ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 13 Μάη 2005
Σελ. /40
Μικροαστοί επαναστάτες και Πόντιοι χωρίς πυρρίχιο!

Η τελευταία, ίσως, χειμερινή βδομάδα. Ηδη πολλά «θερινά» έχουν ανοίξει τις πόρτες τους. Να μύριζαν και τα λουλούδια, τι καλά που θα ήταν! Φυσικά όλες οι χειμερινές αίθουσες, πια, κλιματίζονται. Που σημαίνει ότι θα συνεχίσουν τις προβολές τους.

«Ντεμί», καιρικά, η βδομάδα, «ντεμί» και κινηματογραφικά. Δεν είναι ούτε πολύ άσχημη, ούτε πολύ καλή. Ούτε πολύ ζεστή ούτε πολύ κρύα (κινηματογραφικά). Τέσσερις από τις πέντε ταινίες της βδομάδας, με κάποια καλή διάθεση, αξίζουν της «προσοχής» μας: «Οι Μέρες Της Αφθονίας Σας Είναι Μετρημένες», «Ανοιχτή Πληγή», «Περιμένοντας Τα Σύννεφα», και το ντοκιμαντέρ, «Μέσα Στο Βαθύ Λαρύγγι». Χειμωνιάτικος, μέχρι ανατριχίλας ο «Εφιάλτης».

ΧΑΝΣ ΒΑΪΝΓΚΑΡΤΝΕΡ
Οι Μέρες Της Αφθονίας Σας Είναι Μετρημένες

«Οι Μέρες Της Αφθονίας Σας Είναι Μετρημένες», θα μπορούσε να ήταν ένα σύνθημα γραμμένο με μαύρο μαρκαδόρο, σε κάποιον τοίχο των Εξαρχείων, όμως δεν είναι. Είναι ταινία! Μια ταινία, που ασχολείται, με την «επανάσταση» των μικροαστών! Ανθρώπων, δηλαδή, που δεν αντιλαμβάνονται την ταξικότητα των κοινωνικών αγώνων. Και, κυρίως, δεν αντιλαμβάνονται τον πρωτοπόρο ρόλο της εργατικής τάξης σε αυτόν τον αγώνα. Θεωρούν, πως φτάνει ο οργή, για να αλλάξει ο κόσμος. Ετσι, δεν αργούν να οδηγηθούν στην απογοήτευση και στη συνέχεια στην παραίτηση. Και, πολλές φορές, δυστυχώς, στο αντίπαλο στρατόπεδο.

Ο Αυστριακός σκηνοθέτης, Χανς Βάινγκάρτνερ, δείχνει να έλκεται από τον Μάη του '68. Και είναι φυσικό, αφού και αυτός θεωρεί πως μπορεί να μιλάει στο όνομα της εργατικής τάξης, χωρίς να λαβαίνει υπόψη του τις σκέψεις, τις εμπειρίες και τις επιθυμίες της. Πιστεύει (αυτό, τελικά, δεν έκανε και ο Μάης του '68;), πως ο κόσμος μπορεί να αλλάξει με την «αναμπουμπούλα». Ενα-δυο ξεσηκώματα και ο καπιταλισμός, θα το βάλει στα πόδια! Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που στην ταινία του, δε γίνεται ούτε μία αναφορά στο υποκείμενο της επανάστασης, την εργατική τάξη και το κόμμα της. Λες και η επανάσταση γίνεται από «καλή διάθεση» και όχι από ανάγκη. Λες και η επανάσταση δεν είναι αποτέλεσμα μεγάλων και αδιάκοπων ταξικών συγκρούσεων. Δεν είναι αποτέλεσμα της πάλης του νέου με το παλιό. Δεν είναι τελικά νομοτέλεια!

Κουβέντα ο Αυστριακός σκηνοθέτης, για οργάνωση της εργατικής τάξης, για δημιουργία (αν δεν υπάρχει) επαναστατικού καθοδηγητικού οργάνου (κόμματος), που θα αναλάβει τόσο την επανάσταση όσο και τη συνέχεια. Φυσικό είναι, λοιπόν, η «επανάσταση» των μικροαστών, και του Αυστριακού σκηνοθέτη, να φτάσει σε αδιέξοδο. Ενα αδιέξοδο, που, τελικά, θα αναγκάσει όλα αυτά τα «επαναστατημένα» μικροαστικά στρώματα, να γυρίσουν στις «δουλιές» τους. Το μόνο που θα κρατήσουν από αυτή την περίοδο, είναι οι αναμνήσεις τους. Αρκούνται να λένε: Ημουν και εγώ εκεί! Και σε κάποιες περιπτώσεις, τις λιγότερες - και καλύτερες - να λένε: Αν ξαναγίνει «αναμπουμπούλα» θα ξαναβγώ στους δρόμους. Η μεγάλη, όμως, μάζα των «επαναστατημένων» μικροαστών, θα στελεχώσει το καπιταλιστικό σύστημα, θα ενσωματωθεί και τέλος θα απορροφηθεί από αυτό.

Οι Educators (οι εκπαιδευτές), όπως είναι ο αγγλικός τίτλος της ταινίας, είναι δυο νεαρά αγόρια και, στη συνέχεια, και μια νεαρή κοπέλα. Απαυδισμένοι, και οι τρεις, από την κοινωνική ανισότητα και την κοινωνική αδικία, που βιώνουν και οι ίδιοι στο πετσί τους, αποφασίζουν να «τρομοκρατήσουν» τα αφεντικά. Ομως, δε θέλουν να τους κάνουν «κακό»! Γι' αυτό διαλέγουν έναν «ειρηνικό» τρόπο. Μπαίνουν κρυφά στα σπίτια των πλουσίων και ανακατεύουν τα έπιπλα! Πριν αναχωρήσουν αφήνουν πίσω τους ένα σημείωμα:Οι Μέρες Της Αφθονίας Σας Είναι Μετρημένες!Θέλουν, με αυτό τον τρόπο, να «δηλώσουν» την παρουσία τους. Να κάνουν τα αφεντικά να κοιτάζουν ανήσυχα πίσω τους. Να τα τρομοκρατήσουν!

Κάποια μέρα, ένας από τα αφεντικά, παλιός μικροαστός «επαναστάτης» και ο ίδιος (έλαβε μέρος στο Μάη του '68), επιστρέφει, ξαφνικά, σπίτι του. Οι νέοι «επαναστάτες» σαστίζουν. Τον απάγουν, μέχρι να αποφασίσουν τι να τον κάνουν. Φεύγουν όλοι μαζί για τις γερμανικές... Αλπεις. Στη διαδρομή, και στο κρησφύγετο, που καταλήγουν, δίνεται η ευκαιρία στους ήρωες (παλιούς και νέους «επαναστάτες»), να «συζητήσουν» τις «διαφορές» τους. Να «φιλοσοφήσουν», για το «πνεύμα» της «επανάστασης» των περασμένων χρόνων (του Μάη του '68, όχι του '17, του Βιετνάμ, της Κούβας, κλπ.). Ολοι μαζί οι ήρωες «συζητώντας», καταλήγουν, πως οι «επαναστάτες», όλων των εποχών, είναι βαθιά ιδεαλιστικά άτομα!

Με όλα αυτά, βέβαια, πώς να μη φτάσουν στο αδιέξοδο! Στην κατάληξη, πως όλα τελείωσαν. Φτάνουν! Ομως, ο νευρολόγος και νευροχειρουργός σκηνοθέτης (σπούδασε τις δυο αυτές ιατρικές ειδικότητες, πριν αφοσιωθεί στη σκηνοθεσία), θέλοντας να κολακέψει, ίσως το θεατή, αφήνει ένα παράθυρο ελπίδας. Οι τρεις νεαροί ήρωές του «δηλώνουν», πως αυτοί δε θα προδώσουν τα πιστεύω τους. Δε θα υποκύψουν, όπως έκαναν οι άλλοι ομοϊδεάτες τους, του '68!

Ο σκεπτόμενος θεατής πρέπει να απομακρυνθεί από τις αδόκιμες φιλοσοφίες της ταινίας και να δει τους «Εκπαιδευτές», σαν πραγματεία, για τους μικροαστούς και την επανάσταση. Μόνον έτσι θα έχει αξία η ταινία, αλλιώς δεν προσθέτει τίποτα στον ταξικό αγώνα, όπως αφήνει να διαφανεί ο τίτλος της. Οταν αναφέρομαι στους μικροαστούς δεν αναφέρομαι ξεχωριστά και στους αναρχικούς, γιατί, μικροαστοί και αναρχικοί, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, πάνε παρέα. Οταν λέω αναρχικούς, βέβαια, εννοώ τους αναρχικούς του γλυκού νερού. Οι άλλοι, οι «κανονικοί», θέλουν άλλη κριτική αντιμετώπιση.

Παίζουν: Ντάνιελ Μπρουλ, Γιούλια Γιέντς, Στάιπ Ερσεγκ, Μπούργκχαρτ Χάρντενμπεργκ.

ΓΚΡΕΓΚ ΑΡΑΚΙ
Ανοιχτή πληγή

Σκληρή ταινία! Πολλές στιγμές αγγίζει τα όρια της πορνογραφίας και της ωμής παιδεραστίας. Καθώς οι ήρωές της, που υφίστανται πάσης φύσης ερωτικές επιθέσεις, είναι παιδιά από 8 έως 18 χρόνων! Και οι ερωτικές αυτές επιθέσεις δίνονται με μεγάλο ρεαλισμό. Ρεαλισμό, που σου φέρνει στομαχική αναστάτωση. Σχεδόν φτάνεις στο σημείο να ξεράσεις!

Δεν ξέρω πόση ποσότητα απ' αυτόν τον ρεαλισμό είναι, πράγματι, αναγκαία και πόση προκύπτει από ...αλλότριους σκοπούς. Είτε αυτοί είναι οικονομικοί, είτε ηδονοβλεπτικοί, είτε προβοκατόρικοι. Είναι δύσκολο να αποφανθείς χωρίς να ρισκάρεις. Πάντως, η ταινία, έστω και με κίνδυνο να κατηγορηθεί σαν χυδαία, κατορθώνει να σε μεταφέρει σε έναν κόσμο, που παρακαλάς να μην είχες γνωρίσει. Ειδικά το κομμάτι της Νέας Υόρκης, είναι μια απελπισία!

Η ταινία καταφέρνει, παρότι δεν ήταν στις προθέσεις της, να απαντήσει και σε ένα ερώτημα, που κουβεντιάζεται έντονα, το τελευταίο διάστημα, στην ελληνική κοινωνία. Είναι η ομοφυλοφιλία φυσικό ή επίκτητο φαινόμενο; Η ταινία αποφαίνεται πως, τουλάχιστον για τη μεγάλη πλειοψηφία των ομοφυλόφιλων, είναι επίκτητο φαινόμενο. Διεστραμμένα άτομα πέφτουν πάνω σε νεαρά άτομα τα οποία και τα εθίζουν. Πολλά, από αυτά τα νεαρά άτομα, θα αποστασιοποιηθούν, και πολλά άλλα, τα περισσότερα, ίσως, θα γίνουν ομοφυλόφιλα.

Δυο νεαρά αγόρια, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε μια επαρχιακή αμερικάνικη πόλη, τα ενώνει το ίδιο παρελθόν. Στα οκτώ τους χρόνια, και τα δυο, έπεσαν θύματα παιδεραστίας από τον ίδιον άνθρωπο. Τον γυμναστή του σχολείου τους. Τα δυο αυτά παιδιά, στη συνέχεια, ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους. Το ένα έγινε μια αρσενική πόρνη, που έπεφτε ασυλλόγιστα, σε πληρωμένα κρεβάτια, ικανοποιώντας τις ερωτικές επιθυμίες μεγαλυτέρων, συνήθως, ατόμων. Το άλλο κλείστηκε στον εαυτό του και στις φοβίες του.

Τα δυο αυτά παιδιά θα χωρίσουν μικρά και θα ανταμώσουν στα 18 τους. Η έλξη, που νιώθει το ένα για το άλλο, θα τα οδηγήσει στους χώρους, που γνώρισαν για πρώτη φορά τον έρωτα. Εκεί η έλξη αυτή θα αποκτήσει «ουσιαστικό» περιεχόμενο. Καθώς, το κλεισμένο στον εαυτό του αγόρι, θα ανακαλύψει πως ήταν πάντα ερωτευμένο, με το άλλο αγόρι. Το άλλο αγόρι που «βοήθησε» τον γυμναστή τους να τον διακορέψει!

Ο σκηνοθέτης, στηριζόμενος σε βιβλίο του Σκοτ Χάιμ, διαχειρίζεται την ομοφυλοφιλία με ιδιαίτερη μεροληψία. Την παίρνει σαν δεδομένη και σαν τέτοια την παρακολουθεί με το φακό του. Περισσότερο εντυπωσιάζεται με την ένταση των σχέσεων μεταξύ των ομοφυλόφιλων παρά με την ένταξή τους στην ομοφυλοφιλία. Την οποία ένταξη, κάποιες στιγμές, μάλιστα, την εξιδανικεύει. Αφήνοντας, έτσι, «ατιμώρητη» ηθικά τη βίαιη πράξη του γυμναστή.

Πάντως, όπως και να 'χει, φυσική ή επίκτητη η ομοφυλοφιλία, βίαιη ή τρυφερή, ζει, εκ των πραγμάτων, παραβατικά. Η συνεύρεση των ομοφυλόφιλων εραστών, κατά κανόνα, γίνεται σε ύποπτους χώρους και με ύποπτους τρόπους. Με αποτέλεσμα, τις περισσότερες φορές, να ξεσπούν βίαια δράματα. Τα αδυνατότερα άτομα με ευκολία πέφτουν θύματα των δυνατότερων. Ο κόσμος των ομοφυλόφιλων δεν είναι - και αυτός - αγγελικός και δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τις χαριτωμένες καρικατούρες, που παρακολουθούμε στην τηλεόραση. Αντίθετα, έχει σε πολλά να κάνει, με εκείνον τον βίαιο και χυδαίο τύπο της Νέας Υόρκης, εκείνο το κτήνος, που ηδονιζότανε χτυπώντας και προσβάλλοντας αλύπητα ένα παιδί.

Παίζουν: Μπράντι Κόρμπετ, Τζόζεφ Γκόρντον -Λέβιτ, Ελίζαμπεθ Σου.

ΡΑΝΤΙ ΜΠΑΡΜΠΑΤΟ - ΦΕΝΤΟΝ ΜΠΕΪΛΙ
Μέσα στο βαθύ λαρύγγι

«Το Βαθύ Λαρύγγι» κόστισε 25.000 δολάρια και εισέπραξε 600 εκατομμύρια δολάρια! Ποιος να νοιαστεί, τώρα, για τη Λίντα Λάβλεϊς, μια νεαρή γυναίκα από κάποια άγνωστη αμερικάνικη μικρή επαρχιακή πόλη, που έγινε κομμάτια. Είναι πολλά τα λεφτά, για φθηνούς συναισθηματισμούς. Το κέρδος βγάζει μάτια! Και ψυχές!

Ποιος, στη δεκαετία του '70, δεν έχει ακούσει, για να μην πω ποιος δεν έχει δει, «Το Βαθύ Λαρύγγι». Το πορνό, που αναστάτωσε τον κόσμο ολόκληρο. Το πορνό, που, κυρίως στην Αμερική, έκανε τους θεατές να στέκονται ουρές χιλιομέτρων έξω από τους κινηματογράφους όπου παιζόταν. Το πορνό, που διακινούσε η Μαφία. Το πορνό, που πάνω του στήθηκαν του κόσμου οι δοξασίες. Το πορνό, που «άνοιξε» τα μάτια στους διάφορους αετονύχηδες, συμπεριλαμβανομένων και γνωστών κινηματογραφικών studio του Χόλιγουντ. Το πορνό, που υπήρξε το θεμέλιο, που πάνω του οικοδομήθηκε η παγκόσμια βιομηχανία ταινιών sex. Το πορνό, που ξεγύμνωσε τον καπιταλισμό, από την ηθικοπλαστική υποκρισία. Το πορνό, που ελευθέρωσε κάθε άγριο κερδοφόρο ένστικτο.

Για το «φαινόμενο» αυτής της πορνοταινίας μιλάει το ντοκιμαντέρ «Μέσα Στο Βαθύ Λαρύγγι». Παραθέτει μια σειρά στοιχεία και προσπαθεί να συνθέσει και, τελικά, να εκφράσει μια κοινωνιολογική άποψη. Το εγχείρημά του, όμως, μένει κουτσό, αφού οι δημιουργοί τού ντοκιμαντέρ δεν τόλμησαν να πουν ολόκληρη την αλήθεια. Οτι το πορνό, και το πορνό, είναι γέννημα του καπιταλισμού. Οτι η πορνοβιομηχανία είναι και αυτή μέρος της «λογικής» της εκμετάλλευσης. Της κάθε μορφής εκμετάλλευσης.

Το «Μέσα Στο Βαθύ Λαρύγγι» δε χτυπάει τον πυρήνα του προβλήματος. Τη φιλοσοφία του καπιταλισμού. Ομως, και όσα, με τσιγκουνιά, μας αποκαλύπτει, δεν είναι λίγα για να μορφώσουμε γνώμη. Η κοινωνική κατάληξη της πρωταγωνίστριας (σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα), είναι, ίσως, η καλύτερη απάντηση για το πώς ο καπιταλισμός «σκοτώνει τα άλογα όταν γεράσουν». Και πως τα άλογα κλοτσάνε αρνούμενα να ξεψυχήσουν.

ΓΙΕΣΙΜ ΟΥΣΤΑΟΓΛΟΥ
Περιμένοντας τα σύννεφα

Αν το ζήτημα του ξεριζωμού των Ποντίων από τους Τούρκους είναι ένα μεγάλο και πολύπλευρο συμφωνικό έργο, το «Περιμένοντας Τα Σύννεφα», είναι, απλώς, το πρελούντιο αυτού του έργου. Γιατί, απλώς, σε βάζει στο θέμα. Και σε βάζει, μάλιστα, πολύ μαλακά, για να μην πω άχρωμα. Σε βάζει με το συναίσθημα, και αυτό ελεγχόμενο, και όχι με τη λογική. Η οποία λογική σε οδηγεί σε σωστές αναλύσεις και σε σωστά συμπεράσματα.

Το «Περιμένοντας Τα Σύννεφα», οπωσδήποτε, σου προκαλεί μια μελαγχολία. Βοηθάει σε αυτό η θαυμάσια φωτογραφία του Jecek Petrycki, τα καταπληκτικά τοπία, τα πρόσωπα και τα κοστούμια. Αλλά και η ίδια η ιστορία της Αϊσέ, που, για περισσότερα από πενήντα χρόνια, από φόβο, έκρυβε την ελληνική της καταγωγή.

Ωστόσο ο ανενημέρωτος θεατής δε θα μάθει ποτέ, πως με την κατάληψη του Πόντου από τους Τούρκους ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού εξαναγκάστηκε να εξισλαμιστεί. Δε θα μάθει, επίσης, πως μετά την κήρυξη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, οι τουρκικές Αρχές άρχισαν σφαγές και μετακινήσεις πληθυσμών στον Πόντο. Δε θα μάθει, ακόμα, πως το 1923, με τη Συνθήκη της Λοζάνης, ο Κεμάλ Ατατούρκ ξερίζωσε όλο τον ελληνισμό από αυτή την περιοχή. Και αφού δε θα τα μάθει όλα αυτά, και άλλα ακόμα ή θα τα μάθει πολύ ακροθιγώς, δε θα κατανοήσει και το φόβο της Αϊσέ. Ενα φόβο που κράτησε πενήντα ολόκληρα χρόνια. Δε θα καταλάβει, τέλος, και αυτό έχει σημασία να το καταλάβει ο θεατής, σε τι σόι παιχνίδια μπλέχτηκαν απλοί άνθρωποι, που το μόνο που επιθυμούσαν ήταν να ζήσουν στα μέρη που γεννήθηκαν.

Από την άλλη μεριά, για να είμαστε δίκαιοι, το γεγονός ότι η ταινία είναι τουρκική και η σκηνοθέτης Τουρκάλα, και αυτά που λέγονται στο φιλμ είναι αρκετά! Το γεγονός, δηλαδή, πως κάποιος στην Τουρκία, όπου ο σοβινισμός και ο στρατοκρατικός πατριωτισμός σπάει κόκαλα, τολμάει και ανοίγει το θέμα, είναι, το δίχως άλλο, θετικό. Θετικό, έστω και αν η ταινία κρύβει ευρωπαϊκές σκοπιμότητες (που κρύβει). Θετικό γιατί κάτι ακούγεται...

Παίζουν: Ρουσάν Καλισκούρ, Ριντβάν Γιαγκτζί, Ισμαήλ Μπαϊσάν, Δημήτρης Καμπερίδης, Γιάννης Γεωργιάδης, Ειρήνη Ταχματζίδου, Δαμόκλια Μυστακίδου κ.ά.

ΣΤΙΒΕΝ ΚΕΪ
Εφιάλτης

Η άλλη όψη του πορνό. Το θρίλερ. Και εδώ έχουμε τα νούμερα, που σπάνε κόκαλα! Η ταινία κόστισε 20 εκατ. δολάρια και μόλις τις τρεις πρώτες μέρες της προβολής της εισέπραξε 19,5 εκατ. δολάρια. Μέχρι στιγμής, η ταινία έχει ξεπεράσει τα 50 εκατ. δολάρια σε εισπράξεις (και συνεχίζει να παίζεται). Θεός, και εδώ, το κέρδος. Ο καπιταλισμός, που ρίχνεται σαν αρπαχτικό πουλί πάνω στον άνθρωπο και τον αρμέγει. Αφού πρώτα, βέβαια, του ξεριζώσει τα σπλάχνα και του ρουφήξει το μεδούλι.

Για τόσο χρήμα, λοιπόν, και μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, ποιος «καλλιτέχνης» και ποιος παραγωγός, θα έλεγε όχι! Θρίλερ, λοιπόν! Παίξιμο με τα νεύρα και τις αντοχές του θεατή. Μια δοκιμασία που κόβει μονέδα. Και την ίδια στιγμή σε μεταφέρει στο «υπερφυσικό», όπου τα πράγματα είναι «ανεξήγητα». Οπως στη συγκεκριμένη ταινία, όπου ένας αόρατος - και ακαθόριστος - φόβος, τρώει τα σωθικά των ηρώων. Ενας φόβος, που, οι αθεόφοβοι, δε δίστασαν να τον ονομάσουν «Μπαμπούλα». Κοροϊδεύουν κιόλας.

Ο «Μπαμπούλας», λοιπόν, αρπάζει ανθρώπους και τους καταπίνει. Αντε να βρεις ησυχία. Σε κάθε σκοτεινή γωνιά καιροφυλακτεί ένα κρύο χέρι, που θα σε τραβήξει στην άβυσσο! Και εκεί άντε να ξεμπερδέψεις! Αστειότητες, για μικρά παιδιά και κομπλεξικούς. Ταινία από ψυχικά ανώμαλους, για θεατές το ίδιο ψυχικά ανώμαλους.

Παίζουν: Μπάρι Γουάτσον, Εμιλι Ντεσανέλ, Σ. Μ. Κουλ Μπαρτουσιάκ, Λούσι Λόουλες.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ