ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 20 Φλεβάρη 2004
Σελ. /40
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
«Πολιτικές συνοχής» για τους ... άπορους κεφαλαιοκράτες

Ολα στην υπηρεσία της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου και των ανατροπών στις εργασιακές σχέσεις!

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προειδοποιεί τα κράτη - μέλη ότι οι κοινοτικοί πόροι για «πολιτικές συνοχής» είναι αρκετά περιορισμένοι - μόλις το 0,46% του κοινοτικού ΑΕΠ - και από την άποψη αυτή οι πολιτικές αυτές θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν πρωτίστως από εθνικούς πόρους. Θέτουν, δηλαδή, θέμα «εθνικοποίησης» των «πολιτικών συνοχής», όσον αφορά στο θέμα της χρηματοδότησής τους. Αυτό είναι το πρώτο από τα βασικά συμπεράσματα της τρίτης «Εκθεσης Συνοχής» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα.

Το δεύτερο και πιο σημαντικό είναι ότι οι «πολιτικές συνοχής» προσαρμόζονται πλήρως στους στόχους προώθησης των αντιδραστικών καπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων, στους τομείς της αγοράς εργασίας, προώθησης των στόχων της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου και «προσαρμογής» των κοινωνικών ομάδων που περιθωριοποιούνται από τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στα νέα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα...

Με αρκετά σαφή, αλλά και ωμό τρόπο, οι συντάκτες της έκθεσης κάνουν λόγο «για νέα εταιρική σχέση για τη συνοχή στη διευρυμένη Ευρώπη», για «νέα αρχιτεκτονική της πολιτικής συνοχής της ΕΕ». Στη δε σύνοψη των συμπερασμάτων, αναφέρεται επί λέξει ότι «η έκθεση προτείνει σημαντικές αλλαγές, περιλαμβανομένου ενός νέου διαλόγου με το Συμβούλιο που θα συμβάλει στη διασφάλιση του ότι η πολιτική συνοχής προσαρμόζεται στις προτεραιότητες που τέθηκαν βάσει της ατζέντας της Λισαβόνας και του Gothenburg»! Με άλλα λόγια, δε θα αποτελεί πλέον επαρκή λόγο η ύπαρξη περιθωριοποιημένων και εξαθλιωμένων κοινωνικών ομάδων που έχουν τεθεί εκτός παραγωγικής διαδικασίας, για να ενεργοποιηθούν οι «πολιτικές συνοχής». Οι τελευταίες θα πρέπει να συνδέονται άμεσα και να προάγουν τις ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, στην Κοινωνική Ασφάλιση, επιστρατεύονται να υπηρετήσουν το στρατηγικό στόχο της ανάπτυξης της ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.

Στο θέμα της «εθνικοποίησης» των «πολιτικών συνοχής», η έκθεση επισημαίνει: «Οι δημόσιες δαπάνες στα κράτη - μέλη ανέρχονται σήμερα κατά μέσο όρο στο 47% του ΑΕΠ, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από τον προϋπολογισμό της Ενωσης, που μόλις υπερβαίνει το 1% του ΑΕΠ της ΕΕ, εκ του οποίου ποσοστό κάτω από το ήμισυ προορίζεται για την πολιτική συνοχής. Τα κράτη - μέλη έχουν σημαντική ευθύνη για την παροχή σημαντικών υπηρεσιών και στήριξης του εισοδήματος». Με λίγα λόγια, η ΕΕ πετάει το μπαλάκι για την οικονομική ενίσχυση εξαθλιωμένων κοινωνικών ομάδων στους εθνικούς προϋπολογισμούς, και με σαφή τρόπο επισημαίνει ότι ο κοινοτικός προϋπολογισμός επικουρικό μόνο ρόλο θα διαδραματίσει.

Ιδιαίτερο βάρος δίνει η έκθεση στην απορρόφηση των αντιδράσεων αγροτικών πληθυσμών, λόγω της αντιδραστικής αναθεώρησης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), καθώς γίνεται λόγος για «αυξανόμενη έμφαση που δίνεται - μέσω των πολιτικών συνοχής - στην ανάπτυξη της υπαίθρου στο πλαίσιο της ΚΑΠ...».

Για τις υφιστάμενες 15 χώρες της ΕΕ - πέραν των 10 που εντάχθηκαν - τίθεται ένας διττός στόχος, που θα πρέπει να προωθηθεί μέσω των «πολιτικών συνοχής» κατά την περίοδο 2007 - 2013. Πρώτο: «Μέσω των περιφερειακών προγραμμάτων, η πολιτική συνοχής θα βοηθήσει τις περιφέρειες και τις περιφερειακές αρχές να προβλέψουν και να προωθήσουν την οικονομική αλλαγή στις βιομηχανικές, αστικές και αγροτικές περιοχές, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα και την ελκυστικότητά τους».

Οσο αφορά στα εθνικά προγράμματα συνοχής - δεύτερος στόχος - αυτά θα πρέπει να βοηθήσουν τους Ευρωπαίους να προβλέπουν και να προσαρμόζονται στις οικονομικές αλλαγές, σύμφωνα με τις προτεραιότητες πολιτικής της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για την Απασχόληση (ΕΣΑ)...». Με λίγα λόγια, τα περιφερειακά και εθνικά προγράμματα «συνοχής» θα πρέπει να υπηρετούν τις πολιτικές της «οικονομικής αλλαγής», της ανταγωνιστικότητας και των ανατροπών των εργασιακών σχέσεων.

Πρόκειται για μια εξέλιξη, οδυνηρή και πλήρως αντιδραστική, σε σχέση ακόμα και με τη σημερινή αντιδραστική κατάσταση πραγμάτων. Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι στις σημερινές συνθήκες ανάπτυξης και ανταγωνισμού του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, δεν επιτρέπουν πλέον ούτε καν τη χορήγηση ψιχίων και της ελεημοσύνης που προσέφεραν στους «άθλιους» τα προηγούμενα χρόνια.

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ
Οι στόχοι της Λισαβόνας «ευαγγέλιο»

Με πενταπλάσιο ρυθμό από τον πληθωρισμό αυξάνονται τα κέρδη των βιομηχάνων τροφίμων

Η πολιτική που εξυπηρετεί με κάθε τρόπο τη συγκέντρωση κερδών, την ενίσχυση των μονοπωλίων, την «ελεύθερη» διαμόρφωση των τιμών και την καταστρατήγηση των εργασιακών δικαιωμάτων προς όφελος του κεφαλαίου μεταφράζονται σε χρυσά κέρδη για τη βιομηχανία τροφίμων. Οπως ανακοινώθηκε στη διάρκεια της γενικής συνέλευσης του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ), στην Ευρώπη ο κλάδος έχει τζίρο 626 δισ. ευρώ. Σύμφωνα, δε, με τα επίσημα δημοσιευμένα στοιχεία (οικονομικός οδηγός ICAP 2004) η βιομηχανία τροφίμων κατέγραψε συνολικά κέρδη μέσα στο 2002 της τάξης των 424,826 εκατ. ευρώ, αυξημένα σε σχέση με το 2001 - όταν ήταν 362,653 εκατ. ευρώ - κατά 17%. Με δεδομένο ότι το 2002 ο επίσημος ρυθμός αύξησης πληθωρισμού ήταν 3,4%, προκύπτει ότι τα κέρδη των βιομηχάνων τροφίμων αυξάνονται με ρυθμό 5 φορές μεγαλύτερο! Είναι κι αυτό ένα από τα μεγάλα επιτεύγματα της κυβερνητικής απελευθέρωσης των τιμών και ελέγχου των μισθών.

Οπως προκύπτει και από τα λεγόμενα των εκπροσώπων του κλάδου, οι στόχοι της Λισαβόνας υπόσχονται πεδίο δόξης λαμπρό για το βιομηχανικό κεφάλαιο. Σ' αυτό το πλαίσιο, εξάλλου, εντάσσονται οι αξιώσεις τους για νομοθετικές ρυθμίσεις που θα ενισχύουν ακόμα παραπέρα την ανάπτυξη των κερδών τους όχι μόνο σε ελληνικό, αλλά σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στη διάρκεια της συνέλευσης του ΣΕΒΤ μίλησε και ο υφυπουργός Ανάπτυξης Κ. Κουλούρης, ο οποίος δίνοντας τα διαπιστευτήριά του στους βιομήχανους τροφίμων υπεραμύνθηκε της ευλάβειας με την οποία ο ίδιος και η κυβέρνηση εξυπηρέτησαν τις αρχές της «ελεύθερης αγοράς», δηλώνοντας ότι ούτε είχε ούτε έχει την παραμικρή πρόθεση να παρέμβει στην απόλυτη ασυδοσία που η κυβερνητική πολιτική έχει εκχωρήσει στο μεγάλο κεφάλαιο.

«Χαράτσι» και στα ταχυδρομικά τέλη

Μετεκλογικό «χαράτσι» έχει έτοιμο η κυβέρνηση και για τα τιμολόγια των ΕΛΤΑ, μαζί με το «χαράτσι» 48% στα εισιτήρια του ΟΣΕ.

Ανάλογες «τσουχτερές» αυξήσεις (στον ΟΤΕ ισχύουν ήδη εδώ και σχεδόν δύο μήνες) «μαγειρεύονται» και για τα τιμολόγια των άλλων ΔΕΚΟ. Το μόνο που δεν έχει ακόμα προσδιοριστεί, είναι το πότε ακριβώς θα τεθούν σε ισχύ. Πάντως, θεωρείται βέβαιο ότι το κύμα αυξήσεων στα τιμολόγια των ΔΕΚΟ είναι «προ των πυλών» και θα επιβληθεί από την κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις εκλογές, ανεξάρτητα αν κερδίσει το... πολυσυμμετοχικό ΠΑΣΟΚ του Γ. Α. Παπανδρέου ή η ΝΔ του Κ. Καραμανλή.

Τις αυξήσεις στα ταχυδρομικά τέλη προαναγγέλλει με ανακοίνωσή της η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών & Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ). Αναφέρει ότι τα ΕΛΤΑ έχουν καταθέσει προς έγκριση μεσοσταθμική αύξηση 2,6% στα τιμολόγια του 2004, για να προσθέτει ότι «δεν καθίσταται αναγκαία η άμεση αύξηση και ότι θα υπάρξει νέα αξιολόγηση όταν ο ΕΛΤΑ προσκομίσει τα οριστικά απολογιστικά στοιχεία για το 2003».

Υπενθυμίζεται ότι οι «τσουχτερές» αυξήσεις στα εισιτήρια του ΟΣΕ επρόκειτο να ισχύσουν από τις 10 Φλεβάρη 2004, όπως είχε ανακοινωθεί επίσημα από τη διοίκηση του Οργανισμού. Την επίσημη αυτή απόφαση του ΔΣ του ΟΣΕ, ένα 24ωρο αργότερα, ο αρμόδιος υπουργός Μεταφορών - Επικοινωνιών Χρ. Βερελής τη «βάφτισε»... απλή υπηρεσιακή εισήγηση και για να ξεμπερδεύει μια και καλή παραμονές εκλογών, πρόσθεσε και το ανέξοδο «δεν έχει γίνει αποδεκτή».

Τόσο οι δηλώσεις Βερελή όσο και η χτεσινή ανακοίνωση της ΕΕΤΤ δεν αφήνουν το παραμικρό περιθώριο για το τι περιμένει τα ελληνικά νοικοκυριά την επαύριο των εκλογών.

ΧΟΝΔΡΕΜΠΟΡΟΙ
Κερδοσκοπία σε βάρος της ντόπιας κατανάλωσης

Τον τιμάριθμο χονδρικής για το μήνα Δεκέμβρη του 2003 ανακοίνωσε χτες η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία (ΕΣΥΕ). Οπως προκύπτει οι χονδρέμποροι και οι βιομήχανοι ευθύνονται για το κύμα της ακρίβειας στην αγορά, εξαιτίας της κερδοσκοπίας και των ιδιαίτερα υψηλών ποσοστών κέρδους που εφαρμόζουν επιλεκτικά σε βάρος της ντόπιας κατανάλωσης. Ο μέσος δείκτης για το 12μηνο του 2003 αυξήθηκε 2,1% (από 2,4% το 2002) αλλά από κει και πέρα αρχίζουν τα «περίεργα». Συγκεκριμένα, η ετήσια μεταβολή στα «τελικά προϊόντα εγχώριας πρωτογενούς παραγωγής» που προορίζονται για την ντόπια αγορά έφτασε σε 5,9% και για τα προϊόντα βιομηχανικής παραγωγής σε 3%. Τα ίδια προϊόντα όταν προορίζονται για εξαγωγές τιμολογούνται με διαφορετικά μέτρα και σταθμά αφού η ανατίμησή τους ήταν μόλις 1,1%.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ