοκληρώθηκε το 22,16% των επενδύσεων που εγκρίθηκαν για υπαγωγή στους αναπτυξιακούς νόμους, κατά κλάδο η εικόνα έχει ως εξής: Ο κλάδος τροφίμων, ο οποίος συγκεντρώνει περισσότερο από το 20% του συνόλου των επενδύσεων παρουσιάζει ποσοστό ολοκλήρωσης μόλις 16,72%,το χαμηλότερο μεταξύ των βιομηχανικών κλάδων, μετά τον κλάδο των μηχανών και συσκευών (16,46%). Τα υψηλότερα ποσοστά ολοκλήρωσης παρουσιάζουν κατά σειρά οι κλάδοι των μέσων μεταφορών (50,62%), εκτυπώσεων (47,93%), επιστημονικών εργαλείων (47,20%), λοιπών βιομηχανιών (34,57%) και πλαστικών (33,84%).
  • Ο τομέας της παροχής συμβουλών συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων στον τριτογενή τομέα και εμφανίζει σχετικά υψηλό ποσοστό υλοποίησης (40,86%).
  • Αντίστοιχα, ο τουρισμός, παρουσιάζει ποσοστό ολοκλήρωσης 25,85%.

Οπως διαπιστώνεται στη μελέτη, αντίστοιχες αποκλίσεις εμφανίζονται όσον αφορά τη χωρική κατανομή των επενδυτικών σχεδίων, κατά ζώνες και κατά περιφέρειες. Σχετικά με τη βιομηχανία, η κατανομή των ολοκληρωμένων σχεδίων κατά ζώνες, αναδεικνύει τη μεγαλύτερη απορρόφηση πόρων στην περιοχή της Θράκης, καθώς και στις ζώνες Α (Αττική, Θεσσαλονίκη) και Δ (Μεσσηνία, Ηλεία, Φωκίδα, Ευρυτανία, Γρεβενά και κάποιες περιοχές της Μακεδονίας και της Ηπείρου). Σημαντικά χαμηλότερα από το μέσο ποσοστό υλοποίησης, βρίσκεται η υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων στη Γ ζώνη (Αρκαδία, Λακωνία, Αργολίδα, Εύβοια, Φθιώτιδα, Αιτωλοακαρνανία, Αρτα, Θεσπρωτία, Φθιώτιδα, Τρίκαλα, Κυκλάδες, Επτάνησα και η πλειοψηφία των περιοχών της Ηπείρου και της Μακεδονίας). Η Β ζώνη (Αχαϊα, Κορινθία, Βοιωτία, Μαγνησία, Λάρισα, Ηράκλειο Κρήτης και μέρος του Νομού Θεσσαλονίκης) κινείται κοντά στον εθνικό μέσο όρο.

Στον τομέα της βιομηχανίας, η περιφέρεια Θεσσαλίας, παρουσιάζει τη μεγαλύτερη επίδοση (44,07%) και ακολουθούν η Δυτική Ελλάδα (29,93%), η Αττική (29,58%) και η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (24,39%). Η Κρήτη βρίσκεται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα με ποσοστό ολοκλήρωσης μόλις 8,09%.

Τέλος, στον τομέα του τουρισμού το ποσοστό ολοκλήρωσης των εγκεκριμένων επενδυτικών σχεδίων στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης φτάνει το 73,77%,έναντι 44,72% της Κεντρικής Μακεδονίας, 41,18% της Κρήτης και 30,49% της Δυτικής Ελλάδας.

Διακλαδική μετατόπιση των πόρων

Αν οι ολοκληρωμένες επενδύσεις αναλυθούν κατά κλάδο, παρατηρείται μία μεγάλη συγκεντρωτικότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι πέντε κλάδοι συγκεντρώνουν περισσότερο από το 51% των συνολικών επενδύσεων.Πρόκειται για τους κλάδους των τροφίμων (20,1%), της κλωστοϋφαντουργίας (9,2%), των προϊόντων μετάλλου (8,1%), των πλαστικών (7,3%) και των εκτυπώσεων (7,1%).

Ο πρωτογενής τομέας απορροφά το 6,59% του συνόλου των επενδύσεων, ενώ οι καταναλωτικοί κλάδοι το 42,63% των συνολικών επενδύσεων, επιβεβαιώνοντας - όπως τονίζεται στη μελέτη - την εμμονή τους στην υφιστάμενη παραγωγική διάρθρωση της χώρας, φαινόμενο που παρατηρείται κατά τα τελευταία 20-30 χρόνια.

Ψίχουλα στις υπανάπτυκτες περιοχές

Το ισχύον σύστημα κινήτρων δε βοήθησε τη μεταφορά επενδυτικών πόρων στις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές της χώρας, καθώς στην πράξη ενισχύθηκαν με επενδύσεις περιοχές που ήδη διέθεταν σημαντική βιομηχανική υποδομή

Ακόμη και το επιχείρημα ότι το ισχύον σύστημα κινήτρων θα ευνοούσε τις περιοχές εκείνες που δε διέθεταν καμία υποδομή, διαψεύδεται από την πραγματικότητα, έτσι όπως αυτή καταγράφεται στη συγκεκριμένη μελέτη. Οπως σημειώνεται σχετικά στη μελέτη "το ισχύον σύστημα κινήτρων έχει περιορισμένα αποτελέσματα, όσον αφορά την κινητοποίηση παραγωγικών πόρων προς τις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές της χώρας, αν και οι επιδιώξεις του ήταν αρκετά αποκεντρωτικές. Η περιφερειακή κατανομή των πραγματοποιηθεισών επενδύσεων δείχνει στην πράξη ότι ζητήθηκε να ενισχυθούν (και ενισχύθηκαν) περιοχές που ήδη διέθεταν σημαντική βιομηχανική υποδομή"!

Το παραπάνω φαίνεται τόσο από την περιφερειακή διάρθρωση των επενδύσεων κατά την περίοδο 1990 - 1994, αλλά κύρια από την κατανομή τους κατά νομό, η οποία επισημαίνει την ισχυρή θέση των μεγάλων βιομηχανικών κέντρων της χώρας. Σ' αυτόν το γενικό κανόνα, εξαίρεση αποτελούν μόνο οι νομοί της Θράκης, οι οποίοι συγκέντρωσαν σημαντικό τμήμα των επενδύσεων, τόσο στον τομέα της βιομηχανίας, όσο και στον τομέα του τουρισμού. Αντίθετα, άλλες παραμεθόριες περιφέρειες της χώρας (Ιονίων Νήσων, Βορείου και Νοτίου Αιγαίου, Κρήτη) δεν ενισχύονται παρά την όποια μέριμνα επιδεικνύουν γι' αυτές τις περιοχές, σχετικές διατάξεις του αναπτυξιακού νόμου.

Η κατανομή κατά περιφέρεια

Τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη μελέτη σχετικά με τις βιομηχανικές επενδύσεις, είναι τα εξής:

  • Η Αττική απορροφά ένα πολύ σημαντικό ποσοστό των επενδύσεων, της τάξης του 15,19%.
  • Η περιοχή της Θράκης παρουσιάζει πολύ υψηλή απορρόφηση. Στο σύνολο των τριών νομών ολοκληρώθηκε το 24,9% των συνολικών επενδύσεων της χώρας (σε ύψος επένδυσης), ενώ ο Νόμος Ξάνθης απορρόφησε το 13,9% των συνολικών επενδεδυμένων κεφαλαίων.
  • Τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας και οι ευρύτερες περιοχές τους συγκεντρώνουν υψηλά ποσοστά των επενδυμένων κεφαλαίων. Σε αυτήν την κατηγορία εντάσσονται οι Νομοί Μαγνησίας, Λάρισας, Βοιωτίας, Θεσσαλονίκης και Φθιώτιδας.
  • Οι περιοχές της Γ ζώνης κινήτρων παρουσιάζουν χαμηλή προσέλκυση επενδύσεων, με εξαίρεση το Νομό Κιλκίς, ο οποίος ευνοείται από τη γειτνίασή του με τη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά της χώρας, αυτή της Θεσσαλονίκης.
  • Ακόμα χαμηλότερη είναι η απορροφητικότητα των περιοχών της Δ ζώνης, οι οποίες με εξαιρέσεις τους Νομούς Μεσσηνίας και Ηλείας, κινούνται σε πολύ χαμηλά επίπεδα.

Τα βασικά συμπεράσματα σχετικά με τη χωροταξική κατανομή των τουριστικών επενδύσεων συνοψίζονται στα εξής:

  • Η μεγαλύτερη συγκέντρωση των επενδύσεων εμφανίζεται σε περιοχές, όπου ήδη είναι αναπτυγμένη έντονη τουριστική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από τη ζώνη στην οποία οι περιοχές αυτές έχουν ενταχθεί.Τέτοιες περιοχές είναι οι Νομοί Δωδεκανήσου, Χαλκιδικής, οι νομοί της Κρήτης (πλην Ηρακλείου) και ορισμένες άλλες περιοχές, γνωστές για τους πλούσιους τουριστικούς πόρους.
  • Η περιοχή της Θράκης, παρά τα αυξημένα κίνητρα που παρέχονται για τη διενέργεια και των τουριστικών επενδύσεων, βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα για την τετραετία αναφοράς.
  • Δεν υπάρχουν σημαντικές επενδύσεις σε περιοχές της Α ζώνης (κυρίως Αττική και Θεσσαλονίκη).
Μέγεθος επενδύσεων

Το μέσο μέγεθος επένδυσης για την περίοδο 1990 - 1994 είναι 127 εκατομ. δραχμές για το σύνολο των επενδύσεων. Για τη Βιομηχανία το μέγεθος αυτό είναι 122,5 εκατομ. δρχ., έναντι 156,2 εκατομ. δρχ. στον τομέα του τουρισμού.

Ο κλάδος με το μεγαλύτερο μέσο ύψος επένδυσης είναι ο κλάδος της Μεταλλουργίας με 423,9 εκατομ. δρχ., ενώ ακολουθούν οι κλάδοι των Πλαστικών(263,5 εκατομ. δρχ. ανά σχέδιο επένδυσης), των Μέσων Μεταφοράς (238,9 εκατομ. δρχ. ) και της Κλωστοϋφαντουργίας (213,4 εκατομ. δρχ.). Τα μεγέθη αυτά δε διαφέρουν από αντίστοιχα μεγέθη επενδύσεων των προηγούμενων χρόνων, δεδομένου ότι το μέγεθος επένδυσης σε κάθε κλάδο προσδιορίζεται από την τεχνολογία παραγωγής και την κλίμακα λειτουργίας την οποία αυτή επιβάλλει. Οι κλάδοι του πρωτογενή τομέα παρουσιάζουν το μικρότερο μέσο ύψος επένδυσης, με υψηλότερο αυτό της αλιείας που ανέρχεται σε 122,4 εκατομ. δρχ. ανά επένδυση.

Στον τουρισμό, αντίστοιχα, οι μεγαλύτερες επενδύσεις συγκεντρώνονται κύρια στις περιοχές όπου οι τουριστικές δραστηριότητες είναι ήδη ανεπτυγμένες και στις οποίες ήδη προϋπάρχουν μεγάλες τουριστικές μονάδες.

ΕΠΙΧΟΡΗΓΟΥΜΕΝΕΣ ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ 1990 - 1994
Ολοκληρώθηκαν μόλις οι 2 στις 10!

Τα στοιχεία σχετικής έρευνας της εταιρίας ICAP, που φέρνει σήμερα στο φως της δημοσιότητας ο "Ρ", είναι αποκαλυπτικά για την αποτυχία της κυβερνητικής πολιτικής και στον τομέα των επενδύσεων

Με ρυθμό χελώνας, υλοποιούνται οι επενδύσεις των ιδιωτών, που έχουν ενταχθεί στους λεγόμενους "αναπτυξιακούς" νόμους και επιχορηγούνται με άφθονο "ζεστό" χρήμα από τα ταμεία του κράτους. Φτάνει μόνο να σημειωθεί, ότι από το σύνολο των ιδιωτικών επενδύσεων που εντάχθηκαν στους νόμους στην περίοδο 1990 - 1994 και κατά συνέπεια εγκρίθηκαν οι παχυλές κρατικές επιχορηγήσεις και τα άλλα προνόμια στους επιχειρηματίες - επενδυτές, ολοκληρώθηκε μόλις το 20%. Δηλαδή, σε κάθε δέκα επενδύσεις που υπάγονται στον αναπτυξιακό νόμο, ολοκληρώνονται μόλις οι δύο!Το αποκαλυπτικό αυτό συμπέρασμα για το ποιους ωφελεί στην πραγματικότητα το ισχύον νομικό καθεστώς για τις ιδιωτικές επενδύσεις, προκύπτει από σχετική μελέτη που πραγματοποίησε η εταιρία ICAP και τα συμπεράσματα της οποίας παρουσιάζει σήμερα ο "Ρ".

Η σχετική μελέτη αναφέρεται στο βαθμό ολοκλήρωσης των επενδύσεων που υπήχθησαν στον αναπτυξιακό νόμο κατά την περίοδο 1990 - 1994 και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι "το υπάρχον σύστημα επενδύσεων, όπως αυτό υλοποιήθηκε στην Ελλάδα, παρουσιάζει αποκλίσεις από τους επιθυμητούς στόχους, όσον αφορά την κλαδική και περιφερειακή κατανομή των πόρων, αλλά και τις επενδύσεις που τελικά ολοκληρώνονται σε σχέση με όσες υπάγονται στο σύστημα επενδύσεων"!

Αδιάψευστο μάρτυρα των παραπάνω, αποτελεί και η διαπίστωση των συντακτών της παραπάνω μελέτης του ICAP, ότι από τις ιδιωτικές επενδύσεις που εγκρίθηκε η υπαγωγή τους στους νόμους για τα αναπτυξιακά κίνητρα "κατά την περίοδο 1990 - 1994, το ποσοστό ολοκλήρωσης ανέρχεται μόλις σε 22,76% για το σύνολο των επενδύσεων".Το επιχείρημα ότι στο παραπάνω νούμερο συμπεριλαμβάνονται και επενδύσεις που εντάχθηκαν την προηγούμενη διετία στον αναπτυξιακό νόμο, οπότε δεν πρόλαβαν να ολοκληρωθούν, δεν ευσταθεί, καθώς, όπως επισημαίνει η ICAP: "ακόμα και αν από το σύνολο των υπαχθεισών επενδύσεων αφαιρεθούν εκείνες οι οποίες έχουν υπαχθεί στο νόμο κατά το 1994 και οι οποίες είναι λογικό να μην έχουν ολοκληρωθεί μέχρι τη λήξη της περιόδου αναφοράς, το ποσοστό ολοκλήρωσης παραμένει πολύ χαμηλό και σε καμιά περίπτωση δεν υπερβαίνει το 24,5% "!

Η παραπάνω παρατήρηση, ισχύει τόσο για τις επενδύσεις του βιομηχανικού τομέα, όσο και για τις τουριστικές επενδύσεις. Στις πρώτες, το ποσοστό ολοκλήρωσης ανέρχεται σε 22,16%,ενώ στις δεύτερες είναι ελαφρά υψηλότερο και φτάνει το 25,85% για την ίδια περίοδο. Πρόκειται για σαφή δείγματα, της αναποτελεσματικότητας των πολιτικών που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και οι οποίες δεν κατόρθωσαν ποτέ να δημιουργήσουν τη στοιχειώδη υποδομή για τη βιομηχανική αλλά και την τουριστική ανάπτυξη της χώρας μας.Αντί για αυτό, με τις πολιτικές που εφάρμοσαν και με τους διάφορους αναπτυξιακούς νόμους, "κατόρθωσαν" να αυξήσουν ακόμη περισσότερο τα υπερκέρδη των διαφόρων επιτήδειων επιχειρηματιών οι οποίοι καρπώνονται τεράστια ποσά επιχορηγήσεων από το κράτος χωρίς ποτέ να τα επενδύουν.

Εμμέσως πλην σαφώς στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει και η ίδια η μελέτη της ICAP η οποία τονίζει χαρακτηριστικά: "Από τα ανωτέρω προκύπτει, πέρα από το γεγονός της "απροθυμίας" προς επενδύσεις, η "αδυναμία" σημαντικού ποσοστού των φορέων να υλοποιήσουν τις προβλεπόμενες επενδύσεις. Οι πηγές αυτής της αδυναμίας φαίνεται να ποικίλουν, αλλά σημαντικό ποσοστό εκτιμάται ότι οφείλεται στη διαμόρφωση αυτού καθαυτού του συστήματος επενδύσεων στη χώρα"!

Τα κείμενα έγραψε η Βάσω ΜΠΑΡΜΠΑ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ