ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 6 Σεπτέμβρη 2006
Σελ. /28
Κλασική κωμωδία και τραγωδία

«Πλούτος» στο «Αθήναιον»

Ο Θύμιος Καρακατσάνης «σημαδεύτηκε» αλλά και «σημάδεψε» την αριστοφανική κωμωδία. Ξεκινώντας πριν σαράντα έξι χρόνια, με πρώτη και αλησμόνητη την ερμηνεία του ως «Ποιητής» στην παράσταση των «Ορνίθων» από τον Κάρολο Κουν το 1965, κόσμησε έκτοτε με πολλές σπουδαίες ερμηνείες του τη σύγχρονη «ανάγνωση» των κωμικών αλληγοριών του «ζωντανού Αριστοφάνη», κατά τη σοφή ρήση του Αλέξη Σολομού. Φέτος, ο Θ. Καρακατσάνης, σκηνοθετώντας στο θέατρο «Αθήναιον» τον «Πλούτο», πρόσφερε στο αθηναϊκό κοινό την ευκαιρία μιας καθημερινής θεατρικής απόλαυσης -της σημαντικότερης και ευφραντικότερης στο κάθε άλλο παρά «κλεινόν άστυ». Τη δυνατότητα να επικοινωνήσει με την αριστοφανική ποίηση, σε γάργαρη, χυμώδη μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη (διανθισμένη με «πιπεράτες» και επίκαιρες λεκτικές παρεμβάσεις του ίδιου και των συμπρωταγωνιστών του), και μάλιστα με ένα έργο μοναδικά επικαιρικής εμβέλειας. Με μια θεόπικρης αλήθειας κωμωδία, για τη «θεοποίηση» του πλούτου στην ταξική κοινωνία από εκείνους που τον κατέχουν. «Τυφλός» καθώς είναι ο πλούτος, σωρεύεται σε λιγοστά χέρια, των πιο ανήθικων, επιτήδειων, αρπακτικών και άδικων κι όχι δίκαια μοιρασμένος στα χέρια όλου του λαού που με το μόχθο και τις τέχνες του τον δημιουργεί. Μόνο στην αταξική κοινωνία θα «ξετυφλωθεί» ο πλούτος. Αυτή τη διαλεκτική προοπτική ήταν αδύνατο, βέβαια, να τη συλλάβει και ο μεγαλοφυέστερος νους στη δουλοκτητική αρχαιότητα. Ο Αριστοφάνης κατέκρινε τη «θεοποίηση» και την κοινωνική τύφλα του πλούτου, αλλά θεωρούσε ουτοπία τη δίκαιη διανομή του. Εδωσε, πάντως, ένα μεγάλο δίδαγμα στην ανθρωπότητα. Οτι η εξέλιξή της οφείλεται στην εργασία των απλών ανθρώπων, στο ότι «η πενία τέχνας κατεργάζεται», κι ότι κι ο ισομοιρασμένος πλούτος εξαντλείται χωρίς την εργασία όλων. Η σκηνοθεσία του Θ. Καρακατσάνη, σεμνή, καθάρια, χωρίς εντυπωσιοθηρικά ευρήματα, με χιούμορ και πηγαία λαϊκότητα, με τη δημιουργική συμβολή της μουσικής (Βασίλης Δημητρίου), της χορογραφίας (Δημήτρης Παπάζογλου), του σκηνικού και των κοστουμιών (Ρένα Γεωργιάδου), πρόβαλε και την πικρή αλήθεια και το δίδαγμα του έργου. «Ψυχή» και «πυρήνας» της σκηνοθετικής άποψής του ήταν η ισοζυγιασμένη μεταξύ κωμικότητας και μελαγχολίας ερμηνεία του στο ρόλο του δούλου Καρύωνα. Απολαυστικός ως «Πενία» και ιδίως ως «Ερμής» ήταν ο Σωτήρης Μουστάκας. Σεμνότητα και μέτρο διέκρινε τις ερμηνείες του Γιώργου Κωνσταντίνου και Γιώργου Γαλίτη. Χιούμορ διέθετε η γκροτέσκα Γριά της Βάσιας Τριφύλλη. Σε μανιερισμένες ευκολίες του κατέφυγε ο Τάκης Παπαματθαίου. Γόνιμοι ερμηνευτικά ήταν όλοι οι ηθοποιοί στους μικρούς ρόλους και στο Χορό.


ΘΥΜΕΛΗ

«Οθέλλος» με το «Θέατρο του Νέου Κόσμου»

Η φιλοδοξία κάθε θεατρικού καλλιτέχνη, κάθε εποχής, να καταπιαστεί με κάποιο πολυπαιγμένο έργο της κλασικής δραματουργίας, λ.χ. με ένα σαιξπηρικό έργο, να το δει με τη δική του «ματιά» ή της εποχής του, είναι όχι μόνο θεμιτή αλλά και απολύτως αναγκαία. Προϋπόθεση, όμως, ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι η συστηματική μελέτη, η μεγάλη περίσκεψη, η αμφιβολία και ο αυστηρός αυτοέλεγχος για το κατά πόσο ορθά, αρμόζοντα στο πνεύμα, το ήθος, το μέτρο του έργου είναι τα επιμέρους στοιχεία και το όλον της ερμηνευτικής πρότασής του. Η συνειδητοποίηση ότι μια αστόχαστη, «διαφορετική» από προηγούμενες ερμηνευτική άποψη, ή ο εκσυγχρονισμός για τον εκσυγχρονισμό οδηγούν σε μεγάλα ολισθήματα. Αυτό συνέβη με τον σαιξπηρικό «Οθέλλο», στο Ηρώδειο, από το «Θέατρο του Νέου Κόσμου», σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, μετάφραση του Διονύση Καψάλη, σκηνικά -κοστούμια Αγγελου Μέντη - Μαρίας Ηλία, κίνηση Αγγελικής Στελλάτου, μουσική Θόδωρου Αραμπατζή - Σταύρου Γασπαρινάτου. Ο «Οθέλλος» είναι η τραγική κατάληξη του τίμιου, ηθικού, ακέραιου, γενναίου, σημαντικού, μεγαλόκαρδου, εύπιστου ανθρώπου και της αθώας αγάπης, όταν γίνονται στόχος του κακού. Ενός ανθρώπου φιλόδοξου, ζηλόφθονα, ασήμαντου, κακόψυχου, άρπαγα, ανήθικου «σατανά», όπως έπλασε ο Σαίξπηρ τον Ιάγο. Αμέτρητες σελίδες σαιξπηριστών και άλλων μελετητών έχουν γραφτεί γι' αυτή την τραγωδία. Τραγωδία, που με τις βασικές ερμηνευτικές επιλογές του Β. Θεοδωρόπουλου, έγερνε στην παρωδία. Κατά τη γνώμη της υπογράφουσας το μέγιστο, βλαπτικό για όλη την παράσταση, λάθος της σκηνοθεσίας ήταν η επιλογή του Γεράσιμου Γεννατά για το ρόλο του Ιάγου. Τι σχέση έχει ο - φύσει και θέσει - απεχθής, απατεώνας, σατανικός Ιάγος με την κωμικο-αρλεκίνικη υποκριτική ιδιοσυγκρασία του Γ. Γεννατά και τα «εξυπναδίστικα» κόλπα που τον έβαλε (ή τον άφησε) να κάνει, μετατρέποντας τα άλλα πρόσωπα σε «μαριονέτες»; Ο Σαίξπηρ, όχι τυχαία, έπλασε έναν μεσήλικα Οθέλλο, για να τονίσει ότι παρότι μαύρος, με τις αρετές του κερδίζει την αγάπη, την αφοσίωση και τον έρωτα της νεαρής Δεισδαιμόνας. Ο σκηνοθέτης επέλεξε τον ταλαντούχο, αλλά νέο για το ρόλο, Αιμίλιο Χειλάκη. Το σοβαρότερο είναι ότι ο Οθέλλος μετατράπηκε σε ένα γοητευτικό μεν αλλά βλακώδες ενεργούμενο του Ιάγου. Επόμενα, ανάλογή του έγινε και η παιδαριώδους ομιλίας και διάνοιας Δεισδαιμόνα (Αθηνά Μαξίμου). Ως κωμικός βλακέντιος ερμηνεύτηκε και ο Ροδρίγος (Λαέρτης Μαλκότσης). Οι ηθοποιοί στους μικρούς ρόλους έπλεαν μέσα στην ερμηνευτική σύγχυση, από την οποία αυτοδιασώθηκαν ο Κωνσταντίνος Παπαχρόνης (Κάσσιος) και η Νόρα Καρβούνη (Αιμιλία), η μόνη που μετέδωσε συγκίνηση.


ΘΥΜΕΛΗ

«Ο Φιάκας»

Ενα «κειμήλιο» της μετεπαναστατικής ελληνικής δραματουργίας, τον «Φιάκα» του σαμιώτικης καταγωγής, Κωνσταντινουπολίτη λόγιου, δασκάλου, «αγαπώμενου υπό πάντων διά την αγαθότητα αυτού», και ερασιτέχνη δραματουργού Δημοσθένη Κ. Μισιτζή, ανέβασε ο πολύ καλά «ασκημένος» - ως προς το λόγο και το ήθος τους - με παλιά δραματουργικά και λογοτεχνικά κείμενα Τάκης Χρυσικάκος. Με την ευφρόσυνη παράστασή του, λιτότατων σκηνογραφικών μέσων, αλλά εμπλουτισμένη με μουσικά ιντερμέδια - εύστοχες επιλογές σμυρναίικων και γενικότερα μικρασιατικής παράδοσης τραγούδια από τον μουσικολόγο Λάμπρο Λιάβα, ανέδειξε τις μακραίωνες, λαϊκής γέννας, ρίζες της κωμωδίας του Μισιτζή, τη χάρη, τη σοφία, αλλά και τη διαχρονική δύναμή της να καυτηριάσει της κοινωνίας και των ανθρώπων λογής λογής κακά. Στη συγκεκριμένη κωμωδία, τη μωροφιλοδοξία, την ανοησία, την αμορφωσιά και ξενομανία των εύπορων μικροαστών που πιάνονται στη φάκα αετονύχηδων, εκ συστήματος μεταμφιεσμένους, επίπλαστους, «φτιαγμένους» να εμφανίζονται ως «κοσμοπολίτες», «μεγαλώνυμοι», «αριστοκράτες», «πλούσιοι» και «πολύφερνοι», πλην παρασιτικοί, άφραγκοι και καταχρεωμένοι απατεώνες. Τέτοιος είναι ο κεντρικός «ήρωας» του έργου, Χαρίλαος Πλουτίδης, ή Χαράλαμπος Πεταλούδας, ή Φιάκας. Συμβολικά και τα τρία ονόματά του και φως φανάρι η μεσαιωνική ρίζα του Φιάκα - προέρχεται από το φτιάνω, φτιάχνω, φκιάνω. Φτιασιδωμένος απατεώνας ο Φιάκας, καταχρεωμένος και κυνηγημένος από δανειστές και εμπόρους, χρωστώντας κι ενός χρόνου μηνιάτικα στο δούλο του Γιάννη, μην έχοντας άλλη λύση, παρασταίνοντας το γερμανοθραφή, συγγενή αριστοκρατών διπλωμάτη, μηχανεύεται να παντρευτεί την ανόητη Ευανθία για να βάλει στο χέρι την προίκα της. Εκείνη από μωροφιλοδοξία να γίνει αριστοκράτισσα χάφτει όλα τα ψέματά του και για να μη χάσει το «τεφαρίκι» δέχεται να παντρευτεί άρον άρον και κρυφά, δίνοντας ένα γερό ποσό για το γαμπριάτικο κοστούμι. Ομως, καθώς η απάτη «έχει κοντά ποδάρια», ο «φκιαχτός» αριστοκράτης αποκαλύπτεται, συλλαμβάνεται και εκείνη παίρνει το μάθημά της. Ο χυμώδης, σαρκαστικός, σύνθετος γλωσσικά λόγος του Μισιτζή - ψευτοκαθαρευουσιάνικα κομψεπίκομψος και πηγαία λαϊκός - και η κωμικότητα των προσώπων, με την καθοδήγηση του Τ. Χρυσικάκου, υπηρετήθηκαν απόλυτα όχι μόνο από τον ίδιο στο ρόλο του Φιάκα, αλλά και από την Μίρκα Καλατζοπούλου (πληθωρικά λαϊκή Φρόσω) και την Νικολέττα Βλαβιανού (Ευανθία). Την παράσταση, όμως, ερμηνευτικά «έκλεψε» ο Κώστας Φλωκατούλας, με τη σπαρταριστή, καραγκιόζικης σπιρτάδας ερμηνεία του (υπηρέτης Γιάννης).


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ