O 13χρονος Αχμεντ ξαφνικά δεν μοιάζει να συμπεριφέρεται σαν τα άλλα παιδιά της ηλικίας του στη μικρή βέλγικη πόλη όπου ζει. Η απότομη στροφή του προς τη θρησκεία και τη φανατισμένη ιδεολογία του ιμάμη του τον απομακρύνει από την οικογένειά του, τους φίλους του, τον κοινωνικό του περίγυρο. Κατακρίνει τα πάντα και φτάνει στο σημείο να αποπειραθεί να σκοτώσει έναν πολύ κοντινό του άνθρωπο...
Η ταινία, παρότι διακρίθηκε με το Βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών το 2019, εντούτοις βγαίνει στους ελληνικούς κινηματογράφους μόλις τώρα. Οι Νταρντέν επιλέγουν να ασχοληθούν με τα ζητήματα θρησκευτικού φανατισμού σαφώς επηρεασμένοι από τις τότε πρόσφατες επιθέσεις στο Βέλγιο.
Ομως η προσέγγιση αυτή, ανεξάρτητα από προθέσεις, κρύβει τις άλλες, σημαντικότερες πλευρές του ζητήματος με το οποίο καταπιάνονται, που κάθε άλλο παρά αποτελεί ένα «αθώο», «ουδέτερο» θέμα. Δεν έχει άλλωστε κανείς παρά να δει το πώς με προμετωπίδα τη λεγόμενη «αντιμετώπιση του ριζοσπαστισμού», έννοια - λάστιχο όπου τσουβαλιάζονται τέτοια φαινόμενα με την εργατική - λαϊκή πάλη, η ΕΕ και τα αστικά κράτη προχωράνε στη γιγάντωση των μηχανισμών παρακολούθησης, χαφιεδισμού και καταστολής, για την υπεράσπιση της εξουσίας των καπιταλιστών. Αυτό το σάπιο εκμεταλλευτικό σύστημα είναι που αναπαράγει και όλα τα κοινωνικά αδιέξοδα για τη νέα γενιά, ενώ έχει ανάγκη από τον σκοταδισμό. Και βέβαια δεν υπάρχει ιμπεριαλιστική επέμβαση που να μην αξιοποίησε ως πρόσχημα και τη δράση τέτοιων μηχανισμών, που όπως έχει κατ' επανάληψη αποκαλυφθεί, έχουν «δεσμούς αίματος» με ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ.
Ισως η πιο γνωστή ελληνική ταινία της χρονιάς, που αποτέλεσε και την επίσημη πρόταση για τα Οσκαρ. Παρότι η θεματική της είναι αρκετά ενδιαφέρουσα έχοντας αναφορές στην απώλεια της ταυτότητας του ατόμου και στην προσπάθεια χειραγώγησής του, εντούτοις το σενάριο ακολουθεί αργούς ρυθμούς και στερείται ιδιαίτερης πλοκής. Εν ολίγοις, ενώ έχει μια καλή σεναριακή ιδέα, δεν την εξελίσσει αρκετά, αφήνοντας μια μετέωρη αίσθηση.
Ο 50χρονος Νίκος, ένας εκλεπτυσμένος ράφτης παλαιάς κοπής, πασχίζει να κρατήσει ζωντανό το φάντασμα της περασμένης και καλοντυμένης αριστοκρατίας του '60. Ομως, όταν η τράπεζα απειλεί να κατάσχει το οικογενειακό ραφτάδικο και ο ηλικιωμένος πατέρας του νοσηλεύεται στο νοσοκομείο, ο Νίκος προσπαθεί να βρει τρόπο να επιβιώσει.
Ενα ανάλαφρο, ροζ παραμύθι. Μια ρομαντική κομεντί που δεν έχει σκοπό να προβληματίσει, ακόμα κι όταν καταπιάνεται με φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα, όπως η κρίση. Παρ' όλα αυτά, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε το ταλέντο της Κέντερμαν και την ιδιαίτερη σκηνοθετική ματιά της.
H «Disney» ακολουθώντας τα χνάρια του «Joker» (DC Comics / 2019), που έφερε μια «νέα ματιά» πίσω από τους διάσημους «κακούς» των κόμικς, ανατρέπει το μύθο της Κρουέλα Ντε Βιλ. Η ιστορία στέκεται αυτόνομα και πολύ λίγα χαρακτηριστικά της θυμίζουν τη γνωστή μας Κρουέλα από τα «101 σκυλιά Δαλματίας».
Σε αυτό το παραμύθι η «Disney» πραγματικά μεγαλουργεί: Σεναριακά, σκηνοθετικά, φωτογραφικά, σκηνογραφικά, στα κουστούμια, στη μουσική που είναι γεμάτη με καταπληκτικές διασκευές, και φυσικά στις ερμηνείες των δύο κύριων πρωταγωνιστών, της Εμμα Τόσον και της Εμμα Στόουν. Μπορεί η «Κρουέλα» να μην έχει κάποιο ιδιαίτερο κοινωνικό σχόλιο στο περιεχόμενό της, όμως σαν θέαμα δεν παύει να εντυπωσιάζει.
Η οικογένεια των Αμποτ καλείται να αντιμετωπίσει τους κινδύνους του έξω κόσμου, καθώς συνεχίζουν τον αγώνα για επιβίωση σιωπηλοί.
Η δεύτερη ταινία της σειράς εξελίσσεται αυτήν τη φορά έξω από το σπίτι των Αμποτ με την προσθήκη του ομολογουμένως καταπληκτικού Κίλιαν Μέρφι, αλλά και της εξίσου πολύ καλής (κωφάλαλης) Μίλισεντ Σίμοντς και δίνει μια πολύ δυνατή συνέχεια για τους λάτρεις του είδους. Υπερπαραγωγή στα καλύτερά της. Εφέ, τέρατα, εκκωφαντικές σιωπές, καταιγιστικά πλάνα, αγωνία και ένα τέλος που σε αφήνει μετέωρο προφανέστατα για τη συνέχισή του σε ένα τρίτο μέρος. Η συμβουλή των ειδικών λέει ότι πρέπει να διαλέξετε κινηματογράφο με καλή ακουστική γιατί ο ήχος στην προκείμενη περίπτωση παίζει εξίσου σημαντικό ρόλο με την εικόνα.