Στα βραβεία BAFTA, μεγάλος νικητής αναδείχθηκε το «Ουδέν Νεώτερον Από το Δυτικό Μέτωπο» του Εντουαρντ Μπέργκερ (παραγωγής Netflix), κερδίζοντας 7 βραβεία, ενώ δεύτερη με 4 αναδείχθηκε η ταινία «Τα Πνεύματα του Ινισέριν» του Μάρτιν ΜακΝτόνα, που βγαίνει στους ελληνικούς κινηματογράφους αυτήν τη βδομάδα.
Την ερχόμενη Τρίτη, 28 Φλεβάρη, στις 20.00, στο πλαίσιο του αφιερώματος «Μουσικές Τρίτες» στο «Studio New Star Art Cinema», θα προβληθεί συνοδεία ζωντανής μουσικής το αριστούργημα του Τζίγκα Βερτόφ «Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή». Ενώ, στο πλαίσιο του αφιερώματος Bergmannites, στον κινηματογράφο «Ανδόρα» θα προβληθεί η ταινία του Ινγκμαρ Μπέργκμαν «Φάννυ και Αλέξανδρος».
Αυτήν τη βδομάδα ξεχωρίζει η προαναφερθείσα ταινία «Τα Πνεύματα του Ινισέριν». Κατά τ' άλλα, οι «Γυναικείες Κουβέντες» της Σάρα Πόλεϊ, τοποθετημένες σε μια απομονωμένη θρησκευτική κοινότητα που εν έτει 2010 ζει με όρους διαβίωσης του προηγούμενου αιώνα και στην οποία οι γυναίκες αποφασίζουν να «επαναστατήσουν», περισσότερο αναλύεται σε έναν πρωτόγονο «φεμινισμό» παρά στη θρησκεία, που είναι το «όπιο του λαού» και αποκόπτει τις γυναίκες από την πραγματικότητα και τις κατακτήσεις της ανθρωπότητας... Κρίμα, γιατί η θεματολογία δεν είναι αδιάφορη, αλλά η ταινία είναι απίστευτα προβλέψιμη και κουραστική. Χιλιοειπωμένη και χωρίς να προσφέρει κάποια νέα οπτική είναι και η ιστορία της ταινίας «Μικρή μου Σολάνζ» της Αξέλ Ροπέρ, που αναφέρεται στο πώς ο χωρισμός των γονιών επηρεάζει μια έφηβη κοπέλα...
Σε ένα απόμερο νησί κοντά στις ακτές της Ιρλανδίας, παρακολουθούμε δύο καρδιακούς φίλους που βρίσκονται σε αδιέξοδο όταν ο Κολμ ξαφνικά αποφασίζει να διακόψει τη φιλία του με τον Παντράικ. Ο Παντράικ προσπαθεί να αποκαταστήσει τη σχέση, αρνούμενος να αποδεχθεί το «όχι» ως απάντηση. Εντούτοις, οι επανειλημμένες προσπάθειες του Παντράικ το μόνο που καταφέρνουν είναι να κάνουν χειρότερα τα πράγματα και, όταν ο Κολμ τού δίνει ένα απεγνωσμένο τελεσίγραφο, τα γεγονότα κλιμακώνονται τάχιστα, με συνταρακτικές συνέπειες.
Εχει γίνει πολύς ντόρος για την ταινία του ΜακΝτόνα, και όχι άδικα. Μια φαινομενικά απλή ιστορία προξενεί τόσο δυνατά και αντικρουόμενα συναισθήματα, που ξαφνιάζει. Αν κάποιος την παρακολουθήσει χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα από πριν, για το πού και πότε εξελίσσεται, θα καταλάβει ότι «ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες». Και πράγματι, οι λεπτομέρειες είναι εκείνες που μαρτυρούν τις απαντήσεις στα αινίγματα που διαμορφώνονται, γιατί η ταινία ακολουθεί συμβολική διαδρομή και σηκώνει συζήτηση. Οσο περισσότερο απομακρύνονται οι δύο φίλοι, τόσο πιο κοντά έρχονται οι θεατές για να κουβεντιάσουν για την ταινία. Βρισκόμαστε σε ένα νησί που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, γύρω στο 1922, στις αρχές του Ιρλανδικού Εμφυλίου, ο οποίος ουσιαστικά αποτελεί ανεπίλυτο ζήτημα μέχρι και τις μέρες μας. Δεν βρισκόμαστε στην καρδιά του εμφυλίου, που λαμβάνει χώρα μακριά από το απομονωμένο νησί, εντούτοις ακούμε για εκείνον. Οσο απομακρυσμένος κι αν είναι κανείς ατομικά από τον εμφύλιο πόλεμο, δεν γίνεται να μην επηρεαστεί, γιατί επηρεάζεται ολόκληρη η κοινωνία. Ο μεγάλος εμφύλιος που εξελίσσεται περιγράφεται στη σχέση των δύο φίλων. Σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι παρακολουθούν σαν θεατές τον σπαραγμό μεταξύ τους, χωρίς να καταλαβαίνουν ακριβώς τον λόγο. Το μόνο που θέλουν είναι να κάνει κάποιος από τους δυο ένα βήμα πίσω, αλλά μάταια. Ακόμα και μέσα στη μεγαλύτερη σκληρότητα, όμως, υπάρχει αγάπη. Ο Κολμ κάνει επίκληση στο συναίσθημα του Παντράικ, ώστε να τον αφήσει ήσυχο να δημιουργήσει, αλλιώς θα κόβει τα δάχτυλά του ένα ένα μέχρι να μην μπορεί πια να πραγματώσει το όνειρό του, να γράφει μουσική. Τι αφήνει πίσω του κανείς όταν «φύγει» από τη ζωή; Μένει το έργο ή η προσωπικότητα του καλλιτέχνη; Μοιάζει λες και ο εμφύλιος εκεί μακριά έκανε τον Κολμ να αναρωτηθεί για το ποιος είναι. Λες και σε μια νύχτα άλλαξε ολόκληρος σαν άνθρωπος, έβαλε άλλες προτεραιότητες. Αλλά πώς γίνεται να μην αλλάξει και να μην επηρεαστεί; Υπάρχει άραγε «αμέτοχος» και «αθώος» σε έναν εμφύλιο πόλεμο; Από τον συμβολισμό του ΜακΝτόνα δεν λείπουν ούτε το κράτος, με την καταστολή, ούτε η Εκκλησία, και πώς θα μπορούσαν άλλωστε. Εμφανίζονται με σκληρότητα και υποκρισία σε όλο τους το μεγαλείο. Στο σενάριο αυτό, ακόμα και οι δεύτεροι ρόλοι είναι σημαντικοί και περιμένουν τον θεατή να τους εξερευνήσει... Ο τόπος των γυρισμάτων είναι μαγικός, τα σκηνικά λιτά και υπέροχα, οι ερμηνείες δεν έχουν ταίρι και εν πολλοίς αναδεικνύουν ακόμα καλύτερα το σενάριο. Τα «Πνεύματα» τα κατάφεραν να μας κάνουν να πάμε στην αίθουσα, τα κατάφεραν να μας προβληματίσουν, να συμφωνήσουμε και να διαφωνήσουμε με πάθος για το σινεμά.
1971. Ο Λουκίνο Βισκόντι, μετά από μαραθώνιο κάστινγκ σε ολόκληρη την Ευρώπη, ανακαλύπτει στη Στοκχόλμη τον δεκαπεντάχρονο Μπγιερν Αντρεσεν, ιδανική φιγούρα για να ενσαρκώσει τον «Τάτζιο» στον «Θάνατο στην Βενετία». Γυρίζει την ταινία και ανακηρύσσει τον μικρό Σουηδό ως «το πιο όμορφο αγόρι του κόσμου». 50 χρόνια μετά, ο Μπγιερν ξαναζεί την ταραγμένη παιδική του ηλικία...
Η ταινία έχει ενδιαφέρον σε ό,τι αφορά στο αρχειακό της κομμάτι, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούμε έναν μεσήλικα που έχει εγκαταλείψει τελείως τον εαυτό του και δεν θυμίζει σε τίποτα εκείνο το αγόρι που έχει μείνει στη μνήμη μας από την ταινία του Βισκόντι. Στην προσφιλή λογική της «ακύρωσης» οι ευθύνες πέφτουν στον σκηνοθέτη, καθώς υπονοούνται βαριές κατηγορίες εναντίον του. Οσο όμως προχωρά η ταινία αντιλαμβανόμαστε ότι το αγόρι αυτό έχει πολλά και σημαντικά τραύματα που οφείλονται κύρια στην παραμέληση, όσο και στην εκμετάλλευσή του, από τους κηδεμόνες του, που τον ανέλαβαν μετά τον θάνατο της μητέρας του. Εάν παραβλέψει κάνεις την αρχική οπτική που παρατίθεται, γεγονός δύσκολα κατορθωτό ιδίως όταν μιλάμε για τον Βισκόντι, αντιλαμβάνεται ότι η εκμετάλλευση των παιδιών στον χώρο του θεάματος, μπορεί να αποβεί μοιραία για την υπόλοιπη ζωή τους. Πράγματα αυτονόητα για τον οποιονδήποτε δηλαδή. Το γεγονός ότι το ντοκιμαντέρ αφήνει αιχμές για τον Βισκόντι που δεν βρίσκεται στη ζωή είναι τουλάχιστον τυμβωρυχία αν μη τι άλλο...