Κυρίως, γιατί τα σοβαρότερα και κρίσιμα ερωτήματα της οικονομικής έστω πλευράς του «εθνικού στόχου» είναι τα εξής δύο: Ποιοι πλήρωσαν και θα πληρώνουν και στο μέλλον το προαναφερόμενο δυσθεώρητο κόστος και ποιοι ωφελούνται τα μέγιστα απ' όλη αυτή την υπόθεση; Χρειάζεται, άραγε, να δώσουμε εμείς τις απαντήσεις στα δύο αυτά ερωτήματα; `Η, μήπως, χρειάζεται να σημειώσουμε ότι η όλη συζήτηση και φιλολογία για το ύψος τους κόστους και των υπερβάσεων, των υπαρκτών ή ανύπαρκτων σκανδάλων, κλπ., κλπ., αποτελεί, έτσι κι αλλιώς, στάχτη στα μάτια των εργαζομένων, για να μη συνειδητοποιήσουν την τεράστια λεηλασία, που συντελέστηκε και συνεχίζεται να συντελείται, προς όφελος της πλουτοκρατίας;
Πρόσφατα, η διοίκηση ενός κρατικού νοσοκομείου του Νέου Δελχί παραδέχτηκε ότι περισσότερα από 30 παιδιά πέθαιναν στους θαλάμους του κάθε βδομάδα του Ιούνη. Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία, 142 από τα 1.175 παιδιά, που εισήχθησαν στο νοσοκομείο με διάφορες ασθένειες τον Ιούνη, έχουν πεθάνει. Και, μάλιστα, οι υπεύθυνοι του νοσοκομείου χαρακτήρισαν «φυσιολογικό» το ποσοστό θνησιμότητας του 11%, παίρνοντας υπόψη τους τα λιγοστά μέσα και τους περιορισμένους πόρους, ενώ συχνό είναι το φαινόμενο της έλλειψης βασικών φαρμάκων.
Σημειώνουμε το γεγονός, όχι μόνον, ή κυρίως, για την ανάδειξη μιας τραγικής πλευράς της γενικότερης κατάστασης, που επικρατεί στην Ινδία, αλλά γιατί η ουσία της προαναφερόμενης λογικής υπάρχει παντού και, βέβαια, στη χώρα μας. Είναι φυσιολογικοί οι μισθοί, τα μεροκάματα και οι συντάξεις; Είναι φυσιολογικό το επίπεδο και η ποιότητα ζωής των εκατομμυρίων εργαζομένων και λαϊκών στρωμάτων; Είναι φυσιολογική η κατάσταση στο χώρο της Παιδείας και της Υγείας; Υπάρχουν μόνο κάποια προβλήματα και χρειάζονται κάποιες οριακές βελτιώσεις και μπαλώματα; Και, τέλος πάντων, έχοντας ποια κριτήρια απαντούμε στα προαναφερόμενα ερωτήματα; Παίρνοντας υπόψη τις σύγχρονες ανάγκες της ζωής και τις δυνατότητες (παραγωγικές και άλλες) της χώρας και του λαού ή, απλά και μόνο, να τα «βγάλουμε πέρα» και να «στρογγυλέψουμε» τις πλέον οξείες γωνίες της κοινωνικής πραγματικότητας;
Αν κάνουμε το δεύτερο, αργά ή γρήγορα, θα κάνουμε απολογισμούς, σαν αυτούς της διοίκησης του ινδικού νοσοκομείου, γιατί ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν έχει ούτε ιερό, ούτε όσιο...
Δε γνωρίζουμε ποιος εμπνεύστηκε από ποιον. Ο Γ. Παπανδρέου από τον Τ. Μπλερ, ή ο δεύτερος από τον πρώτο. Ετσι ή αλλιώς, πάντως, ο Βρετανός πρωθυπουργός εξάγγειλε πρόσφατα το νέο πενταετές σχέδιο της κυβέρνησής του για την Παιδεία, που αφορά κυρίως το δευτεροβάθμιο επίπεδο. Βασικός κρίκος του σχεδίου είναι η παροχή πολύ μεγαλύτερης «ανεξαρτησίας» σε κάθε σχολείο και η προσαρμογή του στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε περιοχής. Ετσι, τα σχολεία θα έχουν την ευχέρεια να βρουν «χορηγούς» και να προχωρούν σε συμφωνίες μαζί τους, για να εξασφαλίσουν τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους, να αξιοποιούν και να εκμεταλλεύονται κατά πώς νομίζουν τις κτιριακές και άλλες εγκαταστάσεις τους κλπ., κλπ. Και, βέβαια, ούτε λόγος, να γίνεται για ενιαίο χαρακτήρα της εκπαίδευσης, αφού θα κυριαρχεί η προσαρμογή στις τοπικές ιδιαιτερότητες. Ακόμη και η βρετανική εφημερίδα «Ιντιπέντεντ» χαρακτήρισε τα μέτρα «επανάσταση, κατά την οποία πολλά κρατικά σχολεία θα παραδοθούν σε χορηγούς».
Περιττό, να σημειώσουμε, ότι η εφαρμογή των μέτρων αυτών υποτάσσει ολοκληρωτικά την εκπαίδευση, το ρόλο και το περιεχόμενό της, στην αγορά και τις «δυνάμεις», που κυριαρχούν σ' αυτή («χορηγοί»), δημιουργεί σχολεία πολλών ταχυτήτων και επιπέδων και διογκώνει τις ταξικές διακρίσεις και ανισότητες. Με άλλα λόγια, μπορεί να απαντά στις απαιτήσεις του κεφαλαίου, για σχολεία παραγωγής «εργαλείων», έτοιμων και ώριμων για εκμετάλλευση, αλλά κάθε άλλο παρά δικαιώνει το σχολείο και το ρόλο του, ως χώρου διαμόρφωσης προσωπικοτήτων και απόκτησης ουσιαστικών γνώσεων.
Βέβαια, επιχειρώντας να μετριάσει το πολιτικό κόστος που συνεπάγεται η απόφαση αυτή, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου διευκρίνισε πως οι αυξήσεις είχαν σχεδιαστεί από την προηγούμενη κυβέρνηση και τις παρουσίασε ως ένα αναγκαίο μέτρο στήριξης της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας και, μάλιστα, σε αντιπαράθεση με την αθρόα εισαγωγή φαρμάκων, την οποία - πάντα σύμφωνα με την κυβέρνηση - προωθούσε η προκάτοχός της.
Χαρακτηριστική και αδιαμφισβήτητη γι' αυτό απόδειξη αποτελούν τόσο οι ισολογισμοί με τα κέρδη των εταιριών που δημοσιεύονται κάθε χρόνο, όσο και σχετική μελέτη του ΙΟΒΕ, που μας πληροφορεί πως από το 1997 μέχρι το 2001 τα καθαρά κέρδη πέντε μεγάλων φαρμακοβιομηχανιών αυξήθηκαν κατά 2.842%! Και με τις νέες ανατιμήσεις, τα κέρδη όσων ελέγχουν την αγορά φαρμάκου, αναμένεται να απογειωθούν σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα.
Το κυβερνητικό μέτρο της αύξησης των τιμών στα φάρμακα επιδιώκει και στοχεύει στην ακόμη μεγαλύτερη ενίσχυση των ήδη τεράστιων κερδών των φαρμακοβιομηχάνων. Αυτά θέλει να εξασφαλίσει και όχι τις θέσεις εργασίας, όπως δημαγωγικά ισχυρίζονται οι κυβερνώντες.
Ενα χαρακτηριστικό, για την ανάγκη αυτή, παράδειγμα, αποτελεί και η χτεσινή αύξηση της τιμής των φαρμάκων. Μια δημόσια και υπό λαϊκό έλεγχο φαρμακοβιομηχανία μπορεί να εξασφαλίσει την παροχή φτηνών και καλής ποιότητας φαρμάκων σε όλους. Οπως μπορεί να εξασφαλίσει πραγματικά τις θέσεις εργασίας, τα εργασιακά δικαιώματα και ικανοποιητικούς μισθούς στους εργαζόμενους.