«Μυρίζουν σβουνιά και χωράφι, μέσα στα μάτια τους βελάζουν τα πρόβατα του απόβραδου, στα τσουλούφια τους κρέμονται οι σκιές των πλατανόφυλλων Μιλάνε λίγο, δε μιλάνε καθόλου, ωστόσο πότε - πότε το βλέπεις, που 'χουν συμπεθεριάσει με ελάτια, μια στιγμή που σηκώνουν τα μάτια από το χώμα και γελάνε πίσω από τους ώμους μας (...) και τότε πια δεν ξέρεις, έτσι συναγμένοι στον αυλόγυρο της βραδιάς, αξούριστοι, άλαλοι, δεν ξέρεις πια σαν ανάβουν τα τσακμάκια τους, αν είναι να ανάψουν το τσιγάρο τους, ή, αν είναι να ανάψουν το φιτίλι του δυναμίτη. Τούτοι οι γερόντοι δε μιλάνε. Τα παιδιά τους βγήκαν στο κλαρί, ετούτοι χώσαν την καρδιά τους στο βουνό σαν ένα βαρέλι με μπαρούτι (...) δε μιλάνε (...)...