ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 24 Γενάρη 2013
Σελ. /32
Απουσία που μόνο μεγαλώνει...

Σήμερα συμπληρώνεται ακριβώς ένας χρόνος που ο Θόδωρος Αγγελόπουλος «έφυγε» σιωπηλά, πάνω στα γυρίσματα της ταινίας του «Η ΑΛΛΗ ΘΑΛΑΣΣΑ» και η απουσία της γρανιτένιας του διακριτικής παρουσίας, γίνεται όλο και πιο αισθητή όσο περνάει ο χρόνος... Σε δέκα κινηματογραφικές αίθουσες, σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Λάρισσα θα προβληθεί το σύνολο της φιλμογραφίας του.

Προτείνουμε τις δικές μας αγαπημένες: την «Αναπαράσταση», τον «Θίασο», τους «Κυνηγούς», το «Ταξίδι στα Κύθηρα», το «Μετέωρο Βήμα του Πελαργού»... Τέχνη όαση μέσα στο γενικό σκουπιδαριό...

Από σήμερα βγαίνουν στις αίθουσες και οι παρακάτω ταινίες... Η νεαρή βιομηχανία κινηματογράφου που μετέτρεψε σε φάμπρικα ονείρων ολόκληρο το Λος Αντζελες, στήθηκε κατ' αρχήν από Εβραίους με ρίζες στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη. Εβραίοι ήταν και οι γκάνγκστερ που σταδιακά πήραν στα χέρια τους όλες τις παράνομες δραστηριότητες στην Καλιφόρνια. Εβραίος είναι και ο Μίκι Κοέν, πρώην πυγμάχος και φουσκωτός προς ενοικίαση, φιγούρα με χαρακτηριστικά υφασμένα στη μυθολογία του Χόλιγουντ, στην οποία φιγούρα εστιάζει το φιλόδοξο αμερικάνικο αστυνομικό δράμα του 2013 «Οι διώκτες του εγκλήματος». Σε σκηνοθεσία Ρούμπεν Φλάισερ, η ταινία εκτυλίσσεται το 1949 σε ένα Λος Αντζελες βουτηγμένο στη διαφθορά και ελεγχόμενο πλήρως από τον μαφιόζο Μίκι Κοέν (στο ρόλο ο Σον Πεν). Για τον αφανισμό της «αυτοκρατορίας» του Κοέν, που εξαπλώνεται στον «κόσμο των σκιών» που περιβάλλει τα σύνορα του τεχνητού παράδεισου, γίνεται σύσταση μυστικής αστυνομικής δύναμης υπό την αρχηγία δύο αστυνομικών που υποδύονται οι Ράιαν Γκόσλινγκ και Τζος Μπρολίν...

Σε ένα παλιό και δοκιμασμένο μηχανισμό που συνιστά τη βάση της κλασικής χολιγουντιανής αισθηματικής κωμωδίας στηρίζεται η 3η «αμερικάνικη» ταινία του Γκαμπριέλε Μουτσίνο από το 2012, «Παίζοντας με την αγάπη». `Η μάλλον, στην ακραία απλοποίηση της ρομαντικής φόρμουλας που «κρατάει» χάρη στην ερμηνεία και τα φυσικά προσόντα των ηθοποιών. Ο Ιταλός σκηνοθέτης Μουτσίνο αφηγείται κατά βάθος την ίδια πάντα ιστορία, ενός άνδρα που βρίσκεται μπροστά σε δίλημμα επιλογής, ανίκανου να αποφασίσει μεταξύ αυτού που είχε και αυτού που έχει... Ο Τζέραλντ Μπάτλερ υποδύεται στην ταινία, δίπλα σε λαμπρούς χολιγουντιανούς σταρ, τον Τζορτζ Ντράιερ, έναν «απόστρατο» άτυχο, πρώην διεθνή ποδοσφαιριστή που έχασε τα πάντα, ζει με υπολείμματα παρελθούσας δόξας και συνειδητοποιεί ότι εξακολουθεί να είναι αθεράπευτα ερωτευμένος με την Αμερικανίδα πρώην γυναίκα του με την οποία έχει αποκτήσει ένα γιο. Αποτέλεσμα μετριότατο, σενάριο ισχνό, επαναληπτικό, για διαζευγμένους και παιδιά... που δεν σώζεται ούτε και από τη γεύση μελαγχολίας που αφήνει στο στόμα... Πάντως, σε τέτοια έντονα τυποποιημένα συμφραζόμενα, τόσο σε αφηγηματικό όσο και μορφικό επίπεδο, δεν είναι εύκολο ο σκηνοθέτης να επιβάλει την «πατρότητά» του...


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΓΚΕΟΡΓΚ ΒΙΛΧΕΛΜ ΠΑΜΠΣΤ
Το Δυτικό Μέτωπο

«Αισθητική ποιότητα» και «βλέμμα στα αριστερά», έννοιες που μοιάζουν να συμπίπτουν στο έργο του αμφιλεγόμενου γερμανόφωνου σκηνοθέτη Γκέοργκ Βίλχελμ Παμπστ, που παράχθηκε στο τέλος της δεκαετίας του '20, αρχές εκείνης του '30 και στοιχήθηκε πίσω από την έννοια «της τριλογίας» που συνθέτουν οι ταινίες: «ΣΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ» (1929), «ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΟΤΗΤΑ» (1930) και «ΟΠΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ» (1931). Η παραπάνω τριλογία εκτιμάται πολύπλευρα σημαντική από την ιστορία της τέχνης του κινηματογράφου. Ο ευφυής Παμπστ πήρε δικαιωματικά τα ηνία της γερμανικής κινηματογραφίας της προ-χιτλερικής περιόδου με τις προαναφερθείσες σπουδαίες ταινίες του, στις οποίες οι ανησυχίες του για τα κοινωνικά προβλήματα υπερκέρασαν τη χαρακτηριστική μελοδραματική του κλίση που επιδεικνύει την περίοδο της «Νέας Αντικειμενικότητας». Τις τελευταίες δύο ταινίες που ευτυχώς κυκλοφόρησαν σε επανέκδοση, πρόσφατα σχετικά, είχε την ευκαιρία να «πρωτογνωρίσει» ένα νεαρό ηλικιακά κοινό, αλλά και να ξαναθυμηθούν οι μεγαλύτεροι...

Η ταινία «ΣΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ», παραγωγή της εταιρείας NERO, βασίζεται στην νουβέλα του Γερμανού Ερνστ Γιόχανσεν «Οι Τέσσερις του Πεζικού» και εμφανίζεται σχεδόν ταυτόχρονα με την αμερικάνικη ταινία του Lewis Milestone (1895 - 1980), «ALL QUIET ON THE WESTERN FRONT» (1930), βασισμένη στο δημοφιλές μυθιστόρημα του Ρεμάρκ. Το πλαίσιο καθορίζεται στα χαρακώματα και τους βάλτους του μετώπου, λίγο πριν τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που ένας Γερμανός λοχαγός και οι άνδρες του προσπαθούν να κρατήσουν τις θέσεις τους, από τις επιθέσεις των Γάλλων. Ο πόλεμος φουντώνει και κοπάζει, οι ώρες της απεγνωσμένης απόκρουσης των εχθρικών δυνάμεων εναλλάσσονται με περιόδους νεκρικής αναμονής. Οι προσωπικές σχέσεις, στις οποίες εστιάζει η ταινία μέσα από τις σύντομες στρατιωτικές άδειες, τις αγχώδεις και μετέωρες, προς την πραγματική ζωή στα μετόπισθεν, κατάντησαν από τον πόλεμο φτηνές και κτηνώδεις, με πρωταρχικό, ενστικτώδες μέλημα την επιβίωση. Και ο πόλεμος να είναι ασφυκτικά παρών σε όλα τα επίπεδα της ζωής...

Σε εκφραστικό επίπεδο, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Παμπστ υπήρξε ο πρώτος Γερμανός σκηνοθέτης που επηρεάστηκε ουσιαστικά από τη θεωρία και την πρακτική του μοντάζ του Αϊζενστάιν. Το, πριν τον Παμπστ, γερμανικό σινεμά είχε αναπτυχθεί - μέσα από τις διαφορετικές του φάσεις - ως ένα κατ' εξοχήν σινεμά της «mise en scene» (της σκηνοθεσίας μπροστά από την κάμερα) και όχι του μοντάζ, δεδομένου ότι είχε κρατήσει σε απομόνωση τις καινοτομίες του Γκρίφιθ αλλά και των Σοβιετικών. Η προσωπική συμβολή του Παμπστ στην κινηματογραφική τεχνική συνίσταται στην ανακάλυψη ότι η αίσθηση του αποσπασματικού στην πρόσληψη που δημιουργείται από το μοντάζ στο εσωτερικό σκηνών, θα μπορούσε όντως να καλυφθεί - για αφηγηματικούς σκοπούς - «κόβοντας» πάνω στην εξέλιξη της κίνησης, εν μέσω μιας κίνησης που θα ολοκληρωθεί στο επόμενο πλάνο. Το βλέμμα του θεατή ακολουθεί την κίνηση του χαρακτήρα/ρόλου και όχι της ταινίας. Αυτό καθιστά τη διαδικασία του μοντάζ περισσότερο ρευστή και κατανοητή.

Η διεθνής επιτυχία της ταινίας οφείλεται τόσο στο μήνυμά της, που καταδεικνύει ότι ο πόλεμος είναι εγγενώς τερατώδης, όσο και στην καλλιτεχνική της αξία. Εικόνες φρίκης από τα χαρακώματα μιλάνε για θάνατο, τις ξανασυναντάμε έγχρωμες στο περσινό «ΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ» του Σπίλμπεργκ με πολύ πιο δραματική μορφή. Λάσπες, αέρια, οβίδες, πτώματα, μαζική παραγωγή σταυρών για τάφους, λιποτάκτες, νοσοκομεία χωρίς αναισθητικό ίδια σφαγεία. Και στις πόλεις πείνα και αποκτηνωμένα ανθρώπινα όντα αποτέλεσμα του πολέμου.

Ωστόσο, η θεμελιώδης αδυναμία της ταινίας συνίσταται στο ότι... δεν παραβαίνει τα όρια του «πασιφισμού»! Ενα και μοναδικό το λεκτικό σχόλιο ενός Γερμανού στρατιώτη: «Εάν ήμασταν ήρωες, θα είμαστε σπίτια μας τώρα!» Ταινία που πρέπει να δείτε...

Παίζουν: Γκούσταβ Ντίζλ, Χανς Γιόακιμ Μέμπιους, Τζάκι Μονιέ, Χάνα Χέσριχ, Φριτς Κάμπερς, κ.ά.

Παραγωγή: Γερμανία (1929).

ΓΚΡΙΓΚΟΡΙ ΚΟΖΙΝΤΣΕΦ
Βασιλιάς Ληρ

Θεωρείται από τις πιο σημαντικές κινηματογραφικές βερσιόν του έργου του Σαίξπηρ και από τις πιο αξιόλογες ταινίες του Γκριγκόρι Κόζιντσεφ. Δύο προγενέστερες ταινίες του Σοβιετικού σκηνοθέτη, «Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ» από το 1957 (μεταφορά στον κινηματογράφο του κλασικού έργου του Θερβάντες με τον Νικολάι Τσερκάσοφ στον ομώνυμο ρόλο) και ο «ΑΜΛΕΤ» από το 1962 (ταινία που πρόσφατα είδαμε σε επανέκδοση με τον Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι στο ρόλο του πρίγκιπα της Δανιμαρκίας), μαζί με την τελευταία του, ο «ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΛΗΡ» από το 1971 (από σήμερα σε επανέκδοση στις αίθουσες) συνθέτουν μια κλασική τριλογία που διακρίνεται για τη βαθιά της πίστη στις αρχές του ουμανισμού, της δικαιοσύνης και στην ασυμβίβαστη σύγκρουση με το μισανθρωπισμό.

Η μαγευτικής απλότητας και βάθους σοβιετική εκδοχή του σαιξπηρικού, γερασμένου και χολερικού βασιλιά της Βρετάνης Ληρ, που μοιράζει το βασίλειό του στις δύο κόρες που τον κολακεύουν, αποκληρώνοντας την τρίτη, Κορντέλια, που δεν ξέρει να ψεύδεται, χαρακτηρίζεται από έντονη θεατρικότητα. Το 1941, μάλιστα, σκηνοθέτησε το ίδιο σαιξπηρικό δράμα στο θέατρο. Σημειωτέον ότι ο Κόζιντσεφ είχε ατόφιο θεατρικό παρελθόν ως μέλος - ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '20 - του μοντερνιστικού πρωτοποριακού κινήματος «Εκκεντρικού» που στηριζόταν στις θεωρίες και τις μεθόδους του Μέγιερχολντ και του Αϊζενστάιν.

Το 1922 συμμετείχε στη συγγραφή του «Εκκεντρικού Μανιφέστου», ενώ υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της «Φάμπρικας του Εκκεντρικού Ηθοποιού», που γύριζε πρωτοποριακές κινηματογραφικές ταινίες που χαρακτηρίζονταν από εκκεντρικότητα και είχαν περιορισμένη αντήχηση στο ευρύτερο κοινό εξαιτίας των φορμαλιστικών τους πειραματισμών. Από την ταινία «Η Νέα Βαβυλώνα» ο Κόζιντσεφ στρέφεται σε θέματα κοινωνικού προσανατολισμού.

Ο Κόζιντσεφ συνθέτει το δράμα του με ηθοποιούς από τις χώρες της Βαλτικής επικεντρώνοντας στα λαξευτά χαρακτηριστικά τους και το μαγνητικό τους βλέμμα.

Για το ρόλο του Ληρ συνάντησε δυσκολία στην επιλογή ηθοποιού, στο τέλος όμως επέλεξε τον Εσθονό ηθοποιό Γιούρι Γιέρβετ. Ο Κόζιντσεφ αναφέρει στο ημερολόγιό του: «Ημουν γεμάτος θαυμασμό για τον τρόπο που περπατούσε ο Γιέρβετ. Κινιόταν προς τα εμπρός με ένα είδος αδέξιας επισημότητας, με βηματισμό μεγαλειώδη... Ο Γιέρβετ έχει σώμα νευρώδες με τεράστια χέρια αγρότη. Είναι ακριβώς όπως όλοι οι άλλοι, αλλά και πρώτος μεταξύ άλλων».

Ο «ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΛΗΡ» διαθέτει πληθώρα σκηνές που χαράσσονται στη μνήμη, από τη μεγαλειώδη είσοδο του Ληρ στο εισαγωγικό μέρος της ταινίας, μέχρι το λασπώδες πεδίο μάχης του τέλους και το όραμα που κατατρέχει τον σαλεμένο πατέρα που λικνίζει τη νεκρή του κόρη. Εικόνες που γίνονται πιο δυνατές με τη μουσική του Σοστακόβιτς, «στην οποία μπορώ να ακούσω ένα άγριο μίσος για τη σκληρότητα, τη λατρεία της δύναμης και την καταπίεση της δικαιοσύνης... μια ατρόμητη καλοσύνη, με απειλητική ποιότητα», όπως έγραψε ο Κόζιντσεφ.

Ο σκηνοθέτης Πίτερ Μπρουκ έγραψε κάποτε στον Κόζιντσεφ: «Θυμάμαι στον "ΑΜΛΕΤ" σας και στον "ΒΑΣΙΛΙΑ ΛΗΡ" σας, την αναζήτηση της αλήθειας για την κατάσταση του ανθρώπου και την επιθυμία σας να μιλήσετε μέσα από την τέχνη σας για ένα και μόνο θέμα: Για την ανθρωπότητα. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο».

Παίζουν: Γιούρι Γιέρβετ, Ελζα Ρατζίνα, Γκαλίνα Βόλτζεκ, Βαλεντίνα Σεντρίκοβα, κ.ά.

Παραγωγή: Σοβιετική Ενωση (1971).

ΣΤΙΒΕΝ ΣΠΙΛΜΠΕΡΓΚ
Λίνκολν

Πρόκειται για ταινία «χολιγουντιανή», επική, πομπώδη και στομφώδη. Ο Σπίλμπεργκ - επιτομή της αμερικάνικης κινηματογραφίας - βασίζοντας εν μέρει το σενάριο της ταινίας του στο βιβλίο της Doris Kearns Goodwin «Team of Rivals: The Political Genius of Abraham Lincoln», με εργαλείο την έντονα δραματική μορφή, επικαιροποιεί την αμερικάνικη ιστορία στις νέες γενιές, κουρδίζοντας την αγάπη τους για το έθνος και υπενθυμίζοντάς τους ότι «στοιχήματα» ύψιστης εθνικής σημασίας υπάρχουν σήμερα και θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Είτε ονομάζονται καπιταλιστικές κρίσεις - που πια, από τη μια βγαίνουμε στην επόμενη μπαίνουμε - είτε ιμπεριαλιστικο-ανθρωπιστικοί βάρβαροι πόλεμοι...

Αυτά τα στοιχήματα (challenges) πρέπει να αντιμετωπίζονται με πανεθνική ομοψυχία και κοινωνική συνοχή... Και ο Σπίλμπεργκ αφού καθαγιάζει τις προθέσεις ρεπουμπλικάνων τε και δημοκρατικών, νομιμοποιεί το παζάρι, το αλισβερίσι και το χρηματισμό για την εξαγορά ψήφου, εστιάζοντας στη σχέση πολιτικού στόχου και θεσμικού μέσου.

Δεν πρόκειται για βιογραφία του 16ου Προέδρου της Αμερικής, Αβραάμ Λίνκολν, αλλά για τους τελευταίους μήνες της σημαντικής αυτής φυσιογνωμίας του αμερικανικού έθνους, λίγο πριν τον τερματισμό του αιματηρού εμφυλίου. Ο Σπίλμπεργκ επικεντρώνει στις στρατηγικές της πολιτικής που ο Πρόεδρος έθεσε σε κίνηση ώστε να υπερψηφιστεί από το Κογκρέσο η περίφημη 13η τροπολογία, διά της οποίας καταργείται η δουλεία. Κάπου με αέρα ρομαντισμού, κάποιες στιγμές με τρόπο αστείο και κάποιες με μελοδραματικό, ο Λίνκολν κατάφερε να περάσει η ιστορική τροπολογία με άνετη πλειοψηφία πέραν των δύο τρίτων. Αυτά συνέβαιναν το Γενάρη του 1865 με τον αμερικάνικο εμφύλιο εν εξελίξει...

Στο ρόλο του Λίνκολν «λάμπει» ο Ιρλανδός Ντάνιελ Ντέι Λιούις και επωμίζεται όλο το βάρος του φιλμ με κείνο το ειδικό μείγμα λεπτότητας και δύναμης στην ερμηνεία του. Συνταγή που τις σωστές της δόσεις μπορούν να ορίσουν μόνο ταλαντούχοι ηθοποιοί. Κάτι που συμβάλλει στο να γίνει ο ρόλος απόλυτα πιστευτός είναι η φυσική ομοιότητα του ηθοποιού με το πρόσωπο που υποδύεται. Ξερακιανός, λακωνικός, απόμακρος και προσιτός, φειδωλός στα λόγια, με ήμερο χιούμορ καταφέρνει να δώσει το «απόσταγμα» του Λίνκολν. Βέβαια, ο περίγυρός του, όλοι οι υπόλοιποι ρόλοι υποστηρίζουν πλήρως τον απόλυτο πρωταγωνιστή. Ειδική μνεία στην Σάλι Φιλντ και τον Τόμι Λι Τζόουνς.

Εκείνο το Γενάρη, ανταλλάσσονταν οι τελευταίες σφαίρες στον τρομερό εμφύλιο. Η ταινία ανοίγει με μια σκηνή από πεδίο μάχης που μεταδίδει κατευθείαν σκοτεινή ατμόσφαιρα και σοβαρό τόνο. Οι εικόνες από το μέτωπο υγρές, ψυχρών αποχρώσεων, βουτηγμένες σε ομιχλώδη φωτισμό, παραπέμπουν σε άλλους καιρούς, φέρνουν τον θεατή πίσω στο χρόνο. Είναι προφανές. Ο Σπίλμπεργκ έφτιαξε μια καλλιτεχνική ταινία μαστόρικα δραματικής μορφής, που επιδρά πάνω στο θεατή και τον κάνει να νιώθει κοντά και οικεία στα πρόσωπα και σαν να βρίσκεται στον ίδιο χώρο μαζί τους. Ο Λίνκολν τον καιρό εκείνο βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα μοιραίο δίλημμα: Να διαπραγματευτεί την ειρήνη με τους αντιπροσώπους της Συνομοσπονδίας ή να συνεχίσει τον πόλεμο θυσιάζοντας κι άλλες ζωές μεν, υποχρεώνοντας όμως τους βουλευτές να βάλουν για πάντα τέλος στη δουλεία;

Με βάση την παραπάνω ηθική κορυφογραμμή ο Σπίλμπεργκ κατασκευάζει μια ταινία απόλυτα γραμμική σε αφηγηματικό επίπεδο. Στις έντονες διανοητικά σκηνές κυριαρχούν τα ευφυή λογοπαίγνια του Προέδρου και οι διηγήσεις του από τις μέρες της δικηγορίας του. Οι τόνοι και το χιούμορ ελαφρύνουν την ατμόσφαιρα και εφιστούν την προσοχή των θεατών στον ιδιαίτερο χαρακτήρα του Προέδρου.

Το πρόσωπο του Λίνκολν δεν καλύπτει η μάσκα ενός μακιαβελικού ιδεολόγου χωρίς ίχνος δισταγμού, αλλά αυτή ενός ανθρώπου/γνώστη της λειτουργίας του χρόνου και των αναγκών της διπλωματίας. Για να φθάσει ο Πρόεδρος στην ολοκλήρωση του σχεδίου του, δε διστάζει τόσο ο ίδιος όσο και οι άνθρωποί του να έρχονται σε σύγκρουση, σε εκβιασμό, να καταφεύγουν σε κολακείες και εκφοβισμό, ακόμα και στον αυτοσχεδιασμό. Από την εικόνα λείπουν καθαρά και ευγενή αισθήματα, όπως το κουράγιο και ο αλτρουισμός. Στόχος της ταινίας δεν είναι μόνο να θεωρητικοποιήσει τον αντι-ρατσισμό, αλλά να κάνει χρήση ενός θέματος για να θερμάνει το πάθος του θεατή για ζητήματα κοινωνικά. Πάνω σε αυτή τη δύσκολη ίσως και αντιφατική βάση, ο Λίνκολν του Σπίλμπεργκ, ταινία ισχυρή και ρητορική, γίνεται το κέντρο βάρους σε μια τοιχογραφία εποχής στην οποία η ιστορία, τα ανέκδοτα και ο μύθος εμφανίζονται με όρια ρευστά.

Η ταινία τέλος - όχι ιδιαίτερα πολεμική, ούτε πολύ εύθραυστη - δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια διάλεξη αγωγής του πολίτη. Με ομορφιά και ανθρωπιά, άριστη αφήγηση, φωτογραφία, σκηνοθεσία και ερμηνείες μεγάλες. Η διαφορά είναι ότι το ίδιο θέμα σε χέρια άλλων θα ήταν απλά ένα «ξερό» μάθημα...

Παίζουν: Ντάνιελ Ντέι Λιούις, Σάλι Φιλντ, Τόμι Λι Τζόουνς, Λι Πέις, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2012).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ