Εχει γίνει μεγάλος ντόρος γι' αυτήν την κωμωδία, στην οποία η πλούσια Γαλλία των λευκών αστών συναντά τη δεύτερη γενιά των μαύρων, φτωχών και βουτηγμένων στα προβλήματα μεταναστών. Δυο διαφορετικοί, αντιθετικοί κόσμοι που φαίνεται να μπαίνουν σε τροχιά σύγκρουσης που όμως πεθαίνει εν τη γενέσει της. Την πνίγει η πυροσβεστική μεγαλοψυχία του μεγαλοαστού που εκβιάζει συγκινησιακά τον περιθωριακό μαύρο μικροαπατεωνίσκο και η σύγκρουση καταλήγει σε σημείο συνάντησης που θα εκφραστεί μέσα από μια τρελή και απρόσμενα βαθιά φιλία που θα καταστήσει το ντουέτο «άπιαστους»!
Ο ένας πάμπλουτος, αριστοκράτης, παραπληγικός, μετά από ένα σοβαρό ατύχημα έχει χάσει κάθε όρεξη για ζωή. Ο άλλος, Αφρικανός από τα γκέτο, άνεργος, περιθωριακός και γεροδεμένος. Ο πρώτος στο περιθώριο της ζωής με ετικέτα «απελπισμένου», ο δεύτερος περιθωριακός με ετικέτα «χωρίς ελπίδα». Ο πρώτος σοβαρός, κινείται στα θεσμοθετημένα όρια του κοινωνικά ορθού, ο άλλος κλόουν, φορέας των πραγματικών «χύμα» αξιών της ζωής, που οι δημαγωγοί αποδίδουν στο λαό. Ο παράλυτος εκατομμυριούχος ακούει μόνο κλασική μουσική, το παιδί των προαστίων εξεγερτικό ροκ. Και οι δυο είναι περιθωριακοί από διαφορετικές αφετηρίες. Και οι δυο είναι ανάπηροι. Ο ένας κυριολεκτικά, ο άλλος κοινωνικά. Οι δυο τους ενώνονται, τα χνότα τους κόλλησαν κι απόκτησαν μια βαθιά φιλική σχέση. Μπορεί ο ακαλλιέργητος νεαρός να διακωμωδεί τις πολιτισμικές και πολιτιστικές αξίες της αστικής τάξης - ξεσπά σε γέλια σε παράσταση όπερας, παράγει «μοντέρνα» ζωγραφική με τέτοια ευκολία που ξεγελά και τους αγοραστές - αλλά δεν βγάζει κιχ για τις υλικές: Τα γρήγορα αυτοκίνητα, τα καλοραμμένα ρούχα, τα ιδιωτικά αεροπλάνα, τα ταξίδια... Ο νεαρός που σφύζει από καλά αισθήματα θα μπορούσε να προσφέρει τις υπηρεσίες του αφιλοκερδώς, ο πλούσιος όμως πρόλαβε και τις εξαγοράζει με το αζημίωτο. Στα 10 πρώτα λεπτά της ταινίας, οι δυο κύριοι χαρακτήρες έχουν αποσαφηνισθεί πλήρως και από κει και πέρα δεν αναπτύσσονται περισσότερο. Ο πρόλογος, η δυναμική flashforward (αντίθετο του flashback) σεκάνς, με το σπορ αυτοκίνητο - με οδηγό τον μαύρο και συνοδηγό τον παραπληγικό - να τρέχει ιλιγγιωδώς στους νυχτερινούς δρόμους του Παρισιού και η φάρσα που παίζεται όταν το σταματά η αστυνομία συνοψίζει την ουσία της ύψιστης «ελευθερίας», της ζωτικά απαραίτητης στην ύπαρξη ενός «ελεύθερου» ανθρώπου!
Η ταινία δεν πάει πέρα από το να κάνει το θεατή να συγκινηθεί ή/και να γελάσει. Να συγκινηθεί πραγματικά κάποιος αποκλείεται, γιατί στο αφελές αυτό κατασκεύασμα δεν υπάρχει ίχνος συγκινησιακής αυθεντικότητας. Σε ό,τι αφορά το γέλιο, αυτό βασίζεται τόσο στο συνδυασμό έξυπνης δοσολογίας βωμολοχίας και δράματος, όσο και ποικιλίας χοντροειδών κλισέ, τόσο λεκτικά, μέσα από ατάκες με σφραγίδα «εδώ γελάμε» που αναφέρονται στο ανάπηρο σώμα, όσο και σημειολογικά, που μπαίνουν σε χρήση με τη διείσδυση σε λεπτομέρειες της γλυκόπικρης σχέσης του εκπροσώπου της υψηλής μπουρζουαζίας και ενός αλήτη των υποβαθμισμένων προαστίων. Το ντουέτο των σκηνοθετών, αντί να δουλέψει τον καμβά του σεναρίου κατά τρόπο που να προσδώσει στην αφήγηση ενδιαφέρον και βάρος, συνθέτει όπως - όπως και χωρίς ρυθμό συνταγές «ολίγης» σαπουνόπερας, «ολίγου» τραβηγμένου στα άκρα χιούμορ, «ολίγων» στερεοτύπων και κάποιων ευρημάτων και δένει το κοινό γύρω από το υλικό αυτό. Το μοντέλο αυτό εκσυγχρονισμού της κωμωδίας χαρακτηρίζεται από έλλειψη σκηνοθετικού οράματος, δομή κατά βάση τηλεοπτική, αισθητική διαφημιστική και επίδειξη στείρας τεχνικής.
Οι ταξικοί αντίποδες δρομολογούν και επιτυγχάνουν σύζευξη των ταξικών τους αντιθέσεων με κοινή στάση απέναντι στη ζωή, υπό το μοναδικό, το «αγνό» λάβαρο των καλών αισθημάτων! Μια αληθινή ιστορία για τη συμπόνια και τη φιλία δε συνεπάγεται υποχρεωτικά ένα καλό φιλμ. Και η ρηχή, φασαριόζικη αυτή ταινία δε δικαιολογεί τον ντόρο που η διαφήμιση πασχίζει να της προσδώσει, γιατί ουσιαστικά ούτε υπολείπεται, ούτε προσθέτει κάτι στο είδος!
Παίζουν: Φρανσουά Κλουζέ, Ομάρ Σι, Αν Λε Νι, Οντρέ Φλερό, Κλοτίλντ Μολέ κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία (2011).