«Ο Μέλιος κοίταξε από το γεφύρι το δρόμο, που 'φτανε ως το κάτασπρο, μεγάλο κτίριο, πέρα από τις λεύκες κι η καρδιά του άρχισε να χτυπάει όλο και πιο δυνατά. Το πείσμα του 'δινε το κουράγιο, που χρειάζονταν, για να συνεχίσει να κυνηγάει το μακρινό όνειρο... Στη μεγάλη πολιτεία, εκεί που τα αγόρια φορούσαν στο σχολείο μια στολή με κασκέτο... Εκεί θα συναντούσε τ' όνειρό του, στο σχολείο της μεγάλης πολιτείας, εκεί θα έδινε τις πρώτες του εξετάσεις... Σε ένα κανονικό σχολείο... Μέχρι τότε μάθαινε να διαβάζει και να γράφει με τη βοήθεια ενός φιλότιμου δασκάλου στο χωριό, χωρίς χαρτιά και πλακόντυλο... κρυφά από τ' αφεντικό, μετά τις δουλειές στα χωράφια και τις στάνες... Τώρα το Γυμνάσιο...