Η Εκκλησία καλεί την κυβέρνηση σε διαπραγμάτευση για τις ταυτότητες
«Ανένδοτο αγώνα», αλλά με... μέτρο, «διά να πείσει την κυβέρνηση ότι επλανήθη» κήρυξε χτες ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ανακοινώνοντας την απόφαση της χτεσινής έκτακτης συνεδρίασης της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, με αποκλειστικό θέμα τις αντιδράσεις της Εκκλησίας στην απόφαση της κυβέρνησης να αφαιρέσει την αναγραφή του θρησκεύματος από τις νέες αστυνομικές ταυτότητες. Ο αρχιεπίσκοπος περιορίστηκε να διαβάσει το κείμενο της απόφασης, που όπως είπε ήταν ομόφωνη, χωρίς να προβεί σε άλλες δηλώσεις. Ενώ για τις τελικές αποφάσεις παρέπεμψε στην ολομέλεια της Ιεράς Συνόδου, που ανακοινώθηκε για τις 6 Ιούνη.
Με την απόφαση αυτή η ιεραρχία αφήνει να φανεί ότι υπάρχουν περιθώρια διαπραγμάτευσης με την κυβέρνηση και χρησιμοποιεί πιο «στρογγυλεμένες» εκφράσεις, σε αντίθεση με όσα δήλωναν τις προηγούμενες μέρες διάφοροι μητροπολίτες και εκκλησιαστικοί παράγοντες. Κυρίως δε η κριτική ασκείται σε ζητήματα διαδικασίας και εκφράζεται «πικρία» για τον «άκομψο» τρόπο που τέθηκε το ζήτημα και τον «εμπαιγμό» που υπέστη ο αρχιεπίσκοπος από την κυβέρνηση. Οι συγκεκριμένες αιχμές, ωστόσο, επικεντρώνονται στο πρόσωπο του υπουργού Δικαιοσύνης, ενώ αφήνονται αιχμές και για ξένα κέντρα.
Στο όνομα του λαού...
Η αντιδράσεις που αναγγέλλονται, χωρίς όμως να συγκεκριμενοποιούνται, γίνονται στο όνομα του λαού. «Η Εκκλησία - αναφέρεται στην ανακοίνωση - θεωρεί απαραίτητον, να καταστήση σαφές προς πάσαν κατεύθυνσιν, ότι δε διανοείται να συμβιβασθή, έναντι οιουδήποτε ανταλλάγματος και οιασδήποτε απειλής και να προδώση την εμπιστοσύνην, με την οποίαν την τιμά και την περιβάλλει ο πιστός Ελληνικός Λαός. Με σύνεσιν αλλά και με αποφασιστικότητα θα αγωνισθή με κάθε νόμιμον μέσον, διά να πείση την κυβέρνησιν ότι επλανήθη. Θα αγωνισθή διά να μεταφέρη, όπου πρέπει, την αγωνίαν, την ανησυχίαν και τον προβληματισμό του Λαού. Ο Λαός ανησυχεί σοβαρά, όχι μόνον διά τη μη αναγραφήν του θρησκεύματός του εις τας ταυτότητας, αλλά και διά πολλά άλλα συναφή, ως λ.χ. την ηλεκτρονικήν λωρίδα με άγνωστα εις τον κάτοχον στοιχεία και το ηλεκτρονικόν φακέλωμα. Δι' όλα αυτά η Αρχή δεν έχει επιδείξει κανέναν ζήλον προς ουσιαστικήν προστασίαν του πολίτου».
Απαντώντας έμμεσα στην κυβέρνηση αναφέρεται: «Ο ρόλος της Εκκλησίας δεν είναι διά να αντιγράψη τα κοσμικά καμώματα, τα ιδιοτελή συμφέροντα και να ικανοποιήσει εκείνους, οι οποίοι επιβουλεύονται την εθνικήν μας ταυτότητα. Ο αγών θα είναι ανένδοτος, με δύναμιν λόγου, αλλά και ξένος προς κάθε μορφήν περιθωριακής συμπεριφοράς, φανατισμού και μισαλλοδοξίας, η οποία πιθανόν να προκληθή από προβοκάτορας, οι οποίοι επιδιώκουν να δυσφημίσουν την Ορθοδοξίαν εντός και εκτός Ελλάδος».
Με τα όσα αναγράφονται στην εν λόγω ανακοίνωση, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος ζητά ανοιχτά από την κυβέρνηση διαπραγμάτευση, καθώς «κάνει έκκληση διά μίαν παραδεκτήν λύσιν ενός, κατά τρόπον περίεργον και αιφνιδιαστικόν, δημιουργηθέντος θέματος». Και προσθέτει: «Τα λάθη είναι ανθρώπινα αλλά μεταβάλλονται σε εγκλήματα, όταν το πείσμα, οι εγωισμοί και η ιδιοτέλεια κυριαρχούν επί της λογικής, της συνέσεως και του αισθήματος ευθύνης». Ωστόσο προειδοποιεί ότι η «Ορθοδοξία θα ευρίσκεται εις μόνιμον συναγερμόν. Η Εκκλησία επαγρυπνεί».
Στην αιχμή της για τον υπουργό Δικαιοσύνης αναφέρει: «Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος λυπείται, διότι μια μικρά μερίς εξωκοινοβουλευτικών πολιτών παραπλανά τον Πρωθυπουργόν της Χώρας και βαναύσως προκαλεί την Εκκλησίαν της Ελλάδος».
Κατά τ' άλλα η ιεραρχία με την απόφασή της διαβεβαιώνει ότι «είναι και θα παραμείνη ξένη προς πάσαν κοσμικήν εξουσίαν» και κάνει λόγο για διακριτούς ρόλους Εκκλησίας και κυβέρνησης. Αλλά δεν παραλείπει να τονίσει ότι αυτό δε σημαίνει «παραθεώρησιν και αγνόησιν της Εκκλησίας, κατά τη διαδικασίαν λήψεως κυβερνητικών αποφάσεων, αι οποίαι την ενδιαφέρουν αμέσως, ούτε δύναται να δικαιολογήση τον εις βάρος της επιχειρηθέντα εμπαιγμόν».
Η Ιερά Σύνοδος στην απόφασή της κάνει λόγο για σεβασμό σε «οιανδήποτε θρησκευτικήν πίστιν ενός εκάστου των Ελλήνων και την αξίαν του ανθρωπίνου προσώπου» και επαναλαμβάνει τα περί «προαιρετικής αναγραφής του θρησκεύματος εις τας νέας ταυτότητας». Και ισχυρίζεται ότι αυτό «δεν προσκρούει, ούτε εις ανυπάρκτους οδηγίας, ούτε εις την νομοθεσίαν της Ευρωπαϊκής Ενώσεως».
Επαναλαμβάνεται δε η απαίτηση για δημοψήφισμα και η θέση για προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, καθώς αυτό «συναρτάται αμέσως με την ελληνορθόδοξον ιδιοπροσωπίαν του Εθνους μας, η οποία αποτελεί βασικόν ιστορικόν στοιχείον της ουσιαστικής μας επιβιώσεως και απαραίτητον έρεισμα του Λαού». Γίνεται ακόμα αναφορά στο χρόνο που προέκυψε το όλο ζήτημα: «την ώρα, κατά την οποίαν η Χώρα ταλανίζεται από μεγάλα και ουσιαστικά, εθνικά και κοινωνικά προβλήματα και ο Λαός βιώνει καθημερινώς σειράν κρισίμων καταστάσεων, αι οποίαι απαιτούν επώδυνες λύσεις. Αυτήν ατυχώς την ώρα εφευρέθη και με τη συνδρομήν εσωγενών και εξωγενών κύκλων, ένα θεματολόγιον ρήξεων, με αιχμήν του δόρατος το θέμα των ταυτοτήτων, αι οποίαι στοχεύουν και εις τον θρησκευτικόν αποχρωματισμόν της κοινωνικής και εθνικής μας ζωής, αλλά και ενδεχομένως εις την παραπλάνησιν και τον αποπροσανατολισμόν του Λαού μας και εις την ταυτόχρονον αποδυνάμωσιν της Εκκλησίας».
Η κυβέρνηση επέμεινε και χτες να υποκρίνεται τον «ανανεωτή» και «εκσυγχρονιστή» της ελληνικής κοινωνίας, με αφορμή το θέμα των ταυτοτήτων. Την ίδια ώρα, όμως, που υποδύεται ότι «πρωτοστατεί» ενάντια στο σκοταδισμό, η κυβέρνηση κατέστησε σαφές - αν και με έμμεσο τρόπο - ότι θα συνεχίσει να αποτελεί το βασικό στυλοβάτη και «αρωγό» της Εκκλησίας, προς την οποία παρέχει και διασφαλίζει όλους τους υλικούς όρους, ώστε να μπορεί το εκκλησιαστικό κατεστημένο να «απειλεί θεούς και δαίμονες».
Ενδεικτικό επ' αυτού είναι το γεγονός ότι ο Δ. Ρέππας αρνήθηκε να τοποθετηθεί θετικά στο ερώτημα, αν και πότε θα εφαρμοστεί ο ανενεργός «νόμος Τρίτση». Οταν ρωτήθηκε σχετικά από το «Ρ», παρέπεμψε σε... προηγούμενες δηλώσεις του, της 16ης Μάη, με τις οποίες, ούτε λίγο - ούτε πολύ, έλεγε ότι ο ελληνικός λαός, όταν ανέδειξε στην κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ, γνώριζε ότι ο νόμος για την εκκλησιαστική περιουσία έχει παραμείνει ανενεργός για 13 χρόνια (!) και άρα έχει δώσει την έγκρισή του (ο λαός) για τη μη εφαρμογή του νόμου!
Οσον αφορά, τώρα, την αντίδραση της κυβέρνησης στη χτεσινή ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος απάντησε, μεταφέροντας, αρχικά, την τοποθέτηση του πρωθυπουργού για το θέμα. Τοποθέτηση, στην οποία προέβη κατά την έναρξη του χτεσινού Υπουργικού Συμβουλίου. Εκεί ο Κ. Σημίτης, αφού αναγνώρισε ότι «το θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες μονοπωλεί, πράγματι, το ενδιαφέρον των πολιτών», αλλά συνέστησε η κυβέρνηση να μην... αποπροσανατολιστεί και να ασχοληθεί με τα «ουσιαστικά προβλήματα που απασχολούν τη χώρα», συμπλήρωσε ότι «η ταυτοποίηση του ατόμου δε γίνεται μέσω της πίστης. Το θέμα - συμπλήρωσε - της μη αναγραφής του θρησκεύματος δεν αφορά την πίστη, αφού το θρήσκευμα δεν αφορά την Αστυνομία».
Στο ίδιο μήκος κύματος, κινήθηκε αργότερα και ο Δ. Ρέππας, ο οποίος επέλεξε προσεκτικές διατυπώσεις για να σχολιάσει την ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου. Οπως είπε, «η επιλογή της κυβέρνησης είναι δεδομένη και δεν αφορά μόνον την ταυτότητα. Αφορά κάθε δημόσιο έγγραφο και την ταυτότητα, βεβαίως. Δεν αφορά το θρήσκευμα. Αφορά το σύνολο των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, των πεποιθήσεων, των φρονημάτων μας και ασφαλώς τη θρησκευτική πεποίθησή μας. Αρα, δε δικαιολογείται οποιαδήποτε προσπάθεια προσέγγισης και ανάλυσης του θέματος, υπό το πρίσμα της σχέσης ανάμεσα στο κράτος (την πολιτεία) και την Εκκλησία. Ολες αυτές οι ρυθμίσεις αφορούν τη σχέση του πολίτη με την πολιτεία, με τις υπηρεσίες του κράτους και μόνο. Η επιλογή αυτή δεν υποκρύπτει οποιαδήποτε διάθεση αντιπαράθεσης με την Εκκλησία».
Στη συνέχεια, χαρακτήρισε «ως πολύ θετικό ότι, στις δηλώσεις μελών της Ιεράς Συνόδου, επαναλαμβάνεται η σαφής οριοθέτηση των ρόλων πολιτείας και Εκκλησίας, που αναφέρονται ως διακριτοί και, βεβαίως, είναι αμοιβαίως σεβαστοί. Κατά τα άλλα - συμπλήρωσε - το θέμα αυτό να αποτελέσει κεντρικό ζήτημα, στο πλαίσιο των δημοσίων συζητήσεων».
Απαντώντας αργότερα σε ερωτήσεις, ανέφερε πως «σημειώνει» ότι «η καταδίκη από την πλευρά της Ιεραρχίας όλων εκείνων των φαινομένων μισαλλοδοξίας, φανατισμού και σκοταδισμού, είναι θετικό γεγονός, γιατί τα φαινόμενα αυτά αναδεικνύουν την εικόνα μιας χώρας, η οποία ζει κάποιους αιώνες πριν (...) Πιστεύουμε - συνέχισε - ότι ο ρόλος της Εκκλησίας είναι πνευματικός και γι' αυτό και εποικοδομητικός. Σεβόμαστε την Εκκλησία και επιθυμούμε να συνεργαζόμαστε μαζί της».
Σχολιάζοντας τα περί «ανένδοτου αγώνα», ο Δ. Ρέππας περιορίστηκε να αναφέρει ότι «ο καθένας μπορεί να δραστηριοποιείται πάντοτε, στο πλαίσιο του Συντάγματος και των νόμων της πατρίδας μας. Ουδείς μπορεί να ελεγχθεί και, πολύ περισσότερο, να τιμωρηθεί για τα φρονήματά του ή για τις απόψεις, τις οποίες διαδίδει. Κάθε πολίτης τιμωρείται και ελέγχεται για τις πράξεις του, εφόσον αυτές είναι παράνομες και μόνον τότε. Κατά τα άλλα, στο πλαίσιο των όποιων πρωτοβουλιών ή δραστηριοτήτων αναλαμβάνει, μπορεί να χαρακτηρίζει όπως εκείνος νομίζει - είναι θέμα δικής του επιλογής, εμείς δεν είμαστε αξιολογητές, του αν αυτό αποδίδει ή όχι την πραγματικότητα - τον αγώνα τον οποίο κάνει, τη δραστηριοποίηση την οποία έχει. Αυτό είναι κάτι που δε μας αφορά».
Αρνητικά, τέλος, απάντησε στο ενδεχόμενο συνάντησης του Κ. Σημίτη με τον αρχιεπίσκοπο στο «ορατό» μέλλον.
Την υποκρισία της κυβέρνησης στο θέμα της αναγραφής ή μη του θρησκεύματος στις ταυτότητες, προσπαθώντας να συγκαλύψει το μεγάλο πρόβλημα δημοκρατίας που οξύνεται με το ηλεκτρονικό φακέλωμα, επισήμανε σε δήλωσή της η Γενική Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ Αλ. Παπαρήγα.
Συγκεκριμένα τονίζει: «Κατ' αρχήν πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση με μεγάλη υποκρισία χειρίζεται το ζήτημα. Αντί να προχωρήσει στον πραγματικό διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους, φροντίζει να πει στον ελληνικό λαό ότι απλουστεύει τις ταυτότητες, κρύβοντας επιμελημένα ότι πίσω από μια απλή ταυτότητα θα υπάρξει ένας τεράστιος φουσκωμένος ηλεκτρονικός φάκελος που δε θα περιλαμβάνει μόνο τις θρησκευτικές, φιλοσοφικές ή άλλες αντιλήψεις του κάθε απλού ανθρώπου, αλλά θα περιλαμβάνει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα διευκολύνουν την εξουσία για να εκβιάζει, να καταπιέζει, να απειλεί. Το κυρίως πρόβλημα είναι η Σένγκεν με όλες τις συνέπειές της.
Εχουμε υποστηρίξει την απλοποίηση της ταυτότητας. Δε θεωρούμε ότι είναι αναγκαίο και ότι πρέπει να γράφεται το στοιχείο της θρησκευτικής πεποίθησης. Ομως πιστεύουμε ότι ο πραγματικός πόλεμος σήμερα πρέπει να είναι πόλεμος κατά της Σένγκεν και του ηλεκτρονικού φακελώματος και σε καμιά περίπτωση εμείς δε θα συνεργήσουμε σε μια τεχνητή διαίρεση των ανθρώπων, του λαού μας, σε θρησκευόμενους και μη, σε ανθρώπους που θέλουν τον έναν ή τον άλλον τύπο ταυτότητας. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η κοινή δράση και η ενότητα πάνω στα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα και στο μεγάλο πρόβλημα της δημοκρατίας, που οξύνεται με το ηλεκτρονικό φακέλωμα, με το παγκόσμιο κομπιούτερ που έχουν εγκαταστήσει οι ΗΠΑ και που παρακολουθούν την Ευρώπη και ό,τι γίνεται και στην Ελλάδα».
Ε, λοιπόν, αρκεί να σταθεί κανείς στις χτεσινές (μη) απαντήσεις του κ. Ρέππα, για να καταλάβει ποιος είναι το «πρωτοπαλίκαρο» των αγιατολάχ και ο «καντηλανάφτης» της ιερο-εξεταστικής πρακτικής.
***
***
***