Σάββατο 27 Μάη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 7
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
«Ανένδοτος αγώνας» αλλά με... μέτρο

Η Εκκλησία καλεί την κυβέρνηση σε διαπραγμάτευση για τις ταυτότητες

«Ανένδοτο αγώνα», αλλά με... μέτρο, «διά να πείσει την κυβέρνηση ότι επλανήθη» κήρυξε χτες ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ανακοινώνοντας την απόφαση της χτεσινής έκτακτης συνεδρίασης της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, με αποκλειστικό θέμα τις αντιδράσεις της Εκκλησίας στην απόφαση της κυβέρνησης να αφαιρέσει την αναγραφή του θρησκεύματος από τις νέες αστυνομικές ταυτότητες. Ο αρχιεπίσκοπος περιορίστηκε να διαβάσει το κείμενο της απόφασης, που όπως είπε ήταν ομόφωνη, χωρίς να προβεί σε άλλες δηλώσεις. Ενώ για τις τελικές αποφάσεις παρέπεμψε στην ολομέλεια της Ιεράς Συνόδου, που ανακοινώθηκε για τις 6 Ιούνη.

Με την απόφαση αυτή η ιεραρχία αφήνει να φανεί ότι υπάρχουν περιθώρια διαπραγμάτευσης με την κυβέρνηση και χρησιμοποιεί πιο «στρογγυλεμένες» εκφράσεις, σε αντίθεση με όσα δήλωναν τις προηγούμενες μέρες διάφοροι μητροπολίτες και εκκλησιαστικοί παράγοντες. Κυρίως δε η κριτική ασκείται σε ζητήματα διαδικασίας και εκφράζεται «πικρία» για τον «άκομψο» τρόπο που τέθηκε το ζήτημα και τον «εμπαιγμό» που υπέστη ο αρχιεπίσκοπος από την κυβέρνηση. Οι συγκεκριμένες αιχμές, ωστόσο, επικεντρώνονται στο πρόσωπο του υπουργού Δικαιοσύνης, ενώ αφήνονται αιχμές και για ξένα κέντρα.

Στο όνομα του λαού...

Η αντιδράσεις που αναγγέλλονται, χωρίς όμως να συγκεκριμενοποιούνται, γίνονται στο όνομα του λαού. «Η Εκκλησία - αναφέρεται στην ανακοίνωση - θεωρεί απαραίτητον, να καταστήση σαφές προς πάσαν κατεύθυνσιν, ότι δε διανοείται να συμβιβασθή, έναντι οιουδήποτε ανταλλάγματος και οιασδήποτε απειλής και να προδώση την εμπιστοσύνην, με την οποίαν την τιμά και την περιβάλλει ο πιστός Ελληνικός Λαός. Με σύνεσιν αλλά και με αποφασιστικότητα θα αγωνισθή με κάθε νόμιμον μέσον, διά να πείση την κυβέρνησιν ότι επλανήθη. Θα αγωνισθή διά να μεταφέρη, όπου πρέπει, την αγωνίαν, την ανησυχίαν και τον προβληματισμό του Λαού. Ο Λαός ανησυχεί σοβαρά, όχι μόνον διά τη μη αναγραφήν του θρησκεύματός του εις τας ταυτότητας, αλλά και διά πολλά άλλα συναφή, ως λ.χ. την ηλεκτρονικήν λωρίδα με άγνωστα εις τον κάτοχον στοιχεία και το ηλεκτρονικόν φακέλωμα. Δι' όλα αυτά η Αρχή δεν έχει επιδείξει κανέναν ζήλον προς ουσιαστικήν προστασίαν του πολίτου».

Απαντώντας έμμεσα στην κυβέρνηση αναφέρεται: «Ο ρόλος της Εκκλησίας δεν είναι διά να αντιγράψη τα κοσμικά καμώματα, τα ιδιοτελή συμφέροντα και να ικανοποιήσει εκείνους, οι οποίοι επιβουλεύονται την εθνικήν μας ταυτότητα. Ο αγών θα είναι ανένδοτος, με δύναμιν λόγου, αλλά και ξένος προς κάθε μορφήν περιθωριακής συμπεριφοράς, φανατισμού και μισαλλοδοξίας, η οποία πιθανόν να προκληθή από προβοκάτορας, οι οποίοι επιδιώκουν να δυσφημίσουν την Ορθοδοξίαν εντός και εκτός Ελλάδος».

Με τα όσα αναγράφονται στην εν λόγω ανακοίνωση, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος ζητά ανοιχτά από την κυβέρνηση διαπραγμάτευση, καθώς «κάνει έκκληση διά μίαν παραδεκτήν λύσιν ενός, κατά τρόπον περίεργον και αιφνιδιαστικόν, δημιουργηθέντος θέματος». Και προσθέτει: «Τα λάθη είναι ανθρώπινα αλλά μεταβάλλονται σε εγκλήματα, όταν το πείσμα, οι εγωισμοί και η ιδιοτέλεια κυριαρχούν επί της λογικής, της συνέσεως και του αισθήματος ευθύνης». Ωστόσο προειδοποιεί ότι η «Ορθοδοξία θα ευρίσκεται εις μόνιμον συναγερμόν. Η Εκκλησία επαγρυπνεί».

Στην αιχμή της για τον υπουργό Δικαιοσύνης αναφέρει: «Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος λυπείται, διότι μια μικρά μερίς εξωκοινοβουλευτικών πολιτών παραπλανά τον Πρωθυπουργόν της Χώρας και βαναύσως προκαλεί την Εκκλησίαν της Ελλάδος».

Κατά τ' άλλα η ιεραρχία με την απόφασή της διαβεβαιώνει ότι «είναι και θα παραμείνη ξένη προς πάσαν κοσμικήν εξουσίαν» και κάνει λόγο για διακριτούς ρόλους Εκκλησίας και κυβέρνησης. Αλλά δεν παραλείπει να τονίσει ότι αυτό δε σημαίνει «παραθεώρησιν και αγνόησιν της Εκκλησίας, κατά τη διαδικασίαν λήψεως κυβερνητικών αποφάσεων, αι οποίαι την ενδιαφέρουν αμέσως, ούτε δύναται να δικαιολογήση τον εις βάρος της επιχειρηθέντα εμπαιγμόν».

Η Ιερά Σύνοδος στην απόφασή της κάνει λόγο για σεβασμό σε «οιανδήποτε θρησκευτικήν πίστιν ενός εκάστου των Ελλήνων και την αξίαν του ανθρωπίνου προσώπου» και επαναλαμβάνει τα περί «προαιρετικής αναγραφής του θρησκεύματος εις τας νέας ταυτότητας». Και ισχυρίζεται ότι αυτό «δεν προσκρούει, ούτε εις ανυπάρκτους οδηγίας, ούτε εις την νομοθεσίαν της Ευρωπαϊκής Ενώσεως».

Επαναλαμβάνεται δε η απαίτηση για δημοψήφισμα και η θέση για προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, καθώς αυτό «συναρτάται αμέσως με την ελληνορθόδοξον ιδιοπροσωπίαν του Εθνους μας, η οποία αποτελεί βασικόν ιστορικόν στοιχείον της ουσιαστικής μας επιβιώσεως και απαραίτητον έρεισμα του Λαού». Γίνεται ακόμα αναφορά στο χρόνο που προέκυψε το όλο ζήτημα: «την ώρα, κατά την οποίαν η Χώρα ταλανίζεται από μεγάλα και ουσιαστικά, εθνικά και κοινωνικά προβλήματα και ο Λαός βιώνει καθημερινώς σειράν κρισίμων καταστάσεων, αι οποίαι απαιτούν επώδυνες λύσεις. Αυτήν ατυχώς την ώρα εφευρέθη και με τη συνδρομήν εσωγενών και εξωγενών κύκλων, ένα θεματολόγιον ρήξεων, με αιχμήν του δόρατος το θέμα των ταυτοτήτων, αι οποίαι στοχεύουν και εις τον θρησκευτικόν αποχρωματισμόν της κοινωνικής και εθνικής μας ζωής, αλλά και ενδεχομένως εις την παραπλάνησιν και τον αποπροσανατολισμόν του Λαού μας και εις την ταυτόχρονον αποδυνάμωσιν της Εκκλησίας».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ