Στο 18% του ΑΕΠ ανήλθε το Μάρτη το χρέος των νοικοκυριών από στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια. Ομως, το 10% των αυτοκινήτων, που αγοράζονται μέσω τραπεζικής χρηματοδότησης, κατάσχεται από τις τράπεζες
Στα 8,5 τρισ. δραχμές ή στο 18% του ΑΕΠ ανερχόταν τον προηγούμενο Μάρτη το χρέος των νοικοκυριών προς τις εμπορικές τράπεζες από στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια. Παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα η πιστωτική επέκταση της καταναλωτικής και στεγαστικής πίστης είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ενωση, έχουν, ήδη, αρχίσει να συσσωρεύονται τα πρώτα μαύρα σύννεφα πάνω από υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Σύμφωνα με στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας, το 10% των Ι.Χ. αυτοκινήτων, που αγοράζονται μέσω τραπεζικής χρηματοδότησης, κατάσχονται από τις τράπεζες, λόγω της αδυναμίας των αγοραστών να καταβάλλουν τις τοκοχρεολυτικές δόσεις. Την ίδια στιγμή, τίθεται και πάλι επί τάπητος ζήτημα νέας αύξησης των επιτοκίων των στεγαστικών δανείων (παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη και το βασικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δε συνηγορούν σε μια τέτοια κίνηση), που, αν αποφασιστεί, θα πλήξει εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες.
Βασικό χαρακτηριστικό και το μήνα Μάρτη ήταν η διατήρηση των υψηλών ετήσιων ποσοστών αύξησης του συνολικού χρέους των νοικοκυριών. Τα υπόλοιπα των στεγαστικών δανείων το δωδεκάμηνο Μάρτη 2002 προς 2001 αυξήθηκαν με ρυθμό 45%, που είναι και το υψηλότερο ποσοστό αύξησης των τελευταίων χρόνων. Αντίθετα, μικρή κάμψη εμφάνισε ο ρυθμός αύξησης του ετήσιου χρέους μέσω πιστωτικών καρτών. Από ρυθμό αύξησης 58,1% το Φλεβάρη του 2002, το Μάρτη υπήρξε υποχώρηση στο 53,8%.
Η μικρή αυτή υποχώρηση του ρυθμού αύξησης των τραπεζικών δανείων στα νοικοκυριά, δεν προσφέρεται για διεξαγωγή γενικότερων συμπερασμάτων. Γεγονός είναι ότι την περίοδο Μάη - Δεκέμβρη 2001, ο ρυθμός αύξησης του χρέους των νοικοκυριών μέσω πιστωτικών καρτών αυξάνονταν με ετήσιους ρυθμούς πάνω από 60%, ποσοστό το οποίο υποχώρησε στο 53,8% το Μάρτη του 2002. Η εξέλιξη, πάντως, αυτή δεν είναι άσχετη με τους βαρύτατους τοκογλυφικούς όρους χορήγησης των πιστωτικών καρτών. Ετσι, παρά το γεγονός ότι οι τράπεζες μηδένισαν τα επιτόκια καταθέσεων, διατηρούν τα επιτόκια των πιστωτικών καρτών στα επίπεδα του 18%. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, είναι απόλυτα φυσιολογικό, κάποια στιγμή να υποχωρήσει ο φρενήρης ρυθμός επέκτασης των επαχθών αυτών δανείων και να έρθει στην επιφάνεια το πρόβλημα της υπερχρέωσης των νοικοκυριών. Ηδη, οι κατασχέσεις στην αγορά των αυτοκινήτων - λόγος γίνεται για 25.000 - 30.000 αυτοκίνητα - απλώς δείχνουν σε μικρογραφία τι πρόκειται να ακολουθήσει και σε άλλους τομείς της αγοράς.
Σοβαρές, εξάλλου, αναμένεται να είναι οι επιπτώσεις και από τη φημολογούμενη νέα αύξηση των επιτοκίων στεγαστικών δανείων. Δεν είναι σαφές μέχρι σήμερα, αν οι τράπεζες μελετούν να αυξήσουν τα επιτόκια μονομερώς, προκειμένου να διατηρήσουν και να επαυξήσουν την κερδοφορία τους, ή αν βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα περίοδο αύξησης των επιτοκίων στην ευρωζώνη. Πάντως, είτε το ένα συμβαίνει, είτε το άλλο, το «μάρμαρο» θα το πληρώσουν και πάλι οι εργαζόμενοι, οι οποίοι διαπιστώνουν, από την ίδια τους την πείρα, ότι η διαβόητη «απελευθέρωση» του τραπεζικού συστήματος περνάει μέσα από τη δική τους υποδούλωση στους μηχανισμούς κερδοφορίας των τραπεζών.
Ατοκες οι καταθέσεις μέχρι 1.000 ευρώ και συρρίκνωση των επιτοκίων για μεγαλύτερα ποσά, από τη Δευτέρα
Σε συντεταγμένη πορεία ασυδοσίας, οι τράπεζες προχωρούν σε επιλεκτικές και αδικαιολόγητες μειώσεις στα επιτόκια καταθέσεων, ενώ ταυτόχρονα γενικεύουν την πρακτική να μην τοκίζουν τα ποσά κάτω από ένα ορισμένο ύψος. Στην τακτική αυτή - που πρώτη εγκαινίασε η Εθνική Τράπεζα δίνοντας το «πράσινο» για ένταση της ληστείας των λαϊκών αποταμιεύσεων - προσχώρησε και η Εμπορική Τράπεζα. Ετσι, όπως ανακοίνωσε χτες η διοίκηση της Εμπορικής, από την ερχόμενη Δευτέρα 10 του Ιούνη, η τράπεζα δε θα τοκίζει τα ποσά κάτω από 1.000 ευρώ (340.750 δρχ).
Σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση της Εμπορικής, για τα μεγαλύτερα ποσά (πάνω από 1.000 ευρώ) θα ισχύσει κλιμακωτό επιτόκιο έναντι του ενιαίου 1,75% που ισχύει μέχρι σήμερα. Συγκεκριμένα, η νέα κλίμακα επιτοκίων της Εμπορικής είναι η ακόλουθη:
Με δεδομένο ότι ο επίσημος πληθωρισμός έτρεχε το Μάη με ρυθμό γύρω στο 3,8% - 4% (και χωρίς να συνυπολογιστεί η φορολογία στους τόκους καταθέσεων με συντελεστή 15%), είναι φανερό ότι όλα τα πραγματικά επιτόκια καταθέσεων της Εμπορικής (όπως και των άλλων τραπεζών) είναι αρνητικά.
Είτε με τον ένα, είτε με τον άλλο τρόπο, το ιδιωτικό κεφάλαιο πάντα καταφέρνει να κερδίζει. Ετσι χτες, παγκόσμια ημέρα του περιβάλλοντος, η κυβέρνηση, μοίρασε 745,4 εκατομμύρια ευρώ (254 δισεκατομμύρια δραχμές), σ' αυτούς που ρυπαίνουν το περιβάλλον! Συνολικά 201 επιχειρήσεις, θα καρπωθούν το παραπάνω ποσό, από τα κονδύλια του Γ' ΚΠΣ, με το πρόσχημα των επενδύσεων, για την εξοικονόμηση ενέργειας, αλλά και επενδύσεις για την παραγωγή ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Οι εγκρίσεις για τη χρηματοδότηση υπογράφτηκαν από τον υπουργό Ανάπτυξης, Α. Τσοχατζόπουλο.
Συγκεκριμένα, οι εγκρίσεις αφορούν 201 επενδυτικές προτάσεις, και το ποσό των 745,4 εκατ. ευρώ αντιστοιχεί στο 26% του συνολικού προϋπολογισμού των δράσεων του Τομέα Ενέργειας και Φυσικών Πόρων. Με απόφαση του Α. Τσοχατζόπουλου, εντάχθηκαν στο Πρόγραμμα 110 προτάσεις που αφορούν σε αρχικές επενδύσεις, δηλαδή επενδύσεις επιλέξιμες για περιφερειακή ενίσχυση, συνολικού προϋπολογισμού 209,010 δισ. δρχ., ή 613,382 εκατ. ευρώ.
Οι υπόλοιπες 91 προτάσεις που εγκρίθηκαν και αφορούν περιβαλλοντικές ή μεικτές επενδύσεις, δηλαδή προτάσεις που υπάγονται στο κοινοτικό πλαίσιο ενίσχυσης επενδύσεων για την προστασία του περιβάλλοντος, συνολικού προϋπολογισμού 44.977 δισ. δρχ., ή 131,933 εκατ. ευρώ, θα ενταχθούν με νεότερη απόφαση του υπουργού Ανάπτυξης εντός του Ιουνίου. Το ποσοστό επιχορήγησης τον Αρχικών επενδύσεων θα κυμανθεί από 30% μέχρι 50% (ανάλογα με την τεχνολογία), σύμφωνα με τον Οδηγό Ενεργειακών Επενδύσεων (Ιούλης 2001), ενώ για τις Περιβαλλοντικές το ποσοστό θα προκύψει μετά τον υπολογισμό που θα γίνει σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο Συμπλήρωμα του Οδηγού Ενεργειακών Επενδύσεων. Σημειώνεται, ότι στο πλαίσιο της πρώτης προκήρυξης του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανταγωνιστικότητα» είχαν υποβληθεί 390 προτάσεις συνολικού προϋπολογισμού 524,335 δισ. δρχ., ή 1,538 δισ. ευρώ. Η δεύτερη προκήρυξη για υποβολή επενδυτικών προτάσεων εξοικονόμησης ενέργειας και αξιοποίησης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο πλαίσιο του ΕΠΑΝ προβλέπεται ότι θα γίνει αρχές Ιούλη 2002.