Κυριακή 12 Μάη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
Καθρέφτης του αντιλαϊκού συστήματος

Πολλές φορές έχουμε καταγγείλει από τις στήλες του «Ρ», ότι το σημερινό φορολογικό σύστημα είναι άδικο, αντιλαϊκό, ταξικό, ότι υπερφορολογεί τη μισθωτή εργασία και ότι αφήνει στο απυρόβλητο τα εισοδήματα που αποκτά το κεφάλαιο. Κινείται άραγε μέσα στην πραγματικότητα ο καταγγελτικός αυτός λόγος, ή μήπως από κεκτημένη ταχύτητα καταγγέλλουμε τους πάντες και τα πάντα; Γι' αυτό δεν κατηγορούνται άλλωστε οι κομμουνιστές και στη χώρα μας από τους «εντός των τειχών» απολογητές του συστήματος; Οι οποίοι συνηθίζουν να λένε: «Ελα μωρέ, αυτοί οι κομμουνιστές τίποτα καλό δε βλέπουν να γίνεται. Ολα γι' αυτούς μαύρα και άραχνα είναι».

Είναι ταξικό το φορολογικό σύστημα;

Πριν επιχειρήσουμε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, θα θέλαμε να κάνουμε την ακόλουθη παρατήρηση: Η κριτική για το φορολογικό σύστημα δε γίνεται από τη σκοπιά του μαρξισμού, ο οποίος θεωρεί το φόρο που καταβάλλει στο κράτος είτε ο εργαζόμενος είτε ο επιχειρηματίας ως μέρος της παραγόμενης υπεραξίας, που δημιουργείται στη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας, στο διάστημα του εργάσιμου χρόνου του εργάτη, αλλά την ιδιοποιείται χωρίς κανένα αντάλλαγμα ο κεφαλαιοκράτης, ο οποίος με τη σειρά του είναι υποχρεωμένος να τη μοιραστεί με άλλα τμήματα της αστικής τάξης, αλλά και το καπιταλιστικό κράτος. Οι φόροι που καταβάλλονται στο κράτος δεν είναι παρά το μέρος εκείνο της υπεραξίας που αποσπά το κράτος για τις ανάγκες λειτουργίας της κρατικής μηχανής. Αν η κριτική γινόταν από τη σκοπιά αυτή, ακόμα και στην περίπτωση που οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου ήταν απόλυτα συνεπείς στις φορολογικές τους υποχρεώσεις και δεν είχαν μηχανευτεί έναν σωρό τρόπους απόκρυψης των εισοδημάτων τους, ακόμα και στην περίπτωση αυτή, δε ζημιώνονται ούτε στο ελάχιστο. Απλώς θα κατέβαλλαν στο κράτος, με τη μορφή χρήματος, το μέρος εκείνο του υπερπροϊόντος, που δημιούργησαν οι εργάτες αλλά ιδιοποιούνται οι ίδιοι.

Συνήθως όμως η κριτική που γίνεται στο φορολογικό σύστημα γίνεται από τη σκοπιά του αστικού Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «όλοι θα πρέπει να καταβάλλουν φόρους σύμφωνα με τη φοροδοτική τους ικανότητα». Με λίγα δηλαδή λόγια, το κριτήριο είναι αν οι επιχειρηματίες τηρούν ή όχι τη συνταγματική επιταγή...

Φορολογία εισοδήματος 2001

Το υπουργείο Οικονομικών έδωσε στη δημοσιότητα μια σειρά στατιστικών πινάκων για τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων του 2001. Τη φορολογία δηλαδή του εισοδήματος που αποκτήθηκε το έτος 2000 και φορολογήθηκε το 2001. Βέβαια, τα στοιχεία αυτά πολλές φορές, αντί να φωτίσουν, συσκοτίζουν τη φορολογική εικόνα της Ελλάδας. Ετσι, σκόπιμα τόσα χρόνια, έχουν ανακατέψει τα εισοδήματα των μικρομεσαίων επιχειρηματιών με τα εισοδήματα των μεγαλεμπόρων και των βιομηχάνων και άντε να βγάλεις άκρη... Παραμένει λοιπόν ακόμα άγνωστο τι απέδωσαν τα περιβόητα «αντικειμενικά» κριτήρια φορολόγησης των μικρομεσαίων επιχειρηματιών, αφού τα εισοδήματά τους μπερδεύονται με αυτά των εμποροβιομηχάνων. Γιατί αυτό; Προφανώς για να μη γνωρίζει ο κόσμος τι εισοδήματα δηλώνει η ευπαθής εμποροβιομηχανική τάξις... Πόσο συνεπής είναι με τις επιταγές του Συντάγματός της... Αλλά και από τα ελλιπή στοιχεία, που δίνουν στη δημοσιότητα, βγαίνουν διάφορα συμπεράσματα.

Το έτος 2001 από τις έξι (6) πηγές εισοδήματος των φυσικών προσώπων δηλώθηκαν συνολικά 18.575 δισ. δραχμές, όταν το ΑΕΠ της χώρας ανήλθε στα 41.400 δισ. δραχμές. Οι εισπραχθέντες φόροι ανήλθαν σε 1.556,5 δισ. δραχμές. Από το συνολικό αυτό δηλωθέν εισόδημα των 18.575 δισ. δραχμών, μόνο το εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες ανέρχεται σε 13.207 δισ. δραχμές ή το 71,1% του συνολικού δηλωθέντος εισοδήματος και το υπόλοιπο 28,9% απ' όλες τις άλλες πηγές. Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία του υπουργείου, εισοδήματα από οικοδομές δηλώθηκαν 1.717,7 δισ. δραχμές, από κινητές αξίες (μετοχές, ομόλογα) μόλις 1,6 δισ. δραχμές, από εμποροβιομηχανικές επιχειρήσεις 2.343 δισ. δραχμές, από γεωργικές επιχειρήσεις 398,8 δισ. δραχμές και από ελευθέρια επαγγέλματα 844 δισ. δραχμές. Με λίγα δηλαδή λόγια, η φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων στηρίζεται, κατά κύριο λόγο, στη φορολογία της μισθωτής εργασίας. Οι αλλαγές μάλιστα που συντελέστηκαν τα τελευταία 15 χρόνια στη φορολογική κλίμακα είχαν αποτέλεσμα η φορολογική επιβάρυνση να μεταφερθεί περισσότερο προς τα λεγόμενα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, με παράλληλη ελάφρυνση των μεγάλων εισοδημάτων. Η αναδιανομή αυτή του εισοδήματος συντελείται σταδιακά, με την κυβέρνηση της ΝΔ σε πρώτη φάση το 1992 να μειώνει τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές στο 45%, από 65% που είχαν φτάσει τη δεκαετία του '80, ενώ τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα φορολογούνται με συντελεστές 5%, 15%, 30% και 40%. Παράλληλα, με τη μη τιμαριθμοποίηση των φορολογικών κλιμακίων από το 1992 μέχρι και το 1997, ο φόρος αυξάνεται με διπλάσιους και τριπλάσιους ρυθμούς, από την αύξηση του εισοδήματος. Αυτή η φάση της αναδιανομής εισοδημάτων διατηρείται μέχρι το 2000, οπότε έχουμε το δεύτερο κύμα. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 2001 και το 2002 προχωρεί σε σταδιακή μείωση του ανώτατου συντελεστή στο 42,5% και στο 40%, η δε επιτροπή Γεωργακόπουλου εισηγείται και νέα μείωση, στο 38%. Πάντα σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών για το 2001, 77.272 φορολογούμενοι ή το 1,6% του συνόλου (υποβλήθηκαν 4.903.843 φορολογικές δηλώσεις) δήλωσαν εισόδημα 1.920 δισ. δραχμές ή το 10,3% του συνολικού εισοδήματος, είχαν 790,6 δισ. δραχμές απαλλασσόμενα και αφορολόγητα ποσά ή το 5,9% του συνόλου και πλήρωσαν 523 δισ. δραχμές φόρο ή το 33,6% του συνόλου. Οι 77.272 πιο πλούσιοι φορολογούμενοι, σύμφωνα με την κλίμακα, δήλωσαν εισοδήματα μεγαλύτερα των 16.235 χιλιάδων δραχμών.

Νόμιμη απόκρυψη εισοδημάτων...

Θα μπορούσε βέβαια να ισχυριστεί κάποιος ότι το πιο πλούσιο 1,6% των φορολογουμένων να δηλώνει το 10,3% του συνολικού εισοδήματος και να πληρώνει το 33,6% του συνολικού φόρου είναι μια πράξη πέρα για πέρα δίκαιη. Ισως και να ήταν έτσι αν το ίδιο το κράτος, οι κυβερνήσεις δηλαδή του κεφαλαίου, δεν είχε φροντίσει ώστε τεράστιων ποσών εισοδήματα να μη φορολογούνται καν ή να φορολογούνται με χαμηλούς συντελεστές. Αυτό αποτελεί επίσης μια λεόντεια αναδιανομή εισοδημάτων υπέρ του κεφαλαίου. Λόγος βέβαια γίνεται για τα εισοδήματα τόκων (τραπεζικές καταθέσεις και ομόλογα) και τα εισοδήματα από μερίσματα μετοχών. Αντί αυτά να τα εντάξουν στη φορολογία εισοδήματος και να φορολογηθούν με βάση την κλίμακα, δηλαδή με 45%, τους επιφύλαξαν μια προνομιακή μεταχείριση. Ετσι:

  • Οι τόκοι των τραπεζικών καταθέσεων φορολογούνται αυτοτελώς με συντελεστή 15%. Αυτό είναι άδικο για κάποιον με εισόδημα 3-4 εκατ. δρχ., γιατί αν τα εισοδήματα από τόκους είχαν ενταχθεί στην κλίμακα θα φορολογούνταν με συντελεστή 5% ή και με συντελεστή 0%. Αντίθετα, είναι κάτι πολύ καλό για κάποιον μεγαλοεισοδηματία, γιατί αν φορολογούνταν με βάση την κλίμακα θα επιβαρύνονταν με συντελεστή φόρου 45%.
  • Ακόμα χειρότερα, τους τόκους από ομόλογα για πολλά χρόνια τούς είχαν αφορολόγητους, με αποτέλεσμα εισοδήματα τρισεκατομμυρίων δραχμών να είναι αφορολόγητα. Σήμερα οι αποδόσεις των ομολόγων φορολογούνται αυτοτελώς με συντελεστή 7,5%, αν και οι μεγαλοεισοδηματίες έχουν βρει «παραθυράκια» να μη φορολογούνται, μέσω εικονικών αγορών από το εξωτερικό.
  • Το μεγάλο σκάνδαλο βέβαια είναι η φορολογία των μερισμάτων που μοιράζουν κάθε χρόνο οι Ανώνυμες Εταιρίες στους μετόχους τους. Επίσημα η φορολογία είναι 35%. Οπως όμως αναφέρεται και στην εργασία της επιτροπής Γεωργακόπουλου, η πραγματική φορολογία των ΑΕ είναι μόλις 25%, καθώς εκπίπτουν πολύ μεγάλα κέρδη, κυρίως μέσω των διατάξεων σχηματισμού των αφορολόγητων αποθεματικών. Ετσι, οι επιχειρήσεις παραμένουν αφορολόγητες για ένα σημαντικό τμήμα των κερδών τους, ενώ αυτό που διανέμουν στους μετόχους τους έχει φορολογηθεί με 35%, ενώ αν τα μερίσματα από κέρδη φορολογούνταν με βάση την κλίμακα θα είχαν επιβαρυνθεί με 45%.

Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ