ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 9 Νοέμβρη 2003
Σελ. /32
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
ΚΡΑΤΙΚΗ ΒΙΑ
Ετσι χτυπούν τις διαδηλώσεις

Εξήντα χρόνια μετά την απελευθέρωση από τους ναζί, τριάντα χρόνια μετά τη χούντα, το θεσμικό τους πλαίσιο, για την καταστολή των λαϊκών αγώνων, παραμένει σε ισχύ. Κατά καιρούς, μόνο, «εκσυγχρονίζεται» στα δευτερεύοντα, παίρνοντας και χρώμα «κεντροαριστερό»...

Γρηγοριάδης Κώστας

Εντύπωση προκάλεσε πρόσφατα η επίθεση των ΜΑΤ κατά συναδέλφων τους, αστυνομικών υπαλλήλων, που διαδήλωναν για τα αιτήματά τους. Χτυπημένος διαδηλωτής το είπε τότε καθαρά: «Στόχος της κυβέρνησης ήταν να στείλει μήνυμα σε όλους τους εργαζομένους. Οτι αφού χτυπά ακόμα κι εμάς, σημαίνει πως δε θα ανεχτεί διαμαρτυρία από κανένα».

Για να γίνει η επίθεση χρειάστηκε πρώτα απόφαση (αριθ. πρωτ. 1000/1/15) του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Αττικής. Βασίστηκε - μεταξύ άλλων - στις διατάξεις τον άρθρου 11 πρ. 2 του Συντάγματος, «κατά τις οποίες οι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευθούν με αιτιολογημένη απόφαση της Αστυνομικής Αρχής, γενικά αν εξαιτίας αυτών επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη Δημόσια Ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή αν απειλείται σοβαρή διαταραχή της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως ο νόμος ορίζει». Για την απόφαση επίθεσης επικαλέστηκε ακόμα «υπάρχουσες βάσιμες και θετικές πληροφορίες ότι ο αποκλεισμός του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, θα συνεχιστεί, ενώ θα προβούν στις ίδιες ενέργειες και σε άλλες δημόσιες Υπηρεσίες».

Ομως τι ακριβώς ισχύει για την απαγόρευση και τη διάλυση διαδηλώσεων; Ποιο το θεσμικό πλαίσιο που επικαλείται η κυβέρνηση για να χτυπά τους λαϊκούς αγώνες; Τι είδους διατάξεις παραμένουν σε ισχύ - αν και δε στέκουν με βάση ούτε καν αυτό, το αστικό Σύνταγμα - προκειμένου να βάλλονται αλύπητα οι εργαζόμενοι; Σε ποιους καταφεύγει η «σοσιαλιστική», κεντροαριστερά κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ για να εφαρμόζει ανεμπόδιστα το «προοδευτικό» της πρόγραμμα; Τι συμπεράσματα οφείλουν να βγάλουν οι εργαζόμενοι, με αφορμή και αυτό το ζήτημα; Πώς πρέπει να απαντήσουν στις κυρίαρχες δυνάμεις (ΠΑΣΟΚ, αλλά και Νέα Δημοκρατία) που πίσω από τα αστραφτερά τους χαμόγελα, επιμένουν να αντιμετωπίζουν χωροφυλακίστικα τα δίκαια λαϊκά αιτήματα;

Χουνταίοι και βασιλικοί

Η ελευθερία των «συναθροίσεων» - για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο που υιοθετούν οι Αρχές - τυπικά είναι κατοχυρωμένη με τις διατάξεις του άρθρου 11 του ισχύοντος Συντάγματος. Στην έννοια της συνάθροισης περιέχεται η διαδήλωση και η πορεία.

Βέβαια, πιθανότατα οι Αρχές να έχουν άλλη άποψη, βασιζόμενες στο ΠΔ 141/91 («Αρμοδιότητες οργάνων και οργάνωση υπηρεσιών») της ΝΔ. Στο τμήμα Δ' («Συναθροίσεις, συγκεντρώσεις, χρήση των όπλων»), άρθρο 131, παρ. Β', υποστηρίζεται ότι «η πραγματοποίηση συγκεντρώσεων δεν προστατεύεται από το Σύνταγμα και επομένως επιτρέπεται η απαγόρευσή τους από την Αστυνομία, τόσο προληπτικά όσο και κατασταλτικά, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για κάθε είδους συγκέντρωση». Η συνηθέστερη κατηγορία με την οποία απειλούνται οι συγκεντρωμένοι, αν δε διαλύονται, είναι η «θρασύτητα κατά της Αρχής» βάσει του άρθρου 171 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα.

Γενικά οι αρχές για να απαγορεύσουν υπαίθριες δημόσιες συναθροίσεις επικαλούνται (όπως είδαμε στο παράδειγμα με τους διαδηλωτές αστυνομικούς) το Σύνταγμα, στο άρθρο 11 παρ. 2 εδ. β'. Το Σύνταγμα αφήνει τον περαιτέρω προσδιορισμό των «κινδύνων» - για τη «δημόσια ασφάλεια» και για τη «σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής» - στο νόμο. Τέτοιος νόμος ειδικός δεν εκδόθηκε ακόμη, γι' αυτό και εξακολουθεί να εφαρμόζεται το χουντικό Νομοθετικό Διάταγμα 794/1971 («περί δημοσίων συναθροίσεων»). Εφαρμόζεται αν και περιέχει αρκετές αντισυνταγματικές διατάξεις. Πχ δίπλα στη «δημόσια ασφάλεια» προσθέτει και τη «δημόσια τάξη». Η προσθήκη αυτή δεν είναι συνταγματική, διότι αντιβαίνει στο άρθρο 11 του Συντάγματος που περιλαμβάνει ως όρο μόνο τη «δημόσια ασφάλεια».

Αλλά αυτό ίσως να είναι το λιγότερο. Στην υπ' αριθμ. 957/1993 Απόφαση του Αρείου Πάγου διευκρινίζεται ότι «οι λόγοι που επιβάλλουν την απαγόρευση (σ.σ.: μιας συνάθροισης) απόκεινται στην κρίση της αστυνομικής αρχής και δεν ελέγχονται από τα ποινικά δικαστήρια, ελέγχεται όμως από αυτά η νομιμότητα της σχετικής απόφασης».

Να επιμείνουμε λίγο εδώ: Τυπικά, λοιπόν, η νομιμότητα μιας απαγόρευσης υπαίθριας δημόσιας συνάθροισης ελέγχεται διοικητικά και δικαστικά. Υπόκειται σε ανάκληση κατά τους κανόνες του Διοικητικού Δικαίου και υπόκειται σε προσφυγή με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για έλλειψη αιτιολογίας. Ομως πρακτικά ο έλεγχος αυτός δεν είναι αποτελεσματικός, διότι στο μεταξύ έχει ματαιωθεί η συγκεκριμένη άσκηση του δικαιώματος της συνάθροισης. Δηλαδή έχει απαγορευτεί η συγκέντρωση. Η δικαστική προστασία θα ήταν πράγματι αποτελεσματική αν ήταν παραδεκτή αίτηση αναστολής εκτελέσεως της απόφασης απαγόρευσης, η οποία πάγια δε γίνεται δεκτή.

Ζώνες ασφαλείας

Το Νομοδιάταγμα 794/1971 ορίζει ένα είδος ουδέτερης ζώνης, ακτίνας 200 τουλάχιστον μέτρων από την κατοικία του «Ανωτάτου Αρχοντος» και από τα κτίρια στα οποία εδρεύουν η Βουλή, το Υπουργικό Συμβούλιο και το τότε ιδρυθέν Συνταγματικό Δικαστήριο και απαγορεύεται η πραγματοποίηση δημόσιας συνάθροισης στο ύπαιθρο και η διέλευση κινούμενης πορείας από την ως άνω ουδέτερη ζώνη. Περαιτέρω, με το Βασιλικό Διάταγμα 168/72 (περί καθορισμού των χώρων όπου απαγορεύεται η πραγματοποίηση συναθροίσεων) «...απαγορεύεται η εν υπαίθρω πραγματοποίησις δημοσίων συναθροίσεων, ...και η διέλευσις κινουμένων τοιούτων (πορειών)» σε ορισμένους δρόμους που αναλυτικά παρατίθενται στο Διάταγμα. Αφορούν όλες τις πρωτεύουσες νομών και ειδικά για την Αθήνα, η ενδεχόμενη εφαρμογή κλείνει όλο το κέντρο, καθιστώντας το οχυρό των κυβερνώντων. Οπως παραδέχονται στελέχη των Αρχών «η απαγόρευση αυτή δε φαίνεται να συνάδει σε όλη της την έκταση με το ισχύον Σύνταγμα».


Κείμενα:
Θανάσης ΜΠΑΛΟΔΗΜΑΣ

Η διάλυση μιας συγκέντρωσης

Η διάλυση δημόσιας συνάθροισης στο ύπαιθρο, που έχει κριθεί εκ των προτέρων «παράνομη» ή έχει μετατραπεί σε «παράνομη», ρυθμίζεται από τις προϋποθέσεις (λόγους) του άρθρου 131 του ΠΔ 141/91 και του άρθρου 7 του ΝΔ 794/1971. Ωστόσο οι λόγοι που επικαλούνταν οι χουντικοί «σήμερα δε θεωρείται ότι είναι σύμφωνοι σε όλη τους την έκταση με την ισχύουσα προστασία που το Σύνταγμα παρέχει στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι», αναγνωρίζουν δικαστικοί.

Η διαδικασία ολοκληρώνεται σε τρεις φάσεις σύμφωνα με το Βασιλικό Διάταγμα 269/1972 (περί εγκρίσεως του κανονισμού διαλύσεως δημοσίων συναθροίσεων). Τυπικά τα εν λόγω νομοθετήματα ισχύουν μόνο σε όση έκταση συνάδουν με το Σύνταγμα του 1975. Ωστόσο, όπως είδαμε προηγούμενα, ο έλεγχος για τη συνταγματικότητα μιας απόφασης (της Αστυνομίας, του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, γενικά της κυβέρνησης), εκείνη την ώρα, την ώρα που σου επιτίθενται για να σε διαλύσουν, είναι πρακτικά αδύνατος. Πρώτα σε χτυπούν, και ακολούθως, αν αντέχεις, τρέχεις στο ΣτΕ ως αρμόδιο να κρίνει το νόμιμο ή όχι.

Ενα - ένα τα βήματα της διάλυσης: Τυπικά ο εκπρόσωπος της Αστυνομικής Αρχής προσκαλεί τους συγκεντρωμένους να απομακρυνθούν από τον τόπο της συνάθροισης και να διαλυθούν ήσυχα. Τους υπενθυμίζει τις ποινικές κυρώσεις που προβλέπουν τα άρθρα 9 και 10 του ΝΔ 794/1971 και του άρθρου 171 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα («θρασύτητα κατά της Αρχής»).

Σε περίπτωση κατά την οποία οι οργανωτές και οι μετέχοντες στην «παράνομη» κατά την Αστυνομική Αρχή συνάθροιση δεν υπακούσουν, ο εκπρόσωπος της Αστυνομικής Αρχής «διατάσσει» τη διάλυση. Η διάλυση ενεργείται με τη χρήση των «πρόσφορων προς τον σκοπό τούτων μέσων». Η επιλογή των «πρόσφορων» μέσων πραγματοποιείται «κατά την κρίσιν» του διατάσσοντος.

Τα μέσα μνημονεύονται ενδεικτικά με την εξής κατάταξη: «1) Βίαιη απώθηση 2) Καταιονισμός με νερό 3) Αστυνομική ράβδος 4)Υποκόπανοι των όπλων 5) Δακρυγόνα 6) Αλλα «συναφή» μέσα. Συνεπώς, τα άλλα μέσα, πρέπει να είναι "συναφή" προς το σκοπό (δηλαδή τη διάλυση χωρίς χρήση όπλων) και τα μέσα που απαριθμεί ο νόμος». Στα «συναφή» μέσα περιλαμβάνονται τα χημικά. Αυτά που χρησιμοποιεί σήμερα η ΕΛ.ΑΣ. διακρίνονται σε καπνογόνα, εμετικά, πταρνιστικά και δακρυγόνα.

Ανθρωποι που γνωρίζουν ποια είναι ακριβώς η διαδικασία αναφέρουν: «Η βία μπορεί να ασκηθεί ως σωματική ή ως ψυχολογική. Σωματική βία συνιστά και η περιαγωγή άλλου σε κατάσταση αναισθησίας ή ανικανότητας για αντίσταση με υπνωτικά ή ναρκωτικά ή άλλα ανάλογα μέσα (βλ. και άρθρο 13 δ', ΠΚ)».

Η χρήση των όπλων

Το άρθρο 133 του ΠΔ 141/1991 («Χρήση των όπλων από τους αστυνομικούς»): α) Παραπέμπει στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 1 του κατοχικού Νόμου 29/30-4-1943 «περί των περιπτώσεων, καθ' ας επιτρέπεται η χρήσις των όπλων υπό της Δημοσίας Δυνάμεως». β) Επιβάλλει να τηρηθούν οι διατυπώσεις του Κανονισμού διάλυσης δημόσιων συναθροίσεων (ΒΔ 269/1972). γ) Επιτρέπει τη χρήση των οπλών από τους αστυνομικούς στις περιπτώσεις που αυτή συγχωρείται από τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα για την άμυνα και την κατάσταση ανάγκης.

Οπως αναφέρουν γνώστες του αντικειμένου, οι αρχές συνδυάζουν την παρ. β' του ΠΔ 141/91 και του άρθρου 1 παρ. γ' του Νόμου 29/1943, προκειμένου να προσδιορίσουν ως πράξεις βίας: Τις λεηλασίες ή διαρπαγές ή βιαιοπραγίες κατά πολιτών ή καταλήψεις ή φθορές δημοσίων ή ιδιωτικών οικιών ή καταστημάτων ή αποθηκών στις οποίες το πλήθος προβαίνει επί υφισταμένης συνάθροισης ή όταν η συνάθροιση εξετράπει του ειρηνικού της σκοπού σε πράξεις που διαταράσσουν τη δημόσια τάξη. Δηλαδή εδώ εμπίπτει και η κινητοποίηση με τη μορφή κατάληψης, έστω και συμβολικής, «δημόσιας οικίας» όπως π.χ. αυτή του ΠΑΜΕ στο υπουργείο Εργασίας, κατά την κρίση βεβαίως των Αρχών.

Επίσης η χρήση όπλων τυπικά δικαιολογείται αν οι συγκεντρωμένοι «βιαιοπραγούν» κατά των οργάνων της «δημοσίας δυνάμεως». Ομως ποιος κρίνει τι εστί ακριβώς «βιαιοπραγία»; Για να γίνει χρήση όπλων, τυπικά πρέπει να προηγηθεί πρόσκληση, τρεις φορές, εκ μέρους του εκπροσώπου της Αστυνομικής Αρχής για να απομακρυνθούν από τον τόπο της συνάθροισης και να διαλυθούν «ήσυχα». Η πρόσκληση πρέπει να περιλαμβάνει και υπόμνηση προς τους μετέχοντες ότι διαπράττουν ποινικά αδικήματα της στάσης ή της θρασύτητας κατά της Αρχής ή της διατάραξης της κοινής ειρήνης κατά τα άρθρα 170, 171, 189 του Ποινικού Κώδικα, ως και τις κυρώσεις των άρθρων 9 και 10 του χουντικού ΝΔ 794/1971.

«Απλά να τους τραυματίζουμε»

Η χρήση των όπλων αρχικά γίνεται ως «εκφοβιστική» βολή στον αέρα. Κατά τους νόμους, η οπλοχρησία πρέπει να γίνεται κατά των προσώπων που διαπράττουν αξιόποινες πράξεις. «Εντούτοις», προειδοποιούν ειδικοί με το αντικείμενο, «η προϋπόθεση αυτή δύσκολα μπορεί να τηρηθεί, ενόψει του πλήθους ανθρώπων που συγκροτεί μια δημόσια συνάθροιση στο ύπαιθρο, και έτσι η "οιαδήποτε" χρήση των όπλων γίνεται νόμιμα κατά όσων δεν έχουν αποσυρθεί. Διότι το γεγονός ότι "μετέχει" ή "συμμετέχει" κάποιος σε παράνομη συνάθροιση αρκεί για να θεωρηθεί ότι "συγχωρείται" η χρήση των όπλων εναντίον του». Για να δικαιολογήσουν τη στάση τους επικαλούνται τη «νομιμοποίηση που τους δίνει το ΒΔ 269/1972 και τα άρθρα 170, 171 και 189 του Ποινικού Κώδικα. Συνεχίζουν: «Η οιαδήποτε χρήση των όπλων δεν έχει την έννοια ότι τα όργανα της δημόσιας δυνάμεως μπορούν να φονεύουν τους μετέχοντες στην παράνομη συνάθροιση, ενώ μπορούν απλώς να τους τραυματίσουν».

Βέβαια, δικαστικοί παραδέχονται ότι «η συνταγματικότητα των διατάξεων του κατοχικού Ν. 29/1943 είναι πολύ αμφίβολη ενόψει μάλιστα της αοριστίας και της ευρύτητας των περιπτώσεων νόμιμης χρήσης όπλων, διότι εκφράζει τη νομοθετική βούληση της τότε (1943) κυβέρνησης που ήταν υποχείρια των Γερμανικών Δυνάμεων κατοχής». Συμπεραίνουν όμως πως «ο κατοχικός Ν. 29/1943 επιτρέπει τη χρήση των όπλων στις περιπτώσεις (άρθρο 1) της επίθεσης (άμυνας, εδ. α'), της υπεράσπισης (άμυνας και κατάστασης ανάγκης, εδ. β'), της άσκησης βίας και της εκτροπής (στάση των πολιτών, εδ. γ'), της άσκησης βίας από κρατουμένους, (εδ. ε'), της απόδρασης και της στάσης κρατουμένων (εδ. στ' και ζ')».

Και εδώ ακριβώς έρχεται να βάλει το «χεράκι» της η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ. Με δικό της πρόσφατο νόμο λύνονται τα χέρια των αστυνομικών να κάνουν χρήση των όπλων, όταν αυτοί αποφασίζουν, ακόμα και σε βάρος διαδηλωτών. Η κυβέρνηση δεν εξαίρεσε ρητά τη χρήση πυροβόλων όπλων στις κοινωνικές και πολιτικές συναθροίσεις.

Οι διατάξεις (για την οπλοφορία και την οπλοχρησία των αστυνομικών) γενικά είναι διατυπωμένες με τη λογική «απαγορεύεται, εκτός αν...», αφήνοντας έτσι ανοιχτό το δρόμο για κάθε αυθαιρεσία. Επιδέξια ο νόμος βαπτίζει ως «κοινωνικό αίτημα» την ευχερέστερη χρήση των όπλων από τους αστυνομικούς. Ομως, η χρήση οδηγεί στην κατάχρηση, και μάλιστα σε περιβάλλον έντασης της αστυνομοκρατίας και του αυταρχισμού.

Ο νόμος επιτρέπει τη χρήση πυροβόλου όπλου για την προστασία εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας από εισβολή ενόπλου, όταν στο νόμο για τα όπλα συμπεριλαμβάνονται και τα ρόπαλα. Δεν μπορούν να «χαρακτηριστούν» ως «ρόπαλα» τα ξύλα, τα κοντάρια των πανό που κρατούν διαδηλωτές; Επίσης αν ο επικεφαλής αστυνομικής δύναμης ερμηνεύσει μια κατάληψη δημόσιου κτιρίου κατά τη διάρκεια κινητοποίησης ως «εισβολή», τότε τι θα συμβεί;

Επιτρέπονται δε εκφοβιστικοί πυροβολισμοί εναντίον ενόπλου πλήθους. «Πλήθος», όμως, στην αστυνομική ορολογία, μπορεί να είναι μια ομάδα διαδηλωτών με πανό και σημαίες, τα κοντάρια των οποίων μπορούν - το είδαμε πριν - να χαρακτηριστούν όπλα!

Ενισχύσεις από το στράτευμα

Δικαστικοί σημειώνουν ότι «σύμφωνα με τις παραγράφους 121 έως 129 του "Κανονισμού της εν πόλεσιν Υπηρεσίας των Στρατευμάτων" και κατόπιν αιτήσεως (σήμερα) του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή ή Αστυνομικού Διευθυντή του νομού, την Αστυνομική Αρχή ενισχύει δύναμη του στρατεύματος, η οποία χρησιμοποιείται μόνο σε απόλυτη ανάγκη και εφόσον οι αστυνομικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν τα όπλα τους, εξάντλησαν τις δυνατότητές τους και δεν είναι σε θέση μόνες τους να επιβάλλουν την τάξη. Στις περιπτώσεις αυτές τα στρατιωτικά τμήματα επεμβαίνουν δυναμικώς κάνοντας χρήση του οπλισμού τους».

Ετσι κι αλλιώς ο «εσωτερικός εχθρός» επανήλθε ως απειλή, που καλούνται να αντιμετωπίσουν και οι Ενοπλες Δυνάμεις. Σ' αυτό το πλαίσιο προετοιμάζονται για να αναλαμβάνουν ανοιχτά ρόλο κατασταλτικού μηχανισμού. Στρέφονται σε ζητήματα εσωτερικής ασφάλειας, με πρόσχημα την αντιμετώπιση της «τρομοκρατίας» και των άλλων λεγόμενων ασύμμετρων απειλών.

Ο πυρήνας του νέου, νεοταξίτικου, αμυντικού δόγματος, εμπεριέχει την προστασία της «διεθνούς ασφάλειας» και «σταθερότητας». Οι Ενοπλες Δυνάμεις στόχο έχουν την αντιμετώπιση των «στρατιωτικού χαρακτήρα τρομοκρατικών ενεργειών». Αναγορεύονται, σύμφωνα με τις σχετικές ανακοινώσεις, σε εγγυητή της «ασφάλειας, της ειρήνης και της σταθερότητας». Η τρομοκρατία ανάγεται σε «εθνική απειλή», γεγονός που συνεπάγεται ότι οι Ενοπλες Δυνάμεις αναλαμβάνουν ρόλο στην πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου. Στις «ασύμμετρες απειλές», που καλούνται ν' αντιμετωπίσουν οι Ενοπλες Δυνάμεις, είναι και για τη «σοβαρή προσβολή ή την καταστροφή των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δομών».

Εξάλλου ειδική μελέτη του ΓΕΣ προβλέπει για το στράτευμα τη συγκρότηση μηχανισμού, που θα υποστηρίζεται από αυτοδύναμο κέντρο συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο. Ο μηχανισμός αυτός θα λαμβάνει αποφάσεις και θα δρα έξω από τις «συνήθεις γραφειοκρατικές δομές». Θα αναλαμβάνει ακόμα «και προληπτική δράση πριν την εκδήλωση των «απειλών». Η μελέτη, στις μορφές των «ασύμμετρων απειλών» που θα αντιμετωπίσει ο Στρατός, περιλαμβάνει: Το θρησκευτικό φανατισμό. Τη λαθρομετανάστευση. Την τρομοκρατία. Το οργανωμένο έγκλημα. Τις ψυχολογικές επιχειρήσεις.

Ψυχολογικές επιχειρήσεις θεωρούνται αυτές που «στρέφονται κατά του ηθικού, του στρατιωτικού ή πολιτικού ανθρώπινου δυναμικού της Χώρας, καλλιεργώντας τον ψίθυρο και διαδίδοντας φήμες. Επιδιώκουν να δημιουργήσουν αίσθημα ανασφάλειας και πανικού. Ενθαρρύνουν τυχόν υπάρχουσες ομάδες (εθνικιστικές, θρησκευτικές, τρομοκρατικές), για πρόκληση δολιοφθορών. Πιθανοί Στόχοι Ψυχολογικών Επιχειρήσεων: Το πολιτικό και στρατιωτικό ανθρώπινο δυναμικό της Χώρας». Το ποιες υπηρεσίες, μυστικές ή όχι αναλαμβάνουν τέτοια δραστηριότητα προκειμένου να δημιουργήσουν συνθήκες για ένοπλη δράση κατά του λαϊκού κινήματος γίνεται κατανοητό. Αλλωστε υπάρχει και η αμερικάνικη πείρα...



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ