ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 29 Μάρτη 2012
Σελ. /32
Λίθοι, πλίνθοι, κέραμοι...

Ικανός ο αριθμός των νέων ταινιών της βδομάδας, αλλά «ολίγον» το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν, με εξαίρεση το αφιέρωμα στην Ταινιοθήκη «Ο Ντίκενς στον κινηματογράφο» με αφορμή τα 200 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου Αγγλου κλασσικού.

«Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΠΕΜΠΤΟΥ» είναι ο τίτλος του γαλλοβρετανικού θρίλερ του 2011 που σκηνοθέτησε ο πολωνικής καταγωγής Πάβελ Παβλικόφσκι και βάση έχει το μυθιστόρημα του Nεοϋορκέζου συγγραφέα Ντάγκλας Κένεντι. Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα ζοφερό Παρίσι, με απεικόνιση καφκικής συνειρμικά πόλης που συγγενεύει μάλλον με πνευματικό τοπίο όπως το χρωματίζει η ψυχολογική κατάσταση του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα Τομ Ρικς. Ο Ρικς είναι Aμερικανός συγγραφέας και θύμα βιβλικής ατυχίας με το που πάτησε το πόδι του στην γαλλική μητρόπολη. Οσο περνάει ο χρόνος διαλύεται στα αδιέξοδα του λαβύρινθου που μπλέχτηκε, χωρίς να έχει καταλάβει πώς και από τον οποίο πασχίζει να βγει, αγγίζοντας τα τοιχώματα της σχιζοφρένειας. Στο ρόλο της Μάργκιτ, της μυστηριώδους γοητευτικής κοσμοπολίτισσας της ιστορίας, η Κριστίν Σκοτ Τόμας - εξειδικευμένη πια στο στερεότυπο της αινιγματικής γυναίκας μαγνήτη.

Ταινία δράσης, περιπέτειας, φαντασίας σκέτης αλλά και επιστημονικής, η αμερικάνικη παραγωγή του 2012 «Η ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΤΙΤΑΝΩΝ». Ο σκηνοθέτης Τζόναθαν Λίμπεσμαν μέσα από μια μεγαλόσχημη ιστορία που θυμίζει κομμάτι της ελληνικής μυθολογίας και με πρωταγωνιστές τους δημοφιλείς στο πλατύ κοινό Λίαμ Νίσον, Ρέιφ Φάινς και Σαμ Γουόρθινγκτον σε ρόλους θεοτήτων του Ολύμπου, μας μεταφέρει στη μυθική γη Θεών και Τεράτων όπου επανενώνεται ο ημίθεος Περσέας, με τον πατέρα του Δία και τον θείο του, Αδη.

«100» είναι ο τίτλος του ωριαίου ντοκιμαντέρ του Γεράσιμου Ρήγα που συμμετείχε στο 14o Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και σκιαγραφεί την καθημερινότητα στο κέντρο επιχειρήσεων της άμεσης δράσης.

Τέλος, διαφαίνεται ότι το ενδιαφέρον της βδομάδας θα στραφεί μάλλον γύρω από το αφιέρωμα «Ο Ντίκενς στον κινηματογράφο» που διοργανώνεται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας από σήμερα, Πέμπτη 29 Μάρτη έως και την Τρίτη, 3 Απρίλη, με ευκαιρία την επέτειο 200 χρόνων από τη γέννηση του εξαίρετου κλασικού συγγραφέα. Στο αφιέρωμα - το οποίο θα φιλοξενηθεί στη Θεσσαλονίκη από τις 5 έως τις 8/04 - θα προβληθούν 13 συνολικά ταινίες που γυρίστηκαν από το 1913 έως το 2005 - 6 απ' αυτές, προβάλλονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Στα σπάνια αριστουργήματα που θα προβληθούν στο αφιέρωμα συγκαταλέγονται ο βωβός «ΟΛΙΒΕΡ ΤΟΥΙΣΤ» (1922) του Φρανκ Λόυντ, «Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΙΚΛΕΜΠΙ» (1947) του Βραζιλιάνου κινηματογραφιστή Αλμπέρτο Καβαλκάντι και άλλες. Οι καθημερινές προβολές στους χώρους της Ταινιοθήκης πλαισιώνονται και από ωριαίες συζητήσεις στρογγυλής τραπέζης με ενδιαφέρουσα θεματολογία... Για τις λεπτομέρειες του αφιερώματος, αποταθείτε στην Ταινιοθήκη.


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΟΛΙΒΙΕ ΝΑΚΑΣ - ΕΡΙΚ ΤΟΛΕΝΤΑΝΟ
Οι άθικτοι

Εχει γίνει μεγάλος ντόρος γι' αυτήν την κωμωδία, στην οποία η πλούσια Γαλλία των λευκών αστών συναντά τη δεύτερη γενιά των μαύρων, φτωχών και βουτηγμένων στα προβλήματα μεταναστών. Δυο διαφορετικοί, αντιθετικοί κόσμοι που φαίνεται να μπαίνουν σε τροχιά σύγκρουσης που όμως πεθαίνει εν τη γενέσει της. Την πνίγει η πυροσβεστική μεγαλοψυχία του μεγαλοαστού που εκβιάζει συγκινησιακά τον περιθωριακό μαύρο μικροαπατεωνίσκο και η σύγκρουση καταλήγει σε σημείο συνάντησης που θα εκφραστεί μέσα από μια τρελή και απρόσμενα βαθιά φιλία που θα καταστήσει το ντουέτο «άπιαστους»!

Η ταινία πατάει στο μοντέλο της κλασικής παραβολής, του «ξένου», που μπαίνει σε ένα περιβάλλον με αυστηρούς κανονισμούς, το ταρακουνά συθέμελα και αποχωρεί - μετά την εγκατάσταση μιας νέας ισορροπίας, πάντα διαφορετικής από την αρχική. Σ' αυτό το μοντέλο στηρίζονται ταινίες όπως «ΜΑΙΡΗ ΠΟΠΠΙΝΣ», «ΜΕΛΩΔΙΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ» και αμέτρητες άλλες εμπορικές επιτυχίες. Βασική συνιστώσα, τα αρχέτυπα σαπουνόπερας, όπως: Και οι πλούσιοι έχουν προβλήματα! Οι διασκεδαστικές αυτές ταινίες απέχουν - συνήθως - παρασάγγας από την πραγματικότητα της καθημερινότητας των αποδεκτών της. Δεν ενδιαφέρονται καθόλου να «ακονίσουν» την αισθητική και το βλέμμα του θεατή για τα εν δυνάμει προβλήματα που τίθενται από το θέμα, αλλά προτείνουν στο ευρύ λαϊκό κοινό τη φυγή από μια πραγματικότητα που όλο και μετατρέπεται σε ζοφερή κόλαση. Φυγή, μέσα από «πανούργες» συμβιβαστικές χίμαιρες, πασπαλισμένες με ελαφράδα, γέλιο και μπόλικη κομψότητα. Η ταινία μάς εγκλωβίζει στην παγίδα της εύκολης συμπόνιας και αποφεύγει συστηματικά να ανοίξει ή έστω να αγγίξει κάποιο από τα ουσιαστικά ζητήματα που χωρίζουν τους δυο αυτούς κόσμους αντιθετικών συμφερόντων. Το συλλογισμό επιτείνει η επιμονή της διαφήμισης, αναφέρεται και στους τίτλους της ταινίας, ότι πρόκειται για κινηματογραφική μεταφορά αληθινής ιστορίας. Δηλαδή η βιομηχανία εμπορίας ονείρων και συνειδήσεων μας λέει καθαρά μέσα από αυτόν τον πουρέ που φθάνει κάπου να προκαλεί και αποστροφή ότι αφού έγινε μια φορά το όνειρο πραγματικότητα, υπάρχει πάντα δυνατότητα/πιθανότητα επανάληψης. Τέτοιες τάσεις εισβάλλουν απειλητικά στο ευρωπαϊκό σινεμά από την αμερικανική βιομηχανία θεάματος. Και «ΟΙ ΑΘΙΚΤΟΙ», χαρακτηριστική του δημοφιλούς είδους buddy movie (φιλμ για σχέσεις φίλων), διαθέτουν τυπικά όλα τα βασικά συστατικά μιας τέτοιας επιτυχίας - σε βερσιόν λάιτ.

Ο ένας πάμπλουτος, αριστοκράτης, παραπληγικός, μετά από ένα σοβαρό ατύχημα έχει χάσει κάθε όρεξη για ζωή. Ο άλλος, Αφρικανός από τα γκέτο, άνεργος, περιθωριακός και γεροδεμένος. Ο πρώτος στο περιθώριο της ζωής με ετικέτα «απελπισμένου», ο δεύτερος περιθωριακός με ετικέτα «χωρίς ελπίδα». Ο πρώτος σοβαρός, κινείται στα θεσμοθετημένα όρια του κοινωνικά ορθού, ο άλλος κλόουν, φορέας των πραγματικών «χύμα» αξιών της ζωής, που οι δημαγωγοί αποδίδουν στο λαό. Ο παράλυτος εκατομμυριούχος ακούει μόνο κλασική μουσική, το παιδί των προαστίων εξεγερτικό ροκ. Και οι δυο είναι περιθωριακοί από διαφορετικές αφετηρίες. Και οι δυο είναι ανάπηροι. Ο ένας κυριολεκτικά, ο άλλος κοινωνικά. Οι δυο τους ενώνονται, τα χνότα τους κόλλησαν κι απόκτησαν μια βαθιά φιλική σχέση. Μπορεί ο ακαλλιέργητος νεαρός να διακωμωδεί τις πολιτισμικές και πολιτιστικές αξίες της αστικής τάξης - ξεσπά σε γέλια σε παράσταση όπερας, παράγει «μοντέρνα» ζωγραφική με τέτοια ευκολία που ξεγελά και τους αγοραστές - αλλά δεν βγάζει κιχ για τις υλικές: Τα γρήγορα αυτοκίνητα, τα καλοραμμένα ρούχα, τα ιδιωτικά αεροπλάνα, τα ταξίδια... Ο νεαρός που σφύζει από καλά αισθήματα θα μπορούσε να προσφέρει τις υπηρεσίες του αφιλοκερδώς, ο πλούσιος όμως πρόλαβε και τις εξαγοράζει με το αζημίωτο. Στα 10 πρώτα λεπτά της ταινίας, οι δυο κύριοι χαρακτήρες έχουν αποσαφηνισθεί πλήρως και από κει και πέρα δεν αναπτύσσονται περισσότερο. Ο πρόλογος, η δυναμική flashforward (αντίθετο του flashback) σεκάνς, με το σπορ αυτοκίνητο - με οδηγό τον μαύρο και συνοδηγό τον παραπληγικό - να τρέχει ιλιγγιωδώς στους νυχτερινούς δρόμους του Παρισιού και η φάρσα που παίζεται όταν το σταματά η αστυνομία συνοψίζει την ουσία της ύψιστης «ελευθερίας», της ζωτικά απαραίτητης στην ύπαρξη ενός «ελεύθερου» ανθρώπου!

Η ταινία δεν πάει πέρα από το να κάνει το θεατή να συγκινηθεί ή/και να γελάσει. Να συγκινηθεί πραγματικά κάποιος αποκλείεται, γιατί στο αφελές αυτό κατασκεύασμα δεν υπάρχει ίχνος συγκινησιακής αυθεντικότητας. Σε ό,τι αφορά το γέλιο, αυτό βασίζεται τόσο στο συνδυασμό έξυπνης δοσολογίας βωμολοχίας και δράματος, όσο και ποικιλίας χοντροειδών κλισέ, τόσο λεκτικά, μέσα από ατάκες με σφραγίδα «εδώ γελάμε» που αναφέρονται στο ανάπηρο σώμα, όσο και σημειολογικά, που μπαίνουν σε χρήση με τη διείσδυση σε λεπτομέρειες της γλυκόπικρης σχέσης του εκπροσώπου της υψηλής μπουρζουαζίας και ενός αλήτη των υποβαθμισμένων προαστίων. Το ντουέτο των σκηνοθετών, αντί να δουλέψει τον καμβά του σεναρίου κατά τρόπο που να προσδώσει στην αφήγηση ενδιαφέρον και βάρος, συνθέτει όπως - όπως και χωρίς ρυθμό συνταγές «ολίγης» σαπουνόπερας, «ολίγου» τραβηγμένου στα άκρα χιούμορ, «ολίγων» στερεοτύπων και κάποιων ευρημάτων και δένει το κοινό γύρω από το υλικό αυτό. Το μοντέλο αυτό εκσυγχρονισμού της κωμωδίας χαρακτηρίζεται από έλλειψη σκηνοθετικού οράματος, δομή κατά βάση τηλεοπτική, αισθητική διαφημιστική και επίδειξη στείρας τεχνικής.

Οι ταξικοί αντίποδες δρομολογούν και επιτυγχάνουν σύζευξη των ταξικών τους αντιθέσεων με κοινή στάση απέναντι στη ζωή, υπό το μοναδικό, το «αγνό» λάβαρο των καλών αισθημάτων! Μια αληθινή ιστορία για τη συμπόνια και τη φιλία δε συνεπάγεται υποχρεωτικά ένα καλό φιλμ. Και η ρηχή, φασαριόζικη αυτή ταινία δε δικαιολογεί τον ντόρο που η διαφήμιση πασχίζει να της προσδώσει, γιατί ουσιαστικά ούτε υπολείπεται, ούτε προσθέτει κάτι στο είδος!

Παίζουν: Φρανσουά Κλουζέ, Ομάρ Σι, Αν Λε Νι, Οντρέ Φλερό, Κλοτίλντ Μολέ κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία (2011).

ΤΖΟΝ ΜΑΝΤΕΝ
Εξωτικό ξενοδοχείο Μάριγκολντ

Στο μυθιστόρημα της Deborah Moggach «These Foolish Things» στηρίζεται η ταινία του Τζον Μάντεν και συνιστά, φιλάσθενης κράσης, υποείδος της ρομαντικής κωμωδίας. Με κάποιες νότες φάρσας και έλλειμμα φιλοδοξίας, η αφήγηση επιπλέει στην επιφάνεια καταστάσεων και χαρακτήρων. Πρόκειται για την ιστορία επτά Βρετανών συνταξιούχων με διαφορετικό παρελθόν καθένας τους, που πρωτοσυναντιούνται καθ' οδό προς την Ινδία, όπου επέλεξαν να μεταναστεύσουν, καθένας τους για διαφορετικούς λόγους. Ψυχολογικούς, συναισθηματικούς αλλά και οικονομικούς, γιατί κάποιοι βρέθηκαν ξαφνικά αντιμέτωποι με σοβαρό οικονομικό πρόβλημα που μόνο ένας Χριστός θα μπορούσε να επιλύσει με ένα «α λα Κανά» θαύμα επί της πενιχρής τους σύνταξης.

Οι συνταξιούχοι αντιπροσωπεύουν ευρύ φάσμα των αγγλικών μικροαστικών στρωμάτων, καθένας τους, φορέας συγκεκριμένων προκαταλήψεων και πεποιθήσεων. Φθάνοντας στη μυθική Τζαϊπούρ ανακαλύπτουν ότι το ετοιμόρροπο ξενοδοχείο Μάριγκολντ που διευθύνει αδέξια ένας ονειροπόλος νεαρός δεν έχει σχέση με την εξωτική όαση της διαφήμισης. Κι εδώ αρχίζει μια σειρά περιστατικών πρακτικής και συναισθηματικής φύσης που περιλαμβάνει τους πάντες, τον ένα μετά τον άλλο.

Ο Τζον Μάντεν γνωστός κυρίως από τις ταινίες «ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΣΑΙΞΠΗΡ» (1998) και «ΤΟ ΜΑΝΤΟΛΙΝΟ ΤΟΥ ΛΟΧΑΓΟΥ ΚΟΡΕΛΙ» (2001) έχει δεδηλωμένη κλίση προς την πολύχρωμη γραφικότητα και την εντυπωσιακή, απαστράπτουσα ομορφιά τοποθεσιών και εσωτερικών. Ποιος καλύτερος τόπος από την Ινδία; Η κινηματογραφική σχέση Βρετανίας / Ινδίας σφύζει από στερεότυπα, που άλλα αποδέχεται κανείς με επιείκεια και άλλα ερμηνεύει σαν μια ακόμα μορφή υποτιμητικού μετα - αποικιοκρατικού χιούμορ. Σχηματικά, η σχέση ορίζεται με το «τυπικά αγγλικό» απέναντι στο «τυπικά ινδικό». Στην ταινία, αποκαλύπτεται μια τέτοια οπτική για τους «ιθαγενείς» που μάλιστα αναπαράγεται με καρικατουρίστικο τρόπο και αισθητική Bollywood. Ετσι επιβεβαιώνεται η ρήση «ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του...» με τους Εγγλέζους πρώην αποικιοκράτες που σιγά σιγά μπαίνουν στη ζωή των Ινδών και την επηρεάζουν. Τους μαθαίνουν κρίκετ, τους μαθαίνουν να τακτοποιούν, να βάζουν σε τάξη τα οικονομικά του ξενοδοχείου, τους διδάσκουν δημόσιες, αλλά και προσωπικές σχέσεις. Ολα γίνονται πολύ πιο αποτελεσματικά με τη βοήθεια των Αγγλων. Οι ίδιοι δεν έχουν ανάγκη τους ιθαγενείς και τον πολιτισμό τους, εκτός από το δικαστή που αναπολεί την Ινδία σαν τον εφηβικό του παράδεισο και όχι σαν ένα από τα πετράδια της αυτοκρατορικής κορόνας... Οι υπόλοιποι της ομάδας ψάχνουν και βρίσκουν την ευτυχία ανάμεσα σε ομοεθνείς τους. Πάντως, η μονοδιάστατη, απλουστευτική οπτική της ταινίας επεκτείνεται και στα στερεοτυπικά πορτρέτα των Βρετανών συνταξιούχων και στον ήχο του χρήματος που κουδουνίζει πίσω από τις γραμμές που συνθέτουν την εικόνα αλλά και τις, φαινομενικά, αυθόρμητες λακωνικές φράσεις και διαλόγους που εκφέρονται από χείλη άξιων ηθοποιών και κάπου είναι πράγματι διασκεδαστικοί.

Γιατί είναι οι πεπειραμένοι καρατερίστες, η ελίτ μεταξύ των ηθοποιών, που κρατούν την ταινία. Και οι ερμηνείες είναι το μόνο για το οποίο αξίζει κανείς να δει το φιλμ. Στην αρχή ξεχωρίζει το καλούπι, ο σκελετός του ρόλου και σιγά - σιγά αυτό γεμίζει ζωή και γίνεται κολόνα που στηρίζει ένα χλιαρό, τεχνητό σενάριο που, καίτοι γεμάτο μαθήματα ζωής, ζυγίζει πολύ λίγο. Οι φοβίες και οι προκαταλήψεις των χαρακτήρων γίνονται πρόκληση και στο τέλος όλοι γίνονται ειλικρινέστεροι και προς τον εαυτό τους και αναμεταξύ τους. Πρωταγωνιστές είναι και παραμένουν οι Αγγλοι συνταξιούχοι που διανύουν το φθινόπωρο της ζωής και ψάχνουν για την αλήθεια της και απαντήσεις στο αμείλικτο ερώτημα με ποιον τρόπο ζούμε... και πότε, αλήθεια, είναι η σωστή ηλικία για αλλαγή; Οι Ινδοί τριγύρω, φιγούρες κομπάρσων που σαν απόθεμα καυσίμων αναλαμβάνουν τη συνέχεια της δράσης, όταν η μηχανή της κωμωδίας αρχίζει να μπουκώνει.

Ταινία άκρως προβλέψιμη. Από την ώρα που οι συνταξιούχοι προσγειώνονται στην Ινδία, καθένας καταλαβαίνει πώς σκοπεύει να καταλήξει... Ολοι θα βρουν τον εαυτό τους, όλοι θα γίνουν πιο ευτυχισμένοι, μέχρι και η βαμμένη ρατσίστρια Μάγκι Σμιθ θα μεταλλαχθεί από μισάνθρωπο σε φιλάνθρωπο...

Παίζουν: Μάγκι Σμιθ, Τζούντι Ντεντς, Τομ Γουίλκινσον, Μπιλ Νάι, Ντεβ Πάτελ, Σίλια Ιμρι, Ρόναλντ Πίκαπ, Πενέλοπι Ουίλτον, κ.α.

Παραγωγή: ΗΠΑ, Μ. Βρετανία (2012).

ΜΟΥΡΑΝΤ ΜΠΕΝ ΣΕΪΚ
No more fear

«Ελευθερία, Τάξη και Δικαιοσύνη». «Να πέσει η κυβέρνηση του Μπεν Αλί», ζητούσαν οι εξεγερμένοι στην Τυνησία τον Γενάρη του 2011. Η ταινία που εκπροσώπησε την Τυνησία στο φεστιβάλ των Καννών είναι ένα κολάζ κινηματογραφημένων ντοκουμέντων, ερασιτεχνικών λήψεων, τηλεοπτικών ομιλιών και συνεντεύξεων για την αποκαλούμενη «Επανάσταση του Γιασεμιού» που εντάσσεται στα πλαίσια αυτού που βαφτίστηκε Αραβική Ανοιξη.

Βιαστικό, απρόσωπο και ισχνό αφηγηματικά χρονικό της εξέγερσης του Γενάρη του 2011 λόγω ελλείμματος μιας ολοκληρωμένης παρουσίασης του θέματος. Στην βάση του υπάρχοντος αυτού ελλιπέστατου υλικού δεν μπορεί παρά να παραπέμπει η ταινία, μάλλον συρραφή, αποσπασματικών και ατάκτως ερριμμένων στοιχείων, κάτι που είθισται να ντύνει τα δελτία ειδήσεων και όχι σε ολοκληρωμένο, με πολιτικό θέμα ντοκιμαντέρ, με κινηματογραφικές αρετές, φτιαγμένο για να καταλήξει στις αίθουσες. Την καλύτερη περιγραφή για το φιλμ την δίνει το ίδιο το φιλμ μέσα από την στιχομυθία ενός πατέρα με τον μικρό του γιο, μέσα στο αυτοκίνητο της οικογένειας, στον επίλογο της ταινίας. Πατέρας(προς το μικρό): Σου άρεσε η επανάσταση; Μικρός: Ναι. Πατέρας: Τι ακριβώς σου άρεσε; Μικρός: Οι επιτροπές γειτονιάς, οι σφαίρες, τα δακρυγόνα... Ο χαρακτήρας της εξέγερσης διαγράφεται ξεκάθαρα εναντίον του διεφθαρμένου ηγέτη Μπεν Αλί και του διεφθαρμένου του κυβερνητικού μηχανισμού, ενώ το internet, μέσο, εργαλείο, σχεδόν ταυτίζεται με το περιεχόμενο μιας εξέγερσης που ουσιαστικά, αξιώνει εκσυγχρονισμό. Η εξέγερση αυτή λέει κάποιος, δεν είναι καρπός της ένδειας αλλά «η κραυγή απόγνωσης μιας γενιάς μορφωμένων ανθρώπων» που, με ζήλο νεοφώτιστου, ξημεροβραδιάζεται στο διαδίκτυο υπό τον αστερισμό του facebook και των rapers(μουσικών της ραπ). Και η τυνησιακή «κοινωνία των πολιτών», ελεύθερη πια από Μπεν Αλί, περιμένει με ανυπομονησία τις εκλογές του ερχόμενου Οκτώβρη ελπίζοντας να ζήσει το θρίαμβο της δημοκρατίας. Πολλές ευχές.

Παραγωγή: Τυνησία (2011).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ