Το δωμάτιο έχει δύο παράθυρα προς το δρόμο, όχι πολύ μεγάλα, αφήνουν, όμως, αρκετό θόρυβο και φως να περάσει μέσα. Τα πρωινά, ο γέρος κάθεται στη γωνία δίπλα απ' το παράθυρο. Εχει καθαρίσει στο σκονισμένο τζάμι μια στρογγυλή τρύπα και κοιτάει έξω. Ο θόρυβος συνδέει τον άνδρα με τη ζωή. Το δρομάκι βγαίνει σε μεγαλύτερους δρόμους κι αυτοί σε λεωφόρους, σε αυτοκινητοδρόμους, που διασχίζουν τις χώρες, συνδέουν και συγκρατούν πόλεις και χωριά, όπως ένα δίχτυ τα ψάρια του. Ο γέρος κοιτάει κατάματα τη σαύρα μπροστά στο παράθυρο, που με τρεμουλιαστό λαρύγγι και με ανοιχτό στόμα ζεσταίνεται στον ήλιο. Ξαφνικά, του φάνηκε σα να του έγνεψε με το κεφάλι κι ένα χαμόγελο έλαμψε στο χλομό πρόσωπο του...