RIZOSPASTIS |
Σύμφωνα λοιπόν με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, αύξηση 8,7% παρουσίασαν οι τιμές των διαμερισμάτων κατά το 2024 έναντι 13,9% που είχαν σημειώσει το 2023, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ).
Από τα ίδια τα στοιχεία προκύπτει ότι κάθε χρόνο σημειώνεται σημαντική αύξηση στις τιμές, που σε συνδυασμό με τις περικοπές στον ονομαστικό μισθό, την εκτόξευση του πληθωρισμού τα τελευταία χρόνια, τη φοροαφαίμαξη των εργαζομένων, δημιουργείται ένα εκρηκτικό μείγμα που εξαϋλώνει το λαϊκό εισόδημα.
Πιο αναλυτικά, το δ' τρίμηνο του 2024 οι τιμές των διαμερισμάτων (σε ονομαστικούς όρους) ήταν κατά μέσο όρο αυξημένες κατά 6,6% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023. Η αύξηση των τιμών το δ' τρίμηνο του 2024 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023 ήταν 9,1% για τα νέα διαμερίσματα, δηλαδή ηλικίας έως 5 ετών, και 4,9% για τα παλιά, δηλαδή ηλικίας άνω των 5 ετών. Για το 2024, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των τιμών για τα νέα διαμερίσματα ήταν 10,1%, έναντι ρυθμού αύξησης 12,9% το 2023, ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης για τα παλαιά διαμερίσματα ήταν 7,8% το 2024, έναντι αύξησης 14,5% το 2023.
Από την ανάλυση των στοιχείων κατά γεωγραφική περιοχή προκύπτει ότι η αύξηση των τιμών των διαμερισμάτων το δ' τρίμηνο του 2024 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023 ήταν 6,2% στην Αθήνα, 8,2% στη Θεσσαλονίκη, 4,6% στις άλλες μεγάλες πόλεις και 8,7% στις λοιπές περιοχές της χώρας. Για το σύνολο του 2024, η αύξηση των τιμών στις ίδιες περιοχές σε σχέση με το 2023 ήταν 8,2%, 11,2%, 7,1% και 10,6% αντίστοιχα. Τέλος, για το σύνολο των αστικών περιοχών της χώρας, το δ' τρίμηνο του 2024 οι τιμές των διαμερισμάτων ήταν κατά μέσο όρο αυξημένες κατά 5,9% σε σύγκριση με το δ' τρίμηνο του 2023, ενώ για το 2024 η μέση ετήσια αύξηση διαμορφώθηκε στο 8,4%.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι τιμές κατοικιών αυξήθηκαν κατά 66,4% απ' το τρίτο τρίμηνο του 2017, οπότε η αγορά ακινήτων βρέθηκε στο ναδίρ, μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2024. Τα ενοίκια έχουν αυξηθεί κατά 37% την τελευταία πενταετία. Αύξηση έχει σημειωθεί και στις τιμές των εμπορικών ακινήτων κατά 33%, επιβαρύνοντας αυτοαπασχολούμενους και μικρούς επαγγελματίες.
Μάλιστα, η κατάσταση είναι ακόμα πιο «μαύρη» για τους εργαζόμενους, αν υπολογίσει κανείς το συνολικό κόστος στέγασης, δηλαδή το κόστος της στέγης συμπεριλαμβανομένων των λογαριασμών «κοινής ωφέλειας», ιδιαίτερα το κόστος Ενέργειας.
Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, το 71,9% των νέων 18 - 34 ετών διαμένουν στο παιδικό τους δωμάτιο, από 58,4% το 2008. Ταυτόχρονα, το 74,2% των ενοικιαστών δαπανούν άνω του 40% του εισοδήματός τους για τη στέγαση. Σχεδόν ένα στα δύο νοικοκυριά (45,5%) καθυστερούν να πληρώσουν στεγαστικά δάνεια, ενοίκια ή λογαριασμούς.
Αυτή η κατάσταση αποκαλύπτει βέβαια τα παραμύθια της κυβέρνησης με τις εξαγγελίες περί... «στεγαστικής πολιτικής που ευνοεί τα νέα ζευγάρια», παραμύθια που ακούστηκαν ξανά πρόσφατα με αφορμή την παρουσίαση του νομοσχεδίου για τη λεγόμενη «κοινωνική αντιπαροχή», που στην πραγματικότητα έρχεται να δώσει τσάμπα γη και «πελατεία» σε μεγαλοκατασκευαστές, τράπεζες και λοιπούς επιχειρηματικούς ομίλους.
Συνολικά άλλωστε πάνω στο έδαφος της εμπορευματοποίησης, όπως και της πολιτικής που ιεραρχεί σε όλα τα επίπεδα τα συμφέροντα του κεφαλαίου (π.χ. τουρισμός, real estate κ.ο.κ.), ολόκληρες περιοχές μετατρέπονται σε «άβατο» για τη λαϊκή κατοικία, ενώ και όλα τα σχετικά προγράμματα («Σπίτι μου ΙΙ», «Κοινωνικής Αντιπαροχής», «Ανακαινίζω - Νοικιάζω») ή τα φορολογικά κίνητρα εκμετάλλευσης «κλειστών» διαμερισμάτων προς ιδιοκατοίκηση, τα μέτρα «περιορισμού» των βραχυχρόνιων μισθώσεων με αύξηση συντελεστών φορολόγησης και το «Μητρώο ακινήτων», αποδεικνύονται πολύ μακριά από τις πραγματικές λαϊκές ανάγκες για στέγαση.
Στην πραγματικότητα, όχι μόνο αποτελούν «σταγόνα στον ωκεανό» του πλήθους των εργαζομένων, περιλαμβάνοντας μόλις 20.000 δικαιούχους για αγορά πρώτης κατοικίας και 2.500 για παροχή κατοικιών με χαμηλό ενοίκιο και δικαίωμα αγοράς, αλλά επιβάλλουν τον τραπεζικό δανεισμό των «ωφελούμενων» για την απόκτηση κατοικίας ή την ανακαίνιση και ενεργειακή αναβάθμιση του ακινήτου με τους εργαζόμενους να παραμένουν «ενοικιαστές» του σπιτιού τους, όμηροι της επόμενης γενιάς πλειστηριασμών.
Επιπλέον, ο λαός πληρώνει τα κεφάλαια των κρατικών ενισχύσεων μέσω της ληστρικής κρατικής φορολογίας, που αφήνει ανέγγιχτα τα κέρδη των ομίλων, και των περικοπών δαπανών για τις κοινωνικές ανάγκες, για τα ματωμένα πλεονάσματα που αναδιανέμουν τη φτώχεια μεταξύ φτωχότερων και φτωχών.
Η κρατική παρέμβαση των προγραμμάτων επιδότησης αγοράς, κατασκευής ή ανακαίνισης κατοικιών τροφοδοτεί την κερδοφορία των ομίλων των κατασκευών, της εκμετάλλευσης και διαχείρισης ακινήτων, της βιομηχανίας δομικών υλικών, των τραπεζών που διαπιστώνουν «καθυστέρηση» στην επέκταση της αγοράς στεγαστικών δανείων.
Απ' την άλλη, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ ασκούν κριτική για καθυστέρηση εκμετάλλευσης ακινήτων του Δημοσίου για την κατασκευή «κοινωνικών κατοικιών» (ΠΑΣΟΚ) ή την «Τράπεζα Στέγης» (ΣΥΡΙΖΑ), για τη μη αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του κράτους για επιδότηση στεγαστικών δανείων, προβάλλοντας τα «παραδείγματα» από τις καλύτερες πρακτικές άλλων χωρών της ΕΕ, στις οποίες ωστόσο επίσης οξύνεται η στεγαστική κρίση.
Η πραγματικότητα είναι ότι ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ - ΠΑΣΟΚ συναίνεσαν στην κατάργηση του ΟΕΚ, ενώ σήμερα συναινούν στην παραχώρηση της ακίνητης περιουσίας του μέσω ΣΔΙΤ για την εγγυημένη κερδοφορία των κατασκευαστικών ομίλων, στην πολιτική στήριξης των τραπεζικών ομίλων, που μέχρι σήμερα οδηγεί σε χιλιάδες νέους πλειστηριασμούς λαϊκών κατοικιών, με «πρωτοπόρο» τον ΣΥΡΙΖΑ των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και του «ιδιώνυμου» της κρατικής καταστολής των κινητοποιήσεων ενάντια στους πλειστηριασμούς.