Κυριακή 3 Φλεβάρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΑΓΟΡΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ
Μονοπώλιο στην αγορά

Στο φρέσκο γάλα η αγορά μονοπωλείται από τις εταιρίες ΔΕΛΤΑ και ΦΑΓΕ, που ελέγχουν το 58%, ενώ πολύ μεγάλο είναι το ποσοστό των εισαγωγών

Ο εξαιρετικά υψηλός βαθμός συγκέντρωσης (ολιγοπώλιο) και οι μεγάλες ποσότητες εισαγωγής γάλακτος είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων (εκτός τυριών). Επίσης, αυξάνεται συνεχώς η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων, κάτι που αποδίδεται στη στροφή των Ελλήνων στην υγιεινή διατροφή. Τα παραπάνω προκύπτουν από σχετική έρευνα του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), που δημοσιοποιήθηκε την περασμένη Τετάρτη.

Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει πως στην ελληνική αγορά δραστηριοποιούνται συνολικά 90 εταιρίες γάλακτος, όμως μόνο πέντε εταιρίες κατέχουν μερίδιο αγοράς (λευκό γάλα εντός και εκτός ψυγείου) που ανέρχεται στο 80%, ενώ οι υπόλοιπες 15 κατέχουν το υπόλοιπο. Στο φρέσκο γάλα απόλυτη σχεδόν είναι η κυριαρχία της ΔΕΛΤΑ, η οποία κατέχει μερίδιο της τάξης του 39%. Ακολουθούν η ΦΑΓΕ με 19%, η ΜΕΒΓΑΛ με 11%, η FRIESLAND με 7% και οι υπόλοιποι με 19%. Στο σύνολο λευκού γάλακτος εντός και εκτός ψυγείου τα μερίδια καθορίζονται σε 25% για τη ΔΕΛΤΑ, 24% για τη FRIESLAND, 12% για τη ΦΑΓΕ, 12% για τη ΝΕΣΤΛΕ, 7% για τη ΜΕΒΓΑΛ και 20% για τους υπόλοιπους. Στις πωλήσεις του γάλακτος σε κουτί η FRIESLAND κατέχει το 57% της αγοράς, η ΝΕΣΤΛΕ το 32% και οι υπόλοιποι το 11%.

Πέρα από την ύπαρξη ολιγοπωλίου στον κλάδο του γάλακτος, ένα άλλο σημαντικό ζήτημα εστιάζεται στη χαμηλή ποσόστωση γάλακτος της Ελλάδας, η οποία υποχρεώνει τη χώρα μας να εισάγει μεγάλες ποσότητες γάλακτος από το εξωτερικό. Αυτό έχει αποτέλεσμα η Ελλάδα να μη συγκαταλέγεται στις μεγάλες γαλακτοπαραγωγούς χώρες, αφού η εγχώρια παραγωγή καλύπτει μόλις το 50% της κατανάλωσης, γεγονός που καθιστά την ελληνική παραγωγή γάλακτος ελλειμματική σε σχέση με τη ζήτηση.

Τα ποσοστά κατανάλωσης

Η κατανάλωση γαλακτοκομικών ανήλθε το 1998 - σύμφωνα με την έρευνα του ΙΟΒΕ - στους 770 χιλιάδες τόνους, σημειώνοντας μικρή αύξηση σε σχέση με το 1993. Η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων, εκτός από τυροκομικά προϊόντα, εμφανίζει κατά την πενταετία 1993-1998 μικρή άνοδο, η οποία ισοδυναμεί με 3% ετησίως. Η εγχώρια παραγωγή ακολουθεί και αυτή με τη σειρά της ανοδική πορεία, η οποία αντιστοιχεί σε 5,4% ετησίως. Η κατανάλωση γάλακτος ανήλθε το 1998 στους 722 χιλιάδες τόνους σημειώνοντας αύξηση 12,36% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής κινήθηκε στα επίπεδα του 5,1%. Από τις επιμέρους κατηγορίες που συνθέτουν τον κλάδο του γάλακτος, το φρέσκο γάλα, λευκό και σοκολατούχο, είναι η σημαντικότερη κατηγορία γάλακτος και αναλογεί σε περισσότερο από 50% της συνολικής κατανάλωσης σε όγκο και αξία. Αντίθετα, η κατανάλωση γάλακτος μακράς διαρκείας εκτιμάται ότι δεν παρουσιάζει σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης, εξαιτίας της επιτυχούς διάδοσης του φρέσκου παστεριωμένου γάλακτος και του γάλακτος υψηλής παστερίωσης, ενώ η κατανάλωση γάλακτος εβαπορέ ακολουθεί φθίνουσα πορεία λόγω της στροφής των καταναλωτών προς τις δύο προαναφερθείσες κατηγορίες γάλακτος.

Σταθεροποιητικούς ρυθμούς ακολουθεί η κατανάλωση βουτύρου, η οποία για το τελευταίο υπό εξέταση έτος ανήλθε στους 8.651 τόνους, παρουσιάζοντας οριακή πτώση της τάξης του 0,9% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ιδιαίτερα ανοδικούς ρυθμούς παρουσιάζει η κατανάλωση γιαούρτης, η οποία στο διάστημα 1993-1997 παρουσιάζει αύξηση της τάξης του 7,4% ετησίως. Πιο συγκεκριμένα, η κατανάλωση γιαούρτης ανήλθε το 1997 στους 76,8 χιλιάδες τόνους παρουσιάζοντας αύξηση της τάξης του 4% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η κατανάλωση παγωτού ακολουθεί μια ελαφρά ανοδική πορεία με μικρές διακυμάνσεις, η οποία προσεγγίζει το 0,6% ετησίως.

Η εξαγωγική δραστηριότητα του κλάδου των γαλακτοκομικών προϊόντων είναι περιορισμένη. Η σημαντικότερη κατηγορία εξαγόμενων προϊόντων είναι η γιαούρτη με 66% της συνολικής αξίας των εξαγωγών. Οι υπόλοιπες κατηγορίες προϊόντων παρουσιάζουν ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο, με πιο έντονο αυτό του γάλακτος. Οι σημαντικότερες χώρες προορισμού των εξαγωγών (75%) αφορούν στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με σημαντικότερη τη Βρετανία. Σημαντικό και συνεχώς αυξανόμενο μερίδιο παρουσιάζει η Κύπρος, ενώ πτωτική είναι η τάση του μεριδίου της Ιταλίας.

Οι εισαγωγές είναι κατά πολύ μεγαλύτερες των εξαγωγών και παρουσιάζουν αυξητική τάση. Το 81% της αξίας των εισαγωγών αφορά στο γάλα και κυρίως στο εβαπορέ, το υψηλής παστερίωσης και στο μακράς διαρκείας. Η τελευταία κατηγορία γάλακτος εισάγεται εξ ολοκλήρου, ενώ για τις δύο άλλες υπάρχει και εγχώρια παραγωγή. Οι χώρες προέλευσης των εισαγωγών είναι σχεδόν αποκλειστικά της ΕΕ. Η σημαντικότερη χώρα από την οποία εισάγουμε είναι η Γερμανία, ενώ εντυπωσιακή είναι και η αύξηση του μεριδίου της Ισπανίας. Αντίθετα, σημαντική πτώση παρουσιάζεται από τις χώρες της Μπενελούξ (Βέλγιο, Λουξεμβούργο και Ολλανδία).


Σ.Ζ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ