ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 4 Αυγούστου 1996
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Στον αστερισμό της λιτότητας

Την κυβέρνηση Σημίτη στα θέματα της οικονομίας είναι σκόπιμο να την κρίνουμε σε δύο επίπεδα. Στις εξελίξεις που έλαβαν χώρα στην πραγματική οικονομία το α εξάμηνο του 1996 σε πρώτο επίπεδο. Σε δεύτερο επίπεδο θα πρέπει να διακρίνουμε τις ιδεολογικές αναφορές της νέας ηγετικής ομάδας, σύμφωνα με τις οποίες η κυβέρνηση Σημίτη προβάλει ως ο αυθεντικός εκπρόσωπος του νεοσυντηρητισμού, η οποία μέσω της "εκσυγχρονιστικής" πολιτικής θέτει ως στόχο την ένταξη της χώρας στο σκληρό πυρήνα της Οικονομικής και Νομισματικής Ενοποίησης (ΟΝΕ). Μια πολιτική η εφαρμογή της οποίας προϋποθέτει ρήξεις με τον παπανδρεϊκό λαϊκισμό του παρελθόντος. Ο τελευταίος ρίχνεται σήμερα στην πυρά γιατί ναι μεν εφάρμοσε νεοσυντηρητική πολιτική στην πράξη, αρνιόταν όμως κάτι τέτοιο στον πολιτικό και ιδεολογικό του λόγο, γεγονός ασυγχώρητο και ανεπίτρεπτο για τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων που έχει διαμορφωθείστην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η οποία απαιτεί όχι μόνο να εφαρμόζεις τον νεοσυντηρητισμό, αλλά να τον διακηρύσσεις και να τον υποστηρίζεις κιόλας.

Δε θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε ότι το α εξάμηνο του 1996 η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Σημίτη, σε γενικές γραμμές κινήθηκε με τη δύναμη της αδράνειας του παρελθόντος. Και αυτό είναι φυσιολογικό, γιατίαυτό που πίεζε ήταν το ξεκαθάρισμα του πολιτικού σκηνικού και η επικράτηση στη μάχη που ξέσπασε μεταξύ των επιγόνων του Α. Παπανδρέου.

Στην περίοδο αυτή μάλιστα είχαμε και κάποιες ρωγμές στην πολιτική λιτότητας με την επιδοματική πολιτική που ακολούθησε η νέα κυβέρνηση στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Μια πολιτική, η οποία δέχτηκε τα πυρά των βιομηχάνων - οι τελευταίοι διαπίστωσαν "κινδύνους" στην εφαρμογή του προγράμματος "σύγκλισης" - αλλά τελικά αποδείχτηκε μια πολύ καλά μελετημένη κίνηση. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα, δήλωσε ένθερμη οπαδός του "εκσυγχρονισμού" και στο κομματικό συνέδριο ψήφισε μαζικά Σημίτη.

Στο χώρο της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης, μετά το φιάσκο Περατικού, η νέα κυβέρνηση, συνέχισε να αναζητά καινούριοχρυσοκάνθαρο ιδιώτη, ο οποίος θα αναλάβει τα ναυπηγεία Ελευσίνας, ενώ για τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά οι πληροφορίες θέλουν την κυβέρνηση να υπογράφει σύμβαση τις μέρες αυτές με τη Βράουν εντ Ρόουντ για την ανάληψη της διεύθυνσης των ναυπηγείων από τη δεύτερη.

Στο θέμα των εργασιακών σχέσεων έχουμε μια ουσιαστική εφαρμογή των κατευθύνσεων της "Λευκής Βίβλου", με το νομοσχέδιο "περί ανεργίας", το οποίο όμως δεν αντιμετωπίζει την ανεργία, αλλά ενισχύει οικονομικά τους εργοδότες, τους επιδοτεί για προσλήψεις, τις οποίες θα κάνουν με ημερομηνία όμως λήξης. Δηλαδήμε ένα σμπάρο δύο τρυγόνια. Και ενίσχυση των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, αντί των ανέργων, αλλά και προώθηση των "ελαστικών" εργασιακών σχέσεων, αφού οι επιχειρηματίες μετά τη λήξη της επιδότησης θα απολύουν τους παλιούς και θα προσλαμβάνουν "νέα επιδοτούμενα κεφάλια".

Οσο για την ανεργία, αυτή τραβά την ανηφόρα.

Μια πρώτη "εκσυγχρονιστική" αντίληψη είχαμε στον τρόπο, με τον οποίο η κυβέρνηση αντιμετώπισε το θέμα των συνταξιούχων. Ανησυχία δεν δημιουργεί κυρίως το φιλοδώρημα που χορήγησε με τη μορφή του ΕΚΑΣ, αλλά η αναφορά του πρωθυπουργού ότι η κυβέρνηση προχώρησε στη ρύθμιση αυτή όχι επειδή υπέκυψε σε κάποια πίεση. Η λύση αυτή αποτελεί "συνειδητή επιλογή" ανέφερε ο Κ. Σημίτης. Πρόκειται ασφαλώς για μια μεγάλη αλήθεια. Αν αποκρυπτογραφήσουμε τη φράση αυτή τότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι "συνειδητή επιλογή" της κυβέρνησης Σημίτη, είναι η εγκατάλειψη της σημερινής ανεπαρκούς κοινωνικής πολιτικής (η οποία όμως διασφαλίζει έστω μια μερίδα εργαζομένων και συνταξιούχων) με επιλεκτικές παρεμβάσεις σε ομάδες "υψηλού κινδύνου". Σε αυτούς που έχουν φτάσει στα όρια της εξαθλίωσης. Πρόκειται ασφαλώς για μια "κοινωνική πολιτική" συνεπή με τον "πολιτισμό" του Μάαστριχτ.

Στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων, υπήρξε περίοδος "στασιμότητας" γεγονός που προκάλεσε τα.. δίκαια παράπονα των βιομηχάνων. Η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε ανακοινώσει από το 1995 ότι θα προχωρήσει στην ιδιωτικοποιήσει των μικρών Τραπεζών Αττικής και Κεντρικής Ελλάδος καθώς και της Τράπεζας Κρήτης. Στο μη τραπεζικό χώρο έχουν εξαγγείλει την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠ, ενώ πληροφορίες φέρουν τον πρωθυπουργό να δέχεται νέες εισηγήσεις για πώληση και νέου πακέτου μετοχών του ΟΤΕ.

Στα αξιοσημείωτα οικονομικά γεγονότα του α εξαμήνου θα πρέπει να αναφέρουμε ασφαλώς και τη ρύθμιση ορισμένων "ευαίσθητων" θεμάτων, τα οποία δημιούργησαν συσπειρώσεις και αντισυσπειρώσεις στις διάφορες ομάδες της αστικής τάξης της χώρας. Πρόκειται για την ανάκληση της άδειας του δεύτερου χρυσοφόρου καζίνο της Αθήνας, την αναμενόμενη έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος για τις "προγραμματικές συμφωνίες" μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και "ιθαγενών" επιχειρήσεων, για την απ' ευθείας ανάθεση των κρατικών προμηθειών (σε μια εποχή μάλιστα που εκκρεμεί δικαστική έρευνα για τις προμήθειες του ΟΤΕ από την Ιντρακόμ και τη ΖΗΜΕΝΣ) και, τέλος, η διαφαινόμενη ικανοποίηση σχετικού αιτήματος του ομίλου Κοπελούζου για εγκατάλειψη από τη ΔΕΗ του λιγνίτη σαν πρώτης ύλης και η χρησιμοποίηση Φυσικού Αερίου. Κάτι που αν τελικά γίνει αναμένεται να δημιουργήσει στη ΔΕΗ ζημιές ύψους 50 δισ. δραχμών.

Το γεγονός ότι και τις τρεις αυτές "ευαίσθητες" υποθέσεις τις προώθησε η υπουργός Ανάπτυξης, Βάσω Παπανδρέου, θα πρέπει ασφαλώς να αποδοθεί σε τυχαία περιστατικά.

Το α εξάμηνο του 1996 είχαμε αναθέρμανση του πληθωρισμού (από 8,1% το 1995 έφτασε τον Απρίλη στο 9,2%), η χαμηλή απορροφητικότητα των κοινοτικών κονδυλίων συνεχίζει να αποτελεί το μεγάλο πονοκέφαλο της κυβέρνησης και των μεγαλοεργολάβων, ενώ το έλλειμμα στο ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών το α τετράμηνο του 1996 άγγιξε τα 2 δισ. δολάρια.

ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Οι εκσυγχρονιστές πάνε ... Αμερική

Οι "πολλά υποσχόμενοι" εκσυγχρονιστές του ΠΑΣΟΚ, όταν έγιναν κύριοι της εξουσίας με την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Κ. Σημίτη, ανέκρουσαν πρύμνα και σε ό,τι αφορά στην εξωτερική πολιτική ακολούθησαν - κακή κακώς, μάλιστα - την πεπατημένη οδό, η οποία οδηγεί κατευθείαν στην Ουάσιγκτον.

Η "ευρωπαϊκών προσανατολισμών" κυρίαρχη ομάδα του ΠΑΣΟΚ (Σημίτης, Πάγκαλος, Βάσω Παπανδρέου, Αυγερινός) καλά καλά δεν πρόλαβε να διατυπώσει την "εναλλακτική" της πρόταση για την εξωτερική πολιτική της χώρας. Οι διακηρύξεις περί απουσίας της Ελλάδας από τα κοινοτικά δρώμενα και περί της υπέρμετρης προσήλωσης στα πέραν του Ατλαντικού κέντρα αποφάσεων, πήγαν περίπατο στις πρώτες κιόλας μέρες της πρωθυπουργίας Σημίτη. Η κρίση της Ιμιας διέλυσε τις αυταπάτες, επισφραγίζοντας την κυριαρχία των Αμερικανών ανάμεσα στους πολλούς που έχουν λόγο για τη διαμόρφωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Οι δημόσιες ευχαριστίες, άλλωστε, που διατύπωσε από το βήμα της Βουλής ο πρωθυπουργός, Κ. Σημίτης, προς τον πρόεδρο Κλίντον για τη διαμεσολάβηση που ανέλαβε το βράδυ της κρίσης της Ιμιας, ακούστηκαν περισσότερο σαν συγνώμη για τις μύχιες, έστω, σκέψεις της νέας ελληνικής κυβέρνησης να αναζητήσει αλλού καλύτερη προστασία και προστάτες.

Η άρση του βέτο

Πριν την κρίση της Ιμιας, η ελληνική κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, τον Μάρτη του 1995 ήρε το βέτο για την πραγματοποίηση της Τελωνειακής Σύνδεσης της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η απόφαση αυτή στην ουσία σηματοδοτεί μια στροφή της Αθήνας απέναντι στην Αγκυρα, καθώς η ελληνική κυβέρνηση υπαναχώρησε πλήρως ως προς τους όρους, τους οποίους έθετε προς την Τουρκία, προκειμένου να άρει το βέτο. Για την ιστορία μόνο αξίζει να σημειωθεί πως η τουρκική στάση για το κυπριακό παραμένει αμετακίνητα αδιάλλακτη, όπως επίσης αμετακίνητα παραμένουν και τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής, έστω κι αν η απομάκρυνσή τους ήταν απαράβατος όρος για την άρση του ελληνικού βέτο. Η στροφή αυτή θα ολοκληρωθεί, όταν θα "οργανωθεί" τελικά, ο εφ' όλης της ύλης ελληνοτουρκικός διάλογος υπό αμερικανική επιδιαιτησία, την οποία προωθεί με μεθοδικό τρόπο η Ουάσιγκτον.

Η κυβέρνηση Σημίτη, αν και αντιμετώπισε την ωμή πρόκληση της Αγκυρας, η οποία κατάφερε να εγγράψει τις αμφισβητήσεις της επί ελληνικού εδάφους με την υπόθεση της Ιμιας, δεν τόλμησε να αμφισβητήσει τη στρατηγική επιλογή της διευθέτησης των ελληνοτουρκικών διαφορών. Δεν τολμά, ακόμη και τώρα, να αμφισβητήσει αυτή την επιλογή, αν και είναι ολοφάνερο πως οι προωθούμενες ρυθμίσεις στρέφονται κατά των ελληνικών συμφερόντων.

Η "βήμα προς βήμα" προσέγγιση

Μετά την κρίση της Ιμιας και την εκδήλωση της αμερικανικής διαμεσολάβησης για την προώθηση μιας συνολικής διευθέτησης του "ελληνοτουρκικού προβλήματος", η κυβέρνηση υποτίθεται πως αντιστέκεται στις πιέσεις,"διεκδικώντας" μια βήμα προς βήμα προσέγγιση με την Αγκυρα. Η πολιτική αυτή, διατυπώθηκε πρώτη φορά, μετά την επίσκεψη του Κ. Σημίτη στην Ουάσιγκτον και έκτοτε αποτελεί, υποτίθεται, την τελευταία γραμμή άμυνας της Αθήνας, η οποία εμφανίζεται πρόθυμη να "συνεργαστεί" για τη διευθέτηση των προβλημάτων στη Νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, αρκεί η Αγκυρα να προχωρήσει σε κάποια μικρά έστω βήματα προς διαλλακτικότερες θέσεις.

Ετσι, μετά και από τις τελευταίες εξελίξεις που προκάλεσε η κρίση της Ιμιας, σιγά σιγά όλοι αρχίζουν να αντιλαμβάνονται πως ολοκληρώνεται και το "σενάριο" της ελληνοτουρκικής προσέγγισης.

Η βήμα προς βήμα προσέγγιση, με το καλό ή με το ζόρι, συνεχίζεται απρόσκοπτα, έστω κι αν επισήμως, ο υπουργός Εξωτερικών Θ. Πάγκαλος διέκοψε το διάλογό του με τον Τούρκο ομόλογό του. Διάλογο στον οποίο, πρέπει να υπογραμμιστεί σύρθηκε η κυβέρνηση Σημίτη μετά την κρίση της Ιμιας και την ουσιαστική έναρξη της αμερικανικής διαιτητικής παρέμβασης.

Ο διάλογος αυτός με τη μορφή των απ' ευθείας επαφών διακόπηκε, καθώς, παρεμβαλλόταν το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, αλλά και οι αμερικανικές εκλογές, γεγονός που δημιουργεί κάποια περιθώρια ευελιξίας στην Αθήνα. Παρ' όλα αυτά, οι διαδικασίες που αφορούν στην ουσία το θέμα των σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση ολοκληρώνονται απρόσκοπτα, όπως απέδειξε η υπόθεση των χρηματοδοτήσεων της Τουρκίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση μέσω του προγράμματος MEDA με τη σύμφωνη γνώμη της Αθήνας.

Απρόσκοπτα, όπως όλα τα στοιχεία δείχνουν, συνεχίζεται και η διαδικασία για την προετοιμασία του πλαισίου των ελληνοτουρκικών συζητήσεων, οι οποίες αναμένεται να ξεκινήσουν μετά τις αμερικανικές εκλογές. Στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ ήδη υπάρχουν προτάσεις για την οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας, μέρος των οποίων, πρέπει να σημειωθεί, ήδη ισχύει.

Ολες αυτές οι διαβουλεύσεις και οι συνομιλίες στο προσκήνιο και το παρασκήνιο που εξελίχτηκαν και εξελίσσονται μετά την κρίση της Ιμιας, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα ακόμη ουσιαστικό βήμα προς την κατεύθυνση μιας διευθέτησης του μείζονος προβλήματος του Αιγαίου. Ολες αυτές οι συζητήσεις έχουν ήδη δημιουργήσει αποτελέσματα, κυρίως στο επίπεδο της καλλιέργειας του εδάφους στην κοινή γνώμη για να αποδεχτεί την κατάλληλη στιγμή τα τετελεσμένα. Και από τη στιγμή που οι συζητήσεις για "γκρίζες ζώνες" στο Αιγαίο, για την ιδιαιτερότητα αυτής της θάλασσας ως προς την εφαρμογή του νέου δικαίου που επιτρέπει την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια και για την παρουσία αμερικανικών δυνάμεων ως τοποτηρητών των όποιων συμφωνιών, βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη, όλοι μπορούν να αντιληφθούν ποια είναι τα τετελεσμένα, μπροστά στα οποία πολύ σύντομα θα βρεθεί η ελληνική διπλωματία.

ΚΩΣΤΑΣ ΣΗΜΙΤΗΣ
Ενας "φιλοευρωπαίος" από παλιά

Κατά μια σύμπτωση, όχι περίεργη, ο σημερινός πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έχει συσχετίσει την πολιτική του σταδιοδρομία με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ευρωπαϊκή Ενωση στη συνέχεια). Για πρώτη φορά το όνομα του Κώστα Σημίτη συγκέντρωσε τα φώτα της δημοσιότητας το 1978 εξαιτίας μιας αφίσας του ΠΑΣΟΚ με το σύνθημα "Ναι στην ΕΟΚ των εργαζομένων", η οποία του στοίχισε την καθαίρεσή του από το Εκτελεστικό Γραφείο. Ηταν τότε που ο Ανδρέας Παπανδρέου μεσουρανούσε στο ρόλο του αντιιμπεριαλιστή και διεκδικούσε την κυβερνητική εξουσία έχοντας λεηλατήσει τα συνθήματα της Αριστεράς, μεταξύ αυτών και το "Οχι στην ΕΟΚ των μονοπωλίων". Θύμα λοιπόν των "αντιιμπεριαλιστικών" ιδεών και απόψεων εκείνης της εποχής, έπεσε και ο καθηγητής Κ. Σημίτης, υπεύθυνος τότε του ιδεολογικού τομέα του ΠΑΣΟΚ(επομένως και για το περιεχόμενο της επίμαχης αφίσας), που θεωρήθηκε ύποπτος για "φιλοευρωπαϊκή" παρέκκλιση.

Να όμως που η ιστορία πήρε την εκδίκησή της. Το 1996 ο Κώστας Σημίτης έγινε πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ προβάλλοντας σαν ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του τη φιλοευρωπαϊκή του ταυτότητα.

Δεν αρκεί όμως να λες ότι είσαι φιλοευρωπαϊστής για να είσαι. Χρειάζεται και η έξωθεν καλή μαρτυρία, την οποία ο Κ. Σημίτης διαθέτει. Την επομένη της εκλογής του στη θέση του προέδρου απ' το πρόσφατο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, μια μεγάλη γαλλική εφημερίδα έγραφε: "Επιτέλους, η Ελλάδα επιστρέφει στην Ευρώπη". Ο τίτλος που εκφράζει ανακούφιση, αποτελεί ταυτοχρόνως και σχόλιο για τη στάση των προηγουμένων κυβερνήσεων και ειδικότερα των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος θεωρούνταν πάντα από τους Ευρωπαίους "εταίρους" σαν προνομιακός φίλος των Ηνωμένων Πολιτειών, με μειωμένη επομένως "κοινοτική συνείδηση".

Τα παραπάνω δεν αποτελούν μομφή για τον σημερινό πρωθυπουργό, ο οποίος στο κάτω - κάτω εμφανίζεται συνεπής στις απόψεις του. Είναι όμως χαρακτηριστικά για τη διαδρομή που διήνυσε το ΠΑΣΟΚ και ο Κ. Σημίτης σε σχέση με την ευρωπαϊκή ενοποίηση, ενώ σηματοδοτούν και τη θέση της σημερινής κυβέρνησης στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μια πορεία που ξεκίνησε από το"όχι μεν, αλλά... " για να καταλήξει στο "ναι σε όλα".

Από τις προγραμματικές του δηλώσεις ο Κ. Σημίτης κατέστησε σαφές ότι η κοινοτική "νομιμοφροσύνη" θα διαπνέει όλες τις πτυχές της κυβερνητικής πολιτικής. Δυστυχώς, για τον ίδιο, η παρθενική του εμφάνιση στη Βουλή, στη θέση του πρωθυπουργού, συνέπεσε με το επεισόδιο στις βραχονησίδες Ιμια, γεγονός που τον οδήγησε στη δημόσια έκφραση ευγνωμοσύνης προς τις ΗΠΑ, ενώ στη συνέχεια τον υποχρέωσε να τηρήσει αποστάσεις από την Ευρωπαϊκή Ενωση λόγω της "φιλοτουρκικής" στάσης των "εταίρων". Αυτό εκφράστηκε με την προβολή του βέτο για την κοινοτική χρηματοδότηση προς την Τουρκία. Ωστόσο, είναι σαφές, ότι η ελληνική κυβέρνηση ταυτοχρόνως με την προβολή του βέτο έψαχνε την οδό της έντιμης διαφυγής από μια θέση στην οποία δεν επιθυμούσε να είναι. Η ευκαιρία, της δόθηκε, πριν λίγες μέρες όταν ένα ψήφισμα του Συμβουλίου υπουργών Εξωτερικών, όπου διατυπώνονταν τα αυτονόητα, θεωρήθηκε αρκετό για να άρει τις επιφυλάξεις της.

Βρυξέλλες: κανένα παράπονο

Αν εξαιρέσουμε τη "δοκιμασία" που πέρασαν οι σχέσεις της σημερινής κυβέρνησης με την Ευρωπαϊκή Ενωση, εξαιτίας της ελληνοτουρκικής εμπλοκής, οι Βρυξέλλες δεν πρέπει να έχουν κανένα απολύτως παράπονο. Στους κρίσιμους τομείς της οικονομίας, αλλά και της Διακυβερνητικής Διάσκεψης η υπό τον Κ. Σημίτη κυβέρνηση θεωρείται από τις περισσότερο προσηλωμένες στις αρχές της Συνθήκης του Μάαστριχτ και από τις περισσότερο πρόθυμες να υιοθετήσουν τις προτάσεις των "ισχυρών" για την αναθεώρησή της. Τα εύσημα που πήρε πρόσφατα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις επιδόσεις της στην εφαρμογή του προγράμματος "σύγκλισης", δείχνουν ότι η προσπάθεια δεν περνάει απαρατήρητη. Πιο χαρακτηριστική όμως των "φιλοευρωπαϊκών" αισθημάτων και απόψεων της κυβέρνησης, είναι η θέση της σχετικά με την αναθεώρηση της Συνθήκης του Μάαστριχτ στη Διακυβερνητική Διάσκεψη. Εκεί εμφανίζεται με μοναδική απαίτηση την αναγνώριση των ελληνικών συνόρων σαν συνόρων της Ευρωπαϊκής Ενωσης και επομένως τη δήλωση των "εταίρων" ότι θα συνδράμουν την Ελλάδα αν απειληθεί από γειτονική χώρα. Εναντι αυτού είναι έτοιμη να προσυπογράψει κάθε πρόταση όπως η διαίρεση των μελών της Ενωσης σε πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, η δημιουργία του "σκληρού πυρήνα" της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης, η εκχώρηση όλων των αρμοδιοτήτων του εθνικού Κοινοβουλίου στα υπερεθνικά, κοινοτικά όργανα, η απεμπόληση κάθε δικαιώματος χάραξης εξωτερικής πολιτικής προς όφελος των κέντρων λήψης των αποφάσεων στη Βόννη ή το Παρίσι, κ. ά.

Στρατηγικά βεβαίως και η σημερινή κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες, δεν μπορεί να ξεφύγει από το σφιχτό εναγκαλισμό των Αμερικανών "φίλων". Εξάλλου οι ΗΠΑ δε χάνουν ευκαιρία να υπενθυμίζουν στην Αθήνα ότι στην περιοχή που ζούμε δεν υπάρχουν περιθώρια για άσκηση πολιτικής που δε θα παίρνει υπόψη πριν απ' όλα τα συμφέροντα της "νέας τάξης πραγμάτων".

Ολα αυτά αφορούν στις επιλογές της κυβέρνησης και στις σχέσεις που θέλει να διαμορφώσει με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Οι Ελληνες εργαζόμενοι γνωρίζουν, πρέπει να γνωρίζουν, ότι η υλοποίηση αυτής της πολιτικής θα έχει δυσμενείς συνέπειες όχι μόνο στο εισόδημα, στις εργασιακές σχέσεις, στα ασφαλιστικά τους δικαιώματα, αλλά και στα δημοκρατικά δικαιώματα, ακόμη και στην εθνική κυριαρχία. Αυτό που πρακτικά μπορεί να σημαίνει η ιδιαίτερη προσήλωση της κυβέρνησης στις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης, είναι η επιτάχυνση στην εφαρμογή τους και η μεγαλύτερη προσπάθεια προσαρμογής στα "κοινοτικά δεδομένα".

Στρατηγικά η σημερινή κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες, δεν μπορεί να ξεφύγει από το σφιχτό εναγκαλισμό των Αμερικανών "φίλων". Εξάλλου οι ΗΠΑ δε χάνουν ευκαιρία να υπενθυμίζουν στην Αθήνα, ότι στην περιοχή που ζούμε δεν υπάρχουν περιθώρια για άσκηση πολιτικής που δε θα παίρνει υπόψη πριν απ' όλα τα συμφέροντα της "νέας τάξης πραγμάτων"

ΛΕΖΑΝΤΑ

Η κρίση στα Ιμια οδήγησε στο δημόσιο "ευχαριστώ" προς τις ΗΠΑ, επικυρώνοντας το διαιτητικό τους ρόλο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ