Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει στην ανακοίνωσή της η παράταξη, η πρόεδρος του «Πολυκοινωνικού» που διαχειρίζεται τη λειτουργία του προγράμματος, αποφάσισε να «ανακυκλώσει» το προσωπικό μεταξύ Αλεξανδρούπολης, Τραϊανούπολης και Φερών με το αιτιολογικό της προσφοράς περισσότερων υπηρεσιών στους «ωφελούμενους». Αυτό έχει προκαλέσει τις αντιδράσεις των εργαζομένων, που θεωρούν αναίτιες τις μετακινήσεις, οι οποίες γίνονται μάλιστα χωρίς ενημέρωση, δημιουργώντας προβλήματα στους ίδιους αλλά και στη σχέση τους με τους ανθρώπους που φροντίζουν.
Πρόκειται για 13 εργαζόμενες (κοινωνικοί λειτουργοί, νοσηλεύτριες, οικογενειακοί σύμβουλοι) του προγράμματος «Βοήθεια στο Σπίτι», οι οποίες καλύπτουν τις αυξημένες ανάγκες του μεγαλύτερου σε πληθυσμό δήμου της Περιφέρειας, οι οποίες έχουν γίνει ακόμα πιο σημαντικές λόγω της πανδημίας.
Από την άμεση παρέμβαση της «Λαϊκής Συσπείρωσης» στην πρόεδρο του «Πολυκοινωνικού» για τις συγκεκριμένες μετακινήσεις, που προκάλεσαν τις αντιδράσεις, η πρόεδρος υποστήριξε πως «ο νόμος τής δίνει το δικαίωμα να προχωρά σε τέτοιου είδους αναδιαρθρώσεις και αυτές γίνονται προς όφελος των εξυπηρετούμενων από το πρόγραμμα δημοτών».
Η «Λαϊκή Συσπείρωση» Αλεξανδρούπολης σημειώνει μεταξύ άλλων πως το «Βοήθεια στο Σπίτι» είναι πρόγραμμα που «αποδείχθηκε εντελώς αναγκαίο για τις τεράστιες ανάγκες των ηλικιωμένων σ' ένα κράτος που ξεφορτώνεται τις βασικές υποχρεώσεις του και τις δίνει στους δήμους χωρίς χρηματοδότηση, υποδομές και επαρκές προσωπικό.
Γενικά αλλά ιδιαίτερα στις παρούσες συνθήκες της πανδημίας χρειάζεται καλύτερη συνεργασία και κατανόηση ανάμεσα στη διοίκηση και στο προσωπικό της δομής για να οργανωθεί όσο γίνεται καλύτερα το δίκτυο των παρεχόμενων υπηρεσιών, παράλληλα με τον αγώνα για διεκδίκηση επιπλέον μόνιμου προσωπικού, υποδομών και μέσων για να καλύπτονται οι αυξανόμενες ανάγκες».
Καταλήγει τονίζοντας πως «η λαϊκή οικογένεια είχε χτες, έχει σήμερα λόγω της πανδημίας, αλλά πολύ περισσότερο θα έχει και αύριο την ανάγκη για δωρεάν δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες που θα εξυπηρετούν τις πραγματικές της ανάγκες που συνεχώς διευρύνονται και ως συνέπεια των αντεργατικών και αντιλαϊκών πολιτικών που εφαρμόζονται. Γι' αυτό λοιπόν είναι άμεση η ανάγκη για μονιμοποίηση όλου του υπάρχοντος προσωπικού και ενίσχυση του προγράμματος με επιπλέον μόνιμους εργαζόμενους».