Κυριακή 30 Δεκέμβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Το πρώτο δέντρο

Δε θα ήμουνα πάνω από 15 χρονών. To μουστάκι μου μόλις και διακρινόταν σα μια καφετιά σκιά κάτω από τη μύτη μου. Οσο για τις εσωτερικές μου λειτουργίες, απειλούσαν τις εφηβικές μου μοναξιές, μόνον όταν στη διπλανή μας αυλή η Αθηνούλα πότιζε τα γεράνια της, φορώντας το μαύρο της κομπινεζόν, μόνιμα τρύπιο στο κέντρο του αριστερού της μαστού, παράθυρο ανοιχτό στο κέντρο του παραδείσου, από όπου και το τιτιβίζον καφετί ράμφος ενός περιστεριού μου έστελνε ζεστά χαιρετίσματα

Το σπίτι μας ήτανε γεμάτο αγαπημένους ανθρώπους. Ο παππούς μου ο Νικολάκης όπως πάντα, διάβαζε τη «Μακεδονία» και θαύμαζε τους Γγερμανούς. Ο άλλος μου ο παππούς, ο Πασχάλης, ήτανε φανατικός βενιζελικός και φορούσε στο πέτο, το παράσημο «εξαίρετων πράξεων» που του είχε δώσει ο Βενιζέλος, γιατί, μας έλεγε, είχε πρωτοστατήσει στο κίνημα της «Αμυνας». Βέβαια, κανένας μας δεν πίστευε αυτή την ιστορία. Η θειά μου η Κλεάνθη, μάλιστα, επέμενε πως το περίφημο παράσημο το είχε ανταλλάξει ο παππούς μου με μια γερμανική αντιασφυξιογόνα μάσκα στο παλαιοβιβλιοπωλείο του Ξενοφώντα. Και, φυσικά, δε μας φαινότανε υπερβολική η ιστορία της θειάς μου, γιατί ξέραμε την ευκολία που είχε ο παππούς μου να φτιάχνει ηρωικές ιστορίες με κεντρικό πρόσωπο τον εαυτό του. Ξέραμε ακόμα και το βιβλιοπωλείο του Ξενοφώντα, όπου μπορούσες με ένα κράνος γερμανικό ή με μια γκαζόλαμπα να πάρεις τους «Αθλίους» του Ουγκώ ή το «Εγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι. Εγώ, όμως, δεν κατάφερα ποτέ να πείσω τον Ξενοφώντα να συμφωνήσει στην ανταλλαγή που του πρότεινα. Ισως γι' αυτό μου έμεινε από τότε και μια περίεργη λαχτάρα για τα παλιά πράγματα και τα βιβλία. Και κάθε φορά που βρίσκεται στο δρόμο μου τέτοιο μαγαζί, όπως το παλαιοβιβλιοπωλείο του Ξενοφώντα, στέκομαι μπροστά στις βιτρίνες του και φέρνω στο μυαλό μου όλες εκείνες τις παλιές ιστορίες που έφυγαν μαζί με τους ανθρώπους.

Μια τέτοια ιστορία που τη θυμούμαι κάθε φορά που έρχονται Χριστούγεννα είναι και εκείνη που άρχισε ένα γλυκό απόγεμα πρωτοχρονιάς. Είχε χιονίσει το προηγούμενο βράδυ και η Θεσσαλονίκη ήτανε κάτασπρη. Ενας ήλιος απροσδόκητος την έκανε να στραφταλίζει. Εγώ, καθόμουνα στο μικρό σαχνισί του σπιτιού μας, μετρώντας τις μαύρες πατημασιές πάνω στο χιόνι του δρόμου. Εκείνα τα Χριστούγεννα δεν τα είχα περάσει και τόσο καλά, γιατί από τη μέρα που μπήκε ο Δεκέμβρης ήθελα να στολίσω δέντρο. Η μάνα μου με πήρε παράμερα και μου ψιθύρισε στο αυτί πως την άλλη χρονιά θα στολίζαμε το πιο ψηλό δέντρο της γειτονιάς. Θα μας το έφερνε ένας θείος μας από τον Αυγερινό Βοΐου, όπου είχε ξεμείνει από τον Εμφύλιο με το ένα πόδι κομμένο και βαθιά μέσα στην τσέπη κρυμμένη μια φωτογραφία του Λένιν, που μας την έστειλε μια χρονιά το Πάσχα με ευχές γραμμένες με κόκκινο μολύβι. «Καλή επανάσταση», ήτανε οι ευχές. Οι μεγάλοι κρυφογέλασαν. «Δε λέει να βάλει μυαλό», μουρμούρισε ο πατέρας μου. Εγώ δεν κατάλαβα.

Ωστόσο, παρηγορήθηκα με την υπόσχεση της μάνας μου. Εκοψα μάλιστα, ένα φύλο από το τετράδιο της αριθμητικής και έγραψα ένα γράμμα στο θείο μου τον αντάρτη, όπου περιέγραφα, με λεπτομέρειες πώς ήθελα να είναι το δέντρο. Βέβαια, το γράμμα αυτό δεν έφυγε ποτέ. «Πού λεφτά τώρα για γραμματόσημα», είπε ο πατέρας μου. Απελπίστηκα. Εβαλα τα κλάματα και έτρεξα στο σαχνισί μας. Και τότε μου ήρθε η ιδέα. Φόρεσα βιαστικά το πανωφόρι μου, κατέβηκα σιγά σιγά τη σιδερένια σκαλίτσα της ταράτσας μας, και από κει με ένα σάλτο βρέθηκα στην αυλή της Αθηνούλας. Πλησίασα τη γλάστρα με το πιο μεγάλο γεράνι, την πήρα στην αγκαλιά μου και ξαναγύρισα πίσω στο σαχνισί μας. Εβαλα τη γλάστρα πάνω στο περβάζι του μεγάλου παραθύρου μας. Πάνω στα φύλα του γερανιού έριξα μικρά κομματάκια βαμβάκι για χιόνι και στην κορυφή του έστησα με προσοχή τη φωτογραφία του Λένιν. Είχα ηρεμήσει πια. Και το μόνο που μου έλειπε ήταν το τιτιβίζον ράμφος της Αθηνούλας!


Του
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ