Σαν οδοστρωτήρας έρχεται να παραμερίσει εμπόδια, για να διευκολύνει τους εργοδότες να εφαρμόζουν τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας που ήδη προβλέπεται από τον αντεργατικό νόμο του ΠΑΣΟΚ (3986/2011), ενώ πριν από αυτό υπήρχαν κι άλλοι νόμοι επίσης του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.
Το νομοσχέδιο Χατζηδάκη δίνει τη δυνατότητα στους εργοδότες να απασχολούν τους εργαζόμενους μέχρι 10 ώρες τη μέρα για μια περίοδο που την αποκαλούν περίοδο αυξημένης απασχόλησης. Οι ώρες εργασίας, επιπλέον του 8ωρου, δεν αμείβονται, είναι απλήρωτες. Υποτίθεται ότι ο εργοδότης «αποζημιώνει» τον εργαζόμενο με το να τον απασχολεί λιγότερες ώρες ή δίνοντάς του ρεπό σε μια άλλη περίοδο (μειωμένης απασχόλησης). Ομως ο εργαζόμενος δεν κερδίζει τίποτα, αντίθετα χάνει. Ο οργανισμός του υφίσταται φθορά κάθε ώρα που δουλεύει, πόσο μάλλον πέραν του 8ώρου, μια φθορά που η κυβέρνηση του λέει ότι θα την αναπληρώσει όποτε το αποφασίσει ο εργοδότης, π.χ. σε κάνα εξάμηνο... Επομένως, στην πραγματικότητα μιλάμε και για μείωση του μισθού, αν και «στα χαρτιά» μένει ο ίδιος, αφού αυξάνεται η εκμετάλλευση.
Αυτό που επιδιώκεται με τη διευθέτηση και την αυξομείωση του ωραρίου είναι κάθε ώρα που δουλεύει ο εργαζόμενος να αποφέρει τα μέγιστα κέρδη στον εργοδότη σε όλες τις περιόδους αυξημένης ή μειωμένης απασχόλησης. Αλλωστε, ακόμα και την περίοδο μειωμένης απασχόλησης ο εργοδότης μπορεί, αν χρειαστεί, να «κολλήσει» στο μειωμένο ωράριο υπερεργασία και υπερωρίες, οι οποίες μάλιστα θα κοστίζουν λιγότερο σύμφωνα με το νομοσχέδιο. Είναι προφανές ότι ο σταθερός ημερήσιος χρόνος απασχόλησης στέκεται εμπόδιο σε αυτήν την προσαρμογή και άρα στην αύξηση της κερδοφορίας. Αυτό είναι που εξηγεί το γιατί βρίσκεται στο στόχαστρο όλων των αστικών κυβερνήσεων εδώ και δεκαετίες, με βασικό εργαλείο τη «διευθέτηση». Κάθε νέα αναδιάρθρωση προσθέτει ακόμα περισσότερες «εξαιρέσεις» στην υποτιθέμενη κατοχύρωση του 8ωρου, καθιστώντας τελικά σπάνια εξαίρεση το ίδιο το 8ωρο, ειδικά για τους νέους εργαζόμενους.
Η διευθέτηση, όπως ψηφίστηκε το 2011 και διατηρήθηκε από όλες τις κυβερνήσεις μέχρι σήμερα, μπορεί να εφαρμοστεί μέσω συμφωνίας της επιχείρησης με τον φορέα συλλογικής εκπροσώπησης των εργαζομένων. Το νομοσχέδιο της ΝΔ πάει ένα βήμα παραπέρα, επιτρέποντας στους εργοδότες να παρακάμψουν τα συνδικάτα. Αν ένα συνδικάτο απορρίψει τη διευθέτηση, ο εργοδότης θα μπορεί να απευθυνθεί στον κάθε εργαζόμενο ξεχωριστά και να τον αναγκάσει να «αιτηθεί» ο ίδιος το ξήλωμα του 8ωρου του.
Ακόμα, προσφέρει στους εργοδότες, εφόσον τις χρειαστούν, περισσότερες και φθηνότερες υπερωρίες, που φτάνουν μέχρι τις 150 το χρόνο και οι οποίες θα αμείβονται με 40% προσαύξηση (από 60% μέχρι σήμερα για τις πάνω από 120 υπερωρίες).
Μια «βολική εξήγηση» για τη βαρβαρότητα που περιγράψαμε είναι ότι αυτή οφείλεται σε κάποιες «ιδεοληψίες της κυβέρνησης της ΝΔ», ότι περνάει το νομοσχέδιο για να υπηρετήσει μια «ελίτ εργοδοτών - κολλητών» της, όπως ισχυρίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Οτι αυτά «απομακρύνουν το ελληνικό Εργατικό Δίκαιο από τα ευρωπαϊκά κεκτημένα».
Είναι πράγματι έτσι;
Στα κράτη - μέλη της ΕΕ το νομικό πλαίσιο για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας οριοθετείται από την ευρωενωσιακή Οδηγία 2003/88/ΕΚ, που αφορά στην οργάνωση του χρόνου εργασίας.
Η Οδηγία προβλέπει σειρά μέτρων, τα οποία δεν έχουν, ακόμα, ενσωματωθεί στο σύνολό τους στην ελληνική νομοθεσία ή έχουν ενσωματωθεί μερικώς, διαδοχικά από όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων.
Με αυτήν την έννοια, το σύνολο της Οδηγίας δείχνει και τα βήματα που θα ακολουθήσουν οι κυβερνήσεις το επόμενο διάστημα μετά και από αυτό το νομοσχέδιο, εφόσον ψηφιστεί.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τον νόμο 4498/2017 μετέφερε την παραπάνω Οδηγία στην ελληνική νομοθεσία, εισάγοντας για πρώτη φορά ακόμα και τις «παρεκκλίσεις» που αυτή προβλέπει. Ηταν ο νόμος για το ωράριο των νοσοκομειακών γιατρών, με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ «φύτεψε» στην Ελλάδα τη «διευθέτηση» και με «ατομική συμφωνία», για την οποία μάλιστα σήμερα σκίζει τα ρούχα του.
Συνοπτικά, η Οδηγία, η οποία αποτελεί τον «μπούσουλα» για όλες τις αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις και στην Ελλάδα γύρω από τον εργάσιμο χρόνο, προβλέπει: Μέχρι 13 ώρες δουλειά τη μέρα, μέχρι και 12 μέρες συνεχόμενη εργασία, μέχρι 78 ώρες εργασίας ανά βδομάδα. Το διάλειμμα, η μετακίνηση από και προς την εργασία, το καθεστώς επιφυλακής (ο εργαζόμενος βρίσκεται σε αναμονή μήπως τον χρειαστεί ο εργοδότης) θεωρούνται περίοδοι ανάπαυσης!
Αρκετά διαφωτιστική για τους στόχους που υπηρετεί η Οδηγία, είναι η Ερμηνευτική Ανακοίνωση, όπου διαβάζουμε:
«Τα νέα επιχειρηματικά μοντέλα στις παγκόσμιες αξιακές αλυσίδες με μεθόδους παραγωγής "τη στιγμή που χρειάζεται" (just-in-time) απαιτούν αυξημένη ευελιξία και συνεπάγονται, ενίοτε, εντατικοποίηση της εργασίας. Ως εκ τούτου, το μεταβαλλόμενο περιβάλλον εργασίας και οι ευέλικτες εργασιακές ρυθμίσεις αναγνωρίζονται ως ο κύριος μοχλός αλλαγής στον κόσμο της εργασίας (...) Ταυτόχρονα, η ψηφιακή τεχνολογία ανοίγει τον δρόμο σε νέες δυνατότητες παρακολούθησης του χρόνου εργασίας».
Αναλυτικότερα η Οδηγία:
Ολα τα παραπάνω συνιστούν την «κανονικότητα». Ομως η Οδηγία περιλαμβάνει και παρεκκλίσεις, γιατί επιδίωξή της είναι «να παράσχει έναν βαθμό ευελιξίας κατάλληλο για διάφορες δραστηριότητες» και «η ευελιξία αυτή κατοχυρώνεται στις παρεκκλίσεις (...) οι οποίες είναι πολυάριθμες και ποικίλες». «Παρεκκλίσεις» σημαίνει ακόμα πιο βαθιές αντεργατικές ρυθμίσεις από αυτές που περιγράφονται ως κανονικότητα.
Πρακτικά, οι παρεκκλίσεις μπορούν να επιβληθούν «μέσω της νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής οδού», αλλά και «με συλλογικές συμβάσεις ή με συμφωνίες μεταξύ κοινωνικών εταίρων». Ακόμα επιτρέπεται η υπέρβαση του 48ωρου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, με ατομική συναίνεση του εργαζόμενου! Πρόκειται για τη λεγόμενη ρήτρα αυτοεξαίρεσης (opt out) που φέρνει τον εργαζόμενο μόνο του ενώπιον του εργοδότη και τον αναγκάζει με το φόβο της απόλυσης ή άλλης δυσμενούς μεταχείρισης να δεχθεί να δουλέψει εξαντλητικά μέχρι και 13 ώρες τη μέρα!
Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι όλες οι κυβερνήσεις έχουν βάλει το χεράκι τους για να νομοθετήσουν αρκετά στην Ελλάδα, όμως όπως φαίνεται υπάρχει ακόμα ...«δουλειά» να βγάλουν.
Γι' αυτό η πάλη που αναπτύσσεται από το εργατικό κίνημα ενάντια στο νέο αντεργατικό τερατούργημα και τις «τομές» που αυτό φέρνει στην ένταση της εκμετάλλευσης δεν μπορεί να πάει πίσω από το αίτημα για «απόσυρση εδώ και τώρα», για ξήλωμα όλου του αντεργατικού νομοθετικού οπλοστασίου που χτίζεται τα τελευταία χρόνια.