Την απερίφραστη καταδίκη του εκφράζει το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας για το πρωτοφανές σκηνικό που εκτυλίχθηκε στις 10 Μάρτη στην Εθνική Πινακοθήκη, όπου βουλευτής του κόμματος «Νίκη» εισέβαλε στον χώρο του Μουσείου και βανδάλισε εκτιθέμενα έργα, με πρόσχημα την προσβολή του θρησκευτικού αισθήματος.
Στην ανακοίνωσή του το ΕΕΤΕ σημειώνει ότι «δεν είναι η πρώτη φορά που η καλλιτεχνική έκφραση και έργα τέχνης μπαίνουν στο στόχαστρο όσων έχουν διαφορετική άποψη και τη διατυπώνουν μάλιστα απαιτώντας την απόσυρση ή ακόμα και καταστρέφοντας έργα, επιβάλλοντας τελικά τη φίμωση και τον σκοταδισμό. Την ίδια στιγμή που το κράτος και οι θεσμοί του ορκίζονται στην υποτιθέμενη "ελευθερία της Τέχνης", δείχνουν προκλητική ανοχή - στην καλύτερη περίπτωση - σε στοχοποιημένες επιθέσεις σε καλλιτέχνες και στην καλλιτεχνική δημιουργία.
Είναι η ίδια πολιτική που στοχοποιεί και αποκλείει καλλιτέχνες επειδή υπερασπίζονται το δίκιο του Παλαιστινιακού λαού μέσα από την Τέχνη τους, και που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε είδους απαράδεκτες επιθέσεις στην καλλιτεχνική δημιουργία για να νομιμοποιήσει ντε φάκτο τη λογοκρισία και καταστολή και στον χώρο των Τεχνών.
Οι καλλιτέχνες στην εποχή μας δεν είναι υποτακτικοί αυλοκόλακες, είναι άνθρωποι που αποτυπώνουν ατομικά και συλλογικά στη δουλειά τους, με τον δικό του τρόπο ο καθένας και με την κοσμοαντίληψή τους, τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο.
Φωτίζουμε πλευρές, βάζουμε ή απαντάμε σε ερωτήματα και όταν κρίνουμε σκόπιμο, παίρνουμε θέση. Η ελευθερία έκφρασης, η βελτίωση των συνθηκών για τη δημιουργία ενός έργου, σύμφωνα με τις δυνατότητες στον 21ο αιώνα, και η υπεράσπιση της εργασίας μας και της ελεύθερης επικοινωνίας της, δεν είναι διαπραγματεύσιμα, και γι' αυτά αγωνιζόμαστε.
Το συγκεκριμένο απαράδεκτο γεγονός αναδεικνύει επιπλέον το τεράστιο θέμα της αποψίλωσης προσωπικού των μουσείων της χώρας, τεχνικού και εξειδικευμένου, ζήτημα που και το ΕΕΤΕ έχει πολλές φορές αναδείξει μέσα από τις παρεμβάσεις του».
Από την άλλη η Ιερά Σύνοδος, αντί να καταγγείλει τον βανδαλισμό, σε ανακοίνωσή της επιλέγει να εκφράσει «τη λύπη της για το περιεχόμενο συγκεκριμένων έργων της εν λόγω εκθέσεως και αποφάσισε να ενεργήσει τα δέοντα προς την Ελληνική Κυβέρνηση».