Το 1922 συμμετείχε στη συγγραφή του «Εκκεντρικού Μανιφέστου», ενώ υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της «Φάμπρικας του Εκκεντρικού Ηθοποιού», που γύριζε πρωτοποριακές κινηματογραφικές ταινίες που χαρακτηρίζονταν από εκκεντρικότητα και είχαν περιορισμένη αντήχηση στο ευρύτερο κοινό εξαιτίας των φορμαλιστικών τους πειραματισμών. Από την ταινία «Η Νέα Βαβυλώνα» ο Κόζιντσεφ στρέφεται σε θέματα κοινωνικού προσανατολισμού.
Ο Κόζιντσεφ συνθέτει το δράμα του με ηθοποιούς από τις χώρες της Βαλτικής επικεντρώνοντας στα λαξευτά χαρακτηριστικά τους και το μαγνητικό τους βλέμμα.
Για το ρόλο του Ληρ συνάντησε δυσκολία στην επιλογή ηθοποιού, στο τέλος όμως επέλεξε τον Εσθονό ηθοποιό Γιούρι Γιέρβετ. Ο Κόζιντσεφ αναφέρει στο ημερολόγιό του: «Ημουν γεμάτος θαυμασμό για τον τρόπο που περπατούσε ο Γιέρβετ. Κινιόταν προς τα εμπρός με ένα είδος αδέξιας επισημότητας, με βηματισμό μεγαλειώδη... Ο Γιέρβετ έχει σώμα νευρώδες με τεράστια χέρια αγρότη. Είναι ακριβώς όπως όλοι οι άλλοι, αλλά και πρώτος μεταξύ άλλων».
Ο «ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΛΗΡ» διαθέτει πληθώρα σκηνές που χαράσσονται στη μνήμη, από τη μεγαλειώδη είσοδο του Ληρ στο εισαγωγικό μέρος της ταινίας, μέχρι το λασπώδες πεδίο μάχης του τέλους και το όραμα που κατατρέχει τον σαλεμένο πατέρα που λικνίζει τη νεκρή του κόρη. Εικόνες που γίνονται πιο δυνατές με τη μουσική του Σοστακόβιτς, «στην οποία μπορώ να ακούσω ένα άγριο μίσος για τη σκληρότητα, τη λατρεία της δύναμης και την καταπίεση της δικαιοσύνης... μια ατρόμητη καλοσύνη, με απειλητική ποιότητα», όπως έγραψε ο Κόζιντσεφ.
Ο σκηνοθέτης Πίτερ Μπρουκ έγραψε κάποτε στον Κόζιντσεφ: «Θυμάμαι στον "ΑΜΛΕΤ" σας και στον "ΒΑΣΙΛΙΑ ΛΗΡ" σας, την αναζήτηση της αλήθειας για την κατάσταση του ανθρώπου και την επιθυμία σας να μιλήσετε μέσα από την τέχνη σας για ένα και μόνο θέμα: Για την ανθρωπότητα. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο».
Παίζουν: Γιούρι Γιέρβετ, Ελζα Ρατζίνα, Γκαλίνα Βόλτζεκ, Βαλεντίνα Σεντρίκοβα, κ.ά.
Παραγωγή: Σοβιετική Ενωση (1971).