ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 28 Μάρτη 1999
Σελ. /48
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΑΛΥΣΙΔΕΣ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ
Εντείνονται οι διεργασίες μονοπώλησης

Αποκαλυπτικά στοιχεία για τις τάσεις που υπάρχουν στο λιανικό εμπόριο τροφίμων. Ολο και μεγαλύτερο μέρος του τζίρου εισπράττεται από συνεχώς λιγότερες αλυσίδες

Η τάση για μονοπώληση της αγοράς, για συγκέντρωση των κερδών του λιανεμπορίου σε όλο και λιγότερα και χέρια, για μεγέθυνση των μεγάλων αλυσίδων και εκτοπισμό των μικρότερων καταστημάτων, τάση που προβλέπεται να οδηγήσει μέχρι το τέλος του 2005 στην ύπαρξη των μισών σούπερ μάρκετ απ' αυτά που υπάρχουν σήμερα και από τα οποία θα περνάει όλη η κατανάλωση, καταγράφεται ανάγλυφα στην έρευνα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα σε ετήσια επιθεώρηση ερευνών και μελετών εμπορίου. Παράλληλα, από την έρευνα προκύπτει ότι οι πωλήσεις των μεγάλων σούπερ μάρκετ, δηλαδή ο τζίρος τους, αυξάνεται με πολύ μεγαλύτερους ρυθμούς απ' ό,τι η πραγματική ζήτηση. Στα πλαίσια του ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων αλυσίδων για αύξηση του τζίρου τους, επέκταση και επικράτηση, και με δεδομένη τη μεγάλη προσφορά σε σχέση με τη ζήτηση. εφαρμόζονται τέτοιες τακτικές, ώστε να πετύχουν υπερκατανάλωση και στρεβλά πρότυπα καταναλωτικών συμπεριφορών, δημιουργώντας πλασματικές ανάγκες, ακόμα και κατανάλωση πάνω από τις πραγματικές δυνατότητες των εισοδημάτων των καταναλωτών.

Χαρακτηριστικό ως προς την τάση μεγέθυνσης των αλυσίδων με δεκάδες καταστήματα και τη συρρίκνωση των μικρότερων είναι ότι το 1991 υπήρχαν 52 αλυσίδες που διέθεταν 3-5 καταστήματα, ενώ το 1998 μειώθηκαν σε 35. Το 1991 υπήρχαν 7 αλυσίδες με περισσότερα από 20 καταστήματα, ενώ το 1998 οι αλυσίδες αυτές αυξήθηκαν σε 18. Με άλλα λόγια, το 1991 52 μικρότερες αλυσίδες που είχαν από τρία μέχρι πέντε καταστήματα μοιράζονταν τον τζίρο του λιανεμπορίου, ενώ σήμερα το μοιράζονται μόλις επτά, που η κάθε μια έχει πάνω από είκοσι καταστήματα. Παράλληλα, από το 1997 στο 1998 αυξήθηκαν από 2.331 σε 2.477, δηλαδή κατά 6,3%, τα σούπερ μάρκετ με επιφάνεια πωλήσεων τουλάχιστον 200 τ.μ. και 2 ταμειακές μηχανές. Ενώ, στο ίδιο διάστημα, μέσα σε ένα χρόνο, μειώθηκαν τα σούπερ μάρκετ με ένα κατάστημα από 758 σε 720.

Είναι φανερό ότι όσο μειώνονται τα μικρότερα καταστήματα και μεγαλώνει το μέγεθος μερικών αλυσίδων, ο τζίρος μεγαλώνει για τις τελευταίες. Είναι χαρακτηριστική η εξέλιξη του τζίρου για δέκα αλυσίδες σούπερ μάρκετ μέσα σε τέσσερα χρόνια, από το 1994 μέχρι το 1998. Συγκεκριμένα, ο τζίρος τους το 1994 ανερχόταν σε 493 δισεκατομμύρια από 389 συνολικά καταστήματα και το 1998 έφτασε τα 860 δισ. δρχ. από 599 καταστήματα. Ο τζίρος τους δηλαδή αυξήθηκε κατά 74% σε τέσσερα χρόνια, με αύξηση των συνολικών καταστημάτων τους κατά 53%.

Επιπλέον, σύμφωνα με την εξειδικευμένη έκδοση "Το πανόραμα των ελληνικών σούπερ μάρκετ 1993-1998" οι πωλήσεις των μεγάλων αλυσίδων εμφανίζουν εντυπωσιακά δυσανάλογη αύξηση σε ποσά, συγκριτικά με τους ρυθμούς της κατανάλωσης. Η αύξηση του τζίρου των μεγάλων αλυσίδων από το 1993 στο 1997 είναι της τάξης του 68,4%, τη στιγμή που οι ίδιοι οι εκπρόσωποι των σούπερ μάρκετ κάνουν λόγο για μείωση του ποσοστού των εισοδημάτων που διοχετεύεται στην αγορά ειδών διατροφής. Τα ποσοστά καθαρού κέρδους των μεγάλων αλυσίδων μπορεί να εμφανίζουν μείωση σε αριθμούς, από 1,64% το 1994 σε 1,19% το 1997, ωστόσο είναι αυτονόητο ότι λόγος γίνεται για δυσθεώρητα ποσά, πολύ περισσότερο εφόσον οι τζίροι των δισεκατομμυρίων αυξάνονται με τους παραπάνω ρυθμούς. Καταδεικνύεται, ακόμη, ότι οι μεγάλες αλυσίδες είναι διατεθειμένες να δουλεύουν ακόμα και με μικρότερα ποσοστά κέρδους, όταν απώτερος στόχος τους είναι η μονοπώληση της αγοράς. Αξιοσημείωτος είναι και ο τζίρος που πραγματοποιείται ανά τετραγωνικό μέτρο στις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, καθώς το 1994 σε κάθε τετραγωνικό μέτρο πωλούσαν προϊόντα αξίας 1,2 δισ. δρχ. και το 1997 1,83 δισ.! Τα τεράστια κέρδη των αλυσίδων σούπερ μάρκετ επιβεβαιώνονται και επίσημα από την ίδια την κυβέρνηση, που φρόντισε για τη διασφάλισή τους. Τα επικαλείται ανοιχτά ζητώντας τώρα από τους ιδιοκτήτες τους να τα συγκρατήσουν, προκειμένου να πετύχει μείωση του πληθωρισμού. Αυτό, εξάλλου, είπε πρόσφατα ο υφυπουργός Ανάπτυξης Γ. Χαραλάμπους, μιλώντας στην εκδήλωση παρουσίασης της έρευνας, όταν απευθυνόμενος στους ιδιοκτήτες των μεγάλων αλυσίδων τόνισε ότι "έχετε ήδη εισπράξει σημαντικά οφέλη από την πετυχημένη οικονομική πολιτική της χώρας" και συμπλήρωσε πως "η συνδρομή που ζητούμε από εσάς έχει ήδη αποσβεστεί"!

Τρεις αλυσίδες με τζίρο 80%

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η συγκέντρωση του λιανεμπορίου σε ελάχιστες τεράστιες αλυσίδες είναι εντυπωσιακή και χαρακτηριστική για τους στόχους των εγχώριων αλυσίδων, πολύ περισσότερο αυτών που ήδη έχουν εξαγοραστεί σε μεγάλο ποσοστό από πολυεθνικές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ντόπια παραγωγή, για την ελληνική παραγωγή και τις μικρότερες λιανεμπορικές επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με έρευνα της Faid - IRI/Infoscan, σε εννέα από δεκαέξι ευρωπαϊκές χώρες τρεις αλυσίδες στην κάθε μια ελέγχουν πάνω από το 50% του τζίρου του λιανεμπορίου. Ενώ, στη Σουηδία δύο αλυσίδες κατέχουν το 95% της αγοράς, στη Νορβηγία δύο το 86% και στη Φινλανδία τρεις αλυσίδες κατέχουν το 80% του τζίρου.

Μικρότερα ποσοστά - όχι, όμως, αμελητέα - συγκέντρωσης του λιανεμπορίου σε τρεις αλυσίδες παρουσιάζονται στις μεσογειακές χώρες, όπου είναι αλήθεια ότι και οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες ανάπτυξης ήταν διαφορετικές, καθώς η οικονομική τους εξέλιξη και οι κοινωνικές ισορροπίες βασίστηκαν για πολλά χρόνια σε μεγάλο βαθμό στις μικρές παραγωγικές μονάδες και στα εκατοντάδες χιλιάδες μικρά καταστήματα. Ετσι, στη Γαλλία και στην Ιταλία το 39% του λιανεμπορίου συγκεντρώνουν τρεις αλυσίδες, στην Ισπανία το 31% και στην Ελλάδα το 25% του ετήσιου τζίρου. Εδώ, οι τρεις αλυσίδες είναι με βάση τον τζίρο τους ο Μαρινόπουλος, ο Βερόπουλος και ο Σκλαβενίτης. Ταυτόχρονα με γοργούς ρυθμούς προχωράει και η "διεθνοποίηση" του λιανεμπορίου. Ουσιαστικά η εξάπλωση των πολυεθνικών αλυσίδων και η διείσδυσή τους σε αγορές άλλων χωρών, εξαγοράζοντας ή συστήνοντας από κοινού εταιρίες με σούπερ μάρκετ των χωρών αυτών, αλώνοντας τις εγχώριες αγορές και συρρικνώνοντας την ντόπια παραγωγή. Είναι χαρακτηριστικό ότι μερικές από τις μεγαλύτερες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, που αυτοαποκαλούνται "ελληνικά", στην πραγματικότητα μόνο τέτοια δεν είναι. Για παράδειγμα, ο Μαρινόπουλος έχει εξαγοραστεί από την πολυεθνική Continent, με την οποία έχει συστήσει κοινή εταιρία στην Ελλάδα, ο Βερόπουλος έχει συμπράξει με τη Spar, ο Βασιλόπουλος έχει εξαγοραστεί από Ολλανδούς. Σύμφωνα με σχετική έρευνα διαχρονικά από το 1980 μέχρι το 1997 φαίνεται να επικρατούν σαν μέσο για τη "διεθνοποίηση" των αλυσίδων οι εξαγορές και συγχωνεύσεις έναντι της από κοινού σύστασης εταιρίας με άλλον επιχειρηματία και της δημιουργίας θυγατρικής εταιρίας. Συγκεκριμένα, ενώ στη δεκαετία 1980-1990 οι εξαγορές και συγχωνεύσεις κατείχαν το 20%, οι συστάσεις εταιριών το 35% και η δημιουργία θυγατρικής το 45% μεταξύ των τριών "στρατηγικών διεθνοποίησης" στην επταετία 1990-1997 τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 40%, 20% και 40%. Δηλαδή διπλασιάστηκαν οι εξαγορές και συγχωνεύσεις και μειώθηκαν σημαντικά οι άλλες δύο τακτικές. Ας σημειωθεί, δε, ότι στο επόμενο διάστημα αναμένεται να διεισδύσουν στην ελληνική αγορά τρεις ακόμη πολυεθνικές αλυσίδες: Η Lidl που ξεκινάει από τη Βόρεια Ελλάδα, η Carrefour που έχει στα σκαριά το πρώτο της κατάστημα και η Aldi που αναζητά αλυσίδα για εξαγορά. Υπολογίζεται, δε, ότι η τάση για συνεχή εξάπλωση των πολυεθνικών θα τις οδηγήσει στην ελληνική αγορά να ελέγχουν το 50% του τζίρου από το λιανεμπόριο.

Ιδιωτικές ετικέτες

Η δραστική αύξηση των προϊόντων με ιδιωτική ετικέτα (private label) είναι μεταξύ των άμεσων σχεδίων των αλυσίδων σούπερ μάρκετ για τη χρονιά που διανύουμε, υπολογίζοντας ότι θα αυξήσουν το μερίδιό τους στον ετήσιο τζίρο από 5%-8% που είναι σήμερα σε 10% αρχικά και 15% στα επόμενα χρόνια. Πρωταρχικός λόγος για τον οποίο οι αλυσίδες επιδιώκουν να έχουν στα ράφια τους όλο και περισσότερα προϊόντα με ιδιωτική ετικέτα είναι το χαμηλό κόστος παραγωγής, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι επιβάλλουν στους παραγωγούς τους δικούς τους όρους. Χαμηλότερο είναι και το κόστος διακίνησης, καθώς δε μεσολαβεί τρίτος, αλλά και της διαφημιστικής δαπάνης. Παράλληλα, τους αφήνει μεγάλα περιθώρια κέρδους και χαμηλότερες τιμές σε σχέση με τα επώνυμα προϊόντα. Εξάλλου, η έρευνα αγοράς δείχνει ότι οι καταναλωτές στρέφονται στα προϊόντα αυτά, ακριβώς γιατί έχουν χαμηλότερες τιμές. Σύμφωνα με έρευνα της Centrum (Οκτώβριος 1997) στην Αθήνα το 65% των καταναλωτών αγοράζουν προϊόντα με τη μάρκα των σούπερ μάρκετ, στη Θεσσαλονίκη το 66% και στις αστικές περιοχές το 59% ή το 62% των καταναλωτών συνολικά.

Μελίνα ΖΙΑΓΚΟΥ


ΑΓΟΡΑ
Ελεγχόμενο καταναλωτικό πρότυπο

"Σβήνουν" στις γειτονιές το ένα μετά το άλλο τα κρεοπωλεία, τα ιχθυοπωλεία και τα μανάβικα

Ολο και περισσότεροι είναι οι καταναλωτές - κυρίως γυναίκες που φαίνεται ότι έχουν τον πρώτο λόγο για τη διατροφή της οικογένειας στην Ελλάδα - που πραγματοποιούν τις αγορές τους από πολυκαταστήματα και σούπερ μάρκετ, παρά το γεγονός ότι στη χώρα μας εξακολουθεί να υπάρχει ευρύ δίκτυο εξειδικευμένων καταστημάτων. Αυτό προκύπτει από σχετική έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 1998, με ερωτήσεις που υποβλήθηκαν σε άνδρες και γυναίκες ευρέως ηλικιακού φάσματος. Από την ίδια έρευνα προκύπτει, επίσης, ότι η ιδέα του σούπερ μάρκετ έχει "κατακτήσει" περισσότερο τις νεότερες γυναίκες - καταναλώτριες, γεγονός που θεωρείται ιδιαίτερα ευνοϊκό από τους εκπροσώπους των αλυσίδων, μια και αυτές ακριβώς οι γυναίκες είναι καταναλωτές με... προοπτική.

Η κατάσταση βέβαια είναι ακόμα χειρότερη για τα εξειδικευμένα καταστήματα, αφού και για τα είδη που οι καταναλωτές φαίνεται ότι προς το παρόν προτιμούν ακόμη τα καταστήματα αυτά - ιχθυοπωλεία, κρεοπωλεία, οπωροπωλεία κλπ. - είναι φανερή η διαχρονική στροφή προς τα σούπερ μάρκετ. Η τάση αυτή για πραγματοποίηση όλο και περισσότερων αγορών από ένα σημείο πώλησης - το λεγόμενο one stop shopping - οφείλεται σε μια σειρά παράγοντες. Τέτοιοι είναι το καταναλωτικό πρότυπο που καλλιεργούν τα ίδια τα σούπερ μάρκετ μέσω των διαφημίσεων, ο περιορισμένος χρόνος που μπορούν να διαθέσουν οι καταναλωτές για τις αγορές ειδών του σπιτιού. Υπέρ αυτής της τάσης βέβαια λειτουργεί και το ίδιο το γεγονός ότι τα καταστήματα αυτά μειώνονται στις διάφορες γειτονιές, αφού εκτοπίζονται σταδιακά από τα σούπερ μάρκετ. Την ίδια στιγμή ασφαλώς, σημαντικό ρόλο παίζει η συρρίκνωση των λαϊκών εισοδημάτων και οι αυξημένες ανάγκες που πρέπει να ικανοποιούνται με φτηνότερες λύσεις. Και εδώ φαίνεται να παίζει το ρόλο του ότι στα καταστήματα των μεγάλων αλυσίδων είναι δυνατόν να βρει κανείς προϊόντα που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι εισαγόμενα και δεύτερης διαλογής, αλλά πάντως φτηνότερα.

Τι έδειξε η έρευνα

Ειδικότερα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας (Centrum 1998):

  • Το 81% των γυναικών ηλικίας 25-34 και 45-64 ετών στην Αθήνα αγοράζουν τυρί από το σούπερ μάρκετ, ενώ μόλις το 10% των γυναικών ηλικίας 35-64 (ιδιαίτερα 55-64) ετών στις υπόλοιπες αστικές περιοχές το αγοράζει από εξειδικευμένο κατάστημα.
  • Το 75% των γυναικών ηλικίας από 25 μέχρι 54 ετών αγοράζει γάλα από το σούπερ μάρκετ και μόλις ένα ποσοστό 16% αγοράζει γιαούρτι από το μαγαζί της γειτονιάς.
  • Τη μερίδα του λέοντος κατέχουν τα σούπερ μάρκετ και στην αγορά σνακς, καθώς το 60% των γυναικών από 25 μέχρι 44 χρονών τα αγοράζουν από εκεί, το 25% των ανδρών και γυναικών κυρίως 15-24 και 25-34 ετών στην Αθήνα μέσης μόρφωσης και εισοδήματος από το μαγαζί της γειτονιάς, ενώ μόνο ένα 9% των ανδρών ηλικίας 15-25 ετών αγοράζει σνακς από το περίπτερο.
  • Αναλόγως και οι σοκολάτες αγοράζονται από το 51% των γυναικών ηλικίας 25-34 ετών στις υπόλοιπες αστικές περιοχές εκτός Αθήνας και Θεσσαλονίκης από το σούπερ μάρκετ, από το 25% των γυναικών ηλικίας 15-24 ετών στην Αθήνα αγοράζονται από το μαγαζί της γειτονιάς και από το 17% των ανδρών 15-24 ετών κυρίως και 25-34 ετών στην επαρχία από το περίπτερο.
  • Χυμούς και αναψυκτικά αγοράζει το 23% των γυναικών 25-54 ετών από το σούπερ μάρκετ και από το μαγαζί της γειτονιάς το 16% των ανδρών ηλικίας από 15-24 ετών στην Αθήνα.
  • Κρασί αγοράζει το 59% των γυναικών 25-54 ετών στην Αθήνα από το σούπερ μάρκετ, ενώ το 23% των ανδρών ηλικίας 15-24 και 35-64 από την κάβα. Αναλόγως και μπίρα το 75% των γυναικών από 25-54 σε αστικές περιοχές εκτός Αθήνας και Θεσσαλονίκης προτιμούν να αγοράζουν από το σούπερ μάρκετ, ενώ το 11% μόνο των ανδρών 25-34 ετών στην Αθήνα από το μαγαζί της γειτονιάς. Οσο για τα αλκοολούχα ποτά η έρευνα έδειξε ότι αγοράζονται από το 66% των γυναικών ηλικίας 25-44 ετών από το σούπερ μάρκετ και από το 26% των ανδρών 25-44 ετών στην Αθήνα από κάβα.
  • Ψωμί φαίνεται ότι οι καταναλωτές προτιμούν να αγοράζουν ακόμη από το φούρνο της γειτονιάς. Αυτό ισχύει για το 69% των γυναικών (εκτός των ηλικιών 15-24). Το 9% των γυναικών 25-34 και 45-54 ετών στην Αθήνα αγοράζει ψωμί από το σούπερ μάρκετ και το 15% των γυναικών στις αστικές περιοχές της επαρχίας από το μαγαζί της γειτονιάς.
Κρέας, φρούτα - λαχανικά, ψάρια

Για την αγορά αυτών των ειδών διατροφής οι καταναλωτές στην Ελλάδα επιμένουν ακόμη μέχρι και το 1998 να εμπιστεύονται τα κρεοπωλεία, τα ψαράδικα και τα μανάβικα ή τις λαϊκές αγορές. Οπως κατέγραψε η ίδια έρευνα:

  • Οι γυναίκες ηλικίας 36-64 ετών και μεταξύ αυτών περισσότερο οι ηλικίες των 55-64 σε αστικές περιοχές εκτός Αθήνας, όπου πραγματοποιήθηκε η έρευνα, αγοράζουν κρέας από το κρεοπωλείο σε ποσοστό 65%. Ενώ, το 26% των νεότερων γυναικών μεταξύ 25 και 34 χρονών στην Αθήνα πραγματοποιούν τέτοιες αγορές από το σούπερ μάρκετ.
  • Το 57% των γυναικών ηλικίας 35-64 ετών και ιδιαίτερα 55-64 στις αστικές περιοχές εκτός Αθήνας και Θεσσαλονίκης αγοράζει ψάρια από ψαράδικα, το 16% γυναικών 25-34 ετών και 45-54 στην Αθήνα από τη λαϊκή αγορά και το 15% νεότερων γυναικών ηλικίας 25-34 στην Αθήνα από το σούπερ μάρκετ.
  • Για φρούτα και λαχανικά οι νοικοκυρές ηλικίας 24-44 και 55-64 στις αστικές περιοχές της επαρχίας προτιμούν τα μανάβικα, το 48% των γυναικών 35-64 ετών στην Αθήνα τη λαϊκή αγορά και ένα ποσοστό 17% των γυναικών 25-34 ετών το σούπερ μάρκετ.

Ωστόσο, συγκρίνοντας την έρευνα Centrum 1998 και Focus 1990 για τις προτιμήσεις των καταναλωτών κατά την αγορά των τριών αυτών κατηγοριών τροφίμων, προκύπτει ότι σ' αυτή την οκταετία υπάρχει η τάση όλο και περισσότεροι καταναλωτές να αγοράζουν κρέας, ψάρια και λαχανικά από το σούπερ μάρκετ. Συγκεκριμένα, ενώ το 1990 το 12% του δείγματος που έλαβε μέρος στην έρευνα της Focus αγόραζε κρέας από το σούπερ μάρκετ, το 1998 το ποσοστό ανήλθε σε 26%. Το 1990 το 9% των καταναλωτών αγόραζε φρούτα και λαχανικά από το σούπερ μάρκετ και το 1998 έφτασε το 17%, ενώ ψάρια δεν αγόραζαν οι καταναλωτές από το σούπερ μάρκετ το 1990, εξάλλου τότε δεν πωλούσαν ακόμη φρέσκα ψάρια τα σούπερ μάρκετ, ενώ το 1998 το 15% των καταναλωτών τα αγοράζει από αυτά.

Μ. Ζ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ