ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 1 Μάρτη 2012
Σελ. /32
Μια (καθόλου) ξεχωριστή εβδομάδα!

Εβδομάδα για όλα τα γούστα με τρεις νέες ταινίες και δυο κλασικές επανεκδόσεις εξαιρετικής κινηματογραφικής, ιστορικής και εγκυκλοπαιδικής αξίας. Σας προτείνουμε ανεπιφύλακτα την - δύσκολη - ταινία από τη Νορβηγία καθώς και τις επανεκδόσεις των δυο παρθενικών - σουρεαλιστικών - ταινιών του Λουίς Μπουνιουέλ, ένα must για όσους δεν τις έχουν δει. Βωβή η πρώτη, ομιλούσα η δεύτερη και στις δυο το σενάριο έχει γραφεί από τον Μπουνιουέλ και τον Σαλβαδόρ Νταλί. Συμπαθητική εμπορική κωμωδία, κατώτερη όμως των προσδοκιών, το «ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ» με τον Τζόνι Ντεπ και πράγματι ακατανόητος ο λόγος ύπαρξης της καναδέζικης «CAF' DE FLORE».

Ενημερώνουμε επίσης για τη διεξαγωγή του 7ου Διεθνούς Φεστιβάλ Animation (κινουμένων σχεδίων) της Αθήνας που θα λάβει χώρα στους χώρους της «Ταινιοθήκης της Ελλάδας». Το φεστιβάλ ξεκινά σήμερα 1ητου Μάρτη και διαρκεί έως και την επόμενη Τετάρτη 7 του μήνα. Στη φετινή διοργάνωση τιμώμενη χώρα είναι η Τσεχία με εκτεταμένο αφιέρωμα σε παλαιότερες, αλλά και πρόσφατες παραγωγές animation, ενώ τιμώμενος καλλιτέχνης είναι ο Γερμανός Thomas Bertels. Σε αυτό το 7ο Φεστιβάλ κινουμένων σχεδίων διαγωνίζονται 79 παραγωγές μικρού μήκους, 60 σπουδαστικές, 19 ελληνικές και το σύνολο των 21 συμμετοχών στο τμήμα «Πανόραμα». Το εισιτήριο για τις προβολές της απογευματινής ζώνης (17.30-19.30) ανέρχεται σε 5 ευρώ για 2 άτομα, ενώ για τη βραδινή ζώνη (19.30-23.30) είναι 5 ευρώ κατ' άτομο. Για περισσότερες πληροφορίες και λεπτομέρειες για το πρόγραμμα προβολών απευθυνθείτε στην «Ταινιοθήκη της Ελλάδας».


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΥΝΙΟΥΕΛ
Ενας Ανδαλουσιανός σκύλος

Κινηματογραφικό μανιφέστο του σουρεαλισμού έχει χαρακτηριστεί η πρώτη, μόλις δεκαεπτά λεπτών, ταινία του Λουίς Μπουνιουέλ και αντιπροσωπεύει ό,τι πιο ώριμο, πιο υπερρεαλιστικό και πιο φροϋδικό από την πρωτοπορία της εποχής. Η ταινία συντίθεται από ένα ασυνάρτητο ρεύμα βάναυσων ερωτικών εικόνων από το υποσυνείδητο που ο ίδιος ο Μπουνιουέλ αποκαλεί «απελπισμένη και παθιασμένη πρόσκληση σε δολοφονία». Στην εξελικτική της πορεία βλέπουμε - σε πολύ κοντινό πλάνο - να εκτυλίσσεται η πασίγνωστη σκηνή στην οποία ένας άνδρας κόβει στα δύο, με ξυράφι, το βολβό του ματιού μιας γυναίκας. Ο Μπουνιουέλ διηγείται ότι την σκηνή του κομμένου ματιού τη γύρισε με αυτοθυσία, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του με την κάτωθι φράση: «πρέπει να την κάνω, όπως θυσιάζεται κανείς για την πατρίδα».

Το μάτι της γυναίκας βέβαια δεν ήταν παρά μάτι από ένα ψόφιο βόδι που είχαν βάψει τα ματοτσίνορά του με μάσκαρα. Η όλη σκηνή βασίζεται στο μοντάζ, εν προκειμένω στις αρχές του μοντάζ «συνέχειας» και το αποκαλούμενο εφέ Κουλέσωφ... Ενα άνδρας τραβά κατά μήκος ενός σαλονιού δυο πιάνα με ουρά όπου κείνται τα κουφάρια δυο γαϊδουριών σε σήψη ... Σμήνη μερμηγκιών - σχήματα από πίνακες του Νταλί - βγαίνουν από μια τρύπα από την παλάμη ενός άνδρα ... Ενα πείραμα με τους ελεύθερους συνειρμούς δύο εκ των πλέον αναρχικών μορφών της τέχνης του εικοστού αιώνα. Σχεδιασμένη ώστε να δημιουργήσει σειρά βίαιων συγκρούσεων στον θεατή εν είδει σοκ, γαργαλητού και αποστροφών, η ταινία διαθέτει μια τυπική λογική που βασίζεται στην αποδόμηση της συνέχειας και το συσχετισμό των εικόνων είτε μέσα από παραστατικό ταίριασμα είτε με αντιπαραβολή. Το φιλμ «ΕΝΑΣ ΑΝΔΑΛΟΥΣΙΑΝΟΣ ΣΚΥΛΟΣ» είναι το υπόδειγμα του κινηματογραφικού σουρεαλισμού στο οποίο ο Μπουνιουέλ πρόσθεσε αργότερα, στην ηχητική μπάντα, μαγνητοφωνημένα δημοφιλή σύγχρονα ταγκό, καθώς και το «Liebestod» (Θάνατος της αγάπης) από την όπερα του Βάγκνερ «Τριστάνος και Ιζόλδη». Μέσα από την κίνηση αυτή ο Μπουνιουέλ υπαινισσόταν ότι η ταινία είχε να κάνει και με την κατάρρευση του ευρωπαϊκού πολιτισμού του μεσοπολέμου, κάτι σαν ένα υπόγειο ταξίδι μέσα από τις εσοχές μιας α-συνείδητης μνήμης.

Παίζουν: Πιέρ Μπατσέφ, Σιμόν Μαρέιγ, Χάιμε Μιραβίλες, Σαλβαδόρ Νταλί και Λουίς Μπουνιουέλ.

Παραγωγή: Γαλλία (1929).

ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΥΝΙΟΥΕΛ
Η χρυσή εποχή

Ταινία όχι λιγότερο σουρεαλιστική από την προγενέστερη του γοητευμένου από τον υπερρεαλισμό στη λογοτεχνία και ζωγραφική σκηνοθέτη με στόχο τον αιφνιδιασμό και το σοκάρισμα των μαζών των θεατών. Η δεύτερη, κατά χρονολογική σειρά, συνεργασία των Μπουνιουέλ και Νταλί, η εκρηκτική τους συνάντηση σε μια κλασική ταινία που έφερε τα πάνω κάτω στον κινηματογράφο. Ενα κύριο χαρακτηριστικό του αντι-αφηγηματικού σουρεαλιστικού κινηματογράφου είναι η επίθεση στην ίδια την αιτιότητα και αντί αυτής, η παράθεση γεγονότων τα οποία δεν υπόκεινται σε αφηγηματική λογική. Επίσης, και το σουρεαλιστικό κινηματογραφικό ύφος αρνείται να κατοχυρώσει οποιαδήποτε συγκεκριμένα επινοήματα που θα έβαζαν σε τάξη και θα καθιστούσαν ορθολογικά, αυτά που όφειλαν να είναι ένα ακαθοδήγητο παιχνίδι σκέψης.

Την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Μπουνιουέλ με επίκεντρο το σεξουαλικό ένστικτο και την έννοια του θανάτου, χρηματοδότησε ουσιαστικά η επιτυχία της προγενέστερης μικρού μήκους. Στη «ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ» καταγράφονται τα κρυφά ρεύματα του ασυνείδητου, οι παραμελημένες μορφές συνειρμών και η παντοδυναμία των ονείρων. Η ταινία ωστόσο επιτίθεται ανοιχτά και ανελέητα στη θρησκεία και την καθεστηκυία κοινωνική τάξη τόσο βίαια που προκάλεσε την οργή των Γάλλων φασιστών που τελικά κατάφεραν να την κρατήσουν για πολύ υπό απαγόρευση. Μετά τη «Η ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ» ο Μπουνιουέλ δεν έκανε άλλες απροκάλυπτα σουρεαλιστικές ταινίες, η σουρεαλιστική του ωστόσο προσπάθεια καταγράφεται ζωντανή και παρούσα στο σύνολο των ταινιών της μακράς καριέρας του.

Παίζουν: Γκαστόν Μοντό, Λιά Λις, Μαξ Ερνστ, Πιέρ Πρεβέρ, Καριδάδ ντε Λαμπερντέσκ, κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία (1930).

ΓΙΟΑΚΙΜ ΤΡΙΕΡ
Οσλο, 31 Αυγούστου

Επιτέλους μια σύγχρονη ταινία μυθοπλασίας από τη Σκανδιναβία που προσπαθεί εκ των έσω και με όρους ρεαλισμού, να μιλήσει (πρωτίστως μέσα από ουσιαστικούς διαλόγους που καθοδηγούν τους συνειρμούς) για την αίσθηση του αόρατου και άυλου κολαστήριου των κοινωνιών του Βορρά. Ο Γιόακιμ Τρίερ, Νορβηγός γεννημένος στην Κοπεγχάγη, πρωτοεμφανίστηκε το 2006 με τη φεστιβαλική ταινία «REPRISΕ», όπου δυο νέοι άνθρωποι ψάχνουν το νόημα της ζωής. Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του μακρινού συγγενή του Λαρς φον Τρίερ, το ρεαλιστικό, σύγχρονο πεσιμιστικό δράμα «ΟΣΛΟ, 31 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ» μοιάζει συνέχεια του πρώτου. Ο καταγγελτικός του χαρακτήρας φαίνεται ότι είναι αποτέλεσμα μιας ώριμης ματιάς και παρατήρησης. Το φιλμ προβλήθηκε στις Κάννες και έλαβε τη σημαντικότερη διάκριση, στο τελευταίο φεστιβάλ κινηματογράφου της Στοκχόλμης. Στη βάση της ταινίας βρίσκεται επικαιροποιημένο το μυθιστόρημα «Feu Follet» του Pierre Drieu La Rochelle από το 1931, που το 1963 μετέφερε στον κινηματογράφο ο Λουί Μαλ, με τον Μορίς Ρονέ στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ο πρόλογος φέρει τόνους ελεγειακούς τόσο ως προς τις κιτρινισμένες, επιλεκτικά βγαλμένες από τη μνήμη εικόνες από το παρελθόν, όσο και ως προς το σχολιασμό τους. Το αρχειακό υλικό και η οργάνωση που το διέπει, εξιστορεί την αφήγηση της ανάπτυξης της σύγχρονης πόλης. Ετσι οροθετεί ο Τρίερ τα πλαίσια του χωροχρόνου της ιστορίας του. Και από το γενικό εστιάζει στο ειδικό. Στον πρωταγωνιστή της ιστορίας και στο τέλος μιας ερωτικής συνάντησης. Τελευταία ερωτική συνεύρεση αλλά καθοριστική για τον Αντερς που αποπειράται να αυτοκτονήσει στα νερά της λίμνης την αυγή. Ο Αντερς είναι 34 ετών. Γόνος μεσοαστικής οικογένειας φιλελεύθερων αρχών, με κοινωνική κληρονομιά και ευρύ, καλοβαλμένο κοινωνικό κύκλο. Αντικειμενικά, λοιπόν, διαθέτει τις πλέον ευοίωνες προϋποθέσεις για κοινωνική ανέλιξη και στάτους (winner) επιτυχημένου. Ομως, έτυχε και έπεσε στα ναρκωτικά... και βρίσκεται, εδώ κι έναν χρόνο, σε κέντρο απεξάρτησης στις παρυφές του Οσλο. Σήμερα, μάλιστα, θα πάρει την πρώτη του 24ωρη άδεια γιατί στα πλαίσια της επανένταξης η κλινική του κανόνισε συνέντευξη με τον διευθυντή του περιοδικού «Folio» για προσωρινή θέση συντάκτη.

Στη χλιαρή θαλπωρή του καλοκαιρινού Οσλο ο, αποφασισμένος να τελειώνει με τη ζωή του, Αντερς, θα προσπαθήσει για ύστατη φορά, να επαναδιαπραγματευτεί την ποιότητα της ζωής του, την ποιότητα των δεσμών του με το έμψυχο υλικό της πόλης. Με τους φίλους, τους γονείς, την αδελφή του, τις παλιές του κοπέλες και τις καινούργιες γνωριμίες... Η συμπυκνωμένη αυτή μέρα συνιστά τον επίλογο της ζωής του και το θέμα της ταινίας του Τρίερ. Γιατί κάθε συνάντηση φέρνει στην επιφάνεια θέματα, υποθέματα και συνειρμούς που όλα αυτά μαζί συνθέτουν την εικόνα μιας κοινωνίας που διέπεται από αξίες, αρχές και ανθρώπινες σχέσεις σε αδιέξοδο. Φτάνει να δούμε τον Αντερς σαν οργανική μονάδα, αλλά και προϊόν μιας κοινωνίας που θεωρεί φυσιολογικό σήμερα να πηγαίνει η πριγκίπισσα Μέτε-Μάριτ (η κοινή θνητή που παντρεύτηκε ο πρίγκιπας του θρόνου) σε ρέιβ πάρτι με παρέα χρήστες ναρκωτικών, για να καταλάβουμε την ευκολία, με την οποία κάποιος θα στραφεί στη διέξοδο των παραισθησιογόνων. Κι εύλογα αναρωτιέται κανείς για το πού και πώς οριοθετεί η διαλλακτική Νορβηγία από τη μια τη βασιλική αυλή και από την άλλη τους χρήστες; Πού και πώς, οριοθετείται η καθημερινότητα που βιώνουμε θέλοντας και μη και αυτή που θα θέλαμε να ζήσουμε;

Ο Τρίερ δεν αφηγείται απλά τη ζωή ενός ναρκομανούς. Σκιαγραφεί ένα υπαρξιακό και ηλεκτρισμένο πορτρέτο ανίατης μοναξιάς του σύγχρονου ανθρώπου. Και ενσωματώνει σ' αυτό την πρόκληση προς το θεατή να ερευνήσει τις επιλογές που έχει ο Αντερς... και ο κάθε Αντερς που πνίγεται με την αποξένωση, την υποκρισία, το εφήμερο, τους συμβιβασμούς. Σε ολόκληρο το φιλμ περιγράφεται με εκκωφαντική τραγικότητα η «αποκόλληση» σε ό,τι κρατά το σύγχρονο κόσμο και αυτούς που τον κατοικούν. Παρότι, όλα τα ευχάριστα στη ζωή μοιάζουν να ανοίγονται προσβάσιμα μπροστά του, ο Αντερς όσο και αν προσπαθεί αδυνατεί να βρει εκείνο το είδος της συγκολλητικής ουσίας που δένει βαθιά τα πράγματα μεταξύ τους. Εκτός από την ουσία, λείπουν και οι τεχνικές πολιτισμικής συγκόλλησης σε μια μεθοδευμένα, αυτιστική κοινωνία.

Ο Τρίερ ακολουθεί το βουβό, εσωτερικό μονόλογο του Αντερς στο ταξίδι της μακράς του μέρας προς τη νύχτα, έναν μονόλογο ευαίσθητο και κυνικό και μια μοναξιά που κάθε φορά ταλαντεύεται αλλά καταλήγει όλο και πιο στέρεη κι έχει αμιγώς κοινωνική βάση και υπόκειται σε σχέσεις διαλεκτικής. Καίτοι νέος, ο Τρίερ φαίνεται πολύ σίγουρος τόσο ως προς τη γλώσσα της οπτικής του όσο επίσης και τον προσωπικό του τόνο. Πολύ καλή ταινία που θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει σπουδαίο διδακτικό υλικό, στα πλαίσια εκστρατείας κατά της ναρκω-κουλτούρας.

Παίζουν: Αντερς Ντάνιελσεν Λι, Χανς Ούλαβ Μπρένερ, Πέτερ Βιντ Κρίστιανσεν, Γιοχάνε Σιέλεβικ Λεντάνγκ, Εμιλ Λουντ, κ.ά.

Παραγωγή: Νορβηγία (2011).

ΜΠΡΟΥΣ ΡΟΜΠΙΝΣΟΝ
Μεθυσμένο ημερολόγιο

Υπήρξε μια εποχή που ο γλεντζές Αμερικανός δημοσιογράφος Hunter Thompson (Χάντερ Τόμσον) περνούσε πολύ χρόνο στο νησί του Πουέρτο Ρίκο. Το βιβλίο του «Μεθυσμένο Ημερολόγιο» - εκτυλίσσεται στο νησί της Καραϊβικής το 1960 - και είναι ο καρπός της παραμονής του συγγραφέα στην αμερικανική αποικία. Το μυθιστόρημα έγινε ταινία χάρη στον Τζόνι Ντεπ, ενθουσιώδη θαυμαστή του Τόμσον, που εκτός από το ρόλο του παραγωγού κρατά κι εκείνον του πρωταγωνιστή. Η ταινία είναι ζωντανή και πολύχρωμη σαν καρτ ποστάλ και γλυκιά σαν ροζ καραμέλα. Το αποτέλεσμα χαριτωμένο, κοινότοπο όμως και ισχνό. Θα μπορούσε βέβαια κάλλιστα να εξελιχθεί σε πολιτική κωμωδία (εάν η δράση δεν στροβιλιζόταν συνεχώς γύρω από αναρίθμητα ανέκδοτα για μεθύσια και αλκοόλ) αναφορικά με τις μεγάλες μπίζνες των κεφαλαιοκρατών στο έδαφος της κάθε «μπανανίας» (καλή ώρα), αλλά και για τις τεχνικές διαμόρφωσης κοινής γνώμης, για τις οποίες ο Τύπος πληρώνεται από τις πολυεθνικές, ώστε να προετοιμάζει κατάλληλα το έδαφος για το λαό, που να δέχεται τα όποια μέτρα σε βάρος του σχεδόν αδιαμαρτύρητα...

Η ταινία συμβατική, με πλήθος κλισέ και κωμικά γκαγκ, εναλλάσσει το δραματάκι με την άμορφη φάρσα. Ξεκινά με ένα μικρό κατακόκκινο αεροπλάνο που πετά πάνω από σμαραγδένια εξωτικά νερά υπό τους ήχους του «Βολάρε» προαναγγέλλοντας ένα θαυμάσιο ταξίδι για το άλτερ έγκο του Τόμσον, τον 22χρονο - αλκοολικό - δημοσιογράφο Πολ Κεμπ (Τζόνι Ντεπ) που φθάνει στο νησί για τα λεφτά (θα δουλέψει σε μια χρεοκοπημένη εφημερίδα) και το ρούμι. Στην επιφάνεια όλα μοιάζουν συναρπαστικά. Κυρίως η πανέμορφη συνοδός του σύμβουλου δημόσιων σχέσεων, που αναδύεται από τα νερά ως Αφροδίτη και παραμένει Αφροδίτη σε όλο το φιλμ. Ο Κεμπ, πάντα χαμογελαστός, ίδιος χαμαιλέοντας, στριφογυρνά σα σβούρα και προσπαθεί να βάλει ένα πόδι σε κάθε κατάσταση. Μασκαρεμένος πίσω από το κουστούμι του και τα γυαλιά ηλίου, ονειρεύεται μεγαλεπήβολα και αποκαλυπτικά άρθρα για τη φτώχεια και την εξαθλίωση των ιθαγενών. Στην εφημερίδα όμως του 'δωσαν να γράφει τα ωροσκόπια. Κι αυτό τον κάνει να πίνει ακόμα περισσότερο! Μέχρι που ο ίδιος και οι συνάδελφοι, συγκάτοικοί του βρίσκονται μπλεγμένοι σε μια δόλια απάτη που έχει να κάνει με ξεπούλημα, ιδιωτικοποίηση και εκμετάλλευση των καλύτερων παραλιών, εξαπατώντας τους ιθαγενείς.

Το βιβλίο του Τόμσον τυπώθηκε πολύ μετά την εποχή που γράφτηκε. Διαπνέεται από την απέχθεια του συγγραφέα για τις δυνάμεις που ανελέητα κατέστρεψαν τη χώρα που αγάπησε και τη μετέτρεψαν σε τουριστικό παράδεισο. Αλλά, στην πνιγμένη στο ρούμι ταινία, ούτε οι ιθαγενείς περιγράφονται με θετικότερα χρώματα. Βίαιοι και ανισόρροποι, ζουν από τα στοιχήματα αιματηρών κοκορομαχιών και βουντού. Και μολονότι ο Τζόνι Ντεπ βρίσκεται κατά κανόνα στο κέντρο κάθε σκηνής, είναι οι δυνατοί, οι δεύτεροι ρόλοι που λειτουργούν σαν μοχλοί εξέλιξης της αφήγησης. Ο φωτογράφος λόγου χάρη και ο αουτσάιντερ, σουηδικής καταγωγής, που ακούει σε βινύλιο τους λόγους του Χίτλερ αποτελούν πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία που έχουν όμως μείνει ανεκμετάλλευτα. Οχι ότι ο Πολ Κεμπ δεν είναι ενδιαφέρων, αλλά εξαρχής μοιάζει να μην έχει σταθερό περίγραμμα. Πάντως, ραχοκοκαλιά αποκτά προς το τέλος της ταινίας, όταν βάζει στόχους, όταν δείχνει αποστροφή στους συμβιβασμούς και θέληση να αλλάξει.

Απλά χαριτωμένη κωμωδία, ένα κουβάρι από φάρσες και αστεία, μαριναρισμένη στο ρούμι, χωρίς να εστιάζει κάπου ιδιαίτερα, άρα χωρίς ουσιαστική δύναμη για απογείωση!

Παίζουν: Τζόνι Ντεπ, Αμπερ Χερντ, Ααρον Εκχαρτ, Τζιοβάνι Ρίμπιζι, Αμόρι Νολάσκο, Ρίτσαρντ Τζένκινς κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).

ΖΑΝ - ΜΑΡΚ ΒΑΛΕ
Cafe de Flore

Εκτεταμένη, γκρινιάρικη και μάταιη τελικά αφήγηση, σε άξονες παράλληλους, δύο ιστοριών χωρίς τίποτα το κοινό μεταξύ τους, χωρίς κανένα σημείο επαφής. Διαδραματίζονται σε διαφορετικό χρόνο, σε απόσταση σχεδόν μισού αιώνα η μια από την άλλη και σε διαφορετικό γεωγραφικό χώρο, στο Παρίσι η μια, στο Μόντρεαλ του Καναδά η άλλη. Αναφέρονται σε διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα και σε εντελώς διαφορετικά θέματα. Στα προβλήματα μιας μόνης, εργαζόμενης μητέρας στο Παρίσι του 1969 που μεγαλώνει το παιδί της που γεννήθηκε με σύνδρομο Down και στην υπαρξιακή και συναισθηματική κρίση ενός σαραντάρη, παθιασμένου με την μουσική, DJ.

Κοινά σημεία στις δυο ιστορίες η γλώσσα - γαλλόφωνες - και η ... μετεμψύχωση! Οχι με την διακριτική γοητεία της μεταφυσικής στην «ΔΙΠΛΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΙΚΑ» και τον συναρπαστικό τρόπο που την αφηγήθηκε ο μάστορας Κισλόφσκι, αλλά εικοτολογικά, ως από μηχανής θεός, ως αυθαίρετα εμβόλιμη απάντηση στο εύλογο ερώτημα : Για ποιο λόγο να σερβίρονται μαζί οι δύο αυτές ιστορίες; Το ότι ο σκηνοθέτης επιλέγει να συνδέσει αυτό το άσχετο υλικό με την ψαρόκολλα του μοντάζ και να το ντύσει με μουσικές επιλογές, λήψεις και κάδρα που κινούνται σε κοινό παρονομαστή πνεύματος, δεν σημαίνει απολύτως τίποτα.

Ταινία άνιση, άχρηστη και κακή. Ανιση, γιατί, η αντικειμενικής βάσης ιστορία στην Γαλλία υπερέχει παρασάγγας από εκείνη του Καναδά. Η πρώτη εκτυλίσσεται σε ένα μουντό, σαν τις δυσκολίες της βιοπάλης, Παρίσι - εξαίρετα τα σκηνικά και κοστούμια - με την ερμηνευτικά ικανή Βανέσα Παραντί, στο ρόλο της υπερπροστατευτικά κτητικής μάνας «κουράγιο» που περνά την δική της ζωή μέσα από την ύπαρξη του «δακτυλοδεικτούμενου» παιδιού της. Ο πετυχημένος, διεθνής DJ του Μόντρεαλ μάλλον, πάσχει από μικροαστική ανία ... Και για να εκληφθεί η ανία, ή, οι δυσκολίες ενός χωρισμού, ως πρόβλημα που, πέραν του DJ και της πρώην συζύγου του, αξίζει να απασχολήσει - έστω και για τον ελάχιστο αυτό κινηματογραφικό χρόνο - και τον θεατή, πρέπει οπωσδήποτε να χτιστεί δραματουργικά η ιστορία με μπετόν αρμέ και όχι με άχυρα και ξύλα - σαν τα τρία γουρουνάκια του παραμυθιού.

Αφελές και ομιχλώδες, αδιάφορο και απογοητευτικό, το ετερόκλητο αυτό μείγμα γκροτέσκου μυστικισμού. Η θολή, μανιερίστικα επιτηδευμένη σκηνοθεσία του κάδρου, οι αβαθείς παραπομπές στην μοίρα, στην ζωή, στον έρωτα και την αγάπη, κυρίως όμως η αδόκιμη - από όποια πλευρά - διαχείριση της σύνδεσης των δύο ιστοριών, οδηγούν - στην καλύτερη περίπτωση - στο συμπέρασμα ότι ο σκηνοθέτης άλλα ήθελε κι αλλιώς του βγήκαν. Από την ταινία αυτή μην περιμένετε να δείτε ούτε καναδέζικο σινεμά της λογικής της αποδόμησης α λα Ατόμ Εγκογιάν, ούτε φημισμένο παρισινό καφέ του «υπαρξισμού» που παραπέμπει τους συνειρμούς ο τίτλος.

Παίζουν: Βανέσα Παραντί, Κέβιν Παράν, Ελέν Φλοράν, Εβλίν Μπροσί κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία, Καναδάς (2011).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ