Με την κλίση σε απολογία των συνδικαλιστών Γ.Μαυρίκου, Α.Ζαζόπουλου, Γ.Πάσουλα, Δ.Βανδώρου, Π.Σοφού, Β.Βακάλη και Β.Σαραντόπουλου, και με διάτρητες και χαλκευμένες κατηγορίες η κυβέρνηση επιβεβαιώνει ότι ο μόνος δρόμος που της απέμεινε, για να περάσει τ' αντιασφαλιστικά της μέτρα είναι ο αυταρχισμός και η ποινικοποίηση των εργατικών αγώνων. Η ενέργεια αυτή έρχεται να συμπληρώσει τα αγροτοδικεία, τα μαθητοδικεία, την καταστολή των κινητοποιήσεων, τη δίωξη των απεργών γιατρών του ΙΚΑ, να συμπληρώσει τη δαμόκλειο σπάθη του «τρομονόμου» και την πραγματικότητα μιας δημοκρατίας που σιγά-σιγά και μεθοδικά μπαίνει στο γύψο.
Η κυβέρνηση αντί να απολογείται απέναντι στον ελληνικό λαό, για την κατάσταση που έχει φέρει την Κοινωνική Ασφάλιση, για τα προβλήματα στην Υγεία, για τη ληστεία των αποθεματικών των Ταμείων, για την ανεργία που καλπάζει και κατατρώει τα σπλάχνα της νεολαίας μας, με απύθμενο θράσος επιχειρεί να διώξει όλους όσοι αντιστέκονται στη βαρβαρότητα που επωάζει. Το έργο το έχουμε ξαναδεί. Η ποινικοποίηση των συνδικαλιστικών αγώνων δε θα περάσει. Το συλλαλητήριο την περασμένη Πέμπτη στο κέντρο της Αθήνας ήταν μια πρώτη απάντηση.
Ηδη δεκάδες σωματεία και συνδικάτα καταδικάζουν την τρομοκρατία και τον αυταρχισμό. Ενδεικτικά, δημοσιεύουμε σήμερα ορισμένες δηλώσεις στελεχών του συνδικαλιστικού κινήματος και αγωνιστών για τις δημοκρατικές και λαϊκές ελευθερίες.
Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, που μετέχει στη Δημοκρατική Συσπείρωση για τις Λαϊκές Ελευθερίες και την Αλληλεγγύη, Ηλίας Νικολόπουλος, μας δήλωσε: «Υπάρχει ένας περιορισμός των δημοκρατικών δικαιωμάτων και παρατηρείται μια ισχυροποίηση της εκτελεστικής λειτουργίας, η οποία εντάθηκε με την τροποποίηση του Συντάγματος, το οποίο αντί να βελτιώνει τα δικαιώματα, αντίθετα χειροτερεύει την κατάστασή τους. Χαρακτηριστικός είναι ο νόμος που ετοιμάζεται περί των διαδηλώσεων, ο οποίος θα στηριχτεί στο απαράδεκτο άρθρο 11 του Συντάγματος και ο οποίος θα περιορίσει ακόμα περισσότερο τα δικαιώματα και τις ελευθερίες. Περιορισμούς έχουμε και με τη συνθήκη Σένγκεν, τον "τρομονόμο" και γενικότερα έχουμε περιορισμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών».
Ο Χρήστος Σουλελές, αντιπρόεδρος ΑΔΕΔΥ που μετέχει επίσης στη Δημοκρατική Συσπείρωση, δήλωσε στο «Ρ»: «Σε κάθε περίπτωση είναι απαράδεκτο να ποινικοποιούνται αγώνες και να τίθενται υπό διωγμό εργαζόμενοι και πολύ περισσότερο συνδικαλιστικά στελέχη που αγωνίζονται για να λύσουν τα προβλήματα των εργαζομένων. Βέβαια, το τελευταίο διάστημα και με την ψήφιση του "τρομονόμου" και με διάφορα άλλα γίνεται σαφές ότι υπάρχει μια επίθεση από πλευράς των κατασταλτικών μηχανισμών και της κυβέρνησης απέναντι στα δικαιώματα των εργαζομένων και συνολικά των Ελλήνων πολιτών. Σε κάθε περίπτωση είναι καταδικαστέες αυτές οι πρακτικές και οι εργαζόμενοι θα βγάλουν τα συμπεράσματά τους και γι' αυτά και για τους εμπνευστές τέτοιων πολιτικών».
Η Αλέκα Ζορμπαλά, μέλος της Γραμματείας της «Κομμουνιστικής Ανανέωσης», δήλωσε: «Ο ελληνικός λαός βιώνει με τρόμο και κόστος εδώ και χρόνια, την "εκσυγχρονιστική" νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης Σημίτη - ΠΑΣΟΚ, που σαρώνει στο διάβα της μια προς μια όλες τις κατακτήσεις και τα δικαιώματα που κερδήθηκαν με κόπους, αγώνες αλλά και αίμα ακόμα. Στην επίθεση, στην ισοπέδωση και στην ανατροπή έστω και αυτών των ψηγμάτων κοινωνικού κράτους και κράτους δικαίου, μας θέλουν βουβούς, άβουλους, υποταγμένους στη λογική και πρακτική των «διαλόγων» και του πολιτικού και κοινωνικού "καθωσπρεπισμού".
Οι εργαζόμενοι όμως αγρυπνούν. Μαζί με τους αγρότες και τους άνεργους, τους μετανάστες και τους μαθητές, οργανώνονται, αντιστέκονται και αντεπιτίθενται. Με κλασικούς, αλλά και με ασυνήθιστους για τα μέχρι τώρα δεδομένα, τρόπους και μορφές πάλης και αγώνα. Οπως η συγκέντρωση και κατάληψη του υπουργείου Εργασίας από τους ανθρώπους του ΠΑΜΕ. Και τότε οι μάσκες πέφτουν. Και τότε το αυταρχικό κράτος με τους μηχανισμούς του αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Αστυνομική βία και αυθαιρεσία, καταστολή, ποινικοποίηση της πολιτικής έκφρασης και της πολιτικής δράσης. Στα εργατοδικεία, στα αγροτοδικεία και τα μαθητοδικεία που στήνονται με γοργούς ρυθμούς και στόχο έχουν τον εκφοβισμό και την υποταγή, η απάντησή μας είναι μαχητική αντίσταση, σύγκρουση και πάλη».
Η εργατική τάξη βρίσκεται και θα βρίσκεται σε ένα διαρκή πόλεμο με το κεφάλαιο και τους εκφραστές του. Σ' αυτόν τον πόλεμο ο καθένας χρησιμοποιεί τα δικά του όπλα. Η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τη βία, την τρομοκρατία, τον αυταρχισμό, τους τρομονόμους, τους κατασταλτικούς μηχανισμούς που της παρέχει το σάπιο σύστημα που υπηρετεί. Εμείς αντιτάσσουμε την ενότητα, τον αγώνα μας και κάθε μορφή πάλης που έχει να επιδείξει το συνδικαλιστικό κίνημα, στη μακρόχρονη αγωνιστική του πορεία.
Από αυτές τις μορφές πάλης όχι μόνο δεν παραιτούμαστε, αλλά είμαστε αποφασισμένοι να τις διευρύνουμε. Το απαιτεί το σήμερα και το αύριο το δικό μας και των παιδιών μας, το σήμερα και το αύριο του λαού και του τόπου. Αυτή είναι η απάντηση του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, σε όσους προσπαθούν να το στριμώξουν στη γωνιά για να διευκολύνουν την επέλαση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας».
Με δήλωσή του ο Σπύρος Κότσιας, μέλος της Γραμματείας του ΠΑΜΕ και της διοίκησης της ΓΣΕΕ, σημειώνει: «Η συμβολική κατάληψη του υπουργείου Εργασίας στις 5 Απρίλη από εργαζόμενους που διαμαρτύρονταν για τα μέτρα της κυβέρνησης στο Ασφαλιστικό, ενεργοποίησε τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, με αποτέλεσμα να διώκονται στελέχη της ΓΣΕΕ και του ΠΑΜΕ. Καταδικάζω την ενέργεια αυτή της κυβέρνησης η οποία εντάσσεται στα πλαίσια πολιτικής που εφαρμόζει, για εκφοβισμό των εργαζομένων και ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης».
O Σπύρος Ράλλης, μέλος της Γραμματείας του ΠΑΜΕ και γγ της Πανελλαδικής Ομοσπονδίας Εργατοϋπαλλήλων Εμφιαλωμένων Ποτών, στη δήλωσή του τονίζει: «Και στον κλάδο μας για 15 χρόνια τώρα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ανάλογες επιθέσεις. Συνεχώς μας σέρνουν στα δικαστήρια. Τελευταίο κρούσμα στου "Γεωργιάδη", όπου αντιμετωπίσαμε τα ΜΑΤ. Ομως ένα είναι σίγουρο: η επιδιώξεις της κυβέρνησης δε θα περάσουν. Τα στελέχη του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος δεν είναι κατηγορούμενοι. Αυτοί που πρέπει να καθίσουν στο εδώλιο είναι η κυβέρνηση, η αυταρχική και αντιλαϊκή πολιτική της».
Δύο μόλις μήνες μετά, στις 15 Μάη, αυτοπαρουσιάστηκε ο «Χώρος Διαλόγου και Κοινής Δράσης» ως «ώριμη πολιτική ανάγκη». Κατά πόσο λοιπόν η συνεύρεση δυνάμεων στο πλαίσιο του «Χώρου» προωθεί και ποια ενότητα δράσης; Υπηρετεί αυτή το «γενικό» μέσα από το «μερικό»; Θεμελιώθηκε μια πλατιά συσπείρωση ή συμμαχία δυνάμεων και κυρίως αυτών που «οραματίζονται και προτείνουν μια άλλη κοινωνία»;
Οι απαντήσεις βγαίνουν αβίαστα από τα ίδια τα ντοκουμέντα του «Χώρου», από τη σύντομη πορεία του που τον καταγράφει ως μια συνεύρεση δυνάμεων, που παρεμβαίνει ευκαιριακά, καμπανιακά, για ζητήματα που αναδεικνύει η κάθε φορά συγκυρία, με αιτήματα και στόχους ξεπερασμένα, πίσω ακόμη και το επίπεδο του ίδιου του μαζικού λαϊκού κινήματος. Αλλωστε ομολογεί ότι το πολιτικό του πλαίσιο «δεν μπορεί να είναι παρά αυτό που αναδεικνύει η συγκυρία»!
Η τοποθέτησή του στις εξελίξεις για την Κοινωνική Ασφάλιση υπηρέτησε - ανεξαρτήτως προθέσεων μεμονωμένων συνιστωσών του «Χώρου» - την προσπάθεια χαλιναγώγησης και παροπλισμού του λαϊκού κινήματος. Ενός κινήματος στην ανάπτυξη του οποίου συνέβαλε το ΠΑΜΕ με τη δράση του, προβάλλοντας συγχρόνως στόχους πάλης για Κοινωνική Ασφάλιση με βάση τις σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων. Στα πλαίσια αυτού του κινήματος, δόθηκαν δείγματα πραγματικής ενότητας δράσης και όχι τεχνητών συγκολλήσεων. Για την Κοινωνική Ασφάλιση πάλεψαν από κοινού εργάτες, αγρότες, μικρομεσαίοι, νεολαίοι, οι φορείς και τα επιμέρους κινήματά τους. Ενώπιόν τους το ΚΚΕ έθεσε στόχους ευδιάκριτους στην κατεύθυνση μιας πολύ καθαρής προοπτικής, που με «όρους Αριστεράς» σημαίνει να κατευθύνει την πάλη στη σύγκρουση, με τις γενεσιουργές αιτίες των προβλημάτων.
Υπήρξαν και δυνάμεις, όπως ο «Χώρος» που επιχείρησαν να σύρουν το κίνημα πίσω από ένα πλαίσιο κοντόθωρο, που δεν απαντούσε στις σύγχρονες ανάγκες του λαού. Αποκάλυψαν στην πράξη ότι καμία διάθεση δεν έχουν να εργαστούν, ώστε η κοινή δράση που επιτεύχθηκε στα πλαίσια του κινήματος για την Κοινωνική Ασφάλιση, να ριζώσει, να βαθύνει, να επεκταθεί παραπέρα και σε άλλα ζητήματα. Αποκάλυψαν τελικά το τι περιεχόμενο δίνουν στην πολυθρύλητη «ενότητα δράσης». Αλλωστε η επιδίωξή τους για παρέμβαση με βάση τη συγκυρία, υπονομεύει την ανάπτυξη ενός μαχητικού, ενωτικού, λαϊκού κινήματος με σύγχρονα ώριμα αιτήματα στο σήμερα και προοπτική σύγκρουσης με τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό στο αύριο.
Πόσο όμως αυτή η προοπτική μπορεί να αποτελέσει πυξίδα για το λαϊκό κίνημα, να προσανατολίσει τη δράση και την πάλη του; Η «άλλη» κοινωνία δεν προσδιορίζεται, ούτε επίσης με ποιο τρόπο οι άνθρωποι θα υπερτερήσουν των κερδών (δε λένε να τα καταργήσουν). Επιμελώς «θολό» και συγκεχυμένο. Ακριβώς γιατί αν προσδιοριστεί η «άλλη» κοινωνία θα προσδιοριστεί ως σοσιαλιστική και η επίτευξη αυτής της κοινωνίας περνά μέσα από την όξυνση της ταξικής λαϊκής πάλης, τη σύγκρουση με τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό, σημαίνει κατάργηση των εκμεταλλευτικών καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Μακριά όμως από το «Χώρο» κάθε τέτοια προοπτική. Απορρίπτει άλλωστε μετά βδελυγμίας κάθε προσπάθεια για συγκέντρωση δυνάμεων σε ένα λαϊκό μέτωπο πάλης, που θα συγκρουστεί με τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό, για το σοσιαλισμό.
Αντιθέτως επιχειρεί να μπολιάσει τις λαϊκές συνειδήσεις μέσα από τέτοια εύηχα προπαγανδιστικά συνθήματα με μυθεύματα, όπως το ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να λύσουν τα ζωτικά προβλήματά τους στα πλαίσια του καπιταλισμού. Με καλύτερη διαχείριση, με πολιτική ρύθμιση της παγκοσμιοποίησης, θεωρίες δηλαδή που ρίχνουν νερό στο μύλο της σοσιαλδημοκρατίας, που αποδίδουν στρατηγικές επιλογές των πολιτικών εκπροσώπων της αστικής τάξης σε λάθη προσωπικών επιλογών (βλέπε την προπαγάνδα του ΣΥΝ περί «καλού και κακού ΠΑΣΟΚ»). Κι αυτό παρότι γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα πως «κοινωνικό κράτος», δεν μπορεί να υπάρξει σε μια ταξική εκμεταλλευτική κοινωνία και πως η ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα δεν «απαλύνεται» με μια άλλη διαχείριση.