ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 18 Απρίλη 2013
Σελ. /32
Ταξισυνειδησία… το must της βδομάδας

Με την υπενθύμιση ότι στον κινηματογράφο TITANIACINEMAX εκτός της «ΤΑΞΙΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ» που προβάλλεται καθημερινά στις 19.00 και 20.15, συνεχίζεται η προβολή και των δύο ανατολικογερμανικών ταινιών του Κουρτ Μέτζιγκ για τον Ερνστ Τέλμαν. Στις 17.00 προβάλλεται καθημερινά το 1ο μέρος «ΤΕΛΜΑΝ: ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ ΤΟΥ» ενώ στις 21.30 καθημερινά πραγματοποιείται η προβολή του 2ουμέρους «ΤΕΛΜΑΝ: ΗΓΕΤΗΣ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ ΤΟΥ». Κατά τα' άλλα... Επανέρχεται ο Τομ Κρουζ, στην, κατηγορίας «πτερού» καίτοι οπτικά εντυπωσιακή, αμερικάνικη saga επιστημονικής φαντασίας «OBLIVION» (2013) σε σκηνοθεσία Τζόζεφ Κοζίνσκι, τρέχει δεξιά κι αριστερά σαν διαστημικός σούπερ Μάριο, στη μακρινή δεκαετία του 2070, πάνω σε μια γη ερημωμένη, ακατοίκητη κατά βάση και μολυσμένη από ραδιενέργεια, μετά τον πυρηνικό πόλεμο εναντίον εξωγήινων εισβολέων. Ο Κοζίνσκι μπορεί γενικά και αόριστα να στοχεύει κάπου μεταξύ «ΣΟΛΑΡΙΣ» και «ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ» αλλά προσγειώνεται στα περίχωρα του δικού του αμφιλεγόμενου ντεμπούτου «TRONLEGACY» (2010). Το κλίμα γενικότερης ασάφειας συμπληρώνει ο Τομ Κρουζ - ίσως λόγω σαηεντολογίας... Αργόσυρτη με τόνους ρομαντικούς και σπάνιες στιγμές που επιχειρούν να προϊδεάσουν για την ύπαρξη κάτι φρέσκου και νεωτερικού. Ωστόσο, παρά τη δελεαστική οπτική της προσέγγιση, η ταινία σαν σύνολο, παραπέμπει σε συνονθύλευμα στοιχείων και κλισέ από διάφορα φιλμ περιπέτειας, επιστημονικής φαντασίας και δράσης που με το βράσιμο «ξεχύνονται» πάνω στην μετα-αποκαλυπτική άμμο της ερήμου που καλύπτει το εκκενωμένο από κατοίκους και ζωή θραύσμα Γη.

Πρεμιέρα και για την πιστή αγγλική κινηματογραφική μεταφορά του πολυδιαβασμένου μυθιστορήματος του Τσαρλς Ντίκενς «ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ» σε σκηνοθεσία Μάικλ Νιούελ με τους Χελένα Μπόναμ - Κάρτερ, Χολιντέι Γκρέιντζερ, Τζέρεμι Ιρβιν κ.ά.

Πρεμιέρα και για δύο ταινίες animationσε 3D. Την αμερικάνικη «προϊστορική» κωμική, οικογενειακή περιπέτεια «ΟΙ ΚΡΟΥΝΤΣ» σε σενάριο και σκηνοθεσία Κερκ Ντε Μίκο και Κρις Σάντερς και σε ελληνική μεταγλώττιση, καθώς και τη μαύρη κωμωδία σε τόνους μιούζικαλ «ΜΠΟΥΤΙΚ ΓΙΑ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ», μια γαλλο-βελγο-καναδική παραγωγή του 2012 σε σκηνοθεσία του αγαπητού Πατρίς Λεκόντ.


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ


ΜΟΧΑΜΕΝΤ ΝΤΙΑΜΠ
Οι γυναίκες του λεωφορείου

Η πρώτη σκηνοθετική δουλειά του σεναριογράφου Μοχαμέντ Ντιάμπ που επιδιώκει να «αγγίξει» και να «αμφισβητήσει», ισορροπεί κάπου ανάμεσα στην κοινωνική κριτική, το αστυνομικό θρίλερ και τη σπουδή χαρακτήρων. Η επιδέξια δραματουργία - που επιβεβαιώνεται μέσα από τον «σοφιστικέ» αστυνομικό με την κωμική νότα που εισβάλλει στην εικόνα ακριβώς όταν η ταινία αρχίζει να «βαραίνει» - αναγάγει σε πνευματώδες δράμα, ένα φιλμ που κάλλιστα θα μπορούσε να αποτύχει αν απλωνόταν περισσότερο σε έκταση και υποδείξεις. Το απελευθερωτικό στοιχείο της ταινίας συνίσταται στο ότι η ίντριγκα δεν δίνει πουθενά την αίσθηση ιδεολογίας που μεταφράστηκε σε θεωρητικό δράμα αλλά, ενός ανθρώπινου δράματος που οδηγεί σε κοινωνικές αλλαγές. Στην Αίγυπτο, πρώτη φορά το 2008 κατατέθηκε από γυναίκα μήνυση για σεξουαλική παρενόχληση...

Η παραπάνω είδηση πήρε τεράστιες διαστάσεις στα ΜΜΕ, δεδομένου ότι μήνυση για σεξουαλική παρενόχληση συνεπάγεται ασήκωτη ντροπή για τη μηνύτρια και την οικογένειά της... Η ταινία που βασίζεται σε πραγματικές καταστάσεις, πλάθει ένα μύθο με επίκεντρο τρεις νεαρές Αιγύπτιες, θύματα διαφόρων μορφών σεξουαλικής παρενόχλησης, οι τύχες των οποίων διασταυρώνονται θεματικά και γεωγραφικά. Οι τρεις τους συναντώνται, εκφράζουν αλληλοθαυμασμό και ενεργούν συντεταγμένα, στήνοντας έναν πυρήνα εξέγερσης. Συν τω χρόνω, μπαίνει στην εικόνα ένας αστυνομικός που τις «μυρίστηκε» και βρίσκεται αδιάκοπα στο κατόπι τους. Η ταινία αναπτύσσεται σε ένα παραδόξως εκπληκτικό φεμινιστικό αστυνομικό δράμα με περιτύλιγμα εκδίκησης για τη σεξουαλική παρενόχληση. Η συνείδηση των γυναικών συγκρούεται με την προσωπική τους θέληση για εκδίκηση και οργή, αφενός η μια προτρέπει την άλλη κι αφετέρου σπρώχνονται στη δράση από τις αρχές από τις οποίες διέπονται. Παράλληλα, αναπτύσσεται η παράπλευρη ιστορία του αστυνομικού που η πραγματικότητα τον εξαναγκάζει σε αμφισβήτηση της αντίληψής του για τις γυναίκες.

Στο γραμμικό αφηγηματικό τρόπο που ξεδιπλώνεται από το παρελθόν προς το παρόν, με παράλληλη - ως ένα σημείο - εξιστόρηση των δυο πρώτων ιστοριών, ενσωματώνεται η ιστορία της τρίτης γυναίκας. Η Φαϊζά, η Νέλι και η Σέμπα παρουσιάζονται σαν «τύποι» που τέμνουν την αιγυπτιακή κοινωνία. Με μουσουλμανική μαντήλα η πρώτη, πλούσια και χειραφετημένη η δεύτερη, από μεσαία στρώματα η τρίτη, αποφασισμένη να μην ξεπουλήσει τα οράματα ζωής της.

Φτωχή και θρησκευόμενη η Φαϊζά παίρνει καθημερινά το λεωφορείο για τη δουλειά της. Το λεωφορείο είναι πάντα ασφυκτικά γεμάτο, παράδεισος για κείνους που στριμώχνονται πίσω της και της βάζουν χέρι. Η οργή της Φαϊζά όλο και αυξάνεται όταν εξαναγκάζεται να πληρώνει ταξί με τον πενιχρό της μισθό με αποτέλεσμα να λείπουν λεφτά από τα δίδακτρα των παιδιών της ή, όταν αηδιασμένη, υποχρεώνεται να πηγαίνει στη δουλειά με τα πόδια, να αργεί και πάλι, να της αφαιρούν μισθό. Ετσι κι αλλιώς αδυνατεί να πληρώσει το σχολείο... Οταν διαπιστώνει ότι τα παιδιά της τιμωρούνται γι' αυτό, αποφασίζει να πάρει το νόμο στα χέρια της. Πληγώνει τους δράστες με αιχμηρό αντικείμενο, σκορπώντας στα λεωφορεία γενικό πανικό.

Η πλούσια, δυτικότροπη αστή Σέμπα, παρασύρεται σε ένα κατάμεστο γήπεδο από αγέλη ανδρών και βιάζεται. Η μητέρα της την εξορκίζει να μην προβεί σε καταγγελία γιατί το σκάνδαλο θα βλάψει τη θέση του πατέρα της και ο γιατρός σύζυγός της την εγκαταλείπει από ντροπή.

Τέλος, η Νέλι, μια πολλά υποσχόμενη νεαρή standup κωμικός από μορφωμένη και καλοστεκούμενη οικογένεια φθάνει, παρά την αντίθετη γνώμη του περίγυρού της, να καταθέσει την απολύτως πρώτη μήνυση για σεξουαλική παρενόχληση στην Αίγυπτο.

Το ταξικό περίγραμμα των τριών γυναικών είναι ξεκάθαρο. Εκείνο των ανδρών/ θυτών εγγράφεται σε ένα ομιχλώδες πλαίσιο φτωχών κυρίως στρωμάτων που πλήττονται από ανεργία και φτώχεια και κατ' επέκταση δεν μπορούν να βρουν γυναίκα να παντρευτούν. Σημαντικό στοιχείο η καταγραφή πληθώρας απεικονιστικών λεπτομερειών που εισρέουν συνεχώς στην εικόνα, συνθέτοντας ένα αξιόπιστο πορτρέτο της αιγυπτιακής κοινωνίας. Την προεξάρχουσα, βέβαια, θέση καταλαμβάνουν τα πορτρέτα των γυναικών με κοινό παρονομαστή την εμπειρία της σεξουαλικής παρενόχλησης, στο επίκεντρο, ζήτημα που τέμνει οριζόντια την κοινωνία. Ωστόσο, η σεξουαλική παρενόχληση ώρες ώρες μοιάζει να λειτουργεί σαν δικαιολογία, σαν αφηγηματική πλατφόρμα που οριοθετεί το πλαίσιο του ρεαλισμού.

Παρά τις όποιες αδυναμίες και κακοτεχνίες, η ταινία του Ντιάμπ είναι μελετημένη, γερά δομημένη, διαθέτει οξεία ειρωνεία, αξιόπιστους χαρακτήρες, χάρη στο έξυπνο σενάριο και τις δυνατές ερμηνείες και αποφεύγει να πέφτει στην παγίδα του ηθικολογικού, σχολικού πονήματος. Η απόλυτη δύναμή της εντοπίζεται τόσο στην έρευνα για το πόσο βαθιά ριζωμένη είναι η νοοτροπία και πόσο στρεβλή η ισορροπία ανάμεσα στα δύο φύλα όσο και στην απουσία «απλών» απαντήσεων και μονόπλευρης ενοχοποίησης. Το μεγαλύτερό της πρόβλημα αντίθετα είναι η ανισότητα που την διακρίνει. Οι τρεις γυναίκες μπορεί να συναντώνται στον αγώνα έχουν όμως διαφορετικές ιδέες για το πώς θα δοθεί ο αγώνας. Εχουν επίσης διαφορετική αντίληψη για τους ρόλους των φύλων και διαφορετική συμπεριφορά στη σχέση με τους συντρόφους τους. Αλλά και οι άνδρες της ταινίας αποτελούν ένα ετερογενές σύνολο και κατανοούν με ποικιλότροπη κατανόηση στις ενέργειες των γυναικών. Αξιομνημόνευτος ο χαρακτήρας του μεγαλόσωμου αστυνομικού που αιωρείται ανάμεσα στη συμπάθεια για τον αγώνα των γυναικών και τον κανονιστικό κώδικα και στο τέλος, όπως ο αστυνομικός στο «ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΧΑΒΡΗΣ» του Καουρισμάκι, αφήνει να νικήσει ο ουμανισμός.

Παίζουν: Μπόσρα, Νέλι Καρίμ, Ναχέντ Ελ Σεμπάι, Μαγκέντ Ελ Κεντβανί, Ομαρ Ελ Σαέντ, κ.ά.

Παραγωγή: Αίγυπτος (2010).


ΟΛΙΒΙΕ ΖΙΣΟΥΑ
Σαν πέτρινα λιοντάρια στην μπασιά της νύχτας

...Γράφει ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος και ο Ελβετός κινηματογραφιστής Ολιβιέ Ζισουά οραματίζεται τα λιοντάρια ολόρθα μπροστά του, να βγαίνουν από τους στίχους για τους αμέτρητους, ανώνυμους λέοντες μιας υπεράνθρωπα ανθρώπινης δύναμης και αξιοπρέπειας... Πολλοί απ' αυτούς μάλιστα, συνεχίζουν να φυλάνε την μπασιά για να μην αφήσουνε τη νύχτα να περάσει...

Ο Ζισουά ακολουθεί τους στίχους με αργόσυρτα, υπνωτιστικά τράβελινγκ που διασχίζουν, μέρα και νύχτα, τις ξέσκεπες ξερολιθιές με τα ανοίγματα στον ουρανό, πάνω στην άγονη γη της Μακρονήσου, σήμερα βορρά των επιχειρηματικών κερδοσκοπικών ορέξεων της κάστας των ίδιων, που όπως τότε που το κολαστήριο του Νέου Παρθενώνα βρισκόταν στις δόξες του, συνεχίζουν να ρυπαίνουν με τις γελοίες, βάναυσες βλαχοκαθαρευουσιάνικες στριγγλιές τους από κάθε λογής μεγάφωνα, τον ζωογόνο αέρα... Ελεγειακός ο χαρακτήρας του κινηματογραφικού δοκιμίου του Ζισουά για «μια μάχη που χάθηκε»... Η εξίσωση ωστόσο Μακρόνησος, μνήμη, Ρίτσος, δεν μπορεί παρά να γεννά πολεμικούς παιάνες για τους αγώνες που έρχονται...

Σύζευξη συστατικών σε οργανική σχέση μεταξύ τους, ποίηση που αναβλύζει από τις πέτρες, κατακάθεται στα χαλάσματα και αφήνει αποτυπώματα στα εγκαταλειμμένα ερείπια. Μπλεγμένη με αρχειακό υλικό: κινηματογραφικό, φωτογραφικό, ηχητικό... Με κινηματογραφική μορφή αυστηρή που προτάσσει τη μετωπική αντιπαράθεση, τον «ψυχρό πόλεμο» - όπως υπογραμμίζει το σημείωμα του σκηνοθέτη - ανάμεσα στη μεγάλη ποίηση και το αντικομμουνιστικό παραλήρημα των μαντρόσκυλων του αστικού συστήματος που τσιρίζουν αλυχτώντας νυχθημερόν από τα μεγάφωνα του στρατοπέδου συγκέντρωσης. Η ταινία κυλά πάνω στο χώρο και το χρόνο, έτσι... χωρίς περαιτέρω παρέμβαση του δημιουργού.


Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή Πέτρινος Χρόνος, που ο Ρίτσος συνέθεσε εξόριστος στη Μακρόνησο, ο Ολιβιέ Ζισουά συγκλονίστηκε από τη δραματουργική της δύναμη και αποφάσισε να παλέψει ενάντια στη λήθη με τον τρόπο που ο ίδιος κατείχε καλύτερα. Με ένα ντοκιμαντέρ «υπενθύμιση» ηθικής και πνευματικής αντίστασης για το σήμερα, που ανασύρει στο φως μνήμες, παρουσίες και ηρωικές συμπεριφορές...


ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΚΚΑΣ
Ταξισυνειδησία

Η άγνωστη ιστορία του ελληνοαμερικανικού ριζοσπαστισμού

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το σπάνιας θεματικής ιστορικό ντοκιμαντέρ που ακούει στον - άγνωστης γλωσσοπλαστικής πατρότητας - τίτλο «ΤΑΞΙΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ» (μετάφραση της αγγλικής έννοιας «working class consciousness»). Το μοναδικό αυτό ντοκιμαντέρ, αποτέλεσμα συλλογικής δουλειάς, σκηνοθετήθηκε από τον Κώστα Βάκκα. Πρόκειται για την εναλλακτική αφήγηση της ιστορίας του ελληνοαμερικανικού ριζοσπαστισμού που αρχίζει με τα πρώτα κύματα της εργατικής μετανάστευσης των αρχών του 1900 και φθάνει ως τα μεταπολεμικά χρόνια του μακαρθικού κυνηγιού μαγισσών.

Η ταινία στηρίζεται σε επιστημονικά τεκμηριωμένες έρευνες του μεταδιδακτορικού ερευνητή και ιστορικού στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης, Κωστή Καρπόζηλου, ιδιαίτερα στη διδακτορική του διατριβή με θέμα «Ελληνοαμερικανοί εργάτες, κομμουνιστικό κίνημα και συνδικάτα (1900-1950). Αναζητώντας τον εργατικό εξαμερικανισμό την εποχή της Μεγάλης Υφεσης».

Αριστη η οργάνωση του πλούσιου και πρωτόγνωρου για μας υλικού - κείμενα από γράμματα κι εφημερίδες, φωτογραφίες, τραγούδια, μαρτυρίες σύγχρονων Ελληνοαμερικανών, κινηματογραφημένες στιγμές από το αμερικάνικο εργατικό κίνημα - χτίζεται γύρω από τον «κορμό» που συνιστά ο ιστορικός Κ. Καρπόζηλος που αλφαδιάζει χρονολογικά τη διαδρομή και το ρυθμό της αφήγησης και ανασυνθέτει την πορεία πάνω στα ίχνη της ταξικής εργατικής συνείδησης, της ταξισυνειδησίας». Το ντοκιμαντέρ αφηγείται κατά βάση τη διαδρομή του ελληνικού μεταναστευτικού ριζοσπαστισμού στην Αμερική, από τις αρχές του 20ού αιώνα - με τη δράση μικρών σοσιαλιστικών οργανώσεων με ομφάλιο λώρο την Ελλάδα και τις εκεί πολιτικές εξελίξεις για να απογαλακτιστεί με τον καιρό από τη μητρόπολη, να πολλαπλασιάσει τις οργανώσεις σε πολλές αμερικάνικες πόλεις και να στήσει σημαντική δραστηριότητα έκδοσης πολιτικών εντύπων... Η αφήγηση κορυφώνεται την περίοδο της κρίσης και της ύφεσης, περίοδος που συνήθως προκαλεί φθορές σε παγιωμένες αντιλήψεις και ωθεί συνεχώς προς νέες ριζοσπαστικές αναζητήσεις και συνεχίζει ως τα μέσα της δεκαετίας του '50, τα μαύρα χρόνια του μακαρθισμού... Περισσότερο όμως από τον μακαρθισμό ήταν η επανεμφάνιση μιας ανασυγκροτημένης εκδοχής του «αμερικανικού ονείρου» και η ικανότητά του να μπορεί να ενσωματώνει τους ξεχασμένους του χτες που ουσιαστικά σήμανε το τέλος της μακράς παράδοσης του εργατικού ριζοσπαστισμού.


Ντοκιμαντέρ ζωντανό, με ζωτικό ενδιαφέρον η «ΤΑΞΙΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ» αποκαλύπτει πτυχές της ιστορίας του αμερικάνικου εργατικού κινήματος που τελούν υπό πλήρη σιωπή και συσκότιση και ανοίγει διάπλατα το δρόμο της έρευνας και της εμβάθυνσης στο συναρπαστικά ενδιαφέρον αυτό θέμα που για την αμερικάνικη κινηματογραφική βιομηχανία είναι καθώς φαίνεται προ πολλού «πεθαμένο και θαμμένο». Μην το χάσετε!!!


ΜΠΕΝΤΖΑΜΙΝ ΑΒΙΛΑ
Με λένε Ερνέστο

Αυτοβιογραφική η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Αργεντινού Μπεντζαμίν Αβιλα, ένα δράμα μορφικής και αφηγηματικής μαεστρίας, φτιαγμένο με τέτοια λεπτότητα σαν να ήταν προβολή μιας πραγματικής μνήμης σε κινηματογραφική οθόνη. Ο σκηνοθέτης εμπνέεται από την παιδική του ηλικία και αφιερώνει την ταινία στους αγωνιστές αντιφρονούντες της δικτατορίας του στρατηγού Βιντέλα που κατέλαβε την εξουσία, μετά το θάνατο του Προέδρου Περόν το 1974, μετά τις εμφύλιες διαμάχες που γεννήθηκαν στους κόλπους των Περονιστών, ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερή πτέρυγα, τους επονομαζόμενους «Μοντονέρος», στην οποία ανήκαν οι γονείς του σκηνοθέτη. Η ταινία δίνει μεγαλύτερο βάρος στη διερεύνηση του «ανθρώπινου» παράγοντα παρά στα καθαυτό ιστορικά γεγονότα ενώ, κάπου στα μεσοδιαστήματα της εικονογράφησης του συγκινητικού αυτού μείγματος «πολιτικής και οικογενειακού δράματος» ελλοχεύει το ερώτημα της «ελεύθερης βούλησης»...

Οι γονείς του σκηνοθέτη, ορκισμένοι «Μοντονέρος», αυτοεξόριστοι στην Κούβα από το '75, αποφασίζουν να επιστρέψουν κρυφά στην Αργεντινή το 1979 και να ξαναπιάσουν τον αγώνα κατά των στρατιωτικών δυνάμεων για ελευθερία και δημοκρατία. Οι επιλογές του ζεύγους των γονιών, Κριστίνα και Οράτσιο, υποχρεώνουν τον 12χρονο Χουάν (πήρε το όνομά του από τον Περόν) και την μόλις ενός έτους αδελφούλα του, να ζουν μαζί τους στην παρανομία. Ο Χουάν επωμίζεται τις συντριπτικές συνέπειες: αναγκάζεται να αλλάξει ταυτότητα. Εκτός από το όνομά του, αλλάζει πόλη, αλλάζει σχολείο, αλλάζει ημερομηνία γέννησης. Το αγόρι μοιάζει να προσαρμόζεται στην καινούρια ζωή, αλλά οι συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες και σχεδιασμοί των γονιών, καθιστούν αβέβαιη και τη νέα κατάσταση. Ο Χουάν/Ερνέστο ζει σε ατμόσφαιρα έντασης και βίας, ξοδεύει πολύ χρόνο κρυφακούοντας πίσω από πόρτες τις μυστικές συναντήσεις των γονιών με τους συντρόφους, καθώς περνούν λαθραία όπλα και αποχαιρετούν νεκρούς συναγωνιστές. Καθώς η μητέρα του Κριστίνα αντιπαρατιθέμενη με τη δική της μητέρα για τον κίνδυνο που διατρέχει ολόκληρη η οικογένεια, προβάλλει μια εγκάρσια τομή της πραγματικότητας. Ο Χουάν λαχταρά να κατανοήσει την περίπλοκη πολιτική κατάσταση, την οποία μετά από λίγο αρχίζει να βιώνει σαν «κανονικότητα».

Η οπτική γωνία της ταινίας όπως και η προσέγγιση του θέματος γίνεται από το «ύψος» του βλέμματος του 12χρονου αγοριού, με τη διπλή ζωή και τα αντιθετικά συναισθήματα. Η παρανομία είναι δύσκολη για τον Χουάν που μόνο στο σπίτι του θείου Μπέτο μπορεί να είναι ο εαυτός του. Η δεύτερη ταυτότητά του, τον μπερδεύει τόσο, που προτείνει στη Μαρία -που γίνεται ο λόγος ύπαρξής του- να φύγει μαζί του για τη Βραζιλία, για να μπορέσει επιτέλους να αφεθεί σε μια νορμάλ κατάσταση. Μισεί το καθεστώς θανάσιμα, αρνείται να αναλάβει την έπαρση της σημαίας στο σχολείο... αλλά, το μισεί επειδή έτσι του δίδαξαν οι γονείς του ή μήπως επειδή το καθεστώς του αποστερεί την πραγματική παιδική του ηλικία;

Ο Χουάν/Ερνέστο είναι πάντοτε παρόν στην εικόνα, είτε σαν «συμμετέχων» στη δράση, είτε ως θεατής/μάρτυρας των γεγονότων. Η αφήγηση ακολουθεί τη διπλή του ζωή για βδομάδες και μήνες... Το καθαυτό υλικό δεν είναι βίαιο, αλλά η αδυσώπητη θεματική με σπάνιες και μακρινές μεταξύ τους στιγμές ανάπαυλας, επισκιάζονται από τη μόνιμη απειλή... Τεχνικά η ταινία είναι αριστοτεχνική! Η κάμερα κοντινή, πολύ κοντινή, οικεία και τολμηρή, αγγίζει τις επιφάνειες με κινήσεις παραδειγματικής ροής. Το μοντάζ σε σημεία γίνεται πιο νευρικό κι απότομο και οι στιγμές βίας αντικαθίστανται από animation με χαρακτήρα, σχήματα και χρώματα επιθετικά και βασανισμοί και δολοφονίες αφήνονται στη φαντασία του θεατή.

Και δεν αργεί η ώρα της ξαφνικής ενηλικίωσης. Στο τέρμα της ανεμελιάς της σχολικής εκδρομής περιμένει τον Χουάν η σκληρή πραγματικότητα που αποδίδεται με τον πλέον υπέροχο και συνάμα τρομερό τρόπο...

Παίζουν: Τέο Γκουτιέρες Ρομέρο, Σέζαρ Τρονκόσο, Νατάλια Ορέιρο, Ερνέστο Αλτέριο, κ.ά.

Παραγωγή: Αργεντινή, Ισπανία, Βραζιλία (2012).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ