Σάββατο 26 Φλεβάρη 2022 - Κυριακή 27 Φλεβάρη 2022
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 41
ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΥΛΗΣ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Χρειάζεται άραγε η λογοτεχνία;

Αποσπάσματα από την ομιλία της Ελένης Μηλιαρονικολάκη, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνης του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ, σε εκδήλωση της ΤΟ Εκπαιδευτικών της ΚΟ Αττικής

Η λογοτεχνία, όπως γενικότερα η τέχνη, σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, αποτελεί μια μορφή κοινωνικής συνείδησης, έναν ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ο δημιουργός και γενικότερα ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται, κατανοεί, αφομοιώνει τον κόσμο που μας περιβάλλει. Για να φτάσει όμως σ' αυτή την αφομοίωση της πραγματικότητας, ο λογοτέχνης έχει προηγουμένως εργαστεί και μάλιστα πολλές κοπιαστικές ώρες (...).

Αρα η λογοτεχνία είναι πρώτα - πρώτα μια ιδιαίτερη μορφή εργασίας, όπως η πρακτική - τεχνική ή τεχνολογική και η επιστημονική εργασία. Η διαφορά της είναι ότι ενώ αξιοποιεί στοιχεία των δύο άλλων τρόπων, τη γνώση, τη σκέψη, την παρατήρηση, συμπεριλαμβάνει και κάποια άλλα, που δεν τα απαιτούν ή τα εξαιρούν συνειδητά οι άλλοι τρόποι εργασίας, όπως είναι το συναίσθημα ή οι ηθικές αποτιμήσεις πραγμάτων, καταστάσεων, χαρακτήρων. Υπεισέρχεται δηλαδή σ' αυτήν ένας υποκειμενισμός που, όπως θα φανεί στη συνέχεια, δεν την εμποδίζει να φτάσει σε αλήθειες. Σ' αυτόν τον υποκειμενικό, προσωπικό τρόπο που αντιλαμβάνεται ο κάθε λογοτέχνης την πραγματικότητα, οφείλει η λογοτεχνία τον δυναμισμό της, την ικανότητά της να μας μιλά πολλές φορές για ίδια θέματα, αλλά με καινούργιο κάθε φορά τρόπο, να αναδείχνει κι άλλες αθέατες πλευρές τους.

Η εργασία ωστόσο αποτελεί τη θεμελιακή προϋπόθεση για τη διαμόρφωση βαθύτερης κοινωνικής συνείδησης, διεισδυτικότερης αντίληψης για τον κόσμο, γιατί εργαζόμενος ο άνθρωπος εισχωρεί ολοένα και περισσότερο στην ουσία των πραγμάτων και των φαινομένων, ανακαλύπτοντας τις ιδιότητές, τις σχέσεις και τις αλληλεξαρτήσεις τους, τους νόμους που τα κυβερνούν.

Γι' αυτό η λογοτεχνία και η τέχνη γενικότερα αποτελεί ένα μέσο για να γνωρίσουμε, εργαζόμενοι, τον κόσμο ζωντανά, βαθιά, μέσα στην κίνησή τους. Και μάλιστα είναι το αποτελεσματικότερο μέσον, γιατί δύσκολες έννοιες μπορεί και τις εκφράζει με τρόπο ευχάριστο.

***

Ομως η εργασία δεν γίνεται άσκοπα. Δεν δουλεύουμε για να δουλεύουμε, αλλά για να προσαρμόσουμε την πραγματικότητα στις ανθρώπινες ανάγκες (...). Επομένως και η λογοτεχνία δεν συμβάλλει απλά στη γνώση της πραγματικότητας, αλλά καλλιεργεί και τις διαθέσεις για τη μεταμόρφωσή της σύμφωνα με τους ανθρώπινους - σε κάθε ιστορική εποχή - σκοπούς και ανάγκες.

Εδώ διατυπώνεται βέβαια σοβαρός αντίλογος, ότι ένα πλήθος από λογοτεχνικά έργα (...) διαπνέονται από την κυρίαρχη ιδεολογία για το αμετάβλητο του κοινωνικού συστήματος. Αλλωστε, σύμφωνα με τα αστικά πολιτιστικά επιτελεία ο σκοπός της τέχνης είναι να αμβλύνει τις ταξικές αντιθέσεις, να καλλιεργεί όπως λένε την «κοινωνική συνοχή», την εθνική ομοψυχία, δηλαδή την υποταγή στην κυρίαρχη τάξη και τις αξίες της, ή να παρέχει ένα είδος ψυχολογικής υποστήριξης για να αντέχουμε τη βαρβαρότητα μιας ολοένα αυξανόμενης εκμετάλλευσης. Η ταξικότητα στην τέχνη, ο επηρεασμός του καλλιτέχνη - δημιουργού από την αστική ιδεολογία, ακόμη και άθελά του, χωρίς δηλαδή συνειδητή τοποθέτησή του υπέρ της μιας ή της άλλης από τις δύο πρωταγωνιστικές κοινωνικές τάξεις, την εργατική και την αστική, είναι αναμενόμενος. Οχι όμως και αναπόφευκτος.

Ο δημιουργός που στέκεται έντιμα απέναντι στην τέχνη του, που δεν ξεκινά να εργαστεί έχοντας ως στόχο του να επιβεβαιώσει προκατασκευασμένα στο μυαλό του σχήματα, ακόμη και αν δεν γνωρίζει τους νόμους της ιστορικής κίνησης, ακόμη κι αν αρνείται τον διαλεκτικό και τον ιστορικό υλισμό, θα μπορέσει να φτάσει σε αλήθειες (...).

Στην ιστορία της λογοτεχνίας υπάρχουν αρκετά παραδείγματα μεγάλων συγγραφέων που δημιούργησαν έργα, τα οποία ξεπερνούν τη συντηρητική ιδεολογία τους. Οι κλασικοί μας Μαρξ, Ενγκελς και Λένιν αναφέρονται στις περιπτώσεις του Μπαλζάκ και του Τολστόι. Ο Ενγκελς γράφει χαρακτηριστικά για τον Μπαλζάκ πως «ποτέ η σάτιρά του δεν είναι τόσο κοφτερή και τόσο πικρή η ειρωνεία του, όπως όταν περιγράφει τους άντρες και τις γυναίκες που συμπαθεί περισσότερο, δηλαδή τους ευγενείς. Και οι μόνοι άνθρωποι για τους οποίους μιλάει πάντα με ανυπόκριτο θαυμασμό είναι ακριβώς οι πολιτικοί του αντίπαλοι, οι δημοκράτες ήρωες...». Αλλά και στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας υπάρχουν αντίστοιχα παραδείγματα έντιμης στάσης του δημιουργού απέναντι στην πραγματικότητα και την τέχνη τους, όπως αυτό του φυσιολάτρη Ελύτη, του υμνητή της αιγιοπελαγίτικης ομορφιάς. Αυτός όμως είναι ο ίδιος που σύνθεσε το «Αξιον Εστί», έναν ύμνο στον αγώνα του ανθρώπου για την ελευθερία. Αλλη περίπτωση είναι του αστού διανοούμενου και κοσμοπολίτη Σεφέρη, που μέσα από τις εμπειρίες του ως διπλωμάτη κατά τις διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης του Καΐρου με τους συμμάχους της έφτασε να αποκαλεί την αστική πολιτική εξουσία «ψυχές μαραγκιασμένες από τις δημόσιες αμαρτίες» και τους αγωνιστές της Αντίστασης «ήρωες που προχωρούν στα σκοτεινά». Προφανώς κάτι ήξερε περισσότερο για τα σχέδια που είχε η αστική τάξη και οι σύμμαχοί της απέναντι στο EAMικό κίνημα (...).

***

Οταν λοιπόν μιλάμε για λογοτεχνία, αναφερόμαστε στην αληθινή λογοτεχνία κάθε καιρού και τόπου, σ' αυτή που ξέρει να επισύρει την προσοχή στα πιο μεγάλα προβλήματα του καιρού της, προσπαθώντας να τα αντιμετωπίσει, έστω κι αν δεν το καταφέρνει ολοκληρωμένα, όπως το επιδιώκει η σοσιαλιστική ρεαλιστική λογοτεχνία.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι κάθε λογοτεχνικό έργο θα πρέπει να μιλάει για τον σοσιαλισμό. Υπάρχουν έργα που επιτελούν τον ρόλο τους να δείχνουν στον άνθρωπο τον δρόμο για να αλλάξει τον εαυτό του και την πραγματικότητα, χωρίς κατ' ανάγκη να αναφέρονται στην κοινωνική επανάσταση, όπως χαρακτηριστικά η «Μάνα Κουράγιο» του Μπρεχτ (...). H συγκλονιστική περιγραφή της προθυμίας των περισσότερων ανθρώπων να θυσιάσουν όλη τη ζωή τους για τιποτένιους λόγους, την ίδια στιγμή που δεν κάνουν το παραμικρό για εκείνα που θα τους ωφελήσουν, κάνει τον θεατή να αναγνωρίσει πλευρές του εαυτού του και να εξεγερθεί ενάντια σ' αυτές. Η Μάνα Κουράγιο δεν διδάσκεται από τα παθήματά της, αλλά διδάσκεται ο θεατής. Με λίγα λόγια, η λογοτεχνία είναι και ένα ισχυρό μέσον διαπαιδαγώγησης (...).

Η λογοτεχνία περιέχει μια συμπυκνωμένη πείρα από τη ζωή, όπως γνώσεις για τον χαρακτήρα, τη συνείδηση, την ψυχολογία διάφορων τύπων ανθρώπων, μια πείρα που όσο κοινωνικοί κι αν είμαστε, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να την αποκτήσουμε στη διάρκεια της σύντομης ζωής μας. Με λίγα λόγια πλαταίνει την κοινωνική γνώση μας, μας βοηθά να ζούμε πολλές ζωές και όχι μόνο τη δική μας.

Ο Λένιν έγραφε ότι από τη λογοτεχνία αντλούσε πολύ πιο χρήσιμες πληροφορίες για την οικονομία και τις κοινωνικές σχέσεις διαφόρων ιστορικών περιόδων απ' ό,τι από τα οικονομικά ή ιστορικά έργα που τις ανέλυαν επιστημονικά. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Γιάννης Κορδάτος στο πολύτομο έργο του για τη Νεότερη Ιστορία της Ελλάδας τεκμηριώνει τα διάφορα ιστορικά γεγονότα όχι μόνο με αρχειακό υλικό, αλλά και με αποσπάσματα από λογοτεχνικά κείμενα σχετικά με αυτά τα γεγονότα (...).

Αυτή η πολύτιμη συμβολή της λογοτεχνίας στη γνώση και στη διανοητική διαμόρφωση οφείλεται στο ότι η τέχνη του λόγου διαφέρει από άλλα είδη της τέχνης, τα εικαστικά, τη μουσική κ.λπ. Δεν απευθύνεται, όπως αυτά, άμεσα στις αισθήσεις. Μορφοποιείται με λέξεις και γίνεται κατανοητή με την πνευματική αντίληψη (...). Και αυτό γιατί η γλώσσα, όπως θα ξέρετε, είναι η άμεση δραστηριότητα της σκέψης. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε έξω από τη γλώσσα. Σωστά μιλάμε για την αναντικατάστατη συμβολή της λογοτεχνίας στην ανάπτυξη και στον εμπλουτισμό της γλώσσας. Και πράγματι, αυτός είναι ένας σπουδαίος λόγος για τον οποίο είναι απαραίτητη η λογοτεχνία, ειδικά στους νεότερους ανθρώπους, που γενικά δεν έχουν και το πλουσιότερο λεξιλόγιο. Ομως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η γλωσσική ανάπτυξη σημαίνει πάνω απ' όλα ανάπτυξη διανοητική, ικανότητα βαθύτερης και ακριβέστερης σκέψης. Θα έχετε προσέξει ότι πίσω από μια κακή διατύπωση, υπάρχει μια ανολοκλήρωτη, όχι καλά επεξεργασμένη σκέψη.

Περισσότερο από άλλα είδη τέχνης η λογοτεχνία έχει τεράστια ιδεολογική επίδραση. Ο Λένιν έγραφε ότι οι ήρωες που δημιούργησε ο Γκόρκι στο μυθιστόρημα «Μάνα», έκαναν εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες να νιώσουν ποιον δρόμο έπρεπε να πάρει η επανάσταση (...).

Η αστική τάξη με τη μακρόχρονη πείρα της κατανοεί καλύτερα από εμάς την ιδεολογική δύναμη της λογοτεχνίας και την εκμεταλλεύεται στο έπακρο για τους δικούς της σκοπούς. Τα τελευταία χρόνια, στο έδαφος της επανεγγραφής της Ιστορίας υπάρχει ένας βομβαρδισμός από «λογοτεχνικά» κείμενα και άλλα «καλλιτεχνικά» προϊόντα που επιχειρούν να αφαιρέσουν από το ΚΚΕ τη γοητεία που ασκεί στις νεότερες γενιές η ηθική υπεροχή του σε όλη την ιστορική του διαδρομή.

***

Η λογοτεχνία όμως δεν περιορίζεται στην ανάπτυξη μόνο της σκέψης και της λογικής, αλλά συμμετέχει δυναμικά στη σφαιρική διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας, καθώς καλλιεργεί ταυτόχρονα και τις τρεις πλευρές του ανθρώπινου ψυχισμού: Τη νόηση, το συναίσθημα και τη βούληση (...).

Χωρίς συναίσθημα, φαντασία, φλόγα, χωρίς ισχυρή θέληση δεν μπορεί να υπάρξει έμπνευση, κίνητρο για την κατάκτηση δύσκολων στόχων, ακόμη και αυτών που δείχνουν ακατόρθωτοι. Η συνένωση αυτών των ψυχικών χαρισμάτων με τη γνώση είναι που οδηγεί στις μεγάλες πράξεις της Ιστορίας. Ας μην ξεχνάμε πως ο Λένιν δίδασκε ότι η πολιτική είναι επιστήμη και τέχνη: Η τέχνη της διορατικότητας, του να συλλαμβάνεις τις αλλαγές στη συνείδηση των ανθρώπων, την τάση των πραγμάτων, ακόμη και να ονειροπολείς, χωρίς να αφαιρείσαι από την πραγματικότητα, όπως σημειώνει στο έργο του «Τι να κάνουμε», υπογραμμίζοντας πως χωρίς όνειρα δεν μπορεί να φανταστεί τι είναι εκείνο που θα ανάγκαζε τον άνθρωπο να αναλαμβάνει και να πραγματώνει τόσο πλατιά και επίπονα έργα σε όλους τους τομείς της δραστηριότητάς του.

H ακατάβλητη ψυχική δύναμη των μαχητών του ΔΣΕ δεν πήγαζε αυτόματα μόνο από το δίκιο του αγώνα. Ηταν καρπός μιας σχεδιασμένης διαπαιδαγωγητικής δουλειάς, που μαζί με τα πολιτικά και ιδεολογικά μαθήματα αναπόσπαστο μέρος της είχε και την τέχνη. Το τραγούδι, ο χορός, η ποίηση, το θέατρο και το διάβασμα ήταν πλευρές της καθημερινότητας στον ΔΣΕ, ενώ τα λογοτεχνικά βιβλία είχαν μόνιμη θέση στο σακίδιο κάθε μαχητή, παρότι συχνά δεν υπήρχε σ' αυτό ούτε ψίχουλο ψωμί. Είναι εντυπωσιακό το βάρος που έδινε το Κόμμα μας στην τέχνη στις πιο κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας του. Στους αγώνες, στις φυλακές, στις εξορίες, στην παρανομία, στα πεδία των μαχών οι κομμουνιστές διάβαζαν και πολλοί, όχι μόνο οι επώνυμοι, έγραφαν κιόλας. Ο Ρίτσος παρότρυνε τους συνεξόριστούς του στη Μακρόνησο να γράφουν ποιήματα.

Το γιατί δεν είναι δύσκολο πια να απαντηθεί. Γιατί η λογοτεχνία τελικά, προπαντός εκείνη που διαπνέεται από τα πιο προχωρημένα ανθρώπινα ιδανικά, μεγαλώνει το μπόι του ανθρώπου, τον βοηθά να κατανοεί πως είναι πιο τρανός απ' την καθημερινή την έγνοια του, όπως έγραφε κι ο Ρίτσος, τον βοηθά να αποκτά συνείδηση της δύναμής του να μεταμορφώσει τον κόσμο...


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ