ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 15 Νοέμβρη 1998
Σελ. /66
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Ιδού ποιοι πληρώνουν τα προγράμματα "σύγκλισης"

Παρά την εφαρμογή των "γαλαζοπράσινων" προγραμμάτων αντιλαϊκής μονόπλευρης λιτότητας, που εφαρμόστηκαν από το 1993 μέχρι το 1998, απέχει πολύ ακόμη η πραγματική σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με το μέσο όρο της ΕΕ

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, που υπερψηφίστηκε το 1992 από τους βουλευτές όλων των πολιτικών κομμάτων - εκτός από το ΚΚΕ - συνοδεύτηκε με μέτρα σκληρής λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων, τα οποία υποτίθεται θα οδηγούσαν στη σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με τις περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Γι' αυτό και η εφαρμογή της Συνθήκης του Μάαστριχτ συνοδεύτηκε με τα προγράμματα "σύγκλισης", που περιλάμβαναν δέσμες και δεσμίδες αντιλαϊκών μέτρων, με στόχο την ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ), σε πρώτη φάση το 1997, σε δεύτερη φάση το 1999 και σε τρίτη φάση - όπως μας λένε τώρα - το 2001. Τα προγράμματα αυτά υποτίθεται ότι θα έλυναν τα χρόνια προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και θα ανέβαζαν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και συνολικά του ελληνικού λαού σε ανάλογο επίπεδο με εκείνο των Γερμανών, των Γάλλων και των άλλων λαών των ανεπτυγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Το πρώτο πρόγραμμα "σύγκλισης", που καταρτίστηκε και άρχισε να εφαρμόζεται από την κυβέρνηση της ΝΔ το 1993, πρόβλεπε θυσίες των εργαζομένων μέχρι το 1995 - 1996, ώστε να ενταχθεί η Ελλάδα στην ΟΝΕ το 1997 και να ξημερώσουν για τους εργαζόμενους πολύ καλύτερες μέρες. Με την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη και την επάνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβερνητική εξουσία, δεν άλλαξε και η πολιτική. Αντίθετα, συνεχίστηκε με μικροπαραλλαγές η πολιτική της ΝΔ, καθώς και το ΠΑΣΟΚ είχε δεσμευτεί, με την επικύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, να εργαστεί για την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ το 1999.

Από το 1992 μέχρι και σήμερα, για σύγκλιση ακούμε και σύγκλιση δε βλέπουμε, παρά το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι έχουν ακριβοπληρώσει την ΟΝΕ με τις πολιτικές μείωσης της αγοραστικής δύναμης των μισθών και συντάξεων, την υπέρογκη αύξηση των φόρων, το σφαγιασμό των επιχορηγήσεων και άλλων δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα, κλπ. Η αναποτελεσματικότητα των προγραμμάτων λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων - που εφάρμοσαν με τον ίδιο ζήλο τόσο η κυβέρνηση Μητσοτάκη όσο και οι κυβερνήσεις του "παλιού" και του "νέου" ΠΑΣΟΚ, στο όνομα της σύγκλισης - φαίνεται και από το γεγονός ότι η Ελλάδα δε θα ενταχθεί στην ΟΝΕ το 1999, αλλά το 2001, με την προϋπόθεση ότι θα συνεχίσει να επιδιώκει τη μείωση του πληθωρισμού, των επιτοκίων, του χρέους και γενικά τη βελτίωση ορισμένων μεγεθών της οικονομίας, με μέτρα και πολιτικές που δε θα θίγουν τα ιερά και όσια της μεγάλης ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

Στην εξαετία, από το 1993 μέχρι και φέτος, το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και των πλατιών λαϊκών στρωμάτων δέχτηκε ανελέητη επίθεση, ενώ στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ο κρατικός προϋπολογισμός του 1999. Στην περίοδο αυτή, εντάθηκαν ο βαθμός εκμετάλλευσης των εργαζομένων - και όχι μόνο - από το μεγάλο κεφάλαιο και η ανισοκατανομή του πλούτου, προς όφελος των οικονομικά ισχυρών.

Το μέγεθος της ληστείας

Μια μικρή γεύση, για το μέγεθος της ληστείας που επέβαλαν στα λαϊκά εισοδήματα από το 1993 μέχρι σήμερα τα δύο μεγάλα κόμματα που εναλλάσσονται στην κυβερνητική εξουσία, μας δίνουν τα επίσημα στοιχεία για την εξέλιξη ορισμένων βασικών μεγεθών, που παραθέτουμε στη συνέχεια.

Στο όνομα λοιπόν της "σύγκλισης" και της ΟΝΕ, μόνο στο διάστημα από το 1993 μέχρι το 1998 ή το 1999, που ο επίσημος πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 65,2% και 70,2% αντίστοιχα:

  • Εφαρμόστηκαν εισοδηματικές πολιτικές,που μείωσαν δραστικά την αγοραστική δύναμη των μισθών και συντάξεων για να αυξηθούν τα κέρδη των μεγαλοεπιχειρηματιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι συνολικές δαπάνες του δημοσίου για μισθούς και συντάξεις αυξήθηκαν από το 1993 μέχρι και το 1998 κατά 55,5% και κατά 61,3% για την περίοδο 1993 - 1999 (με βάση τις προβλέψεις του προϋπολογισμού 1999). Δηλαδή, οι δαπάνες του δημοσίου για μισθούς και συντάξεις αυξήθηκαν περίπου κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από την επίσημη αύξηση του πληθωρισμού. Ομως, οι ονομαστικές αυξήσεις που πήραν με την εισοδηματική πολιτική στην παραπάνω περίοδο οι μισθωτοί και συνταξιούχοι του δημόσιου είναι πολύ μικρότερες από τα παραπάνω ποσοστά (55,5% και 61,3%). Κι αυτό για τον απλούστατο λόγο, ότι στις δαπάνες του προϋπολογισμού για μισθούς και συντάξεις του δημοσίου περιλαμβάνεται - εκτός από τις αυξήσεις της επίσημης εισοδηματικής πολιτικής - η πρόσθετη δαπάνη για νέες προσλήψεις προσωπικού, η ωρίμανση κλπ. Και φυσικά οι απώλειες που είχαν τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων είναι ακόμη μεγαλύτερες, με τις αποφάσεις των κυβερνήσεων να μην τιμαριθμοποιούν τη φορολογική κλίμακα, να μην αυξήσουν τα αφορολόγητα ποσά, να αυξήσουν τις κρατήσεις για εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία κλπ.
  • Το σύνολο των φορολογικών εσόδων αυξήθηκε, από 4,5 τρισ. δραχμές το 1993 στα 8,6 τρισ. το 1998 και τα 9,1 τρισ. το 1999. Αυξήθηκαν δηλαδή κατά 89% και 100% αντίστοιχα, ποσοστό που είναι 35 και 40 μονάδες πάνω από τον πληθωρισμό. Αν και τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων και των συνταξιούχων μειώθηκαν, ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων (το μεγαλύτερο μέρος προέρχεται από τη φορολογία μισθών και συντάξεων) αυξήθηκε πάνω από 2,5 φορές. Συγκεκριμένα, αυξήθηκε κατά 161,3% στην περίοδο 1993 - 1998 και κατά 172,7% στην περίοδο 1993 μέχρι το 1999.
  • Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 76% και 86,5% αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, το χρέος της Κεντρικής Κυβέρνησης - που είναι το συνολικό χρέος του ελληνικού δημοσίου - αυξήθηκε από 23,4 τρισ. δραχμές (110,9% του ΑΕΠ) το 1993 σε 41,2 τρισ. δραχμές (116,1% του ΑΕΠ) φέτος και προβλέπεται να διαμορφωθεί στα 43,7 τρισ. δραχμές ή 115,2% του ΑΕΠ το 1999. Στην εξέλιξη του δημόσιου χρέους φαίνεται η παταγώδης αποτυχία των κυβερνήσεων και των αναποτελεσματικών πολιτικών, που με τόση ευλάβεια υπηρετούν τόσο η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ. Ενώ δηλαδή κατακρεούργησαν τις δαπάνες για μισθούς, συντάξεις, επιχορηγήσεις και επιδοτήσεις σε κοινωνικούς φορείς και παράλληλα αύξησαν υπέρογκα τους φόρους, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε.
  • Τα επιτόκια μειώθηκαν μεν από το 1993 μέχρι σήμερα, όμως απέχουν πολύ από τους στόχους που έθεταν οι κυβερνώντες με το πρόγραμμα "σύγκλισης" για μείωσή τους στα επίπεδα των μέσων επιτοκίων στην ΕΕ (περίπου 6% σήμερα). Ετσι η αδυναμία των κυβερνώντων να μειώσουν τα μακροχρόνια επιτόκια (που σήμερα κινούνται γύρω στο 8% - 9%), εμπόδιζε τη μείωση των κρατικών ελλειμμάτων στα προσδοκώμενα επίπεδα και τροφοδοτούσε κατά ένα μέρος το φαύλο κύκλο "επιτόκια - ελλείμματα - δημόσιο χρέος".
  • Τέθηκαν σε εφαρμογή μέτρα και πολιτικές για την επιβολή του "λιγότερου κράτους", με το κλείσιμο κοινωφελών υπηρεσιών, την εφαρμογή του συστήματος ανταποδοτικότητας σε υπηρεσίες που προσφέρονταν δωρεάν από το κράτους ή τους ΟΤΑ και άλλους φορείς του δημοσίου. Και ενώ στο αναθεωρημένο πρόγραμμα "σύγκλισης" του ΠΑΣΟΚ (1993 - 1999) πρόβλεπαν έσοδα 300 δισ. δραχμές από "μετοχοποιήσεις" (150 δισ. δραχμές το 1994 και άλλα 150 δισ. δραχμές το 1995), τελικά η ηγεσία του "νέου" - κυρίως - ΠΑΣΟΚ έφτασε στο σημείο να ξεπουλά ό,τι μπορούσε να πουληθεί και υπάρχει ενδιαφέρον από τον ιδιωτικό τομέα. Ασπαζόμενοι τη λογική του "πουλάω το χαλί για να πληρώσω την υπηρέτρια", ξεπούλησαν ολόκληρες ΔΕΚΟ ή μεγάλα πακέτα μετοχών κερδοφόρων και στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων (εισπράττοντας 1,1 τρισεκατομμύριο δραχμές μόνο το 1998) και δηλώνουν ότι θα συνεχίσουν την ίδια πολιτική το 1999, επιδιώκοντας, ματαίως, να δαμάσουν με τις εκποιήσεις το δημόσιο χρέος που καλπάζει στα ύψη και σφίγγει όλο και πιο πολύ τη θηλιά του γύρω από το λαιμό της ελληνικής οικονομίας.
Οι "σύγκλιση" στους δείκτες

Κανείς βέβαια δεν αμφισβητεί το γεγονός, ότι η ευλαβική συνέπεια με την οποία εφαρμόστηκε η υπερεξάχρονη πολιτική μονόπλευρης λιτότητας οδήγησε στη "σύγκλιση" κάποιων δεικτών της οικονομίας. Για παράδειγμα, μειώθηκαν ο πληθωρισμός, τα κρατικά ελλείμματα, τα επιτόκια. Οπως είναι επίσης αλήθεια, ότι λόγω της κερδοσκοπικής ασυδοσίας των τραπεζιτών και των μεγαλοεπιχειρηματιών, που έχουν το πάνω χέρι στη διαμόρφωση των τιμών και των επιτοκίων, ο πληθωρισμός και τα επιτόκια είναι πολύ πάνω από τους στόχους που έθεταν με τα προγράμματα "σύγκλισης".

Υπάρχουν όμως και ορισμένοι άλλοι δείκτες της οικονομίας - που σε μεγάλο βαθμό αποκαλύπτουν την πραγματική ουσία και το περιεχόμενο των προγραμμάτων "σύγκλισης" της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της ΟΝΕ - τους οποίους σκόπιμα αποσιωπά η κυβέρνηση. Εχουμε στο νου μας:

  • Την ανεργία.Ετσι, ενώ στην Ελλάδα ο αριθμός των ανέργων, ωςποσοστό του ενεργού πληθυσμού, αυξάνεται (κάθε χρόνο η στρατιά των ανέργων μεγαλώνει κατά αρκετές δεκάδες χιλιάδες), στην ΕΕ μειώνεται, με συνέπεια το ποσοστό των ανέργων στην Ελλάδα να... συγκλίνει με τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας στην ΕΕ. Ετσι, φτάσαμε στο σημείο που το ποσοστό ανεργίας (το 1993 ήταν 9,5% στην Ελλάδα και 11,7% στην Ευρωπαϊκή Ενωση) να είναι σήμεραμεγαλύτερο από το μέσο όρο της ΕΕ των "15". Σήμερα το ποσοστό της ανεργίας στην Ελλάδα έχει ανέβει στο 10,3% ενώ στην ΕΕ έχει μειωθεί στο 9,9%!
  • Την επικίνδυνη αύξηση - με γοργούς ρυθμούς - των ελλειμμάτων του ισοζυγίου (εμπορικού και τρεχουσών συναλλαγών), τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Και ενώ στην ΕΕ των "15" το ισοζύγιο είναι πλεονασματικό και χρόνο με το χρόνο αυξάνεται, στην Ελλάδα το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ξεπέρασε το 3% ως ποσοστό του ΑΕΠ και χρόνο με το χρόνο αυξάνεται. Τα αυξανόμενα ελλείμματα του ισοζυγίου - εμπορικού και τρεχουσών συναλλαγών - κρούουν τον κώδωνα κινδύνου, για τις επικίνδυνες διαστάσεις που έχει πάρει η παραγωγική υποβάθμιση της χώρας (εργοστάσια κλείνουν, αγορές στο εξωτερικό που ήταν παραδοσιακές για εξαγωγές ελληνικών προϊόντων χάνονται, ενώ αντίθετα εντείνεται η εισαγωγική διείσδυση με τον εκτοπισμό ελληνικών προϊόντων από ξένα και στην ελληνική αγορά.

Με βάση τα παραπάνω είναι φανερό το εξής: Ακόμη κι αν η σημερινή κυβέρνηση καταφέρει να επιβάλει τη συνέχιση της πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας μέχρι και το 2000 και εξασφαλίσει την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ το 2001, αν δε διαμορφωθεί το απαιτούμενο μέτωπο αντίστασης και αγώνα για την ανατροπή των πολιτικών που χαράσσει το Διευθυντήριο των Βρυξελλών, η όποια κυβέρνηση προκύψει μετά τις εκλογές (που θα γίνουν το 2000 ή και νωρίτερα), θα επιμείνει στην... "ανάγκη να συνεχιστεί η εφαρμογή μέτρων και πολιτικών μονόπλευρης λιτότητας". Το επιχείρημα που θα προβάλουν, τότε, θα είναι παραλλαγή του σημερινού. Οτι, δηλαδή, "η λιτότητα είναι αναγκαία για να μη μας βγάλουν έξω από την ΟΝΕ"...

Λάμπρος ΤΟΚΑΣ

ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ
Οι μεγάλοι κερδισμένοι του προϋπολογισμού

Τουλάχιστον 9 τρισεκατομμύρια θα μοιραστούν οι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης από τα κονδύλια του προϋπολογισμού. Τα 7 από αυτά στους τραπεζίτες - δανειστές του δημοσίου

Περισσότερα από 9 τρισ. δραχμές από τα συνολικά 13,2 τρισ. που αποτελούν τις δαπάνες του Γενικού Προϋπολογισμού του 1999, θα καταλήξουν στις τσέπες των τραπεζών κατά πρώτο και κύριο λόγο, των μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων, οι οποίες ενισχύονται ποικιλοτρόπως, των μεγαλοκατασκευαστών δημοσίων έργων, αλλά και των "μικρών" εργολάβων που δραστηριοποιούνται σε επίπεδο περιφέρειας. Συμμετοχή επίσης στη μοιρασιά της πίτας δηλώνουν και οι έμποροι όπλων. Η πατρίδα πρέπει πάντα να εξοπλίζεται για να αντιμετωπίσει τον εχθρό.

Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από μία δεύτερη ανάγνωση του Κρατικού Προϋπολογισμού του 1999. Στοιχεία τα οποία καταρρίπτουν πλήρως τον μύθο ότι για τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος, ευθύνονται οι εργαζόμενοι γενικά, οι απασχολούμενοι στο δημόσιο ειδικότερα, οι οποίοι μάλιστα κατά ορισμένους... καλοπληρώνονται. Τα ίδια τα στοιχεία του προϋπολογισμού αποδεικνύουν την καρικατούρα της λεγόμενης "δημοσιονομικής εξυγίανσης", η οποία στηρίζεται στη συρρίκνωση των δαπανών για μισθούς και συντάξεις καθώς και στις περικοπές κονδυλίων κοινωνικού χαρακτήρα. Οσο και αν περικόψεις τα κονδύλια αυτά, όταν μόνο και μόνο για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους θα διατεθούν το 1999 περισσότερα από 7,1 τρισ. δραχμές, τότε για πια εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών μπορεί να γίνει λόγος;

Ο κρατικός προϋπολογισμός του 1999 - όπως άλλωστε και όλοι οι προηγούμενοι - αναδεικνύει τα προβλήματα αλλά και τους γενικότερους προσανατολισμούς του ελληνικού καπιταλισμού. Αναδεικνύεται δηλαδή η υπερχρέωση στην οποία καταδίκασαν οι εναλλασσόμενες στην εξουσία κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, ενώ δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι η ελληνική οικονομία τελεί υπό καθεστώς ομηρείας του τραπεζικού - τοκογλυφικού κεφαλαίου. Εχουμε λοιπόν και λέμε:

  • Για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους της χώρας, το 1999 θα διατεθεί τουλάχιστον το 70,8% του συνόλου των εσόδων του Τακτικού Προϋπολογισμού.

Οπως είναι φυσικό και ο νέος προϋπολογισμός αποτελεί μηχανισμό στήριξης της αναπαραγωγής και της κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου.

  • Σε περισσότερο από 2 τρισ. δραχμές θα ανέλθουν οι επενδύσεις που θα πραγματοποιήσουν οι ΔΕΚΟ το 1999, οι οποίες όμως ΔΕΚΟ είναι αλυσοδεμένες με τις "προγραμματικές συμφωνίες" που έχουν υπογράψει με διάφορες ελληνικές ή... ελληνικοφανείς επιχειρήσεις. Αυτό σημαίνει ότι ένα πολύ μεγάλο ποσό από τα 2 δισ. θα καταλήξει υπό τη μορφή προμηθειών, στις μεγαλύτερες καπιταλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας.
  • Και οι μεγαλοεργολάβοι δεν πρόκειται να μείνουν παραπονεμένοι. Σε περισσότερα από μισό τρισεκατομμύριο δραχμές ανέρχεται ο προϋπολογισμός του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) του ΥΠΕΧΩΔΕ που έχει και την ευθύνη για την εκτέλεση των λεγόμενων μεγάλων έργων (Αυτοκινητόδρομοι, Μετρό, Αεροδρόμιο Σπάτων κλπ.), ενώ πολύ σημαντικά κονδύλια διατίθενται για τους σιδηρόδρομους.
  • Οσο για τους εργολάβους των επαρχιών, από τις δημόσιες επενδύσεις προβλέπεται ένα κονδύλι ακόμα 326,4 δισ. δραχμών με τα οποία θα εκτελεστούν τα έργα του περιφερειακού σκέλους, τα οποία βέβαια ανατίθενται με πελατειακά, κομματικά κριτήρια, σε ένα μικρό αριθμό επιχειρηματιών. Η τοπική οργάνωση, οι βουλευτές του νομού, ο δήμαρχος και βεβαίως ο νομάρχης έχουν τον πρώτο ρόλο στις τοπικές κοινωνίες...
  • Να μην ξεχάσουμε επίσηςκαι τους εμπόρους όπλων που... "θωρακίζουν" τη χώρα. Για την αποπληρωμή των δανείων που συνάφθηκαν για την υλοποίηση του εξοπλιστικού προγράμματος, μόνο το 1999 θα διατεθούν 327 δισ. δραχμές.
  • "Ζεστό χρήμα" που φτάνει τα 161 δισ. δραχμές, με τη μορφή της άμεσης επιχορήγησης προς τις επιχειρήσεις, θα βάλουν στις τσέπες τους οι βιομήχανοι.

Ολα τα παραπάνω κονδύλια, που συνολικά συνθέτουν ένα τεράστιο ποσό, που ξεπερνά τα9 τρισ. δραχμές, αποτελεί το μέρος των επίσημων, άμεσων και - κυρίως - των φανερών επιδοτήσεων του κρατικού προϋπολογισμού προς το κεφάλαιο. Αν σε αυτά προσθέσουμε και τα επίσης σημαντικά ποσά που αποσπούν οι επιχειρηματίες από τη διαχείριση των λεγόμενων "κοινοτικών πόρων" που ουσιαστικά ανήκουν στο δημόσιο αλλά τοποθετούνται απευθείας στα χρηματοκιβώτιά τους, τα δεκάδες δισεκατομμύρια που εισπράττουν από τον ΟΑΕΔ με τη μορφή επιδότησης των θέσεων εργασίας, τα διάφορα ποσά που μοιράζονται για τα λεγόμενα "προγράμματα" και τις "έρευνες", τις επιστροφές φόρων κ.ο.κ., τότε ίσως έχουμε μια γενική εικόνα για το πού καταλήγουν κρατικές δαπάνες εντός και εκτός προϋπολογισμού. Ενός προϋπολογισμού που είναι συνέχεια των όσων έχουν αντιμετωπίσει μέχρι σήμερα οι εργαζόμενοι, ενός προϋπολογισμού κομμένου και ραμμένου στα μέτρα της άρχουσας τάξης που έχει αναγάγει σε εθνικό στόχο την ένταξη στην ΟΝΕ. Πρόκειται για στοιχεία ενός προϋπολογισμού που δείχνουν σ' ένα βαθμό ποιος κερδίζει από ρυθμίσεις τέτοιου χαρακτήρα και πόσο ακριβά την πληρώνουμε την πορεία προς την ΟΝΕ γενικά και την "ιδιωτική πρωτοβουλία" ειδικότερα. Μια... πρωτοβουλία που από τη μια καταγγέλλει υποκριτικά τις κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία, που απαιτεί όμως τη συνεχή κρατική παρέμβαση προκειμένου να εξασφαλιστούν οι δικοί της κανόνες αναδιανομής των εισοδημάτων και παραπέρα ενίσχυσης της κερδοφορίας της.

Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ

Η υποκρισία με τις δημόσιες δαπάνες

Στις τελευταίες θέσεις ανάμεσα σε όλες τις χώρες - μέλη της ΕΕ, βρίσκεται η χώρα μας και από την άποψη των κρατικών δαπανών, σε σχέση με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν

Ολο και μικρότερο μέρος από το συνολικό πλούτο της χώρας αποτελεί το σύνολο των δαπανών, που, χρόνο με το χρόνο, διαχειρίζονται μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Η παραπάνω επισήμανση δεν προσθέτει κάτι καινούριο στην ελληνική πραγματικότητα, αφού η συνεχής συρρίκνωση του κράτους συνολικά και η αποδιάρθρωση των τομέων της κοινωνικής πρόνοιας αποτελεί πλέον "δόγμα" για όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, εν ονόματι του "εκσυγχρονισμού" της ελληνικής οικονομίας, της ικανοποίησης των κριτηρίων της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της ένταξης της χώρας στη διαβόητη Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ). Αν, μάλιστα, δει κανείς τις κρατικές δαπάνες στη χώρα μας και τις εξετάσει στο φόντο των πιέσεων που ασκούνται από την άρχουσα τάξη για ακόμα μεγαλύτερο περιορισμό τους, συγκρίνοντάς τες με τις αντίστοιχες δαπάνες των άλλων χωρών - μελών της ΕΕ, τότε θα διαπιστώσει με ευκρίνεια το μέγεθος της πρόκλησης και του αποπροσανατολισμού που επιχειρείται στη χώρα μας. Εμπρακτη απόδειξη αυτών, τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών για τις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού ως ποσοστό του ΑΕΠ, όπως εμφανίζονται στις πρώτες κιόλας σελίδες του κρατικού προϋπολογισμού.

Πρόκειται για στοιχεία αποκαλυπτικά, τόσο της τακτικής συνεχούς συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα που ακολουθείται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς στα πλαίσια του προγράμματος σύγκλισης, όσο και του επιπέδου στο οποίο βρίσκεται η χώρα μας, συγκριτικά με τα υπόλοιπα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών όπως αυτά καταγράφονται στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού του 1999:

  • Οι δαπάνες του γενικού κρατικού προϋπολογισμού από 48,8% που κάλυπταν ως ποσοστό του ΑΕΠ το 1988, αναμένεται να μειωθούν στο 41,5% το 1998, ενώ προβλέπεται να συρρικνωθούν περαιτέρω το 1999 και να φτάσουν στο 40,5% του ΑΕΠ. Στο σχετικό πίνακα μπορεί κανείς να παρακολουθήσει όλη την εξέλιξη του "επιτεύγματος" της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, να μειώσει το ποσοστό που κάλυπταν οι κρατικές δαπάνες από την "πίτα" του ΑΕΠ κατά 7 περίπου μονάδες, στο διάστημα από το 1993, που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, μέχρι σήμερα.
  • Η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις τρεις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης που διαθέτουν τους λιγότερους πόρους, σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες, για τη στήριξη του κρατικού μηχανισμού και κατ' επέκταση την κάλυψη αναγκών κοινωνικού χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, η χώρα μας, που σήμερα (1998) διαθέτει το 41,5% του ΑΕΠ σε κρατικές δαπάνες, βρίσκεται κοντά στην Αγγλία, της οποίας οι κρατικές δαπάνες αποτελούν το 40,1% του ΑΕΠ και στην Ιρλανδία, της οποίας οι δημόσιες δαπάνες αποτελούν το 33,9% του ΑΕΠ. Ολες οι υπόλοιπες χώρες βρίσκονται σε εμφανώς καλύτερα επίπεδα, με προεξέχουσες τη Σουηδία, στην οποία οι δαπάνες καλύπτουν αυτή τη στιγμή το 61,8% του ΑΕΠ και τη Δανία, η οποία, αντίστοιχα, βρίσκεται στο 56,5% του ΑΕΠ. Ακολουθούν η Γαλλία με 53,6% του ΑΕΠ, η Αυστρία με 52,7%, η Φινλανδία με 52,3%, το Βέλγιο με 51,1% κλπ. Οι δαπάνες του γενικού κρατικού προϋπολογισμού καλύπτουν κατά μέσο όρο το 48% του ΑΕΠ των χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Τα παραπάνω στοιχεία συνιστούν έναν ακόμη μάρτυρα της ασφυκτικής κατάστασης, στην οποία έχουν περιέλθει οι διάφοροι φορείς του στενού και ευρύτερου δημοσίου τομέα, λόγω της εφαρμοζόμενης πολιτικής σκληρής λιτότητας, το βάρος της οποίας σηκώνει κατά κόρον το σκέλος των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού όλα τα τελευταία χρόνια. Η τακτική αυτή συγκράτησης - όπως αποκαλείται από τους αρμοδίους - των κρατικών δαπανών αποτελεί συστατικό στοιχείο της πολιτικής της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, η οποία διατηρεί ουσιαστικά καθηλωμένες τις δαπάνες κοινωνικού χαρακτήρα (όπως είναι οι επιχορηγήσεις σε διάφορους φορείς) στα επίπεδα του 1993! Εκφάνσεις της ίδιας τακτικής αποτελούν μέτρα πλήρους ή μερικής περικοπής διαφόρων κονδυλίων του προϋπολογισμού, που προορίζονταν για οδοιπορικά έξοδα των δημοσίων υπαλλήλων, υπερωρίες κλπ., καθώς επίσης και η συγχώνευση ή πλήρης κατάργηση διαφόρων φορέων του δημοσίου. Το παραπάνω πνεύμα επικρατεί και στον προϋπολογισμό του 1999, που κατατέθηκε στη Βουλή τις προηγούμενες μέρες, αφού οι δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού προβλέπεται να φτάσουν στα 7.700 δισ. δρχ. και να αυξηθούν περίπου κατά 4,5%.

Βάσω ΜΠΑΡΜΠΑ

Την ίδια στιγμή, που η κυβέρνηση κάνει κουβαρνταλίκια με το Μέγαρο Μουσικής του Λαμπράκη, φαίνεται ότι δε σκέφτηκε το ίδιο για το Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ), για το οποίο φέτος διατέθηκε ως επιχορήγηση ένα δισ. λιγότερο, απ' ό,τι στον μεγαλοεκδότη, ενώ για το 1999 προβλέπεται να μη δοθεί δεκάρα παραπάνω.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ