Πέμπτη 18 Απρίλη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΜΟΧΑΜΕΝΤ ΝΤΙΑΜΠ
Οι γυναίκες του λεωφορείου

Η πρώτη σκηνοθετική δουλειά του σεναριογράφου Μοχαμέντ Ντιάμπ που επιδιώκει να «αγγίξει» και να «αμφισβητήσει», ισορροπεί κάπου ανάμεσα στην κοινωνική κριτική, το αστυνομικό θρίλερ και τη σπουδή χαρακτήρων. Η επιδέξια δραματουργία - που επιβεβαιώνεται μέσα από τον «σοφιστικέ» αστυνομικό με την κωμική νότα που εισβάλλει στην εικόνα ακριβώς όταν η ταινία αρχίζει να «βαραίνει» - αναγάγει σε πνευματώδες δράμα, ένα φιλμ που κάλλιστα θα μπορούσε να αποτύχει αν απλωνόταν περισσότερο σε έκταση και υποδείξεις. Το απελευθερωτικό στοιχείο της ταινίας συνίσταται στο ότι η ίντριγκα δεν δίνει πουθενά την αίσθηση ιδεολογίας που μεταφράστηκε σε θεωρητικό δράμα αλλά, ενός ανθρώπινου δράματος που οδηγεί σε κοινωνικές αλλαγές. Στην Αίγυπτο, πρώτη φορά το 2008 κατατέθηκε από γυναίκα μήνυση για σεξουαλική παρενόχληση...

Η παραπάνω είδηση πήρε τεράστιες διαστάσεις στα ΜΜΕ, δεδομένου ότι μήνυση για σεξουαλική παρενόχληση συνεπάγεται ασήκωτη ντροπή για τη μηνύτρια και την οικογένειά της... Η ταινία που βασίζεται σε πραγματικές καταστάσεις, πλάθει ένα μύθο με επίκεντρο τρεις νεαρές Αιγύπτιες, θύματα διαφόρων μορφών σεξουαλικής παρενόχλησης, οι τύχες των οποίων διασταυρώνονται θεματικά και γεωγραφικά. Οι τρεις τους συναντώνται, εκφράζουν αλληλοθαυμασμό και ενεργούν συντεταγμένα, στήνοντας έναν πυρήνα εξέγερσης. Συν τω χρόνω, μπαίνει στην εικόνα ένας αστυνομικός που τις «μυρίστηκε» και βρίσκεται αδιάκοπα στο κατόπι τους. Η ταινία αναπτύσσεται σε ένα παραδόξως εκπληκτικό φεμινιστικό αστυνομικό δράμα με περιτύλιγμα εκδίκησης για τη σεξουαλική παρενόχληση. Η συνείδηση των γυναικών συγκρούεται με την προσωπική τους θέληση για εκδίκηση και οργή, αφενός η μια προτρέπει την άλλη κι αφετέρου σπρώχνονται στη δράση από τις αρχές από τις οποίες διέπονται. Παράλληλα, αναπτύσσεται η παράπλευρη ιστορία του αστυνομικού που η πραγματικότητα τον εξαναγκάζει σε αμφισβήτηση της αντίληψής του για τις γυναίκες.

Στο γραμμικό αφηγηματικό τρόπο που ξεδιπλώνεται από το παρελθόν προς το παρόν, με παράλληλη - ως ένα σημείο - εξιστόρηση των δυο πρώτων ιστοριών, ενσωματώνεται η ιστορία της τρίτης γυναίκας. Η Φαϊζά, η Νέλι και η Σέμπα παρουσιάζονται σαν «τύποι» που τέμνουν την αιγυπτιακή κοινωνία. Με μουσουλμανική μαντήλα η πρώτη, πλούσια και χειραφετημένη η δεύτερη, από μεσαία στρώματα η τρίτη, αποφασισμένη να μην ξεπουλήσει τα οράματα ζωής της.

Φτωχή και θρησκευόμενη η Φαϊζά παίρνει καθημερινά το λεωφορείο για τη δουλειά της. Το λεωφορείο είναι πάντα ασφυκτικά γεμάτο, παράδεισος για κείνους που στριμώχνονται πίσω της και της βάζουν χέρι. Η οργή της Φαϊζά όλο και αυξάνεται όταν εξαναγκάζεται να πληρώνει ταξί με τον πενιχρό της μισθό με αποτέλεσμα να λείπουν λεφτά από τα δίδακτρα των παιδιών της ή, όταν αηδιασμένη, υποχρεώνεται να πηγαίνει στη δουλειά με τα πόδια, να αργεί και πάλι, να της αφαιρούν μισθό. Ετσι κι αλλιώς αδυνατεί να πληρώσει το σχολείο... Οταν διαπιστώνει ότι τα παιδιά της τιμωρούνται γι' αυτό, αποφασίζει να πάρει το νόμο στα χέρια της. Πληγώνει τους δράστες με αιχμηρό αντικείμενο, σκορπώντας στα λεωφορεία γενικό πανικό.

Η πλούσια, δυτικότροπη αστή Σέμπα, παρασύρεται σε ένα κατάμεστο γήπεδο από αγέλη ανδρών και βιάζεται. Η μητέρα της την εξορκίζει να μην προβεί σε καταγγελία γιατί το σκάνδαλο θα βλάψει τη θέση του πατέρα της και ο γιατρός σύζυγός της την εγκαταλείπει από ντροπή.

Τέλος, η Νέλι, μια πολλά υποσχόμενη νεαρή standup κωμικός από μορφωμένη και καλοστεκούμενη οικογένεια φθάνει, παρά την αντίθετη γνώμη του περίγυρού της, να καταθέσει την απολύτως πρώτη μήνυση για σεξουαλική παρενόχληση στην Αίγυπτο.

Το ταξικό περίγραμμα των τριών γυναικών είναι ξεκάθαρο. Εκείνο των ανδρών/ θυτών εγγράφεται σε ένα ομιχλώδες πλαίσιο φτωχών κυρίως στρωμάτων που πλήττονται από ανεργία και φτώχεια και κατ' επέκταση δεν μπορούν να βρουν γυναίκα να παντρευτούν. Σημαντικό στοιχείο η καταγραφή πληθώρας απεικονιστικών λεπτομερειών που εισρέουν συνεχώς στην εικόνα, συνθέτοντας ένα αξιόπιστο πορτρέτο της αιγυπτιακής κοινωνίας. Την προεξάρχουσα, βέβαια, θέση καταλαμβάνουν τα πορτρέτα των γυναικών με κοινό παρονομαστή την εμπειρία της σεξουαλικής παρενόχλησης, στο επίκεντρο, ζήτημα που τέμνει οριζόντια την κοινωνία. Ωστόσο, η σεξουαλική παρενόχληση ώρες ώρες μοιάζει να λειτουργεί σαν δικαιολογία, σαν αφηγηματική πλατφόρμα που οριοθετεί το πλαίσιο του ρεαλισμού.

Παρά τις όποιες αδυναμίες και κακοτεχνίες, η ταινία του Ντιάμπ είναι μελετημένη, γερά δομημένη, διαθέτει οξεία ειρωνεία, αξιόπιστους χαρακτήρες, χάρη στο έξυπνο σενάριο και τις δυνατές ερμηνείες και αποφεύγει να πέφτει στην παγίδα του ηθικολογικού, σχολικού πονήματος. Η απόλυτη δύναμή της εντοπίζεται τόσο στην έρευνα για το πόσο βαθιά ριζωμένη είναι η νοοτροπία και πόσο στρεβλή η ισορροπία ανάμεσα στα δύο φύλα όσο και στην απουσία «απλών» απαντήσεων και μονόπλευρης ενοχοποίησης. Το μεγαλύτερό της πρόβλημα αντίθετα είναι η ανισότητα που την διακρίνει. Οι τρεις γυναίκες μπορεί να συναντώνται στον αγώνα έχουν όμως διαφορετικές ιδέες για το πώς θα δοθεί ο αγώνας. Εχουν επίσης διαφορετική αντίληψη για τους ρόλους των φύλων και διαφορετική συμπεριφορά στη σχέση με τους συντρόφους τους. Αλλά και οι άνδρες της ταινίας αποτελούν ένα ετερογενές σύνολο και κατανοούν με ποικιλότροπη κατανόηση στις ενέργειες των γυναικών. Αξιομνημόνευτος ο χαρακτήρας του μεγαλόσωμου αστυνομικού που αιωρείται ανάμεσα στη συμπάθεια για τον αγώνα των γυναικών και τον κανονιστικό κώδικα και στο τέλος, όπως ο αστυνομικός στο «ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΧΑΒΡΗΣ» του Καουρισμάκι, αφήνει να νικήσει ο ουμανισμός.

Παίζουν: Μπόσρα, Νέλι Καρίμ, Ναχέντ Ελ Σεμπάι, Μαγκέντ Ελ Κεντβανί, Ομαρ Ελ Σαέντ, κ.ά.

Παραγωγή: Αίγυπτος (2010).


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ