Δεν είμαστε βέβαια σίγουροι αν ως πολιτικό διάλογο εννοούσε τη χάβρα που επικρατούσε κατά τη διεξαγωγή του, τις ύβρεις και τις απειλές που εκτοξεύονταν, τις καταγγελίες ανάμεσα σε πρώην και νυν γραμματείς του κόμματος για «διαδικασίες που αρμόζουν σε γήπεδο και όχι σε κομματικό συνέδριο» και τις παρ' ολίγο χειροδικίες, τις αποβολές συνέδρων για απρεπή συμπεριφορά, τις αποφάσεις που μέσα στο χάος δεν ήταν δυνατό να τεθούν καν σε ψηφοφορία... σε σημείο που ο Ευ. Τσακαλώτος να μιλάει για «εκβιασμούς», την ώρα που τα «γιούχα» έπεφταν βροχή στην αίθουσα του συνεδρίου για τους «διαφωνούντες» με τη θέση της πλειοψηφίας, προδίδοντας τον πλήρη εκφυλισμό τους.
Ούτε βέβαια ξέρουμε αν είναι δείγμα «πολιτικής αυτοπεποίθησης» η απουσία 1.000 και βάλε συνέδρων από κρίσιμες ψηφοφορίες, η αδυναμία συγκρότησης εφορευτικής επιτροπής για τη διενέργειά τους, η παραπομπή σε άλλη ψηφοφορία της έγκρισης ή απόρριψης των τροπολογιών που έχουν κατατεθεί στην ομόφωνη απόφαση της Επιτροπής Καταστατικού, οι οποίες δεν κατέστη δυνατόν να ψηφιστούν στο τέλος του συνεδρίου, επειδή πολλοί σύνεδροι την είχαν κοπανήσει και υπήρχε ...διάσταση απόψεων στην καταμέτρηση.
Αυτό δηλαδή που επιδιώκουν να σφραγίσουν και οι οργανωτικές αλλαγές στον ΣΥΡΙΖΑ, που ψηφίστηκαν στο συνέδριο, με κυριότερη την εκλογή Κεντρικής Επιτροπής και προέδρου απευθείας από τα μέλη του κόμματος, τα οποία, σε ό,τι αφορά π.χ. τον πρόεδρο, θα μπορούν να εγγράφονται μέχρι και τη στιγμή της ψηφοφορίας, στις 15 Μάη.
Και μπορεί στον ΣΥΡΙΖΑ να διατείνονται ότι οι νέες διαδικασίες αποτελούν το απαύγασμα της «περισσότερης δημοκρατίας», της «μεγαλύτερης συμμετοχής» και των λιγότερων μηχανισμών, αλλά συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.
Η πείρα άλλωστε «μιλάει», αφού τις ίδιες ακριβώς μεθόδους εφάρμοσαν πριν από τον ΣΥΡΙΖΑ άλλα σοσιαλδημοκρατικά αλλά και «νεοφιλελεύθερα» κόμματα, στη χώρα μας το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ αλλά και η ΝΔ, δίχως αυτές να σηματοδοτήσουν τίποτα το νέο στη λειτουργία τους, πολύ περισσότερο στην πολιτική τους, μετατρέποντας τα κόμματα σε αρχηγικούς μηχανισμούς, ξένους προς τη συλλογικότητα, τη συμμετοχή, τη δημοκρατία στη λήψη και υλοποίηση αποφάσεων.
Δεν είναι τυχαίο που οι αλλαγές αυτές συνοδεύονται από προβλέψεις για ψηφιακή λειτουργία, πλήρη δηλαδή αποκοπή των μελών από τη βάσανο της συμμετοχής, της συνδιαμόρφωσης, της υλοποίησης αποφάσεων, ακόμα και της... τυπικής ένταξης στο κόμμα, αφού π.χ. μέλος μπορεί να γίνεται και ένας που ψηφίζει άλλο κόμμα.
Μοντέλο που, θυμίζουμε, η κυβέρνηση της ΝΔ επιχείρησε να επιβάλει στα συνδικάτα, αποσκοπώντας ακριβώς στο να αποκόψει τους εργαζόμενους από τη ζωντανή επαφή με τα σωματεία τους, προϋπόθεση για τη συμμετοχή τους στις συλλογικές διαδικασίες, στην ταξική πάλη.
Οι αλλαγές που αποφάσισε ο ΣΥΡΙΖΑ «κουμπώνουν» με τον χαρακτήρα του, τους στόχους του. Αποσκοπούν στο να προσαρμόσουν τη λειτουργία του στη σοσιαλδημοκρατική του φύση, στον ρόλο που καλείται να παίξει στο αστικό πολιτικό σύστημα, στη δυνατότητα π.χ. «συμφωνιών κορυφών» για σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας με τα άλλα αστικά κόμματα, για τη διασφάλιση της αντιλαϊκής «σταθερότητας».
Η απέχθεια προς τις συλλογικές διαδικασίες και η προσπάθεια η συμμετοχή του μέλους να αρχίζει και να τελειώνει στο πάτημα ενός πλήκτρου, στην πραγματικότητα να αποτελεί «ντεκόρ» και «άλλοθι» για την αντιλαϊκή πολιτική, είναι απολύτως συμβατή με τον χαρακτήρα ενός κόμματος της αστικής διαχείρισης, στρατευμένου στην υλοποίηση μιας βαθιάς αντιλαϊκής στρατηγικής.